ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
- Αρχή της εδαφικότητας [territoriality principle]
- Phillipson, R. 1999.: Η υπόσχεση και η απειλή της αγγλικής ως "ευρωπαϊκής" γλώσσας.
- Άρνηση του γαλλικού κράτους να αναγνωρίσει τις επαρχιακές γλώσσες (βρετανική, καταλανική, βάσκικη, οξιτανική κτλ.)
- H αρχή της (πολιτικής) πολυφωνίας [political pluralism]
- Ποσοστά χρήσης των γλωσσών στην Ευρώπη.
- Πρόταση, του Γάλλου Υπουργού (Alain Lamassoure) να υιοθετηθεί περιορισμένος αριθμός γλωσσών εργασίας
Η Ελληνική Γλώσσα στην Ευρώπη
Η ευρωπαϊκή γλωσσική πολιτική, η γαλλοφωνία και το μέλλον της ελληνικής γλώσσας
Καρυολαίμου, Μ.
Καρυολαίμου, Μ. 1996.: Η ευρωπαϊκή γλωσσική πολιτική, η γαλλοφωνία και το μέλλον της ελληνικής γλώσσας. Στο «Ισχυρές» και «ασθενείς» γλώσσες στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Όψεις του γλωσσικού ηγεμονισμού (Πρακτικά ημερίδας Απρίλιος 1996), 197-206. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.© Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Περιεχόμενα
- Γλωσσικός προγραμματισμός και Ευρωπαϊκή Ένωση
- Η προστασiα της Γαλλικής γλώσσας. Ο θεσμός της Γαλλοφωνiας
- Το μέλλον της ελληνικής γλώσσας στην Ευρωπαϊκή Ένωση
- Βιβλιογραφικές αναφορές
Γλωσσικός προγραμματισμός και Ευρωπαϊκή Ένωση
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε ότι έχει ενταθεί ο προβληματισμός γύρω από το μέλλον των γλωσσών και τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να βοηθήσουμε, να εμποδίσουμε, να προωθήσουμε, να ανακόψουμε την εξάπλωση, εξαφάνιση, διατήρηση, διαφοροποίηση, αποκρυστάλλωση, των διαφόρων γλωσσικών μέσων επικοινωνίας. Επικεντρώνεται, με λίγα λόγια, στο πώς μπορούμε να παίξουμε έναν ενεργό ρόλο θέτοντας υπό την κηδεμονία μας τη «ζωή» της γλώσσας.
Από φιλοσοφική άποψη, η τάση να παρεμβαίνουμε σε θέματα γλώσσας είναι μια επιμέρους έκφανση της γενικότερης επιθυμίας του ανθρώπου να ελέγξει τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του. Αποτελεί, λοιπόν, παμπάλαια, αν και όχι πάντα συνειδητή, πρακτική.
Οι γεωπολιτικές αλλαγές που συντελέστηκαν τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, δημιουργούν έντονα ερωτήματα σχετικά με τις γλωσσικές συνέπειες που μπορεί να έχουν τέτοιου είδους ανακατατάξεις. Αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι οι δύο αμφίρροπες τάσεις, η ενοποίηση από τη μια, ο καταμερισμός από την άλλη, που οδήγησαν στην αναδιάρθρωση της Ευρώπης, υπήρξαν χαρακτηριστικά γνωρίσματα και παλαιότερων περιόδων.
Ο προβληματισμός αυτός ωθεί σε συστηματική εξέταση και καταγραφή των τρόπων που τα κράτη ή τα οργανωμένα σύνολα, επεμβαίνουν για να επηρεάσουν το παρόν ή το μέλλον μιας γλωσσικής ποικιλίας. Οδηγεί, με άλλα λόγια, στη θεωρικοποίηση του τομέα. Πριν ακριβώς μερικά χρόνια, διαπιστώναμε ένα λεκτικό ή γλωσσικό πληθωρισμό [inflation glottique et lectale], καθώς τον ονομάζει ο Felix Lambert Prudent (1981), γύρω από την έννοια της διγλωσσίας που πρωτοεισήγαγε στην κοινωνιογλωσσολογία ο Ferguson το (1959). Έτσι και τώρα, η ενδελεχής μελέτη των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών μέσα στις οποίες επιβιώνουν και εξελίσσονται οι γλώσσες οδηγεί σε διεύρυνση του λεξιλογικού πεδίου που οροθετεί τον τομέα του γλωσσικού προγραμματισμού [languageplanning][1].
