κοινή γλώσσα [common language / koine]
κοινή γλώσσα [common language / koine]
Βλ. επίσημη γλώσσα, πρότυπη γλώσσα, >νόρμα<
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
Βλ. επίσημη γλώσσα, πρότυπη γλώσσα, >νόρμα<
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |