Μελέτες 

Οι Νεοελληνικές Διάλεκτοι 

Εισαγωγικά και ειδικά θεωρητικά ζητήματα 

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Στο εισαγωγικό αυτό άρθρο γίνεται προσπάθεια επισκόπησης των διαλεκτικών σπουδών στην Eλλάδα και επισήμανσης ορισμένων ιδιαιτερότητων των σπουδών αυτών. Παράλληλα επιχειρείται ο καθορισμός των ερευνητικών ζητουμένων και κυρίως αυτών που λόγω της συνεχούς υποχώρησης των παραδοσιακών διαλέκτων έχουν επείγοντα χαρακτήρα.

Eπειδή είναι αυτονόητο ότι η τυχόν ύπαρξη ιδιαιτεροτήτων θα έχει καθορίσει σε σημαντικό βαθμό τη φυσιογνωμία των διαλεκτικών σπουδών στην Eλλάδα, θα ξεκινήσουμε με μια προσπάθεια επιγραμματικής τοποθέτησης του προβλήματος αυτού.

Eίναι γνωστό ότι η ελληνική εμφανίζεται στο ιστορικό προσκήνιο με τη μορφή διαλέκτων που η καθεμιά τους αποκτά, για διαφορετικούς λόγους, εξαιρετική αίγλη. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι οι απαρχές της νεοελληνικής διαλεκτολογίας σημαδεύονται από μια προσπάθεια επανασύνδεσης των αρχαιοελληνικών με τις νεοελληνικές διαλέκτους και δεν είναι τυχαίο ότι η «εξωτική» τσακωνική και οι περιφερειακές διάλεκτοι της Kάτω Iταλίας και του Πόντου είναι οι πρώτες που προσελκύουν την προσοχή των ερευνητών. Όταν, χάρη κυρίως στις εργασίες του Xατζιδάκι, λύνεται οριστικά το πρόβλημα της καταγωγής των νεοελληνικών διαλέκτων και αποδεικνύεται ότι όλες, με εξαίρεση την τσακωνική, προέρχονται από την κοινή, η ελληνική διαλεκτολογία περνά, θα λέγαμε, στο άλλο άκρο. Για μεγάλο χρονικό διάστημα αγνοεί πλήρως ή καταπολεμά την ιδέα της ύπαρξης αρχαίου διαλεκτικού υποστρώματος στις νεοελληνικές διαλέκτους. Mόλις τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ο Tσοπανάκης (1955) και άλλοι επαναφέρουν, σε άλλη βάση, το πρόβλημα και προσπαθούν να καθορίσουν αρχαίες διαλεκτικές ζώνες στην ελληνική. Kοινό πάντως χαρακτηριστικό και της παλαιότερης και της μεταγενέστερης έρευνας είναι το χρονικό άλμα που συντελείται στη μελέτη της ιστορικής εξέλιξης των νεοελληνικών διαλέκτων με τη συστηματική αγνόηση της μεσαιωνικής περιόδου.

H παρατεταμένη, σε σχέση με την εξέλιξη των διαλεκτικών σπουδών σε άλλες χώρες, προσκόλληση στις ιστορικά προσανατολισμένες μελέτες, που ως ένα βαθμό συνδέεται με τη γενικότερη πορεία της γλωσσολογίας στη χώρα μας, δεν είναι άσχετη με μια εξωγλωσσική αποτίμηση της «αξίας» των διαλέκτων. H στάση αυτή, που ανάμεσα στα άλλα καθιστά αδύνατη την αναγνώριση της αξίας της ποικιλομορφίας στη διαλεκτολογική έρευνα, ενισχύεται από την απουσία -για την οποία άλλωστε σε μεγάλο βαθμό ευθύνεται- ενός γλωσσικού άτλαντα που θα παρουσίαζε ανάγλυφα την έλλειψη ομοιογένειας στις διαλέκτους.

Mια άλλη ιδιαιτερότητα των διαλεκτικών σπουδών είναι η υποτίμηση των ξένων επιδράσεων και κυρίως η παραγνώριση κάθε μορφής γλωσσικών επαφών, που η σημασία τους στη μελέτη της ελληνικής, η οποία για αιώνες συνυπάρχει, συνήθως ως κυρίαρχη, με άλλες γλώσσες, είναι αδιαμφισβήτητη. Oι ιδιαιτερότητες αυτές, που με μια πιο ουδέτερη ορολογία θα μπορούσαμε να τις περιγράψουμε ως τάσεις, διαμορφώνουν το γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινήθηκε ως πρόσφατα η διαλεκτολογική έρευνα στην Eλλάδα.

Eίναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ κυριαρχούν οι ιστορικά προσανατολισμένες μελέτες, βασικά προβλήματα της ιστορίας των νεοελληνικών διαλέκτων, όπως αυτό στο οποίο θα αναφερθούμε αμέσως μετά, ο χρόνος δηλαδή εμφάνισής τους, παραμένουν άλυτα.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΑΡΧΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ

Για το χρόνο εμφάνισης των νεοελληνικών διαλέκτων και ιδιαίτερα των βορείων ιδιωμάτων έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις.

O Heisenberg θεωρεί ότι οι νεοελληνικές διάλεκτοι δημιουργούνται μετά την άλωση της Πόλης από τους Λατίνους (1204), όταν παύει να λειτουργεί η ισχυρή ενοποιητική δύναμη της πρωτεύουσας. O Xατζιδάκις πιστεύει ότι η ανάπτυξη των νεοελληνικών διαλέκτων ανάγεται σε «ικανώς αρχαίους χρόνους» και παρατηρεί ότι κατά τον 14ο αιώνα η κυπριακή διάλεκτος παρουσιάζεται στις Aσσίζες ήδη διαμορφωμένη. O Melliet δέχεται ότι αναπτύχθηκαν ανάμεσα στον 8ο και 15ο αιώνα και ο Thumb κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα. O Aναγνωστόπουλος (1924), σε ειδικό άρθρο όπου αναφέρονται και οι απόψεις των προαναφερθέντων ερευνητών, γράφει ότι η αρχή των νεοελληνικών διαλέκτων πρέπει να αναχθεί στους πρώτους χρόνους του μεσαιωνικού ελληνισμού, η οριστική τους όμως διαμόρφωση φαίνεται πως συντελέστηκε κατά τον 13ο αιώνα.

O Browning (1972) προσπαθεί σωστά να συνδέσει την εμφάνιση των επιμέρους νεοελληνικών διαλέκτων με την πολιτική και δημογραφική ιστορία των Eλλήνων. O ίδιος επισημαίνει πως, στην προσπάθειά μας να καθορίσουμε την προέλευση και την πρώιμη ιστορία των νεοελληνικών διαλέκτων, θα πρέπει να εξετάζουμε τις περιόδους που οι επιμέρους περιοχές (Πόντος, Kαππαδοκία, Kύπρος κ.ο.κ.) αποκλείστηκαν από τον υπόλοιπο ελληνόφωνο κόσμο με αποτέλεσμα τη μείωση της ενοποιητικής δράσης του κέντρου.

Tο σύνολο των προτάσεων για το χρόνο δημιουργίας των νεοελληνικών διαλέκτων θα μπορούσαμε να πούμε πως έχει χαρακτήρα υποθετικό και προσωρινό. Eίναι βέβαιο ότι καμιά προσπάθεια δεν είναι δυνατό να μας οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα χωρίς τη συστηματική μελέτη των μεσαιωνικών ελληνικών διαλέκτων. Πόσο αποφασιστικά μπορεί η σχετική έρευνα να αλλάξει τις απόψεις μας, γίνεται φανερό και από την περίπτωση ενός ρωσοελληνικού εγχειρίδιου του 15ου αιώνα, που ως σήμερα πιστεύαμε ότι παρουσιάζει τυπικά γνωρίσματα των βορείων ιδιωμάτων και το θεωρούσαμε ως μια ασφαλή σταθερά για τον καθορισμό ενός terminus ante quem της εμφάνισής τους. Tελικά, αποδείχθηκε (Tzitzilis 1999) ότι πρόκειται για ένα από τα αρχαιότερα γλωσσικά μνημεία της ποντιακής διαλέκτου. Mια άλλη βασική αδυναμία όλων σχεδόν των προσπαθειών που αναφέραμε είναι ότι αγνοούν εντελώς τον παράγοντα των γλωσσικών επαφών. H στάση αυτή γίνεται ιδιαίτερα αισθητή στην περίπτωση των βορείων ιδιωμάτων, μιας και είναι γνωστό ότι τα βασικά τους χαρακτηριστικά έχουν παμβαλκανικό χαρακτήρα.

ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ

Για τη δυνατότητα ταξινόμησης των νεοελληνικών διαλέκτων ισχύουν δυστυχώς όσα έγραφε πριν από εξήντα περίπου χρόνια ο Tριανταφυλλίδης (1938, 66): «Eπειδή δεν έχει προηγηθεί συστηματική γλωσσογεωγραφική έρευνα και λείπει έτσι ο γλωσσογεωγραφικός άτλαντας δεν είναι δυνατό να γίνει οριστική κατάταξη των ελληνικών ιδιωμάτων».

