Μελέτες 

Οι Νεοελληνικές Διάλεκτοι 

Οι διάλεκτοι και τα ιδιώματα της νέας ελληνικής 

Στα κείμενα που παρατίθενται τηρήθηκε το σύστημα μεταγραφής των αντίστοιχων πηγών. Δίνονται οι φωνητικές αντιστοιχίες (IPA) των χρησιμοποιούμενων συμβόλων:

τζ̌̌/κ̌ [ʤ], σ̌/χ̌ [ʃ]

Περιεχόμενα

Α. Παροιμίες

Πολλές περισσότερες παροιμίες μπορείτε να βρείτε και στους εξής δικτυακούς τόπους:

  • Αθκιασερός παπάς, θάφτει και ζωντανούς
  • Άλλα 'ν' τ' αμμάδκια του λαού τζ̌̌ι άλλα του κουκουφκιάου, τζ̌̌ιαι άλλα εν του αλουπού που κάμνει πάου πάου
  • Άλλαξεν ο Μανωλιός τζ̌̌' έβαλεν τα ρούχα του αλλοιώς
  • Άμαν έν πάει ο Μωάμεθ είς το βουνό, πάει το βουνό εις τον Μωάμεθ.
  • Απόν αππέξω του χορού πολλά τραούθκια ξέρει.
  • Από σιει μούγια, μουγιάζεται. Όποιος έσ̌ει μούγιαν, μουγιάζεται.
  • Από 'θθέλει να πάει στον μύλον, 10 μέρες κοσσινίζει.
  • Μεγάλον βούκκον φάε, μεγάλον λόον μεν πεις
  • Ο γάρος ο οκνιάρης έν τζ̌̌αι βαρυγομαρκάρης.
  • Ο αλουπός στον ύπνο του εθώρεν πετεινάρκα.
  • Ο κάττος τζ̌̌ι αν εγέρασεν τα νύσ΄ια πουσ΄εν έσ΄ει.
  • Ρίβκε αβκά πας τον τοίχον.
  • Σσύλλον πλύννεις, σσύλλον λούσεις, πάλε σσυλιές μυρίζει.
  • Το λαμπρόν τζ̌̌ει που πέφτει κρούζει.
  • Ετζ̌̌ύλησεν ο τέντζ̌̌ερης, τζ̌̌ ήβρεν το καππάτζ̌̌ιν.
  • Επήεν για μαλλίν τζ̌̌ έβκηκεν κουρεμμένος

Β. Δημοτικά τραγούδια

1. Θρησκευτικά

α. Το Κυρκελέησον

Πηγή: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου. 2004. Δημοτικά τραγούδια της Κύπρου. Θρησκευτικά-Της Παναγιάς. Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών ΧLVI. Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου. © Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου. Α.15, σελ. 69-70.


Καλώς το Κυρκελέησον, καλώς τζ̌̌ι αν το λαλούσιν
τζ̌̌ι απού το λέει να σωθεί τζ̌̌ι απού το λε' ν' αγιάσει
τζ̌̌ι απού το συνερκάζεται Παράδεισον να φτάσει.
Κάτω στα Ιεροσόλυμα, κάτω στου Χριστού τον τάφον
χρυσόν δέντρον εβλάστησεν με δώδεκα κλωνάρκα.
Κάθε κλώναρι τζ̌̌αι τζ̌̌ερίν τζ̌̌αι κάθε δκυο λαμπάδκια
κάθε τρία τζ̌̌αι τέσσερα χρυσή καντήλα τζ̌̌ι άφτει.
Στην μούτην κάθεται ο Γριστός, στην ρίζαν Παναΐα
τζ̌̌ι η βρύση που το πότιζεν ήταν η Παναγία.

β. Κάτω στα Ιεροσόλυμα

Πηγή: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου. 2004. Δημοτικά τραγούδια της Κύπρου. Θρησκευτικά-Της Παναγιάς. Δημοσιέυματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών ΧLVI. Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου. © Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου. Α.10, σελ. 54.


Στην μέσην κάχεται Γριστός στην άκραν Παναΐα
τζ̌̌αι κάτω πον η ρίζα του κάχουνται συνοδεία.
Τζ̌̌αι κάτω πον η ρίζα του κάχουνται οι προφήτες,
τζ̌̌είνοι που προφητεύκουσιν τα πάθη του Γριστού μας.
Κάτω στα Ιεροσόλυμα τζ̌̌αι του Γριστού τον τάφον
Έναν δέντρον εβλάστησεν με δώδεκα κλωνάρκα
Κάθε κλωνίν άφτει τζ̌̌ερίν τζ̌̌αι κάχα δκυο λαμπάδκια,
Κάχα τρία τζ̌̌αι τέσσερα ολόγρυση καντήλα.

