Τεχνολογίες της Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) και διδασκαλία της ελληνικής
Παραγωγή γραπτού λόγου και κατανόηση ηλεκτρονικού λόγου από εφήβους:ανάλυση λαθών
Η αξιολόγηση της γλωσσικής επίδοσης των μαθητών
Η αξιολόγηση αποτελεί έναν από τους όρους κλειδιά, την τελευταία ιδιαίτερα εικοσαετία, στο χώρο της εκπαιδευτικής πολιτικής, αλλά και στον ευρύτερο χώρο της Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας. Στην πρώτη περίπτωση βλέπουμε εκπαιδευτικά συστήματα (κυρίως στον αγγλοσαξωνικό κόσμο) να προσχωρούν το ένα μετά το άλλο στην αντίληψη ότι η αξιολόγηση του μαθητή, της σχολικής μονάδας και των εκπαιδευτικών (=η χρήση 'επιστημονικών κριτηρίων' για την αποτίμηση της επίδοσής τους) αποτελούν το κλειδί για την προσαρμογή των σχολείων στη νέα παγκόσμια πραγματικότητα του έντονου ανταγωνισμού, στην 'κοινωνία της γνώσης', όπως συχνά αποκαλείται.
Η οπτική αυτή αρχίζει να προσλαμβάνει σταδιακά παγκόσμιο χαρακτήρα, όπως δείχνει η απήχηση από την τακτική αξιολόγηση που πραγματοποιείται από τον ΟΟΣΑ, γνωστή (η αξιολόγηση) ως PISA (Programme for International Student Assessment). O διεθνής αυτός οργανισμός μέσω των τακτικών αξιολογήσεων που επιχειρεί αρχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής. Ήδη υπάρχουν χώρες που στηριζόμενες στις αξιολογήσεις αυτές προβαίνουν σε επανασχεδιασμό των εκπαιδευτικών τους συστημάτων (π.χ. Δανία) (OECD 2004), ενώ σε άλλες χώρες τα αποτελέσματα γίνονται αντικείμενο έντονων πολιτικο-κομμματικών αντιπαραθέσεων στα μέσα ενημέρωσης, όπως έδειξε η περίπτωση της αξιολόγησης του έτους 2000 στη χώρα μας.
Εξίσου έντονος είναι ο προβληματισμός και στο επίπεδο της Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας, αρκεί να καταμετρήσει κανείς τους τίτλους των άρθρων που σχετίζονται με το ζήτημα αυτό στη διεθνή βιβλιογραφία. Οι επιστημονικές αναζητήσεις θα μπορούσαν να ταξινομηθούν στους παρακάτω τομείς:
- Στη δημιουργία μεθοδολογικών εργαλείων για την αξιολόγηση διάφορων πτυχών της γλωσσικής και κειμενικής ικανότητας (Αννίνου κ.ά. υπό δημοσίευση, Gorman, Purves & Degenhart 1988).
- Στην αναζήτηση μορφών αξιολόγησης που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν δημιουργικά στη διδακτική διαδικασία (Αδαλόγλου 2007, Van Kraayenoord 1996).
- Στον επαναπροσδιορισμό του περιεχομένου της γλωσσικής αξιολόγησης με δεδομένες τις νέες μορφές κειμενικότητας και γραμματισμού, όπως αυτές προκύπτουν από την ευρεία κυρίως διάδοση των ΤΠΕ ως μέσων πρακτικής γραμματισμού και τα νέα παγκόσμια δεδομένα (Johnson & Kress 2003).
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η έμφαση στην αξιολόγηση που παρατηρείται στις αναπτυγμένες οικονομικά χώρες δεν είναι τυχαία, αλλά είναι σκόπιμο να διαβαστεί σε συνάρτηση με πολιτικές αναζητήσεις που δεν έχουν σχέση μόνο με τη σχολική διδασκαλία και μάθηση (Fullan 1991, Van Kraayenoord 1996, Κουτσογιάννης 2006), αλλά και με ευρύτερες μεταβολές της εποχής μας. Μία από αυτές είναι και η πολυπολιτισμική τροπή πολλών δυτικών, κυρίως, κοινωνιών, που καθιστά πιο επιτακτικό αλλά και πιο σύνθετο το ζήτημα της γλωσσικής διδασκαλίας αλλά και αξιολόγησης. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε σύγχρονη πρόταση, είτε από την πλευρά της εκπαιδευτικής πολιτικής είτε της αυστηρά επιστημονικής, αμέσως ή εμμέσως υποστηρίζει ότι εξυπηρετεί καλύτερα την πολυπολιτισμικότητα που χαρακτηρίζει τα σύγχρονα δυτικά σχολεία. Έτσι, η πολιτισμική και γλωσσική διαφορά από περιθωριακό φαινόμενο που απασχολούσε στο παρελθόν ειδικές επιστημονικές ομάδες με αποκλειστική εστίαση στη διδασκαλία μιας γλώσσας ως δεύτερης, μετατρέπεται σήμερα σε θέμα που δεν μπορεί να αγνοήσει η Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία γενικότερα, είτε εστιάζει το ενδιαφέρον της στο χώρο της διδασκαλίας της δεύτερης, της ξένης ή της μητρικής γλώσσας (Koutsogiannis & Tsokalidou, forthcoming).
Είναι απολύτως φυσικό και η αντίστοιχη πολυπολιτισμική και πολυγλωσσική τροπή της ελληνικής κοινωνίας να δημιουργεί νέα δεδομένα στο ελληνικό σχολείο, αλλά και στη διδασκαλία της ελληνικής. Κρίνουμε ότι η πολιτισμική διαφορά και η διγλωσσία είναι απαραίτητο πια να συνοδεύουν κάθε προβληματισμό και κάθε έρευνα, τουλάχιστον σε ζητήματα γλώσσας και γλωσσικής αγωγής. Κινούμενοι στο πλαίσιο αυτής της λογικής συζητούμε τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας με μεταβλητή τη μητρική γλώσσα των παιδιών. Θεωρούμε, δηλαδή, ότι πέρα από μια γενικότερη εικόνα που αφορά το σύνολο του μαθητικού πληθυσμού, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διερευνηθεί και κατά πόσο η επίδοση στις δύο σημαντικές πτυχές του γραμματισμού που προαναφέρθηκαν διαφοροποιούνται, αν ληφθεί υπόψη η πρωτογενής γλωσσική κοινωνικοποίηση των παιδιών.