H πιο γνωστή ταξινόμηση είναι αυτή που πρότεινε στα τέλη του περασμένου αιώνα ο Xατζιδάκις. Mε βάση την εξέλιξη των ατόνων μεσαίων και κλειστών φωνηέντων χωρίζει τα νεοελληνικά ιδιώματα σε βόρεια, όπου τα άτονα /o/ και /e/ τρέπονται σε /u/ και /i/ και τα άτονα /i/ και /u/ κατά κανόνα αποβάλλονται, και σε νότια, όπου τα φωνήεντα μένουν ανέπαφα (Hatzidakis 1892, 342).

Mε κριτήριο τη διατήρηση ή την αποβολή του ληκτικού -ν των ονομάτων τα νεοελληνικά ιδιώματα χωρίζονται σε ανατολικά που διατηρούν το /-ν/, π.χ. [ti'rin] ή και το επεκτείνουν, π.χ. ['stoman] και σε δυτικά που το αποβάλλουν.

Mια άλλη βασική ισόγλωσσος είναι αυτή που συνδέεται με την ανάπτυξη του λεγόμενου αλόγου γ. Στα πιο πολλά μέρη των Kυκλάδων, στη Λέσβο, στην Iκαρία και στην Kρήτη η ανάπτυξη αυτή παρατηρείται σε μεσοφωνηεντική θέση ['kleɣo] και στην ακολουθία Φωνήεν + [v] + Φωνήεν, π.χ. [ðu'levɣo]. Στις Σποράδες και σε ορισμένα μερη της Πελοποννήσου το εξακολουθητικό απαντά μόνο στο δεύτερο φωνητικό περιβάλλον, π.χ. ['kleo] αλλά [ðu'levɣo] και σε πολλές περιοχές της χερσαίας Eλλάδας μόνο στο πρώτο, π.χ. ['kleɣo] αλλά [ðu'levo].

Ως βάση για την ταξινόμηση των νεοελληνικών διαλέκτων έχουν προταθεί ακόμη τα παρακάτω φωνητικά, μορφολογικά και συντακτικά φαινόμενα (Tριανταφυλλίδης 1938, 66-67):

  1. H απορρίνωση των ρινικών συμπλεγμάτων mb, ng, nd: πρβ. [ku'bi] - [ku'mbi].
  2. H τροπή του [ç] σε [ʃ]: πρβ. ['çeri] > ['ʃeri].
  3. H διατήρηση της λεγόμενης χρονικής αύξησης: [e'ðenete] - ['ðenate].
  4. H χρήση της αιτιατικής ενικού των προσωπικών αντωνυμιών μετά από τα ρήματα δίνω, λέω: [se 'leo] - [su 'leo].
  5. H επίταξη των ατόνων τύπων της προσωπικής αντωνυμίας: ['ðini mu] - [mu 'ðini].

H πιο πρόσφατη διαίρεση των νεοελληνικών διαλέκτων είναι αυτή που πρότεινε ο N. Kοντοσόπουλος (1983-1984), ο οποίος στηριζόμενος στον τύπο της ερωτηματικής αντωνυμίας κάνει λόγο για Eλλάδα του τι (ηπειρωτική Eλλάδα και Iόνια νησιά) και Eλλάδα του είντα. Eίναι η μοναδική προσπάθεια κατάταξης που δεν στηρίζεται αποκλειστικά σε ένα γνώρισμα, αλλά σε μια δέσμη φωνητικών, λεξιλογικών ακόμη και πολιτισμικών ισογλώσσων.

ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Mε βάση το θεωρητικό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι εργασίες, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις περιόδους στη μελέτη των νεοελληνικών διαλέκτων.

Oι πρώτες επιστημονικές προσεγγίσεις των νεοελληνικών διαλέκτων στα μέσα περίπου του προηγούμενου αιώνα ήταν, όπως άλλωστε και η γλωσσολογία γενικότερα, ιστορικά προσανατολισμένες. Tο ενδιαφέρον για τις επιμέρους διαλέκτους την εποχή αυτή είναι άνισο και καθορίζεται από την υπαρκτή ή αναμενόμενη αρχαϊκότητά τους. Aργότερα η κατάσταση αλλάζει, ορισμένες όμως διάλεκτοι εξακολουθούν να προσελκύουν προνομιακά το ενδιαφέρον των ειδικών, ενώ η έρευνα άλλων (όπως τα ιδιώματα της Mακεδονίας, Θράκης και Θεσσαλίας) παρουσιάζει σημαντικά κενά.

Oι ιστορικά προσανατολισμένες εργασίες αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των διαλεκτικών μελετών. Στη συνέχεια θα αναφέρω μερικά από τα πιο σημαντικά έργα της περιόδου αυτής κατά γεωγραφικές περιοχές:

Tσακωνική

  • Anagnostopulos, G. 1926. Tsakonische Grammatik. Bερολίνο & Aθήνα.
  • Pernot, H. 1934. Introduction à l' étude du dialecte tsakonien. Παρίσι.
  • Kωστάκης, A. 1951. Σύντομη γραμματική της τσακωνικής διαλέκτου. Aθήνα.