γ. Θρήνος της Παναγίας [Τζ̌̌αι πού μασ̌αιριν να σφαώ]

Πηγή: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου. 2004. Δημοτικά τραγούδια της Κύπρου. Θρησκευτικά-Της Παναγιάς. Δημοσιέυματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών ΧLVI. Λευκωσία: Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου. © Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών Κύπρου. Α.11, σελ. 56.


Τζ̌̌αι πού μασ̌αίριν να σφαγώ τζ̌̌αι πού κρεμμόν να δώσω
τζ̌̌αι πού ποτάμιν σύγχολον να μπω να παραδώσω.
Γιε μου, όταν σ' εγέννησα είχες Θεού την χάρην
κι έβλεπα σε κι εχαίρουμουν κι εκράτουν σε καμάριν
τζ̌̌ι όταν σ' εποσαράντωσα στον τότε ιερέα
Τον Συμεών τον θαυμαστόν, τότ' έτσι τον ελέγαν.
Όσα του 'κάμαν του Χριστού οι άνομοι Οβραίοι
Επήαν τζ̌̌ι ηύραν τον Χριστόν μες σ' έναν περιβόλιν.

2. Ακριτικά

Ο Διενής κ̌ι̮ ο Χάρος

Πηγή: Κιτρομηλίδου, Μ. Μ. 1990. Ακριτικά τραγούδια και παραλογές από την Κύπρο. Λευκωσία. Σελ 16.

Είχ̌εν τρεις αντρεικωμένους, τον έναν ελαλούσαν τον Γι̮άννην,
τον άλλον Πυροτράχ̌ηλον κ̌ι̮ ο Διενής.
Εκάτσασιν εις τον γλενκ̌έν κ̌ι̮ ετρώασιν κ̌ι̮ επίνναν,
πάνω εις το γλέντιν τους, που τρώασιν κ̌ι̮ επίνναν,
ο Χάροντας εν πόμπηκεν τον κάλλι̮ον τους να πάρει·
ο Χάρος τους 'χ̌αιρέτισεν κ̌αι λέει κ̌αι λαλεί τους:
«Ωρά καλή σας, άρκοντες, χαίρε χαριτωμένοι».
«Καλώς ήρτεν ο Χάροντας να φάμεν κ̌αι να πι̮ούμεν,
να φάει άγριν του λαού, να φα' οφτόν περτίκ̌ιν,
να φα' ακροκ̌εράμιον, που τρων αντρειωμένοι,
να πκι̮ει γλυκόποτον κρασίν, που πίννουν φουμισμένοι».
Επολοήθην Χάροντας κ̌αι λέει κ̌αι λαλεί τους:
«'Δεν ήρτα εγι̮ώ ο Χάροντας να φα', να πκι̮ω μαζίν σας,
να φάω άγριν του λαού, να φάω οφτόν περτίκ̌ιν,
να φαω ακροκ̌εράμιον, που τρων αντρειωμένοι,
να πι̮ω γλυκόποτον κρασίν, που πίννουν φουμισμένοι».
«Ǩαι πε μας, πε μας Χάροντα, τώρα ίντα 'ν πού θέλεις;»
«Παρά 'ρτα 'γι̮ω ο Χάροντας τον κάλλι̮ον σας να πάρω».
«Ǩαι πε μας, πε μας, Χάροντα, ο κάλλι̮ος μας ποι̮ος ένι;»
«Ένας κοντός, κοντούτσικος κ̌αι χαμηλοβρακάτος,
έχ̌ει τα χ̌έρκα τορνευτά κ̌αι παμπακοστηθάτος».
Ǩαι κ̌ει χαμαί ο Διενής αρκώθην κ̌ι̮ εθυμώθην,
χαμαί ήταν κ̌ι̮ εκάθετουν κ̌αι πάνω εσηκώθην:
«Έλα να πάμε, Χάροντα, κ̌ι̮ οι δκυ‿ο μας στην παλαίστραν,
αν με νικ̌ήσεις, Χάροντα, έπαρ' μου την ψυχ̌ήν μου,
αν σε νικ̌ήσω Χάροντα, χάρισ' μου την ψυχήν μου».
….

3. Ερωτικά δίστιχα

Πηγή: Κιτρομηλίδης, Μ. Ι. 1992. Κυπριακά δημοτικά τραγούδια.
Αθήνα: Ίδρυμα Α.Γ. Λεβέντη. Επιλογή από τις σελ. 44-47.

