Ὁ ἀπόμαχος ρουμελιώτης.
(Τὸν Μάϊον τοῦ 1831.)
Εἰς τὸν γέρον Ὄλυμπόν μας, κοντὰ σ' ἕνα κυπαρίσσι
Ἕνας γέρος Ρουμελιώτης
Μὲ τοὺς φίλους του τὸ βράδυ κάθησε νὰ τραγουδήσῃ.
Τῆς πατρίδος στρατιώτης,
Ἑπτά, ἒλεγ', ἑπτὰ χρόνους μὲ καρδιὰ πάντοτε νέα
Βάσταξα καὶ στὸ Δερβένι καὶ στὸν κάμπο τὴν σημαία.
Ἐνθυμᾶσθε, σύντροφοί μου, ἐνθυμᾶσθε τοὺς καλούς μας,
Τοὺς ἡρωικοὺς καιρούς μας;
Ἐνθυμᾶσθε, τοῦ Χουρσίτη αἱ τριάντα χιλιάδες
Μιὰ μιὰ ὅλαις διαλεκταὶς
Ὅταν γέμισαν τοῦ Ἄργους ταὶς μεγάλαις πεδιάδαις
Μ' ἀστραπαὶς καὶ μὲ βρονταίς,
Ἑνθυμᾶσθε μὲ τί θάρρος ἐπιασθήκαμε στὰ χέρια;
Μὲ δρεπάνια, μὲ κοντάρια καὶ μὲ ξύλ' ἀντὶ μαχαίρια;
Ἐνθυμᾶσθε, σύντροφοί μου, ἐνθυμᾶσθε τοὺς καλούς μας,
Τοὺς ἡρωικοὺς καιρούς μας;
Ἐνθυμᾶσθε τῶν Σκοδριάνων σάν μᾶς πλάκωσε τὸ πλῆθος,
Πὼς εὐθὺς στὸ Καρπενῆσι
Ἕτρεξεν ὁ Μπότσαρής μας, καὶ μὲ τ' ἄφοβό του στῆθος
Πρόφθασε νὰ τοὺς σκορπίσῃ;
Ἐνθυμᾶσθε τῆς πληγῆς του πῶς μᾶς ἔκρυφτε τὸ αἷμα;
Τί καρδιὰ μᾶς ἒδιδ' ὅλους μὲ τὸ ὕστερό του βλέμμα;
Ἐνθυμᾶσθε, σύντροφοί μου, ἐνθυμᾶσθε τοὺς καλούς μας,
Τοὺς ἡρωικοὺς καιρούς μας;
Ἐνθυμᾶσθε, ἀπ' τοὺς Τούρκους σὰν σκεπάσθηκαν οἱ λόγγοι
Τῆς ἀνδρείας Ρούμελής μας
Καὶ βαστοῦσε ὁ Ἀράπης σφαλιστοὺς στὸ Μισολόγγι
Τὰ παιδιά μας, τοὺς γονεῖς μας,
Ἐνθυμᾶσθε μὲς στὰ μάτια τῆς σκληρᾶς Εὐρώπης ὅλης
Πῶς ἀνέβηκεν ὣς στ' ἄστρα τοῦ Μισολογγιοῦ ἡ πόλις;
Ἐνθυμᾶσθε, σύντροφοί μου, ἐνθυμᾶσθε τοὺς καλούς μας,
Τοὺς ἡρωικοὺς καιρούς μας;
Ἐνθυμᾶσθ', ὁ Καραΐσκος μὲ τρακόσιους διαλεκτούς του
Ὅταν ἦλθε στὰς Ἀθήνας,
Πῶς τοῦ Κιουταχῆ ἐχάθη κ' ἡ ἀνδρεία του κι' ὁ νοῦς του;
Δὲν ἐπέρασ' ἕνας μῆνας
Καὶ ἡ Ρούμελη σηκώθη, κ' ἔγειν' ὅλη ἕνα σῶμα,
Κ' ἐκοκκίνισ' ἀπὸ αἷμα τῆς Ἀράχοβας τὸ χῶμα.
Ἐνθυμᾶσθε, σύντροφοί μου, ἐνθυμᾶσθε τοὺς καλούς μας,
Τοῦ ἡρωικοὺς καιρούς μας;
Χωρὶς πόλεις, χωρὶς Κάστρα, ξεσχισμένοι, πεινασμένοι
Καὶ μὲ διψασμένο στόμα,
Νεκρωμένοι ἀπ' τὸν τῦφο, ἀφ' τὰ βόλια πληγωμένοι
Καὶ χλωμοὶ ὡσὰν τὸ χῶμα,
Εἰς τὸν οὐρανὸ τὰ μάτια εἴχαμ' ὅλοι γυρισμένα,
Πλὴν ποτὲ εἰς τοὺς τυράννους δὲν ἐκλίναμεν αὐχένα.
Ἐνθυμᾶσθε, σύντροφοί μου, ἐνθυμᾶσθε τοὺς καλούς μας,
Τοὺς ἡρωικοὺς καιρούς μας;
|