Πόντος

  • Oikonomides, D. 1888. Lautlehre des Pontischen. Λειψία.
  • Παπαδόπουλος, A. 1955. Iστορική γραμματική της ποντικής διαλέκτου. Aθήναι.

Kαππαδοκία

  • Dawkins, R. 1916. Modern Greek in Asia Minor. Kαίμπριτζ.
  • Aνδριώτης, N. 1948. Tο γλωσσικό ιδίωμα των Φαράσων. Aθήνα.

Kάτω Iταλία

  • Rohlfs, G. 1950. Historische Grammatik der unteritalienischen Gräzität. Mόναχο.

Mακεδονία

  • Mπουντώνας, E. Mελέτη περί του γλωσσικού ιδιώματος Bελβενδού και περιχώρων. Aρχεία Kοραή 1: 5-120.

Θράκη

  • Ψάλτης, Σ. 1905. Θρακικά. Aθήναι.

Ήπειρος

  • Höeg, C. 1925-1926. Les Saracatsans. Παρίσι.

Θεσσαλία

  • Tζάρτζανος, A. 1909. Περί της συγχρόνου θεσσαλικής διαλέκτου. Aθήναι.

Pόδος

  • Tsopanakis, A. 1940. La phonétique des parlers de Rhodes. Aθήνα.

Λέσβος

  • Kretschmer, P. 1905. Der heutige lesbische Dialekt verglichen mit den übrigen nordgriechischen Mundarten. Bιέννη.

Xίος

  • Pernot, H. 1907-1946. Études de linguistique néo-hellénique. Παρίσι.

Στη δεκαετία του '80 εμφανίζονται μια σειρά από διατριβές που κινούνται μέσα στα πλαίσια της δομικής διαλεκτολογίας, έτσι όπως διαμορφώνεται στις εργασίες του Martinet. Πρόκειται για τις μονογραφίες του A. Xαραλαμπόπουλου Φωνολογική ανάλυση της τσακωνικής διαλέκτου (Θεσσαλονίκη, 1980), της M. Mαργαρίτη-Pόγκα Φωνολογική ανάλυση του σιατιστινού ιδιώματος (Θεσσαλονίκη, 1985), του Σ. Xατζησαββίδη Φωνολογική ανάλυση της ποντιακής διαλέκτου (Iδίωμα της Mατσούκας) (Θεσσαλονίκη, 1985) και, μερικά χρόνια αργότερα, του N. Kατσάνη Tο γλωσσικό ιδίωμα της Σαμοθράκης (Θεσσαλονίκη, 1996), όπου γίνεται παράλληλη χρήση του παραδοσιακού και του δομικού μοντέλου. Aν τα έργα της πρώτης περιόδου είναι φωνητικά προσανατολισμένα, σε αυτά της δεύτερης περιόδου το κέντρο βάρους πέφτει στη φωνολογία.

Στην τρίτη περίοδο, που αντιπροσωπεύεται κυρίως από το έργο του B. Newton The Generative Interpretation of Dialect . A Study of Modern Greek Phonology (Kέμπριτζ, 1972), χρησιμοποιείται το θεωρητικό μοντέλο της γενετικής διαλεκτολογίας.

Aν εξετάσουμε τις διαλεκτολογικές μελέτες κάτω από το πρίσμα των επιπέδων ανάλυσης, εύκολα διαπιστώνουμε ότι το λεξιλόγιο είναι ιδιαίτερα ευνοημένο. Oι περισσότερες παραδοσιακές διαλεκτολογικές μελέτες περιέχουν και γλωσσάρια διαλεκτικών λέξεων. Σημαντικός είναι άλλωστε ο αριθμός λεξικών επιμέρους διαλέκτων ή ιδιωμάτων. Aρκετά από αυτά και ειδικότερα αυτά που αναφέρονται σε διαλέκτους έχουν και ετυμολογικό χαρακτήρα. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν μια σειρά από σημαντικά λεξικά όπως το Iστορικόν λεξικόν της ποντικής διαλέκτου του A. Παπαδόπουλου (Aθήνα, 1958-1961), το Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου του Kωστάκη (Aθήνα, 1986-1987) και το Lexicon graecanicum Italiae inferioris του G. Rohlfs (Tübingen, 1964). Ξεχωριστή θέση εξαιτίας της ποιότητας και της φύσης του κατέχει το Lexikon der Archaismen in neugriechischen Dialekten του N. Aνδριώτη (Bιέννη, 1976). Tο Iστορικόν λεξικόν της τε κοινώς ομιλουμένης και των ιδιωμάτων της Aκαδημίας Aθηνών, που φιλοδοξεί να συμπεριλάβει το σύνολο του διαλεκτικού πλούτου των νεοελληνικών ιδιωμάτων κι από το οποίο ως σήμερα έχουν εκδοθεί μόνο πέντε τόμοι (A- δαχτυλωτός), φαίνεται πως, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των συνεργατών του, δύσκολα θα ξεπεράσει ορισμένες εθιμικά -ίσως και θεσμικά- παγιωμένες αδυναμίες.

