Βιβλιογραφία
Μορφολογία και Σύνταξη
Μελέτες της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους στην εποχή μας
Bubenik Vit,
Morphological and Syntactic Change in Medieval Greek and South Slavic Languages,
München 2001.Χαρακτηριστικά έκδοσης
- Η μελέτη καλύπτει 150 σελίδες.
- Η μελέτη περιλαμβάνει εισαγωγή, 7 κεφάλαια, το καθένα από τα οποία χωρίζεται σε ενότητες αριθμημένες και συμπεράσματα.
- Οι τίτλοι των κεφαλαίων δηλώνονται με έντονους χαρακτήρες σε αντίθεση με τους τίτλους των ενοτήτων.
- Οι πλάγιοι χαρακτήρες χρησιμοποιούνται για να δηλωθούν τα κείμενα που μελετώνται, ειδικοί όροι ή καταλήξεις κλιτικών
- Επίσης οι ξένες λέξεις δηλώνονται με έντονους χαρακτήρες.
- Στο τέλος κάθε κεφαλαίου υπάρχουν σημειώσεις.
- Στην αρχή της μελέτης υπάρχει κατάλογος με τους πίνακες που χρησιμοποιούνται, καθώς και λίστες συντομογραφιών για γλώσσες και διαλέκτους, για τις λογοτεχνικές πηγές και για την ειδική γραμματική ορολογία.
- Στο τέλος της μελέτης υπάρχει κατάλογος των εκδόσεων που χρησιμοποιούνται τόσο για τα Βυζαντινά κείμενα όσο και για τα Βουλγαρο-Μακεδονικά, βιβλιογραφία, Index σύγχρονων ερευνητών, Index των παραπομπών στα κείμενα και Index των όρων που μελετώνται.
Περιεχόμενα - Παρατηρήσεις
- Στην πρώτη εισαγωγική ενότητα της μελέτης ο συγγραφέας δηλώνει ότι ασχολείται με τα δημώδη κείμενα μεταξύ 11ου και 15ου αι., τα οποία και προσδιορίζει, δίνοντας ταυτοχρόνως και τα ιδιαίτερα μορφολογικά και συντακτικά χαρακτηριστικά τους: ο Διγενής Ακρίτας, ο Πτωχοπρόδρομος, οι Στίχοι του Μιχ. Γλυκά, τα Χρονικά των Τόκκων και του Μορέως, τα Ιπποτικά μυθιστορήματα, η Αχιλληίς, η Διήγησις Βελισαρίου, ο Απολλώνιος της Τύρου, τα Κυπριακά Χρονικά (Μαχαιράς και Βουστρώνιος: οι μόνες βέβαιες πηγές με αποδείξεις για τη λογοτεχνική χρήση της ομιλουμένης γλώσσας), οι Ασσίζες, ο Στ. Σαχλίκης, ο Απόκοπος, η Ερωφίλη, ο Γύπαρις, η Θυσία του Αβραάμ, ο Ερωτόκριτος).
- Στη δεύτερη ενότητα προσδιορίζεται το αντίστοιχο corpus Μεσαιωνικών Βουλγαρο-Μακεδονικών κειμένων.
- Στην τρίτη εισαγωγική ενότητα ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει ότι η γλωσσολογική μελέτη της Μεσαιωνικής περιόδου παρουσιάζει τρεις διαστάσεις: εκτός από τις δύο γνωστές διαστάσεις της διαχρονίας και της διατοπίας (diatopy), θα πρέπει κανείς να λαμβάνει υπόψην του την επίδραση της κλασικίζουσας αττικιστικής Ελληνικής στη λεγόμενη τεχνική λογοτεχνική κοινή και τις λογιότερες επιδράσεις στη δημώδη κοινή. Πρόκειται για ένα είδος τριγλωσσίας που μπορεί να παρασταθεί μ' ένα συμβατικό κοινωνιο-γλωσσολογικό τρίγωνο.