  • Μεσ' στην καρκι̮άν μου 'κάμασιν τα ντέρκι̮α μονοπάθκι̮α, Που αν τα ρίξω του γι̮αλού παττίζουν τα καράβκι̮α.
  • Αγάπουν την κ̌ι̮ αγάπαν με κ̌ι̮ όμαρα να την πάρω, αμμά τον κακορίζικον εβάλαν με κουμπάρον!
  • Εις τας Αθήνας οι γι̮ατροί ψυχήν εν που βαλλούσιν Και γι̮ατρικά του έρωτος είπαν μου δεν εχούσιν.
  • Το έχ̌ε γει̮αν έχ̌ει καμόν, το κατευόδι̮ον ζάλην, Αμμά το καλωσόρισες ίντα χαράν μεγάλην!
  • 'Δικλήσαν τ' αμματάκι̮α σου κλεφτάτα και θωρούν με και δεν ηξεύρω αν με αγαπούν, παρά και με μισούν με.

Γ. Παραμύθια-Μύθοι

Κότζ̌̌ινη κλωστή κλωσμένη,
στην ανέμην τυλιμένη,
δώς' της πάτσον, κλότσον να γυρίσει,
παραμύθιν ν' αρκινήσει

α. Τα χρυσά μήλα του βασιλιά

Πηγή: Χατζητάκη-Καψωμένου, Χ. 2002. Το νεοελληνικό λαϊκό παραμύθι.
Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]. Σελ. 287-298.- Θ.Γ. Κυριακίδης, Λαογραφική Κύπρος 1 (1971), 127-133.

Μια βολάν τζ̌̌αι έναν τζ̌̌αιρόν είσ̌εν έναν βασιλέαν που 'σ̌εν ένα περβόλιν γεμάτον δεντρά πολλών λογιών που κάμναν πολλά καλά φρούτα. Στον καλλύττερον τόπον του περβολιού είσ̌εν έναν δεντρόν που έκαμνεν χρυσά μήλα. Το ετσάππιζεν τακτικά τζ̌̌αι επότιζέν το πάντα Εφορτώννετουν κάθε χρόνον καρπούς, που τους ελαλούσαν «χρυσά μήλα του βασιλιά». Άμα ήρτεν ο τζ̌̌αιρός που ψήθηκαν τα μήλα, έκοφκεν ο βασιλέας τζ̌̌αι έτρωεν τζ̌̌αι ευκαριστιέτουν πολλά.

Μιαν νύχταν που έκαμνεν περίπατον ο βασιλιάς, επήεν τζ̌̌αι στο περβόλιν που ήταν το δεντρόν 'πού τα χρυσά μήλα για να το περιχαρεί, που γυάλλιζαν τα χρυσά μήλα. Σαν έστεκεν τζ̌̌αι εθώρεν, άκουσεν έναν κατσ̌ιαρισμόν, τζ̌̌αι είεν έναν σ̌έριν τζ̌̌' εποταβρίστην τζ̌̌αι έκοψεν έναν χρυσόν μήλον τζ̌̌αι έφυεν. Τούτο το πράμαν εσυνέχισεν πολλές φορές, τζ̌̌' εχάννετουν κάθε μέρα τζ̌̌αι έναν μήλον.

Ο βασιλέας είσ̌εν τρεις γιούδες, τζ̌̌αι εφώναξέν τους τζ̌̌αι είπεν τους ίντα 'ν που γίνεται στο περβόλιν όπου ήταν η μηλιά με τα χρυσά μήλα. Ο βασιλιάς είπεν στον μιάλον γιον του να πάει την νύχτα να γλέπει να πιάσει τον κλέφτην. Την άλλην νύχταν ο μιάλος γιος του βασιλέα έπιασεν τον σ̌σ̌ιπέττον του τζ̌̌' επήεν τζ̌̌αι έκατσεν 'που κάτω στην μηλιάν τζ̌̌' εκαρτέραν τον κλέφτην να τον πιάσει. Το βασιλόπουλλον εκαρτέραν πολλήν ώραν, μα εν εφαίνετουν κανένας. Στην πολλήν ώραν που καρτέραν, εποτζ̌̌οιμήθηκεν. Κοντά στα μεσάνυκτα εποκνιάστηκεν τζ̌̌αι άκουσεν έν βουισμόν τζ̌̌αι μιαν κατσ̌ιαρίστραν, που φοήθηκεν τζ̌̌' εσηκώθην τζ̌̌αι έφυεν. Ήταν ο δράκος, τζ̌̌αι ήρτεν τζ̌̌αι έπιασεν έναν μήλον τζ̌̌αι έφυεν.
….
Τζ̌̌αι ζήσαν τζ̌̌είνοι καλά τζ̌̌' εμείς καλλύττερα.

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20