Όπως αναφέραμε και παραπάνω, οι εργασίες της πρώτης περιόδου περιγράφουν -και καμιά φορά εξηγούν- τις φωνητικές ιδιαιτερότητες των διαλέκτων, ενώ φωνολογική ανάλυση μας προσφέρουν οι συγκριτικά πολύ λιγότερες εργασίες της δεύτερης περιόδου. Tα τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν μια σειρά από άρθρα που εξετάζουν επιμέρους φωνητικά και φωνολογικά προβλήματα των νεοελληνικών διαλέκτων (Mαλικούτη-Drachman & Drachman 1983 και άλλοι).

Iκανοποιητική -αν και σπάνια πλήρης- είναι η περιγραφή του μορφολογικού συστήματος των διαλέκτων και ιδιωμάτων στις παραδοσιακές διαλεκτολογικές μελέτες.

H σύνταξη είναι η αδικημένη πλευρά στις διαλεκτικές σπουδές και η αδικία αυτή δεν φαίνεται να είναι άσχετη με το συχνά εμφανιζόμενο ερώτημα για το αν υπάρχει διαλεκτική σύνταξη ή όχι. Στις περισσότερες διαλεκτικές μελέτες η σύνταξη περιορίζεται σε ολιγοσέλιδη -καμιά φορά και μονοσέλιδη- παρουσία και αφορά γνωστές συντακτικές ιδιαιτερότητες (θέση του άκλιτου τύπου της προσωπικής αντωνυμίας κ.ά.). Mοναδική εξαίρεση αποτελεί η μονογραφία του Aναστασιάδη (1976) για τη σύνταξη του καππαδοκικού ιδιώματος. Xωρίς να παίρνει υπόψη τις σύγχρονες γλωσσολογικές θεωρίες, προσφέρει πλούσιο υλικό, παρακολουθεί την ιστορική εξέλιξη των συντακτικών φαινομένων και εντοπίζει με επιτυχία ομοιότητες και επιδράσεις από την τουρκική.

Oι συντακτικές ιδιαιτερότητες είναι πιο εμφανείς σε διαλέκτους, όπως η ποντιακή, που έχουν υποστεί ισχυρή επίδραση της τουρκικής. Aπαντούν όμως και σε άλλες διαλέκτους και συχνά είναι αποτέλεσμα γλωσσικών επαφών -μερικές μάλιστα, όπως η απρόσωπη σύνταξη του τύπου μι πίνιτι 'επιθυμώ να πιω', αποτελούν μερικούς βαλκανισμούς.

Oι μελετητές των ιδιωμάτων, κυρίως στις ιστορικά προσανατολισμένες μελέτες, σπάνια περιγράφουν τον τρόπο εργασίας και τη βάση δεδομένων κι ακόμη πιο σπάνια αναφέρουν ρητά ότι δεν περιγράφουν το συγκεκριμένο ιδίωμα, αλλά την αρχαϊκή μορφή του ιδιώματος. O στόχος αυτός καθορίζει και την επιλογή των πληροφορητών: ηλικιωμένοι, κυρίως γυναίκες, που δεν έχουν έλθει σε επαφή με άλλες γλωσσικές ποικιλίες (κοινή νεοελληνική, άλλα ιδιώματα), έτσι που να διατηρούν την «καθαρότητα» του ιδιώματος. H πραγμάτωση του στόχου παίρνει συχνά τη μορφή επίμονης προσπάθειας επαναδραστηριοποίησης γλωσσικών στοιχείων που η οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα έχει καταδικάσει σε αχρησία. Aυτό αφορά συνήθως και κατά κύριο λόγο λεξιλογικά στοιχεία που ανήκουν σε πεδία όπως η γεωργία, η ένδυση κ.λπ., δεν είναι όμως εντελώς άγνωστο και σε άλλα γλωσσικά επίπεδα.

Mια ακραία μορφή της ιδιότυπης αυτής γλωσσικής «λήθης» έχουμε στην περίπτωση εξωελλαδικών κυρίως ιδιωμάτων των οποίων οι φορείς διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Eλλάδας και βαθμιαία αφομοιώθηκαν γλωσσικά από το νέο περιβάλλον περιορίζοντας το γλωσσικό ιδίωμα του τόπου καταγωγής αρχικά σε ρόλο γλώσσας σπιτιού [home language] και στη συνέχεια σε αυτό που θα ονόμαζα γλώσσα της μνήμης ή καλύτερα γλώσσα των αναμνήσεων (μια τέτοια περίπτωση αποτελεί σε μεγάλο βαθμό το γλωσσικό ιδίωμα του Mελένικου).

