ενδείκτης [marker/pointer]
ενδείκτης [marker/pointer]
Γλωσσικό στοιχείο που βοηθά τον αναγνώστη/ακροατή να συνδέσει το κειμενικό μήνυμα με το ευρύτερο γνωσιακό, καταστασιακό και πολιτισμικό του πλαίσιο. Μια ταξινόμηση των ενδεικτών αναγνωρίζει: α) προσλεκτικούς ενδείκτες (για παράδειγμα, ας υποθέσουμε, εννοώ, θέλω να πω κ.ά.), που καθιστούν σαφέστερη την προσλεκτική ισχύ μιας απόφανσης, δείχνουν δηλαδή αν πρόκειται για διευκρίνιση, ισχυρισμό, υπόθεση κλπ., β) τροπικούς ενδείκτες (ίσως, πιθανόν, χωρίς αμφιβολία, θα έλεγα, αμφιβάλλω αν κλπ.), που δείχνουν τη μικρότερη ή μεγαλύτερη βεβαιότητα του ομιλητή / συγγραφέα για την αλήθεια της πληροφορίας που επεξεργάζεται, γ) θεωρησιακούς ενδείκτες (θα ήθελα να, μου φαίνεται χωρίς ενδιαφέρον ή περιττό να κ.ά.), που φανερώνουν τη στάση του ομιλητή / συγγραφέα απέναντι στο θέμα που συζητά, και δ) μεταγλωσσικούς ή μετακειμενικούς ενδείκτες (θα ξεκινήσω λέγοντας, στη συνέχεια θα συζητήσω, στο επόμενο κεφάλαιο θα δείξω, τελειώνοντας θα αναφερθώ κλπ.), που αναφέρονται σε στοιχεία της οργάνωσης του ίδιου του κειμένου. Οι ενδείκτες έχουν ευρύτερο πεδίο τροποποίησης του λόγου / κειμένου σε σχέση με τους συνδέτες , λειτουργία που αφορά συνήθως το κείμενο που ακολουθεί (καταφορική) και όχι το κείμενο που προηγείται (αναφορική), και θέση μεταξύ παραγράφων, και εκφράζουν τη στάση του ομιλητή απέναντι στο κειμενικό μήνυμα. Είναι φανερό ότι οι ενδείκτες έχουν σχέση με τη συνεκτικότητα του κειμένου.
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)