ετυμολογία [etymology]
ετυμολογία [etymology]
Η επιστημονική μελέτη της ιστορικής εξέλιξης της μορφής και της σημασίας των λέξεων (ή και άλλων γλωσσικών στοιχείων, όπως π.χ. των παραγωγικών μορφημάτων ), καθώς και της σχέσης ανάμεσα σε λέξεις της ίδιας καταγωγής από διαφορετικές γλώσσες. Η ετυμολογία αποτελεί κλάδο της ιστορικής γλωσσολογίας και ειδικότερα της ιστορικής σημασιολογίας . Στον 19ο αιώνα, κατά τον οποίο κυριαρχούσε η διαχρονική μελέτη των γλωσσών, οι ετυμολογικές σχέσεις χρησιμοποιούνταν είτε για να αποκαταστήσουν μια κοινή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή γλώσσα είτε ως μαρτυρία για τις σχέσεις μεταξύ λέξεων ή γλωσσών. Η γλωσσική μορφή (η ρίζα) από την οποία κατάγεται μια ύστερη μορφή είναι το έτυμο της τελευταίας. Πολλές φορές μια λέξη ετυμολογείται λανθασμένα, εξαιτίας κάποιας εσφαλμένης σύνδεσης ανάμεσα σε μορφή ή σημασία, με συνέπειες κάποτε και στην προφορική ή γραπτή απόδοσή της (π.χ. κουμπιούτερ, αντί κομπιούτερ, επειδή ο υπολογιστής έχει κουμπιά). Πρόκειται για την περίπτωση της παρετυμολογίας ή λαϊκής ετυμολογίας [folk etymology]. Κάτι που επίσης παρατηρείται συχνά σε συζητήσεις για τη γλώσσα είναι η ετυμολογική πλάνη [etymological fallacy], η άποψη δηλαδή ότι μια πρωιμότερη, ή η αρχική, σημασία μιας λέξης είναι η σωστή (και, συνεπώς, ότι η τωρινή της σημασία αποτελεί φθορά). Η άποψη αυτή βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τη στάση της γλωσσολογίας, η οποία δίνοντας έμφαση στη συγχρονική ανάλυση, αλλά και χρησιμοποιώντας τη διαχρονία ως ερμηνευτικό πλαίσιο, περιγράφει τις σημασίες των λέξεων όπως υφίστανται σε μια συγκεκριμένη χρονική φάση, χωρίς, ρυθμιστικές παρεμβάσεις για τη «σωστή» χρήση της γλώσσας με αναφορά σε πρωιμότερα στάδια.
Πηγές
- Bussmann, H. 1996. Routledge Dictionary of Language and Linguistics. Μτφρ. & επιμ. G. Trauth & K. Kazzazi. Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Routledge.
- Crystal, D. [1991] 2003. A Dictionary of Linguistics and Phonetics. 5η έκδ. Οξφόρδη & Cambridge, MA: Blackwell.