συνδέτης [connector/ connective]
συνδέτης [connector/ connective]
Γλωσσικό στοιχείο που δηλώνει τη σειρά με την οποία οι πληροφοριακές μονάδες διαδέχονται η μία την άλλη (πρώτον, δεύτερον, τρίτον κλπ.) ή τις λογικές-σημασιολογικές σχέσεις μεταξύ προτάσεων ή μεγαλύτερων τμημάτων του λόγου (ή μάλλον, στην πραγματικότητα, βέβαια, επίσης, πάντως, αντίθετα, ταυτόχρονα, παράλληλα, έτσι, γι' αυτό, συνεπώς, λοιπόν, ωστόσο κλπ.). Έχει συνήθως λειτουργία που αφορά το κείμενο που προηγείται (αναφορική). Οι συνδέτες, σε αντιδιαστολή προς τους συνδέσμους (conjunctions), το πεδίο των οποίων ορίζεται από μια συντακτική περίοδο, χρησιμοποιούνται για να οργανώσουν τη συνολική ανάπτυξη ή διαπραγμάτευση ενός θέματος στο πλαίσιο της παραγωγής, ανακοίνωσης και ερμηνείας του λόγου / κειμένου. Είναι φανερό ότι οι συνδέτες, που γενικά συσχετίζουν μια πρόταση με τις προηγούμενες του κειμένου, έχουν σχέση με την κειμενική συνοχή.
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)