Βιβλιογραφία

Μορφολογία και Σύνταξη 

Μελέτες της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους στην εποχή μας 

1. Χαρακτηριστικά έκδοσης

  • Η μελέτη καλύπτει 217 σελίδες.
  • Η ύλη κατανέμεται σε 9 κεφάλαια με συνεχή αραβική αρίθμηση.
  • Το 6ο και 7ο κεφάλαιο, που αφορούν την ελληνική γλώσσα από τον 12ο έως και 17ο αιώνα, καλύπτουν τις σελίδες από 71 έως 145.
  • Οι τίτλοι των κεφαλαίων τυπώνονται με κεφαλαία όρθια γράμματα.
  • Οι βιβλιογραφικές παραπομπές τυπώνονται στο κάτω μέρος της κάθε σελίδας.

2. Περιεχόμενα - Παρατηρήσεις

Το 6ο κεφάλαιο (σσ. 71-97) αναφέρεται στη μεσαιωνική γλώσσα (από τον 12ο έως τον 15ο αιώνα). Στοιχεία για την ομιλούμενη γλώσσα της περιόδου αντλούνται από έργα λογοτεχνικού χαρακτήρα (έμμετρα έργα προσωπικής έκφρασης ή κοινωνικής κριτικής) που ανήκουν σε είδη τα οποία μιμούνται ή παρωδούν τη λαϊκή γλώσσα. Στα κείμενα αυτά «η χρήση μιας γλώσσας που πλησιάζει την ομιλούμενη προορίζεται να δώσει ένα πιο αυθεντικό τόνο» (σ. 71).

Συγκεκριμένα καταχωρούνται αποσπάσματα και δίνονται στοιχεία για την προφορά, τη μορφολογία, το λεξιλόγιο, καθώς και σύντομες συμπερασματικές παρατηρήσεις για τα παρακάτω κείμενα:

  1. Το ποίημα του Μιχαήλ Γλυκά (1159) (σσ. 71-74). Καταχωρούνται οι στίχοι 1 έως 10 του ποιήματος. Διαπιστώνεται όσον αφορά το επίπεδο της μορφολογίας η ύπαρξη της νέας κατηγορίας των ουδετέρων σε -ιν, ο σχηματισμός της υποτακτικής με τη χρήση του μορφήματος να, η χρήση των αδύνατων τύπων των προσωπικών αντωνυμιών, όπως και η χρήση του οπού (που προέρχεται από το αρχαίο άκλιτο επίρρημα όπου με μετάθεση τόνου) στη θέση αναφορικών αντωνυμιών.
  2. Πτωχοπροδρομικά ποιήματα (μέσα του 12ου αι.) (σσ. 75-83). Καταχωρούνται οι στίχοι 41 έως 73 του τέταρτου ποιήματος των Πτωχοπροδρομικών από την έκδόση Hesseling-Pernot. Στο επίπεδο της μορφολογίας παρατηρούνται σποραδικές τροποποιήσεις με βασικό χαρακτηριστικό την απλοποίηση των ουδέτερων ουσιαστικών ανεξάρτητα από την κλίση, επέκταση της χρήσης του στην ονομαστική όλων των ουδέτερων ουσιαστικών (επίσης και των ουδετέρων των αντωνυμιών), καθώς και, σε μερικές περιπτώσεις, στην αιτιατική ενικού των τριτοκλίτων. Όσον αφορά το ρήμα, παρατηρείται ότι η υποτακτική έχει τις καταλήξεις της οριστικής, ο μονολεκτικός μέλλοντας δεν εμφανίζεται, ενώ γίνεται χρήση της υποτακτικής στη θέση του, χρήση της κατάλ. -ουν στο γ΄ πληθ. οριστικής και υποτακτικής ενεστώτα και γενικότερα παρατηρείται «σημαντική απλοποίηση της μορφολογίας του ρήματος της νέας ελληνικής» (σ. 81).
  3. Το χρονικόν του Μορέως (πρώτο μισό του 14. αι.). Καταχωρούνται οι στίχοι 3832 έως 3877 του Havniensis 57 από την έκδ. Καλονάρου. Παρατηρείται συστηματική χρήση νεοελληνικής μορφολογίας του ονόματος, ολοκλήρωση της συγχώνευσης της πρώτης και τρίτης κλίσης στα αρσενικά και θηλυκά, χρήση της σύγχρονης δημοτικής κατάληξης -κα σε ενεργητικούς αορίστους και παρακειμένους, αλλά και συχνή χρήση του απαρεμφάτου.

