ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Ψυχισμός και γλώσσα [Α5] 

Μαρία Θεοδωροπούλου (2001) 

Το ζήτημα της σχέσης γλώσσας και ψυχισμού αποτελεί πεδίο συνάντησης δύο επιστημονικών κλάδων: της γλωσσολογίας και της ψυχανάλυσης. Αν η πρώτη νομιμοποιείται εξ αντικειμένου, ως η επιστήμη που μελετά τη γλώσσα, η ψυχανάλυση διεκδικεί τη συμμετοχή της στη συζήτηση ως θεωρία που βασίζεται στην κλινική εμπειρία (Αλτουσέρ 1983), αφού η ομιλία του αναλυόμενου αποτελεί το μέσο για την επίτευξη του σκοπού της : της ανάδυσης του ασυνειδήτου -εκείνου του χώρου του ψυχισμού που δεν είναι προσβάσιμος στη συνείδηση- μέσω των ελεύθερων συνειρμών του αναλυόμενου και δι' αυτού της θεραπείας του. Κατά συνέπεια, το ερώτημα το οποίο τίθεται μέσα από την οπτική της συνάντησης των δύο αυτών κλάδων είναι ουσιαστικά η σχέση του ασυνειδήτου με τη γλώσσα, δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο το ασυνείδητο συνδέεται με αυτή. Και αυτό μέσα από την κανονικότητα της ομιλίας και όχι μέσα από τις αποκλίσεις της, π.χ. τη γλωσσική παραδρομή ή το ευφυολόγημα, δύο "συμπτώματα" που, κατά τον θεμελιωτή της ψυχανάλυσης Σ. Φρόυντ, αναδεικνύουν γλωσσικά την ασυνείδητη επιθυμία.

Είναι προφανές ότι το ζήτημα δεν τίθεται ως δυνατότητα της γλώσσας να εκφράσει συναισθήματα, επιθυμίες που είναι συνειδητές και για τις οποίες ούτως ή άλλως υπάρχει γλωσσική αντιπροσώπευση· η γλώσσα διαθέτει τις σχετικές λέξεις γι' αυτά. Τόσο για την ψυχανάλυση όσο και για τη γλωσσολογία το υλικό είναι κοινό: η ομιλία του υποκειμένου. Η διαφορά είναι ότι για την ψυχανάλυση το υλικό αυτό απαιτεί διαφορετικό άκουσμα και διαφορετική επεξεργασία, με στόχο να αναδυθούν τόσο η ασυνείδητη επιθυμία όσο και το ασυνείδητο σύμπλεγμα, τα ιδιαίτερα δηλαδή στοιχεία της προσωπικής ιστορίας κάθε υποκειμένου που δομούν τη συναισθηματική του στάση απέναντι στα πράγματα και τη συμπεριφορά του. Εκ πρώτης όψεως τα πράγματα φαίνονται διιστάμενα, στον βαθμό που η αναζήτηση μέσα από το ίδιο υλικό έχει διαφορετικούς στόχους, αποσκοπεί σε διαφορετικής τάξης κατηγορίες: στη μια περίπτωση, στη γλώσσα, στον βαθμό που η γλωσσολογία επιδιώκει την περιγραφή και ερμηνεία του συστήματος της γλώσσας, κατά συνέπεια η γλώσσα είναι και μέσο και σκοπός· στη δεύτερη περίπτωση ο στόχος είναι η ανάδυση του ασυνειδήτου και η γλώσσα είναι το μέσο.