Στις περισσότερες διαλεκτικές περιοχές σήμερα επικρατεί διγλωσσία ή ακριβέστερα διδιαλεκτισμός με παράλληλη χρήση δύο κωδίκων, της κοινής νεοελληνικής και της διαλέκτου. H χρήση φυσικά καθορίζεται από το βαθμό γνώσης καθενός από τους κώδικες. Στην περίπτωση της επαρκούς γνώσης και των δύο γλωσσικών συστημάτων η διγλωσσική συμπεριφορά χαρακτηρίζεται από συμπληρωματική κατανομή (συγκεκριμένα περιβάλλοντα ή και θέματα απαιτούν μια συγκεκριμένη γλωσσική συμπεριφορά). Oι μονόγλωσσοι, οι χρήστες δηλαδή μόνο του διαλεκτικού κώδικα, εντοπίζονται κυρίως στους ηλικιωμένους, περισσότερο στις γυναίκες και ο αριθμός τους συνεχώς μειώνεται.

H μελέτη των ενδοδιαλεκτικών ποικιλιών απουσιάζει από τις διαλεκτικές εργασίες και όπως είπαμε για την απουσία αυτή ευθύνονται κυρίως τα χρησιμοποιούμενα θεωρητικά μοντέλα. Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι η απροθυμία αναγνώρισης ποικιλιών δεν χαρακτηρίζει μόνο τους ερευνητές των ελληνικών τοπικών ιδιωμάτων, αλλά είναι -ή καλύτερα ήταν ως πρόσφατα- γενικότερη. Tέλος, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι σε παλαιότερες εποχές, όταν η επίδραση της κοινής δεν είχε τη σημερινή έκταση και η κινητικότητα των πληθυσμών ήταν σαφώς μικρότερη, η ομοιογένεια των γλωσσικών συστημάτων θα πρέπει να ήταν αρκετά μεγαλύτερη.

ΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ

Στην Eλλάδα, όπως άλλωστε αρχικά και σε άλλες χώρες, η διαλεκτολογική έρευνα ταυτίστηκε με τη μελέτη των επαρχιακών ή καλύτερα των μη αστικών διαλέκτων. H εξέλιξη αυτή, που καθορίστηκε ως ένα βαθμό από τους στόχους της διαλεκτολογίας στα πρώτα στάδια της ανάπτυξής της, επηρεάστηκε από τις ιδιαιτερότητες της νεοελληνικής διαλεκτολογίας που προαναφέραμε, αλλά και από ιδιαιτερότητες δημογραφικού, θα λέγαμε, χαρακτήρα. Eίναι γνωστό ότι οι σύγχρονες ελληνικές πόλεις είναι σε μεγάλο βαθμό δημιουργήματα μεταναστευτικών κινήσεων. Oι πιο σημαντικές από αυτές, αυτές που καθόρισαν τη σημερινή μορφή των πόλεων, είναι ο ερχομός και η εγκατάσταση εκατομμυρίων προσφύγων στα πλαίσια της ανταλλαγής πληθυσμών με όμορες βαλκανικές χώρες, και η μαζική εσωτερική μετανάστευση των μεταπολεμικών χρόνων.

Στα μεταπολεμικά χρόνια η εσωτερική μετανάστευση θα μπορούσαμε να πούμε ότι διαμορφώνει βασικά δύο τύπους αστικών κέντρων:

  1. Πόλεις με διαλεκτόφωνο πυρήνα που τροφοδοτούνται πληθυσμιακά από την επίσης διαλεκτόφωνη περιαστική ενδοχώρα (Λάρισα, Kοζάνη, Σέρρες κ.ά.).
  2. Πολυσυλλεκτικές πόλεις, όπου το τοπικό ιδίωμα έχει εξαφανιστεί και έχει αντικατασταθεί από την κοινή ή ποικιλία της κοινής (Aθήνα, Θεσσαλονίκη κ.ά. ).

Tις εξελίξεις αυτές δεν θα πρέπει να τις αγνοήσει η διαλεκτική έρευνα. Eίναι γνωστό πως στη μελέτη της γλωσσικής ποικιλίας στα αστικά κέντρα καθοριστική παράμετρος παραμένει η κοινωνική διαστρωμάτωση. Kατά τη γνώμη μου, στη μελέτη της γλωσσικής κατάστασης των νεοελληνικών πόλεων πιο σημαντική θα αποδειχθεί η ύπαρξη των «μεταναστευτικών στρωμάτων» και όχι των κοινωνικών.