Το 7ο κεφάλαιο (σσ. 98-145) εξετάζει την ελληνική γλώσσα κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας (από τον 15ο έως τον 17ο αιώνα). Μετά από μια σύντομη εισαγωγή (σσ. 98) που περιγράφει τις ιστορικές και πολιτικές εξελίξεις και τη γενική κατάσταση παιδείας και γλώσσας από τα μέσα του 15. αι. ως τον αιώνα του διαφωτισμού, ακολουθούν αποσπάσματα με σχολιασμό που αφορούν την προφορά, τη μορφολογία, το λεξιλόγιο καθώς και συμπερασματικές παρατηρήσεις από τα εξής κείμενα:

  1. Ο Απόκοπος του Μπεργαδή (τέλη 15ου αι.) (σσ. 102-110). Στο υπόμνημα του κειμένου αναφέρεται ότι πρόκειται για ένα ιδιαίτερο κείμενο που δεν θα πρέπει να το θεωρήσουμε ως αντιπροσωπευτικό της κοινής ή ως διαλεκτικό, καθώς πρόκειται για ένα κείμενο που παρουσιάζει μείξη στοιχείων: γλώσσα της κοινής βυζαντινής με πολλούς αρχαϊσμούς και στοιχεία της μητρικής γλώσσας του ποιητή (κρητικής). Στο επίπεδο της μορφολογίας του ονόματος δεν παρουσιάζεται κάποια ιδιαιτερότητα, ενώ στο επίπεδο της μορφολογίας του ρήματος παρατηρείται προσθήκη τελικού ν στο μεσοπαθητικό παρατατικό και στον παρατατικό των ενεργητικών και συνηρημένων ρημάτων, καθώς και κάποιοι αρχαϊσμοί, όπως η χρήση του έναρθρου απαρεμφάτου.
  2. Η Πεντάτευχος της Κωνσταντινούπολης (1547) (σσ. 110-119). Καταχωρείται απόσπασμα από τη Γένεση ΙΙ, 25 έως ΙΙΙ, 19. Παρατηρείται ρύθμιση της χρήσης του τελικού ν σε ουσιαστικά (τα ουδέτερα λήγουν σε -ο και και όχι σε -ον και -ιν, η αιτιατική των αρσενικών και θηλυκών εμφανίζεται επίσης χωρίς τελικό ν), ενώ στα ρήματα το τελικό ν εμφανίζεται μόνο στο γ΄ ενικό του παρωχημένου χρόνου, σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση της τρίτης κλίσης των ονομάτων, επέκταση του καταληκτικού μορφήματος -ου της δεύτερης κλίσης στην πρώτη κλίση των θηλυκών καθώς και ανωμαλίες στο σχηματισμό θηλυκών της πρώτης κλίσης που ερμηνεύονται ως αποτέλεσμα σύγχυσης μεταξύ των τριών κλίσεων. Όσον αφορά τη μορφολογία του ρήματος παρατηρούνται: χρήση της άτονης αύξησης στους παρελθοντικούς τύπους των ρημάτων, καθώς και ίχνη της χρήσης του απαρεμφάτου και σημειώνεται ο τρόπος σχηματισμού του μέλλοντα (καμία χρήση του θα ως διακριτικού γνωρίσματος του μέλλοντα).
  3. Η πρώτη γραμματική της δημώδους ελληνικής γλώσσας (1540-1550) και το έργο του Σοφιανού (σσ. 119-127). Μετά από μια σύντομη περιγραφή του γενικότερου ιστορικού και ιδεολογικού πλαισίου δημιουργίας της γραμματικής ακολουθούν παρατηρήσεις για την προφορά, τη μορφολογία, καθώς και οι συμπερασματικές παρατηρήσεις. Ειδικότερα στο επίπεδο της μορφολογίας παρατηρούνται τύποι ονομαστικής και αιτιατικής πληθυντικού του θηλυκού άρθρου οι και ταις αντίστοιχα, επίδραση της τρίτης κλίσης στην πρώτη κλίση, ουδετέρων της δεύτερης κλίσης σε ουδέτερα της τρίτης κλίσης, ένταξη στην πρώτη κλίση αφηρημένων τριτόκλιτων σε -σις (>ση). Όσον αφορά τη μορφολογία του ρήματος παρατηρείται εμφάνιση του περιφραστικού παρακειμένου με το ρήμα έχω και τη μετοχή παρακειμένου στην αιτιατική (έχω γραμμένον), όπως και του υπερσυντελίκου με το ρήμα είχα (γραμμένον) [με δυνατότητα εναλλακτικού σχηματισμού για τον υπερσυντελικό με το είχα γράψει], χρήση του θέλω για το σχηματισμό του μέλλοντα με το απαρέμφατο ενεστώτα ή αορίστου, τάση αφομοίωσης των καταλήξεων των συνηρημένων παρατατικών με αυτές των ασυναίρετων κλπ.