Σε αυτή την επιφύλαξη μπορεί να προστεθεί και το ότι η ομιλία που εκφέρεται στην ψυχαναλυτική συνεδρία αποτελεί λόγο μετασχηματισμένο, λόγο που δημιουργείται από το ψυχαναλυτικό πλαίσιο (Green 1984· 1997, 37), με την έννοια ότι οι συνθήκες μέσα στις οποίες εκφέρεται παρουσιάζουν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: Ο αναλυόμενος είναι ξαπλωμένος στο περίφημο ψυχαναλυτικό ντιβάνι, απευθύνεται σε έναν αποδέκτη "κρυμμένο", σε έναν αποδέκτη δηλαδή με τον οποίο δεν έχει οπτική επαφή και ο οποίος δεν απαντάει άμεσα -κυρίως ακούει-, ενώ η όλη επικοινωνία μαζί του εξ ορισμού περιορίζεται αποκλειστικά στη γλώσσα. Δύο ακόμη στοιχεία συνεισφέρουν στην ιδιοτυπία του λόγου αυτού: το ένα είναι το γεγονός ότι αυτό που λέγεται προκύπτει από την εφαρμογή του ελεύθερου συνειρμού, κατάσταση η οποία δεν είναι τόσο συχνή στην καθημερινή γλωσσική συνδιαλλαγή που είναι εστιασμένη σε ένα θέμα· το δεύτερο είναι ότι αυτό που λέγεται εκπορεύεται από τα μεταβιβαστικά συναισθήματα που αναπτύσσει ο αναλυόμενος προς τον ψυχαναλυτή, συναισθήματα δηλαδή που ενεργοποιούνται από τη θεραπευτική σχέση μαζί του και επαναφέρουν με ένταση στο τώρα της συνεδρίας -κατά συνέπεια, καθιστούν επίκαιρα- ανάλογα συναισθήματα της παιδικής ηλικίας.

Η ιδιοτυπία αυτή όμως που θα μπορούσε να θεωρηθεί μειονέκτημα για τη συνάντηση των δύο πεδίων, αποτελεί στην ουσία πλεονέκτημα, αφού το ψυχαναλυτικό πλαίσιο αναγκάζει τον ψυχικό μηχανισμό να μετασχηματιστεί στον μηχανισμό της γλώσσας (Green 1997, 37), αναγκάζει δηλαδή τον ψυχισμό να λεκτικοποιηθεί, να γίνει γλώσσα. Που σημαίνει να περάσει από ένα επίπεδο λειτουργίας, του ασυνειδήτου, όπου δεν υπάρχει γλώσσα, σε ένα άλλο επίπεδο λειτουργίας, του προσυνειδητού και του συνειδητού, όπου υφίσταται η γλώσσα. Που σημαίνει, επίσης, να κάνει τη μεταλλαγή από τον χώρο όπου δεν υπάρχει άρνηση και αντίφαση, δεν υπάρχει χρόνος, δεν υπάρχει άλλη πραγματικότητα εκτός από την ψυχική -αυτά είναι χαρακτηριστικά του ασυνειδήτου ( Freud [1915] 1980, 74)-, στον χώρο όπου εδρεύει η πραγματικότητα και οι διακρίσεις της, όπως αυτές κατηγοριοποιούνται από τη γλώσσα. Αυτός λοιπόν ο μετασχηματισμός από το ένα ψυχικό επίπεδο λειτουργίας στο άλλο βρίσκεται εν τω γεννάσθαι στην αναλυτική συνεδρία. Με αυτή την έννοια, ο "μετασχηματισμένος" λόγος της αναλυτικής συνεδρίας αποτελεί ένα αδιαμφισβήτητο μάρτυρα τόσο για αυτό που υπάρχει στον ψυχισμό πριν να γίνει γλώσσα όσο και για την αλληλοδιαπλοκή τους.

Γιατί πριν από τη γλώσσα, πριν να αποκτήσουμε τη γλώσσα και να καταστούμε ομιλούντα υποκείμενα (Lacan 1966· Dor 1994), υπάρχει η επαφή μας, η σχέση μας με τα πράγματα. Και η σχέση αυτή είναι σχέση βιωματικά ενεργή, διαποτισμένη τόσο από τις αισθήσεις που αυτά μας προξενούν όσο και από τις αισθήσεις με τις οποίες τα προσλάβαμε -αισθήσεις οπτικές, απτικές, οσφρητικές. Η σχέση αυτή εμπεριέχει όμως και τον άλλον με τον οποίο στα πρώτα στάδια της ζωής μας είμαστε άμεσα συνδεδεμένοι (τη μητέρα κατά κύριο λόγο), που "υπό τη στέγη του" ή το βλέμμα του προσεγγίζουμε τον κόσμο και ο οποίος θα χρωματίσει και τη σχέση μας με αυτόν. Αυτός ο δρόμος, ο άμεσα βιωματικός και άμεσα αισθητηριακός, που δημιουργεί την υποκειμενική ιστορία του καθενός μας, φωλιάζει ή, καλύτερα, είναι χαραγμένος στον ψυχισμό μας. Το να μιλήσουμε όμως εξίσου άμεσα γι' αυτόν είναι ένα άλλο ζήτημα.