Για να αρκεστώ σε ένα μόνο παράδειγμα θα αναφέρω την πρόσφατη καταγραφή και ταξινόμηση που επιχείρησε ο Roland Breton (1994). Σ' αυτήν απαριθμεί δεκαπέντε διαφορετικές κατηγορίες ευρωπαϊκών γλωσσών: εθνικές, επίσημες, επαρχιακές, περιφερειακές, ανέδαφες, λιγότερο ομιλούμενες, μειονοτικές, ασυνεχούς έκτασης κτλ. Η μεθοδολογική προϋπόθεση για μια τέτοια ταξινόμηση είναι, βέβαια, να έχουμε προηγουμένως διαχωρίσει ποικίλα επίπεδα ανάλυσης που ορίζουν μάλιστα τη γλώσσα με διαφορετικά κάθε φορά κριτήρια, μεθοδολογική ανάγκη που είχα επισημάνει παλαιότερα (Καρυολαίμου 1992β και Karyolémou 1994).
Ο Roland Breton διατυπώνει την άποψη ότι η πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει η διευρυνόμενη Ευρωπαϊκή Ένωση σε θέματα γλώσσας, πρέπει να θεμελιώνεται στην αρχή της θεσμικής εδαφικότητας [territorialité institutionnelle]. Να κατοχυρώνει, με άλλα λόγια, τη γλώσσα με τη βοήθεια νομιμοποιητικών μέσων, σε συγκεκριμένους τομείς (εκπαίδευση, διοίκηση, εμπόριο) μέσα σε καθορισμένα γεωπολιτικά όρια. Αυτό επιβάλλεται αν θέλει να συμβιβάσει την επικοινωνιακή λειτουργικότητα, που την απειλεί η πολυπληθότητα των γλωσσών, με τη γλωσσική ισότητα, που αποτελεί βασική αρχή της κοινότητας.
Πράγματι, η Ε.Ε δεν αναγνωρίζει αριθμητική ή άλλη υπεροχή σε καμιά από τις επίσημες ή εθνικές[2] γλώσσες των κρατών-μελών. Αντίθετα υιοθετεί μια πολιτική ολικής πολυγλωσσίας, που μπορούμε να την διαπιστώνουμε σε τρεις διαφορετικούς τομείς:
- στον τομέα του καθορισμού των επίσημων γλωσσών της κοινότητας,
- στον τομέα της προστασίας των μειονοτικών, λιγότερο ομιλούμενων ή επαρχιακών γλωσσών,
- στον τομέα της διδασκαλίας των ξένων γλωσσών ή των γλωσσών καταγωγής
Αυτοί οι τομείς, όχι μόνο ρυθμίζουν την οργάνωση και λειτουργία της ίδιας της κοινότητας, δηλαδή την επικοινωνία ανάμεσα στα διάφορα κοινοτικά όργανα, αλλά διοχετεύονται και προς τα κράτη μέλη, με τη μορφή συστάσεων και κατευθυντήριων γραμμών.[3]
Η υιοθέτηση της πολιτικής της πολυγλωσσίας είναι φυσικό επακόλουθο της δημοκρατικής φύσης της κοινότητας και της αρχής της ισοτιμίας πάνω στην οποία εδράζεται. Βρίσκεται όμως σε αντίθεση με τις ιστορικές προσπάθειες συσπείρωσης των ευρωπαϊκών κρατών γύρω από μια εθνική ή επίσημη γλώσσα.
Η πιο πάνω αντινομία εξηγεί γιατί χώρες όπως η Γαλλία ή η Ελλάδα δεν έχουν ακόμη δεχτεί να υπογράψουν την απόφαση 192 [Ευρωπαϊκός Χάρτης για τις Περιφερειακές και Μειονοτικές Γλώσσες], με την οποία κατοχυρώνονται οι επαρχιακές και μειονοτικές γλώσσες της Ευρώπης. Στην περίπτωση της Γαλλίας η κρατική-εθνική συνείδηση δημιουργήθηκε παράλληλα με την ενοποίηση της γλώσσας. Ας μην ξεχνάμε ότι η επιβολή της γαλλικής, σε βάρος των υπόλοιπων γλωσσικών ποικιλιών, είναι ένας από τους στόχους της μετεπαναστατικής περιόδου (έρευνα του abbé Gregoire, 1790). Στην περίπτωση της Ελλάδας, ο γεωπολιτικός χώρος όπου βρίσκεται ενταγμένη δημιουργεί και τροφοδοτεί αισθήματα ανασφάλειας. Παρά τη ρητή διαβεβαίωση της Ε.Ε ότι η υποστήριξη γλωσσικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων για τις μειονότητες δεν προϋποθέτει και αποδοχή ή στήριξη οποιωνδήποτε αιτημάτων για πολιτική ή διοικητική αυτονομία ή ανεξαρτησία (Kohn 1988), εκφράζονται φόβοι ότι μια τέτοια αναγνώριση θα διαταράξει τις ευαίσθητες ισορροπίες και θα οδηγήσει σε ανεπιθύμητες πολιτικές διεκδικήσεις.