Το 7ο κεφάλαιο κλίνει με παράθεση αποσπασμάτων και σχολιασμό δύο επίσης αντιπροσωπευτικών δειγμάτων της ελληνικής του 17. αι. (σσ. 128-145):

  • α. Ερωτόκριτος (σσ. 128-137). Παρατίθενται αποσπάσματα από τους στίχους 1755-80 και 1789-1794 του τέταρτου μέρους του έργου από την έκδοση Αλεξίου. Παρατηρείται ότι η μορφολογία του ονόματος και του άρθρου δεν παρουσιάζουν αξιοσημείωτες ιδιαιτερότητες σε σχέση με τη νέα ελληνική, η αντωνυμία παρουσιάζει ένα τύπο τως στη γενική πληθυντικού (κρητικό διαλεκτικό στοιχείο), έχουμε γενικευμένη σίγηση του ως διακριτικού χαρακτηριστικού των ουδετέρων ή της αιτιατικής (εμφανίζεται μόνο για την αποφυγή της χασμωδίας, ενώ η σίγηση του στο γ΄ πληθ. των ρημάτων είναι διαλεκτική). Όσον αφορά τη μορφολογία του ρήματος παρατηρείται για πρώτη φορά μέλλοντας με το μόριο θα και υποτακτική παράλληλα με την έκφραση θέλω με υποτακτική και θε να και υποτακτική.
  • β. Γεωπονικόν του Αγαπίου Λάνδου (1643) (σσ. 137-145). Καταχωρείται απόσπασμα της σελ. 260 του κειμένου από την έκδοση της Κωστούλα. Παρατηρούνται διατήρηση και επέκταση της χρήσης του τελικού ν στην αιτιατική ενικού της πρώτης κλίσης των θηλυκών και της δεύτερης κλίσης των αρσενικών και απουσία του στην ονομαστική ουδετέρων,καθώς και τεχνητοί αρχαϊσμοί και αδιαμφισβήτητοι νεωτερισμοί.

Θα πρέπει να σημειωθούν επίσης στα περιεχόμενα του έργου τα Συμπεράσματα (Κεφάλαιο 9, σσ. 178-186), ιδιαίτερα τα συμπεράσματα που αφορούν τη μεσαιωνική ελληνική (σσ. 183-184), η Βιβλιογραφία (σσ. 187-192), καθώς και τα Ευρετήρια όρων, τόπων και θεμάτων (σσ. 193-200), λέξεων (σσ. 201-210) και συγγραφέων (σσ. 211-214).

3. Αξιολογικές Παρατηρήσεις

Το έργο αποτελεί μια συνοπτική εισαγωγή και παρουσίαση της Ιστορίας της ελληνικής γλώσσας. Ο ερευνητής με μεθοδικότητα και επιστημονική επάρκεια εξετάζει τους βασικούς σταθμούς της πορείας της ελληνικής γλώσσας από το 2. αι μ.Χ. έως και τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους. Η παρουσίαση του κάθε σταδίου πλαισιώνεται από παράθεση στοιχείων που αφορούν το γενικότερο ιστορικό, πολιτικό ή και ιδεολογικό πλαίσιο και βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει τα φαινόμενα εντάσσοντάς τα στην εποχή στην οποία εμφανίστηκαν. Το βασικό θέμα της έρευνας είναι η διαμόρφωση της ομιλούμενης ελληνικής γλώσσας. «Ωστόσο, -όπως αναφέρει ο ίδιος ο Tonnet (Εισαγωγή, σ. 17)- ενδιαφερόμαστε και για τη γραπτή, για δύο λόγους. Πρώτο, γιατί, όπως θα δούμε, τα γραπτά μνημεία είναι, για τις αρχαίες περιόδους, οι μόνοι τρόποι για να προσεγγίσουμε την ομιλούμενη γλώσσα. Δεύτερο, γιατί πρόσφατα η γραπτή λόγια γλώσσα έχει σαφώς επηρεάσει την ομιλούμενη».

Επιχειρεί να δώσει την κατάσταση κάθε σταδίου της ελληνικής γλώσσας όχι παραθέτοντας κατάλογο των βασικών φωνητικών, μορφολογικών, συντακτικών χαρακτηριστικών της κάθε περιόδου, αλλά εξετάζοντας αποσπάσματα χρονολογημένων κειμένων και μελετώντας τα γλωσσικά φαινόμενα, όπως παρουσιάζονται μέσα από αυτά. Η προσπάθειά του εστιάζεται στη χρονολόγηση των γλωσσικών φαινομένων με όσο το δυνατό μεγαλύτερη ακρίβεια, αν και, όπως αναφέρει (Εισαγωγή, σ. 18), γνωρίζει καλά «πως η ακριβής χρονολόγηση είναι απατηλή, αφού πρόκειται για ένα υλικό εξελισσόμενο και προσαρμοζόμενο σε διαφορετικούς ρυθμούς, ανάλογα με τις εποχές και τις διαλέκτους». Η παρουσίαση αυτή «έχει ένα μειονέκτημα: … τα γλωσσικά φαινόμενα εμφανίζονται συχνά πολύ αργότερα από την πρώτη τους μνεία σε άλλες πηγές. Γι' αυτό, ο υπομνηματισμός των κειμένων ακολουθεί τη γενική έκθεση της ιστορίας της γλώσσας, χωρίς ωστόσο να την αντικαθιστά» (Εισαγωγή, σ. 18).

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ: ΠΑΣΣΑΛΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