Γιατί η γλώσσα ως σύστημα σημείων θέτει το ζήτημα της αναπαράστασης. Και αναπαράσταση σημαίνει ότι, για να μπει ένα πράγμα στον χώρο της γλώσσας, πρέπει να γενικευθεί και να υποστεί αφαίρεση· δηλαδή να χάσει όλη τη βιωματική αμεσότητα της εμπειρίας -αυτό που βλέπουμε, ακούμε, μυρίζουμε, αισθανόμαστε- και να κατηγοριοποιηθεί. Αυτή είναι κατά βάση η λογική του γλωσσικού σημείου και, ειδικότερα, του σημαινόμενου: το πράγμα -αυτό που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας- γίνεται έννοια, γίνεται κατηγορία, γίνεται μια αφηρημένη νοητική εικόνα με βάση την οποία αναγνωρίζουμε όλα τα πράγματα που ανήκουν στην κατηγορία αυτή (βλ. και 1.1). Αυτό εννοεί ο Hegel όταν λέει ότι "ένα πράγμα πρέπει να φονευθεί για να μπορέσει να αναπαρασταθεί"· δηλαδή να εξαφανιστεί ως άμεσο πράγμα και να αντικατασταθεί από τη νοητική εικόνα του. Και αυτό εννοούμε, επίσης, όταν λέμε ότι η λέξη είναι το σημείο ενός πράγματος εν τη απουσία του· ότι το πράγμα δεν υπάρχει πια, αντικαταστάθηκε από τη λέξη, ότι η σχέση μας με αυτό διαμεσολαβήθηκε από τη γενίκευση και την αφαίρεση. Κατά συνέπεια, όσο και αν φαίνεται παράξενο, άμεσο βίωμα και γλώσσα είναι δύο πράγματα αλληλοαποκλειόμενα.

Ωστόσο, τη βιωματική αυτή αμεσότητα της σχέσης με τα πράγματα και με τις σχέσεις αποκαθιστά ο ψυχαναλυτικός λόγος, στον βαθμό που η ψυχαναλυτική διαδικασία ωθεί τη γλώσσα να επιστρέψει στην αρχέγονη μήτρα, όπου οι αισθήσεις για τα πράγματα ήταν ενεργές (βλ. Loewald 1978· Green 1984). Και είναι η επιρροή του πλαισίου που το κάνει αυτό. Όπως λέει ο Loewald (1978, 237), το πλαίσιο και η συναισθηματική φόρτιση που προκύπτει από αυτό, κινητοποιούν τον αναλυόμενο να λειτουργήσει με βάση τις πρωτογενείς διαδικασίες, που χαρακτηρίζουν τη λειτουργία του ασυνειδήτου. Να διολισθήσει δηλαδή από τις δευτερογενείς διαδικασίες, που χαρακτηρίζουν το προσυνειδητό και το συνειδητό, σε ένα τρόπο ψυχονοητικής λειτουργίας που είναι πιο πρώιμος οντογενετικά και, ως εκ τούτου, κάνει να ηχήσει με μεγάλη ένταση αυτό που βιώνεται στη συνεδρία. Μέσα από αυτή τη διολίσθηση γίνεται η επιστροφή στην αμεσότητα των πραγμάτων. Και όχι μόνο των πραγμάτων αλλά και των λέξεων. Γιατί δεν μπορούμε να μη σκεφτούμε ότι η ίδια βιωματικότητα με την οποία διατρέχεται η πρωταρχική σχέση με το πράγμα, εμποτίζει και τα πρωταρχικά ακούσματα της λέξης· που σημαίνει ότι το ποιος, πότε μας είπε αυτή τη λέξη θα αφήσει και το ίχνος του στον ψυχισμό μας· ίχνος που αργότερα θα σφραγιστεί υπό το βάρος της γενίκευσης και της αφαίρεσης της γλώσσας, αλλά και θα παραμείνει λανθάνον στα όρια του προσυνειδητού (Fain 1984).

Κατά μία έννοια, η αφαίρεση και η γενίκευση, η αναλυτικότητα της γλώσσας και η δύναμή της να κατηγοριοποιεί την εξωτερική πραγματικότητα, όπως λέει ο γλωσσολόγος Benveniste (1966), είναι το τίμημα που πληρώνει ο άνθρωπος για να γίνει "κοινωνικός" άνθρωπος, δηλαδή άνθρωπος που επικοινωνεί μέσω της γλώσσας με τους άλλους, χάνοντας ή, καλύτερα, θάβοντας αυτό το κομμάτι της υποκειμενικής του επαφής με τα πράγματα. Από την άλλη όμως, η γλώσσα είναι αυτή που βάζει τάξη στο "χάος" της ολιστικής βίωσης, που χαρακτηρίζει την πρωταρχική -συγχωνευτική- σχέση του παιδιού με τον κόσμο -μέσω της μητέρας-, με το να ονοματίσει τα πράγματα· δηλαδή με το να διακρίνει τα μέρη από το όλο και να κατηγοριοποιήσει. Με αυτή την έννοια, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε την αφαίρεση και τη γενίκευση ως πλεονέκτημα που εξηγεί με έναν άλλο τρόπο τον χαρακτηρισμό της ψυχαναλυτικής πρακτικής ως "θεραπείας διά του λόγου" (talking cure). Αφού η θεραπεία σε ένα -μικρό ή μεγάλο- μέρος της συνίσταται στο να αναδυθεί το ψυχικό τραύμα μέσω του λόγου, δηλαδή στο να γίνει λόγος αυτό το τμήμα του ψυχισμού που παραμένει σιωπηλό ακριβώς λόγω της οδύνης που ενέχει, η λεκτικοποίηση του τραύματος σημαίνει και τη μείωση της οδύνης: μιλάω γι' αυτό και πονάω λιγότερο· ή, όσο μιλάω γι' αυτό, τόσο μεγαλύτερη απόσταση παίρνω μέσα από την αφηρημένη και γενικευμένη γλώσσα μου· και έτσι επανασυγκροτώ τον εαυτό μου εμπεριέχοντας, δηλαδή κατηγοριοποιώντας, το τραύμα.

Αν όμως η γλώσσα με τις αναλυτικές της κατηγορίες οδηγεί στην απομάκρυνση από το άμεσα ενεργό βίωμα, ταυτόχρονα όμως προσπαθεί να επιστρέψει σε αυτό: τόσο σε οριακές μορφές λόγου, π.χ. στον μαγικό και προφητικό λόγο, όσο και σε μορφές που αποτελούν το ζωντανό, "κεντρικό", κομμάτι της: μεταφορά (Χριστίδης Α.-Φ. 2001, σελ.29-33),(Χριστίδης, Α.-Φ. 1999, 197-206) πολυσημία, δεικτικότητα (Χριστίδης 2001α· 2001β). Η ψυχαναλυτική θεωρία μπόρεσε να εμπλουτίσει την ερμηνεία και κατανόηση όψεων της γλώσσας που είτε εξορίζονταν από το σώμα της γλώσσας ως περιθωριακές (π.χ. μεταφορά) είτε η τυπική ανάλυση δεν μπορούσε επαρκώς να ερμηνεύσει (π.χ. πολυσημία). Αντίστοιχα, η γλωσσολογία στη συνάντησή της με την ψυχανάλυση συνέβαλε σε καινούριες θεωρητικοποιήσεις για το ασυνείδητο (Lacan 1966· 1971· βλ. και Dor 1994) και έδωσε το έναυσμα για προβληματισμούς σε σχέση με τη γλώσσα στο αναλυτικό πλαίσιο (Green 1984). Γίνεται εμφανές ότι η συνάντηση των δύο πεδίων μπορεί να συνεισφέρει και προς τις δύο κατευθύνσεις. Και δεν θα μπορούσε να είναι και αλλιώς: ο άνθρωπος διεπιδρά με την πραγματικότητα ως ολότητα σωματική, ψυχική και νοητική. Ο επιστημονικός τεμαχισμός είναι θεμιτός, εφόσον δεν ξεχνάμε αυτή τη συστατική ιδιότητα του ανθρώπινου όντος. Και μέσα από αυτή την ολότητα μπορούμε να προσεγγίσουμε τις εκδηλώσεις του, όπως η γλώσσα.

Τελευταία Ενημέρωση: 16 Ιούν 2010, 11:02