Παράλληλα η σταθερά αυξανόμενη παρουσία της αγγλικής γλώσσας, όχι μόνο σε ευρωπαϊκό, αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, υπερτονίζει την ανάγκη για υπεράσπιση των εθνικών-επίσημων γλωσσών. Έτσι, η ενδογενής πίεση για αναγνώριση των τοπικών γλωσσών από τη μια, και η εξωγενής πίεση που ασκεί η αγγλική από την άλλη, μπορεί να οδηγήσουν και οδηγούν, στην υιοθέτηση γλωσσικών πολιτικών που επιδιώκουν να προωθήσουν μια γλώσσα έξω από το στενό γεωγραφικό πεδίο [aire géographique] που την περιορίζει, σε ένα ευρύτερο πολιτιστικό πεδίο [aire culturelle]. Πρόκειται για γλωσσικές πολιτικές ιδιότυπες ως προς το ότι, αν και αμυντικές, εξελίσσονται σε πολιτικές καταπίεσης ή κυριαρχίας σε σχέση με άλλες, λιγότερο ισχυρές, γλώσσες.
Η προστασiα της Γαλλικής γλώσσας. Ο θεσμός της Γαλλοφωνiας
Η Γαλλία αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα αντιφατικής αμυντικο-επιθετικής γλωσσικής πολιτικής που χαρακτηρίζεται:
- (α) Μέσα στα σύνορά της και μέσα στα ευρωπαϊκά σύνορα, από την υιοθέτηση μιας αμυντικής στάσης που εκδηλώνεται:
- μέσα στην ίδια τη Γαλλία, με την άρνηση του γαλλικού κράτους να αναγνωρίσει τις επαρχιακές γλώσσες (βρετανική, καταλανική, βάσκικη, οξιτανική κτλ.)· με αλλεπάλληλες προσπάθειες να επιβληθεί η γαλλική στον δημόσιο τομέα (βλ. τον νόμο Bas-Lauriol του 1975 , τον νόμο Toubon του 1992 [βλ. επίσης http://www.aacc.fr/juridique/toubon.htm ]·[4] με την κατάρτιση υπουργικών επιτροπών που αποσκοπούν στο να εμποδίσουν την ευρεία εξάπλωση και χρησιμοποίηση αγγλικών όρων προτείνοντας γαλλικά αντίστοιχα.[5]
- μέσα στα ευρωπαϊκά σύνορα, με συνεχείς παραστάσεις προς την Ε.Ε κάθε φορά που τα ευρωπαϊκά όργανα δεν εφαρμόζουν την αρχή της πολυφωνίας· με μια σειρά προτάσεις για τη δημιουργία κοινής πολιτικής στον τομέα της διδασκαλίας των ξένων γλωσσών, που στην πραγματικότητα αποσκοπούν στο να κατοχυρώσουν τη γαλλική ως δεύτερη ευρωπαϊκή γλώσσα μετά την αγγλική. [6]
- (β) Έξω από τα σύνορά της, από μια γλωσσική ηγεμονία ή κηδεμονία σε βάρος αφρικανικών κυρίως γλωσσών. Αυτή η γλωσσική κηδεμονία, που ανάγεται σε περιόδους παλαιότερες και πολύ πιο σκοτεινές, και που πολλοί γάλλοι ιδεολόγοι (βλ. Calvet 1974) την έχουν επανειλημμένα καταδικάσει, βασίζεται, σήμερα, στη ρεαλιστική διαπίστωση ότι η δυναμική της γαλλικής έχει μετατεθεί τα τελευταία χρόνια προς τις αφρικανικές και αραβικές χώρες.
