εμποδιστικό σύμφωνο [obstruent]

εμποδιστικό σύμφωνο [obstruent]

Όρος που αναφέρεται στην ταξινόμηση των συμφώνων με βάση τον τρόπο άρθρωσης . Tα εμποδιστικά (ή αποφρακτικά) σύμφωνα παράγονται όταν τα αρθρωτικά όργανα πλησιάζουν το ένα το άλλο αρκετά, ώστε να περιορίζεται ή να παρεμποδίζεται η έξοδος του αέρα. Όταν οι αρθρωτές δεν δημιουργούν απόλυτο κλείσιμο και αφήνουν ένα μικρό άνοιγμα, επιτρέποντας έτσι τη συνεχή δίοδο του αέρα, παράγονται σύμφωνα που η εκφορά τους μπορεί να διαρκέσει όσο θέλουμε: πρόκειται για τα εξακολουθητικά ή τριβόμενα σύμφωνα, π.χ. [f v]. Όταν οι αρθρωτές δημιουργούν απόλυτο κλείσιμο, παρεμποδίζοντας τη δίοδο του αέρα, με το άνοιγμα του στόματος παράγεται κάτι σαν έκρηξη και έτσι έχουμε τα έκκροτα στοματικά σύμφωνα [plosives], π.χ. [p b t d]. Αυτά ονομάζονται και στιγμικά, επειδή η διάρκεια της εκφοράς τους είναι μικρή, ή κλειστά . Στην κατηγορία των εμποδιστικών ανήκουν και τα προστριβόμενα , π.χ. [ts dz].

Μ. Αραποπούλου

Πηγές

  • Κρύσταλ, Ντ. 2000. Λεξικό γλωσσολογίας και φωνητικής. Μτφρ. Γ. Ξυδόπουλος. Αθήνα: Πατάκης.
  • Matthews, P. H. [1997] 2005. Oxford Concise Dictionary of Linguistics. Οξφόρδη: Oxford University Press
  • Πετρούνιας, Ευ. [1984] 1993. Νεοελληνική γραμματική και συγκριτική ανάλυση. 1ος τόμ. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.

Μπορείτε να ακούσετε τους σχετικούς φθόγγους, μεταξύ άλλων, στις παρακάτω διευθύνσεις:

 

Πεδίο

φωνητική