γλωσσικός ηγεμονισμός [linguistic hegemonism]
γλωσσικός ηγεμονισμός [linguistic hegemonism]
Ο όρος αναφέρεται σε μηχανισμούς άσκησης ιδεολογικής εξουσίας, που στοχεύουν στην εξασφάλιση της συναίνεσης σε επιλογές της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης μέσα από τη φυσικοποίησή τους, δηλαδή, την αποδοχή τους ως αυτονόητων και «φυσικών». Η γλώσσα αποτελεί τόσο έκφραση όσο και συστατικό αυτής της διαδικασίας: η απαξίωση των διαλέκτων , η επιβολή μιας διαλέκτου ως επίσημης , εθνικής γλώσσας , η ανάδειξη σε νόρμα της γλωσσικής ποικιλίας που χρησιμοποιεί η ανώτερη τάξη, η επικράτηση της αγγλικής ως παγκόσμιας γλώσσας είναι όλα εκφάνσεις γλωσσικού ηγεμονισμού. Η έννοια του «ηγεμονισμού» συνδέεται με το όνομα του ιταλού διανοητή Gramsci.
Από τον Ηλεκτρονικό Κόμβο για την υποστήριξη των διδασκόντων την ελληνική γλώσσα (http://www.komvos.edu.gr/glwssa/Lexiko/lexiko_n.htm)