Έρευνες που έχουν γίνει αποδεικνύουν ότι υπάρχουν σήμερα 120 εκατομμύρια γαλλόφωνοι εκτός Γαλλίας. Ο αριθμός τους αναμένεται να αυξηθεί σε 170 εκατομμύρια μέχρι το 2000. Αυτό σημαίνει ότι οι Γάλλοι του Εξαγώνου (δηλαδή της μητροπολιτικής Γαλλίας) θα αποτελούν μειονότητα σε σχέση με τους υπόλοιπους γαλλόφωνους. Κατά συνέπεια, η γαλλική θα χρησιμοποιείται, ως επί το πλείστον, εκτός Γαλλίας.
Η προσπάθεια της Γαλλίας να βελτιώσει τη θέση της γαλλικής γλώσσας στο παγκόσμιο σκηνικό προϋποθέτει τη συστράτευση όλων των γεωπολιτικών χώρων που αποτελούν παραδοσιακές ζώνες επιρροής της γαλλικής. Το δόγμα της >Γαλλοφωνίας [Francophonie] [και μεταξύ άλλων >http://www.tlfq.ulaval.ca/axl/francophonie/francophonieacc.htm< και >http://fr.wikipedia.org/wiki/Portail:Francophonie<], που πρωτοδιατυπώθηκε το 1966, αποτελεί την ιδεολογική έκφραση αυτής της πραγματικότητας.
Η ανάληψη μιας τέτοιας πρωτοβουλίας προϋποθέτει, βέβαια, ότι υπάρχει πολιτική βούληση εκ μέρους του γαλλικού κράτους να επωμιστεί το συνεπακόλουθο κόστος. Αυτό το κόστος είναι τεράστιο αν λάβουμε υπόψη ότι χρειάζεται πλειάδα οργανισμών για να στηριχτεί η Γαλλοφωνία. Έχει προχωρήσει, μεταξύ άλλων, στη σύσταση ειδικών επιτροπών που λειτουργούν κάτω από την αιγίδα του προέδρου και του πρωθυπουργού της Γαλλικής Δημοκρατίας (Délégation Générale à la Langue Française και Conseil Supérieur de la Langue Française (1989)), που αντικαθιστούν οργανισμούς με παρόμοιες αρμοδιότητες που είχαν ιδρυθεί παλαιότερα (1966, 1984). Σκοπός τους είναι να καθορίζουν πολιτική και να συντονίζουν τις προσπάθειες προώθησης της γλώσσας.[7] Έχει δημιουργήσει Υπουργείο αρμόδιο για θέματα Γαλλοφωνίας (Ministère de la Francophonie). Έχει οργανώσει ομάδες συντονισμού και συνεργασίας με τα γαλλόφωνα κράτη: τη CILF (Conseil International de la Langue Française - Παγκόσμιο Συμβούλιο για τη Γαλλική Γλώσσα), την Aupelf - Uref (Association des Universités Partiellement ou Entièrement de Langue Française -Σύνδεσμος Γαλλόφωνων Πανεπιστημίων), την Airele (Association Internationale des Parlementaires de Langue Française - Παγκόσμια Οργάνωση Γαλλόφωνων Βουλευτών).[8]
Ευρύτεροι θεσμοί ενθαρρύνουν, ταυτόχρονα, τη χρήση της γαλλικής γλώσσας σε διάφορους τομείς: στη λογοτεχνία, έχει καθιερωθεί ειδικό βραβείο για ξένους συγγραφείς γαλλικής έκφρασης· στη μουσική, οργανώνεται ετήσιο φεστιβάλ, οι Francofolies [Γαλλοτρέλλες],[9] όπου συμμετέχουν όλα τα μουσικά συγκροτήματα που χρησιμοποιούν ως μέσο έκφρασής τους τη γαλλική.
Αυτά τα όργανα αποτελούν την πανοπλία της Γαλλοφωνίας και χάρη σ' αυτά η Γαλλία έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια σφαίρα γλωσσικής και, κατ' επέκταση, οικονομικής επιρροής.
Το μέλλον της ελληνικής γλώσσας στην Ευρωπαϊκή Ένωση
Ας προσπαθήσουμε να δούμε τώρα με ποιον τρόπο όσα έχουμε πει πιο πάνω μπορούν να μας είναι χρήσιμα στην προσπάθειά μας να σκιαγραφήσουμε τη θέση της ελληνικής γλώσσας στην Ε.Ε.