- Το πρώτο κεφάλαιο της μελέτης επιγράφεται «Η εξέλιξη των πτωτικών καταλήξεων των ουσιαστικών στην Ελληνική». Εδώ ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι η εξαφάνιση της φωνηεντικής ποσότητας στην ύστερη Ελληνιστική κοινή υπήρξε καθοριστικής σημασίας για τη διάδοση του τελικού - ν στην αιτιατική του ενικού αριθμού ακόμη και σε α-θεματικά ουσιαστικά (πράγμα που ίσχυε μόνο για τα φωνηεντικά θέματα). Το επόμενο βήμα ήταν ο αναλογικός σχηματισμός μίας νέας ονομαστικής στα α-θεματικά ουσιαστικά (π.χ. ο λόγος τον λόγον, αλλά και ο πατέρας τον πατέραν αντί ο ανήρ τον άνδρα). Έτσι προέκυψαν ισοσύλλαβοι τύποι στην ονομαστική και αιτιατική πτώση. Μία άλλη σπουδαία καινοτομία αποτελεί η αλλαγή των φωνηεντικών θεμάτων σε -ι, π.χ. η πόλις. Το αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής είναι ο σχηματισμός ισοσύλλαβων τύπων (η γενική της πόλεως γίνεται της πόλης). Επιπλέον με τη θεματοποίηση των α-θεματικών ουσιαστικών γίνεται σαφής διάκριση του γένους: η κατάληξη -ας δηλώνει αρσενικό γένος, η κατάληξη -α θηλυκό (π.χ. πατήρ μήτηρ > πατέρ-ας μητέρ-α). Ο συγγραφέας εξετάζει το φαινόμενο στη Νέα Ελληνική αλλά και σε διαλέκτους όπως η Ποντιακή, η Κυπριακή και η Κατω-Ιταλική. Τέλος, γίνεται αναφορά στον τρόπο δήλωσης σχέσεων όπως η συνοδεία, ο τόπος, ο σκοπός με συγκεκριμένες εμπρόθετες εκφράσεις. Το νέο στοιχείο στη Μεσαιωνική Ελληνική είναι η χρήση των προθέσεων εις και διά.
- Στο δεύτερο κεφάλαιο γίνεται σύγκριση με τα αντίστοιχα μορφολογικά και συντακτικά φαινόμενα στις νότιες Σλαβικές γλώσσες. * Στο τρίτο κεφάλαιο περιγράφεται η εξέλιξη του αντωνυμικού συστήματος παράλληλα στην Ελληνική και στις νότιες Σλαβικές γλώσσες. Λόγω προγενέστερων φωνολογικών αλλαγών το πρώιμο Μεσαιωνικό σύστημα έχασε έναν αριθμό μορφολογικών διαφοροποιήσεων. Έτσι, παρατηρείται σχεδόν απόλυτη συμμετρία ανάμεσα στην κτητική αντωνυμία και στο άρθρο. Ιδιαίτερα στον πληθυντικό αριθμό των αρσενικών αντωνυμιών και άρθρων ο συγγραφέας διαπιστώνει μία σύγχυση. Αντίθετα στα Βουλγαρο-Μακεδονικά υπάρχει σαφής διάκριση δοτικής και αιτιατικής.
- Στο τέταρτο κεφάλαιο ο συγγραφέας τονίζει με έμφαση ότι στα Μακεδονικά οι αντωνυμίες λειτουργούν ως απαραίτητα μορφήματα με βασική λειτουργία εκείνη του αντικειμένου και ως εκ τούτου είναι αναγκαίες για το χαρακτηρισμό μιας πρότασης ως γραμματικής.
- Στο κεφάλαιο που ακολουθεί γίνεται λόγος για τους χρόνους με ιδιαίτερη αναφορά στο Μέλλοντα και μάλιστα το βουλητικό. Η ύστερη Βυζαντινή Ελληνική κληρονόμησε δύο μελλοντικές περιφράσεις από την πρώιμη Βυζαντινή περίοδο: έχω + απαρέμφατο (έχω γράφειν) και θέλω + απαρέμφατο (θέλω γράφειν). Σύντομα γίνεται αντικατάσταση του απαρεμφάτου (Ενεργ.: θέλω γράφει και θέλω γράψει, Παθ.: θέλω γραφή και θέλω γραφθή). Αργότερα το θέλω αντικαθίσταται από το έχω + απαρέμφατο. Ανάλογες αλλαγές έγιναν και στις μετοχές (έχοντας γράψει - έχοντας γραμμένο). Σε αυτό το κεφάλαιο ο συγγραφέας παραπέμπει συστηματικά στο Σοφιανό και κάνει συγκρίσεις με τις Σλαβικές γλώσσες.