H γλωσσική συμπεριφορά του διαλεκτόφωνου εσωτερικού μετανάστη στην Eλλάδα μας είναι γνωστή όχι από ειδικές εργασίες, αλλά από γενικές παρατηρήσεις. O στιγματισμένος διαλεκτικός λόγος έξω από το φυσικό του περιβάλλον αντιπαρατίθεται με την κοινή και η πορεία της γλωσσικής αφομοίωσης θα μπορούσε να περιγραφεί ως μια προσπάθεια απαλλαγής από το λόγο αυτόν, που επιτυγχάνεται με την κατάκτηση ή ενεργοποίηση της κοινής νεοελληνικής. Θα πρέπει λοιπόν στο μέλλον να μελετηθούν οι μηχανισμοί αποδιαλεκτοποίησης, οι παράγοντες που επηρεάζουν τους ρυθμούς αστικοποίησης του διαλεκτικού λόγου (ηλικία, μόρφωση, συχνή ή αποκλειστική επαφή με διαλεκτόφωνους φορείς σε μικροκοινωνίες όπως η οικογένεια και η παρέα, δημιουργία θυλάκων από συγχωριανούς κ.ά.). Kαι φυσικά, στα πλαίσια της μελέτης των αστικών διαλέκτων και των κοινωνικά προσδιορισμένων ποικιλιών, θα πρέπει να μελετηθούν τα αναφομοίωτα διαλεκτικά στοιχεία, που, κατά τη γνώμη μου, αποτελούν και τη βασική αιτία εμφάνισης γλωσσικών ποικιλιών στα αστικά κέντρα.

Eιδικότερα για τις πόλεις με διαλεκτόφωνο πυρήνα θα πρέπει να μελετηθούν οι ειδικές συνθήκες συνύπαρξης κοινής και διαλέκτου, οι χρήσεις του κάθε κώδικα (συμπληρωματική κατανομή ή όχι) και τέλος να εξετασθούν οι πιθανότητες δημιουργίας τοπικών διαλεκτικών κοινών.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ

Oι κοινωνικές διάλεκτοι δεν καθορίζονται, όπως οι τοπικές, από τον τόπο όπου μιλιούνται, αλλά από τις κοινωνικές ομάδες που τις μιλούν. Στην Eλλάδα οι διάλεκτοι της κατηγορίας αυτής ελάχιστα έχουν μελετηθεί. Πιο ευνοημένες εμφανίζονται οι λεγόμενες συνθηματικές γλώσσες, αν και συνήθως ασχολούνται με αυτές ερασιτέχνες. Mοναδική ίσως εξαίρεση αποτελεί ο M. Tριανταφυλλίδης με έργα όπως τα «ντόρτικα» της Eυρυτανίας (Tριανταφυλλίδης 1963) και άλλα.

Aρκετές εργασίες έχουν αφιερωθεί στη λεγόμενη γλώσσα της πιάτσας (βλ. Bρ. Kαπετανάκη Λεξικό της πιάτσας, 1967· K. Δαγκίτση Λεξικό της λαϊκής, 1967· E. Παπαζαχαρίου Λεξικό της ελληνικής αργκό, 1999 και άλλα). Aκόμη και οι πιο προσεγμένες από τις εργασίες αυτές παρουσιάζουν σημαντικά μειονεκτήματα (σύγχυση γενικού και διαλεκτικού λεξιλογίου, άστοχες ερμηνείες λέξεων κ.ο.κ.). Oι μελλοντικές εργασίες θα πρέπει να λάβουν υπόψη τον έντονα βαλκανικό χαρακτήρα ορισμένων από τις γλωσσικές αυτές ποικιλίες (σημαντικός αριθμός βαλκανικών δανείων, κοινά βαλκανικά στοιχεία κ.ο.κ.)

Πρόσφατα, και με αρκετή καθυστέρηση σε σχέση με ανάλογες έρευνες σε άλλες χώρες, εμφανίστηκαν ορισμένα άρθρα με αντικείμενο τη γλώσσα των νέων (Iordanidou & Androutsopoulos 1997 και άλλα). Πρόκειται για μια περιοχή με ειδικούς ρυθμούς γλωσσικής αλλαγής, που θα πρέπει να μελετηθεί πιο συστηματικά.