Νομίζω ότι ιδιαίτερα χρήσιμη είναι η ιδέα της ύπαρξης μιας δυναμικής της γλώσσας. Αυτή η δυναμική στην περίπτωση της Γαλλίας, της επιβάλλει να στρέψει την προσοχή της προς εκείνους τους γεωπολιτικούς χώρους που μπορούν να ενισχύσουν τη γλώσσα αριθμητικά, αλλά και δομικά, με τη δημιουργία νεολογισμών και καινούργιων σημασιολογικών πεδίων (βλ. Dumont 1990), έστω και αν αυτοί οι χώροι βρίσκονται εκτός Ευρώπης.[10]
Με ανάλογο τρόπο, αν λάβουμε υπόψη τις ιδιάζουσες συνθήκες ύπαρξης και ανάπτυξης της ελληνικής μέσα και έξω από την Ευρώπη, μπορούμε, σε κάποιο βαθμό, να καθορίσουμε ποιά είναι η δυναμική της ελληνικής γλώσσας, εάν υπάρχει. Για να την ορίσουμε πρέπει, νομίζω, να λάβουμε υπόψη τις εξής παραμέτρους:
- (α) Τη μειονεκτική θέση της ελληνικής γλώσσας μέσα στην Ε.Ε., πρώτα πρώτα από αριθμητική άποψη, αφού με λίγο περισσότερο από 11 εκατομμύρια ομιλητές, κατατάσσεται ανάμεσα στις λιγότερο ομιλούμενες γλώσσες, και ως μητρική και ως ξένη. Έπειτα, την απομόνωσή της από δομική άποψη, αφού δεν εντάσσεται σε κανένα (συνεχές) γλωσσικό φάσμα, αποτελεί δηλαδή μια Ausbau γλώσσα (Kloss 1967· Trudgill 1992), πράγμα που την καθιστά ιδιαίτερα ευάλωτη.
Αυτή η θέση δεν προβλέπεται να βελτιωθεί, αφού η εισδοχή καινούργιων μελών συνεπάγεται και εισδοχή καινούργιων γλωσσών. Η θέση του ελληνικού κράτους, αλλά και των υπόλοιπων μικρών κρατώv, υπέρ της αρχής της πολυγλωσσίας δεν διασφαλίζει παρά μόνο θεωρητικά τη θέση της ελληνικής και πολύ σύντομα θα τεθεί με επιτακτικό τρόπο το θέμα εξεύρεσης μιας κοινής γλώσσας επικοινωνίας [lingua franca] ή περιορισμέvου αριθμού γλωσσών εργασίας. Η πρόταση, τον Δεκέμβριο του 1994, του γάλλου υπουργού για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις Alain Lamassoure να υιοθετηθεί περιορισμένος αριθμός γλωσσών εργασίας, πρόταση που τελικά απορρίφθηκε, αποτελεί ίσως τον προάγγελο μιας επικείμενης αλλαγής σ' αυτό τον τομέα.[11]
Ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να ενισχυθεί η θέση της ελληνικής, και μέσα στηv Ε.Ε. και παγκοσμίως, είναι ως γλώσσα καταγωγής, με τη συστηματική διδασκαλία της στα παιδιά των Ελλήνων μεταναστών. Οι ενδείξεις που έχουμε όμως είναι, δυστυχώς, αρκετά αποθαρρυντικές: στατιστικές έρευνες αφήνουν να διαφανεί ότι, από τη δεύτερη γενιά μεταναστών ήδη, η ελληνική παύει να χρησιμοποιείται ευρέως (Demos 1988).
- (β) το γεγονός ότι η ιστορική ζώνη επιρροής της ελληνικής βρίσκεται εκτός των συνόρων της σημερινής Ε.Ε., δηλαδή στα Βαλκάνια και προς ανατολάς (Ρωσία), όπου σχηματίζονται δύο γλωσσικοί θύλακες που αποτελούνται από:
- τις ελληνικές μειονότητες [αυτό συνεπάγεται διμερείς συμφωνίες για σεβασμό των μειονοτήτων που βρίσκονται και στο έδαφος της Ελλάδας (βλ. Καρυολαίμου 1992β)],
- από τα κοινωνικά εκείνα στρώματα των βαλκανικών και ανατολικών χωρών που επιζητούν, για οικονομικούς κυρίως λόγους, επαφή με την Ελλάδα.