- Στο έκτο κεφάλαιο ο συγγραφέας ασχολείται με τις ρηματικές διαθέσεις. Σημειώνει ότι στη Μεσαιωνική Ελληνική αναβιώνει σχεδόν η μέση φωνή της αρχαίας ελληνικής με τρόπο πιο αναλυτικό: το γέγραπται γίνεται έχει γραφτή ~ είναι γραμμένος (το πρώτο συνήθως συνοδεύεται από ποιητικό αίτιο, το δεύτερο όχι απαραίτητα). Σημαντικός και ο μετασχηματισμός του ειμί σε είμαι (αρχικά στον παρακείμενο) κατ' αναλογία προς το γράφομαι. Δεν απουσιάζουν και οι εναλλαγές μέσων κι ενεργητικών τύπων στην ίδια φωνή. Τέλος, ο Μέλλοντας σχηματίζεται από το βοηθητικό θέλω και τα αοριστικά απαρέμφατα.
- Το τελευταίο κεφάλαιο ασχολείται με την σταδιακή μείωση της χρήσης των απαρεμφάτων δίπλα σε κάποια βοηθητικά και βουλητικά ρήματα (π.χ. ορίζω, ποιώ, κάμνω, βούλομαι, θέλω, ημπορώ, έχω, δύναμαι, άρχομαι, παύω). Στην αρχή το απαρέμφατο - όπου υπάρχει - συνοδεύεται από άρθρο (σε αιτιατική ή γενική) προκειμένου να λειτουργήσει ως άμεσο ουσιαστικοποιημένο αντικείμενο. Σταδιακά όμως αντικαθίσταται από το να + Υποτακτική. Αυτή μπορεί να ενισχύεται και από άλλα επιρρηματικά στοιχεία (π.χ. όπως, ως σε συνδυασμό με την πρόθεση διά). Σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και το να αντικαθίσταται από το και, το οποίο μάλιστα συχνά τοποθετείται παραδόξως πριν από το βοηθητικό ρήμα. Τέλος, δεν αποκλείεται να παραλείπεται και εντελώς. Επομένως, ο σκοπός μπορεί να δηλώνεται είτε υποτακτικά είτε παρατακτικά (με ασύνδετο). Η εξαφάνιση του απαρεμφάτου επηρέασε και τη σύνταξη των απρόσωπων ρημάτων, αφού πλέον η αιτιατική γίνεται ονομαστική σε κανονική θέση υποκειμένου μπροστά από το προσωπικό πια ρήμα. Επίσης, η υποτακτική που έχει πάρει τη θέση του απαρεμφάτου συχνά συνοδεύεται από άρθρο σε γενική (πρέπει ημάς φονεύσαι των άνθρωπον > ο άνθρωπος πρέπει του να φονευθή). Τέλος, αξιοσημείωτη είναι η ασυμφωνία της μετοχής με το υποκείμενό της και η αντικατάσταση της απόλυτης γενικής από ουσιαστικοποιημένα έναρθρα απαρέμφατα (π.χ. το ιδεί τους αντί ιδόντων τους).
- Ο συγγραφέας ολοκληρώνει τη μελέτη του με τα γενικά συμπεράσματα που ανακεφαλαιώνουν συνοπτικά όσα έχουν προηγηθεί.
Αξιολογικές Παρατηρήσεις
- Αναλυτική μελέτη που αναφέρεται σε σημαντικές μορφολογικές και συντακτικές ιδιαιτερότητες της Βυζαντινής γλώσσας, ενώ παράλληλα συνεξετάζει τις αντίστοιχες ιδιομορφίες Βαλκανικών γλωσσών (στις οποίες αναφέρεται κάπως εκτενέστερα). Διαθέτει πλούσια βιβλιογραφία και λεπτομερείς πίνακες δεδομένων. Ο συγγραφέας επιλέγει ένα καλό corpus κειμένων προς εξέταση. Προκρίνει τη διαχρονική μελέτη μορφολογίας και σύνταξης αλλά δεν καταφεύγει σε επαρκείς προηγούμενες μελέτες συγχρόνων του.
- Η μελέτη του Bubenik θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κυρίως περιγραφική με λιτές και εύστοχες παρατηρήσεις.
- Σημ.: Τονίζουμε ότι ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τον όρο Μακεδονία εννοώντας το Fyrom (κι επομένως με τον όρο Μακεδονικά την αντίστοιχη γλώσσα).