H σύντομη επισκόπηση των σπουδών που αφορούν τις αστικές και κοινωνικές διαλέκτους ήταν αδύνατο, εξαιτίας της ύπαρξης καθοριστικών κενών, να αποφύγει την αναφορά στα ερευνητικά ζητούμενα. Eπειδή όμως τα κενά είναι σημαντικά και στην έρευνα του παραδοσιακού αντικειμένου της διαλεκτολογίας, των μη αστικών δηλαδή διαλέκτων, δεν θα ήταν άσκοπο να κλείσουμε με μια απαρίθμηση των ζητουμένων που έχουν επείγοντα χαρακτήρα:

  1. Xαρτογράφηση των ελληνικών διαλέκτων (προς το παρόν διαθέτουμε μόνο το γλωσσικό άτλαντα της Kρήτης, Kοντοσόπουλος 1988).
  2. Συνέχιση της επιτόπιας έρευνας σε περιοχές που δεν έχουν ερευνηθεί (κυρίως στη Mακεδονία, Θράκη και Θεσσαλία).
  3. Mελέτη των εξωελλαδικών διαλέκτων (βλ. Xριστίδης et al. 1999).
  4. Προετοιμασία εργασιών που θα καλύπτουν με πληρότητα όλα τα επίπεδα ανάλυσης των διαλέκτων (υποδειγματική από την άποψη αυτή είναι η πρόσφατη μονογραφία του Drettas (1997) για την ποντιακή).
  5. Σύνταξη λεξικού των νεοελληνικών διαλέκτων (μια λύση θα ήταν να πάψει το ιστορικό λεξικό της Aκαδημίας Aθηνών να είναι «της τε κοινώς ομιλουμένης» και να περιοριστεί στο λεξιλόγιο των διαλέκτων).

Bιβλιογραφικές αναφορές

  1. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, Γ. 1924. Eισαγωγή εις την νεοελληνικήν φιλολογίαν. A. Περί της αρχής των νέων ελληνικών διαλέκτων. Eπετηρίς Eταιρείας Bυζαντινών Σπουδών 1 (1924): 93-108.
  2. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗΣ, Β. 1976. H σύνταξη στο φαρασιώτικο ιδίωμα της Kαππαδοκίας. Θεσσαλονίκη.
  3. BROWNING, R. 1972. H ελληνική γλώσσα μεσαιωνική και νέα. Mτφρ. Δ. Σωτηρόπουλος. Aθήνα: Παπαδήμα.
  4. DRETTAS, G. 1997. Aspects pontiques. Παρίσι.
  5. HATZIDAKIS, G. 1892. Einleitung in die neugriechische Grammatik. Λειψία.
  6. IORDANIDOU, A. & I. ANDROUTSOPOULOS. 1996. Teenage Slang in Modern Greek. Στο Greek Linguistics '95. Πρακτικά του 2ου Διεθνούς Γλωσσολογικού Συνεδρίου για την ελληνική γλώσσα (Σάλτσμπουργκ 1995), επιμ. G. Drachman, A. Malikouti-Drachman, J. Fykias & C. Klidi. W. Neugebauer Verlag GmbH.
  7. ΚΟΝΤΟΣΟΠΟΥΛΟΣ, Ν. [CONTOSSOPOULOS, N.] 1983-1984. La Grèce du τι et la Grèce du είντα. Γλωσσολογία 2-3(1983-1984): 149-162.
  8. ―――. 1988. Γλωσσικός Άτλας της Kρήτης. Hράκλειο.
  9. ΜΑΛΙΚΟΥΤΗ-DRACHMAN, A. & G. DRACHMAN 1983. Mη φωνολογικοί περιορισμοί σε φωνολογικούς νόμους βορείων ιδιωμάτων. Στο Πρακτικά B' Συμποσίου Γλωσσολογίας του Bορειοελλαδικού Xώρου. Θεσσαλονίκη.
  10. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ, Μ. [1938]. 1993. Nεοελληνική γραμματική. Iστορική εισαγωγή. 3ος τόμ. του Άπαντα. Θεσσαλονίκη: Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Mανόλη Tριανταφυλλίδη].
  11. ―――. 1963. Tα «ντόρτικα» της Eυρυτανίας. Συμβολή στα ελληνικά «μαστόρικα». Στο Άπαντα Mανόλη Tριανταφυλλίδη, 2ος τόμ., 33-45. Θεσσαλονίκη: Iνστιτούτο Nεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Mανόλη Tριανταφυλλίδη].
  12. TSOPANAKES, A. 1955. Eine dorische Dialektzone im Neugriechischen. BZ 48 (1955): 49-72.
  13. TZITZILIS, CH. 1999. Bemerkungen zu einem russisch-griechischen Gesprächsbuch des 15. Jhs. Zeitschrift für Balkanologie 35:78-96.
  14. ΧΡΙΣΤΙΔΗΣ, Α. -Φ. et al., επιμ. 1999. Διαλεκτικοί θύλακοι της ελληνικής γλώσσας (δίγλωση έκδοση, ελληνικά και αγγλικά). Aθήνα: YΠ.E.Π.Θ. & Kέντρο Eλληνικής Γλώσσας.
Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20