Οι δύο πιο πάνω συνιστώσες μπορούν να μας βοηθήσουν να καθορίσουμε τη δυναμική της ελληνικής γλώσσας. Αυτό είναι αναγκαίο προτού να χαράξουμε οποιαδήποτε συγκεκριμένη πολιτική για τη γλώσσα. Η ανάληψη οποιωνδήποτε πρωτοβουλιών δεν σημαίνει ότι μπορούμε αυτόματα να εμποδίσουμε την εξάπλωση άλλων ισχυρών γλωσσών, λ.χ. της αγγλικής, αφού αυτή οφείλεται ουσιαστικά σε κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες που αδυνατούμε να τους ελέγξουμε.
Έχω κατεξοχήν αναφερθεί στην αριθμητική ενδυνάμωση της ελληνικής, αυτό που ο Cooper ορίζει ως acquisition planning, δηλαδή την πολιτική εκμάθησης. Υπάρχουν σίγουρα πολλά που μπορούν να λεχθούν και για τις δύο άλλες κατηγορίες προγραμματισμού που διακρίνει (βλ. Cooper 1989), δηλαδή τον λειτουργικό [status planning] και τον δομικό προγραμματισμό [corpus planning].
Αυτό όμως που πρέπει να τονίσουμε, είναι ότι οι εξαγγελίες γλωσσικών πολιτικών παραμένουν νεκρό γράμμα όταν δεν υπάρχει ο μοχλός εκείνος που θα κινήσει τις ρόδες, δηλαδή η οικονομική αρωγή. Γι' αυτόν τον λόγο, μου φαίνεται πολύ σημαντικό να επιμείνουμε σε μια διάκριση που έκανε πρόσφατα ο Chaudenson (1995) ανάμεσα στη γλωσσική διευθέτηση [aménagement linguistique] και τη γλωσσική πολιτική [politique linguistique]. Ο Robert Chaudenson τονίζει, λοιπόν, ότι η ύπαρξη μιας δεδομένης γλωσσικής πολιτικής, δηλαδή μιας επίσημης στάσης απέναντι στη γλώσσα, δεν εξυπακούεται αυτόματα και την πρακτική διευθέτησή της. Έτσι μια γλωσσική πολιτική μπορεί να είναι προσχηματική, όπως την ονομάζει [une politique-alibi], να αποσκοπεί δηλαδή στο να ικανοποιήσει τυπικά ορισμένα λαϊκά αιτήματα σε θέματα γλώσσας, χωρίς στην ουσία να λαμβάνει λογιστικά, οικονομικά κ.ά. ρυθμιστικά μέτρα.
Η σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και το χρήμα, το χρήμα που επενδύουμε και το χρήμα που αποκομίζουμε από τη βιομηχανία της γλώσσας, αποτελεί ταμπού, αφού σπάνια αναφερόμαστε σ' αυτό. Στην πραγματικότητα όμως, έχει τεράστια σημασία για την επιτυχία μιας γλωσσικής πολιτικής.
Βιβλιογραφικές αναφορές
- BRETON, R. 1994. L'approche géographique des langues d'Europe. Στο Le Plurilinguisme européen: Theories et pratiques en politique linguisitique, επιμ. C. Truchot, 41-66. Παρίσι: Honoré Champion.
- CALVET, L.-J. 1974. Linguistique et Colonialisme. Παρίσι: Payot.
- ―――. 1996. Les Politiques linguistiques. Παρίσι: Presses Universitaires de France.
- CHAUDENSON, R. 1995. Politique et aménagement linguistique. Des concepts revisités à la lumiére de quelques expériences. Ανακοίνωση στο συνέδριο «Politiques linguistiques; mythes et réalités», Ντακάρ, 16-18 Δεκεμβρίου.
- COOPER, R. 1989. Language Planning and Social Change. Cambridge: Cambridge University Press.
- DAOUST, D. & J. MAURAIS. 1987. L'aménagement linguistique. Στο Politique et Aménagement linguistique, επιμ. J. Maurais, 7-46. Παρίσι: Le Robert.
- DEMOS, V. 1988. Ethnic mother-tongue maintenance among Greek Orthodox Americans. International Journal of the Sociology of Language 69: 59-72.
- Dictionnaire des termes officiels de la langue française (DTOLF). 1994. Παρίσι: Délégation générale à la langue française.
- DUMONT, P. 1990. Francophonie, francophonies. Langue française 85: 35- 47.
- FERGUSON, CH. 1959. Diglossia. Word 15: 325-340.
- Glottopolitique. 1986. Langages 83 (Σεπτέμβριος).
- KARYOLÉMOU, M. 1992α. Statut de fait et statut subjectif: quelques remarques, à propos de la communauté sociolinguistique chypriote. Στο Μελέτες για την ελληνική γλώσσα. Πρακτικά της 12ης Συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., 255-269.
- ―――. 1992β. Introduction. Σσ. i-xx στο περ. Plurilinguismes 4.
- ―――. 1994. La communauté sociolinguistique chypriοte grecque: présentation et analyse des problématiques linguistiques à travers les discours métalinguistiques parus dans la presse écrite (1985-1992). Διδακτορική διατριβή. Université René Descartes, Σορβόννη.
- KLOSS, H. 1988. Έκθεση για τις επαρχιακές και μειονοτικές γλώσσες στην Ευρώπη, 15-17 Μαρτίου.
- LUDGE, A. 1993. French: Α planned language? Στο Sanders 1993, 7-26.
- PRUDENT, F. -L. 1981. Diglossie et interlecte. Langages 61:13-35.
- SANDERS, C., επιμ. 1993. French Today. Cambridge University Press.
- SCOURBY, A. 1980. Three generations of Greek Americans: Α study in ethnicity. International Migration Review 14:43-52.
- TRUDGILL, P. 1992. The Ausbau Sociolinguistics of Greece. Plurilinguismes 4:167-191.
1 Για τη διάσπαση του όρου language planning και τη δημιουργία «ανταγωνιστικών όρων», παραπέμπω στο άρθρο των Daoust & Maurais (Maurais 1987), στο τεύχος 83 του περιοδικού Langages, που εκδόθηκε το Σεμπτέμβριο του 1986 και έχει τίτλο Glottopolitique, και στον Cooper 1989.
2 Η διάκριση ανάμεσα σε εθνική και επίσημη γλώσσα δεν γίνεται παρά μόνο στην περίπτωση της Ιρλανδίας και του Λουξεμβούργου. Στη Φιλανδία και στη Σουηδία υπάρχει ταύτιση ανάμεσα στις δύο κατηγορίες. Σε όλες τις υπόλοιπες χώρες η διαφοροποίηση δεν γίνεται.
3 Στην πρώτη περίπτωση, η Ε.Ε αναγνωρίζει ως επίσημες γλώσσες και γλώσσες εργασίας [ec.europa.eu/education/policies/lang/languages]της όλες τις γλώσσες των κρατών μελών. Στη δεύτερη, έχει προχωρήσει στην κατοχύρωσή τους με την Απόφαση 192 του 1988. Στον τομέα της διδασκαλίας και εκμάθησης ξένων γλωσσών και γλωσσών καταγωγής, προωθεί, σε θεωρητικό τουλάχιστον επίπεδο, την ευρωπαϊκή πολυγλωσσία και ενθαρρύνει την εκμάθηση δύο τουλάχιστον ξένων γλωσσών πριν από το τέλος του υποχρεωτικού κύκλου εκπαίδευσης.
4 Με το νόμο Bas-Lauriol επιβάλλεται η χρήση της γαλλικής στη διαφήμιση, στις εμπορικές συναλλαγές, στα ενημερωτικά έντυπα που συνοδεύουν τα προϊόντα. Με τον νόμο Toubon απαγορεύεται η χρήση ξένων γλωσσών στον δημόσιο τομέα, στη διαφήμιση και γενικότερα σε όλες τις πολιτιστικές εκδηλώσεις μέσα στο γαλλικό κράτος.
5 Από το 1970 μέχρι σήμερα έχουν συσταθεί 43 τέτοιες υπουργικές επιτροπές. Κατάληξή τους, η δημοσίευση το 1994 του πολυσυζητημένου Λεξικού των επίσημων όρων της Γαλλικής (DTOLF1994), που έχει αποτελέσει έναυσμα για μια έντονη πολεμική ανάμεσα στους υπερασπιστές της γαλλικής γλώσσας και σε όσους υποστηρίζουν ότι ο νόμος αντιβαίνει στα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι αντιδράσεις προέρχονται ιδιαίτερα από εκείνους που ασχολούνται με τον τομέα της διαφήμισης: ο Maurice Lévy, γενικός διευθυντής του διαφημιστικού γραφείου Publicis, έχει δημοσιεύσει μια ενημερωτική πλακέτα όπου, με καθαρά σκωπτική διάθεση, προτείνει να μετανομάσουμε το hitparade σε parade qui cogne, το milk-shake σε lait secoué κ.ο.κ.
6 Βλ. την πρόταση ρύθμισης της διδασκαλίας των ξένων γλωσσών που βασίζεται στο κριτήριο της γλωσσικής συγγένειας. Σύμφωνα μ' αυτήν, οι μαθητές θα υποχρεώνονται να διαλέγουν μια γλώσσα που ανήκει σε οικογένεια γλωσσών διαφορετική από αυτήν στην οποία ανήκει η μητρική τους γλώσσα.
7 Για περισσότερες λεπτομέρειες σ' αυτό το θέμα παραπέμπω στο άρθρο της Anne Judge (1993), καθώς επίσης και στον Calvet 1996 (ιδιαίτερα στο κεφάλαιο V).
8 Τα τελευταία χρόνια (μετά τη Συνάντηση Κορυφής των προέδρων των γαλλόφωνων κρατών που έγινε στο Ντακάρ το Μάιο του 1989) επιχειρείται μια αλλαγή στο περιεχόμενο του δόγματος της Γαλλοφωνίας. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη συμβίωση της γαλλικής με τις τοπικές αφρικανικές γλώσσες (ο όρος «συμβίωση» [convivialité] αρχίζει να αποκτά εξειδικευμένη σημασία όπως φαίνεται και από την ευρεία χρήση της στο συνέδριο του Ντακάρ, Δεκ. 1995). Παράλληλα επισημαίνεται ότι η επιβολή της πρώτης σε βάρος των δεύτερων δεν είναι συμβατή με την επιθυμία προώθησης των διαδικασιών εκσυγχρονισμού των αφρικανικών κρατών (βλ. Chaudenson 1992).
9 Όρος ο οποίος έχει δημιουργηθεί κατ' αναλογία του Francophonie.
10 Ο Louis-Jean Calvet (1996, 103) λέει χαρακτηριστικά [μετάφραση δική μου]: «Αν [δεχτούμε ότι] η θέση της γαλλικής ως διεθνούς γλώσσας παίζεται συμβολικά στην Ευρώπη, το μέλλον της από στατιστική άποψη παίζεται στην Αφρική, όπου η δημογραφία και οι δυνατότητες εξέλιξης της εκπαίδευσης εξασφαλίζουν στη γλώσσα ένα τεράστιο δυναμικό πιθανών ομιλητών».
11 Αυτό που έλεγα τον Απρίλιο του 1996 επιβεβαιώνεται λίγους μήνες αργότερα. Στο ανοιξιάτικο τεύχος του Contact Bulletin, που εκδίδεται από το Ευρωπαϊκό Γραφείο για τις Λιγότερο Ομιλούμενες Γλώσσες [http://www.eblul.org/] το οποίο εδρεύει στο Δουβλίνο και χρηματοδοτείται από την Ε.Ε., αναγράφεται ότι το Γραφείο πρόκειται να προτείνει στη Διακυβερνητική Διάσκεψη των κρατών-μελών (1996) την επανεξέταση της διττής διάκρισης ανάμεσα σε επίσημες γλώσσες από τη μια, και γλώσσες εργασίας από την άλλη. Φαίνεται, μάλιστα, να εισηγείται υιοθέτηση περιορισμένου αριθμού γλωσσών εργασίας (δύο γλώσσες). Αυτή η πρόταση μεταθέτει, ουσιαστικά, την ευθύνη για μετάφραση των εντύπων της Ε.Ε. στις εθνικές, επίσημες ή μειονοτικές γλώσσες, στα ίδια τα κράτη-μέλη. Εξάλλου, μια πρόσφατη μελέτη που έγινε από το πανεπιστήμιο Garhard-Mercator της Duisburg (Γερμανία) και δημοσιεύτηκε στο New Language Planning Newsletter κατέδειξε ότι 75% της γραπτής επικοινωνίας ανάμεσα στα όργανα της Ευρωπαϊκής 'Ένωσης διεξάγεται στη γαλλική. Η γαλλική υπερτερεί επίσης στην επικοινωνία, γραπτή και προφορική, ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή 'Ένωση και τα κράτη-μέλη, με 56% και 54% αντίστοιχα. Αντίθετα, η αγγλική έχει το προβάδισμα στις επαφές με μη κράτη-μέλη, σε 69% της προφορικής και σε 71% της γραπτής επικοινωνίας. Αυτό σημαίνει ότι πρακτικά έχει ήδη διευθετηθεί το πρόβλημα της κατανομής των γλωσσών.