Ο ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ
Κατοικῶν εἰς τὰς Ἀθήνας ἔτυχε μίαν ἡμέρα,
ἐνῷ ἦτον ὡς κρυστάλλι καθαρὰ ἡ ἀτμοσφαῖρα,
καὶ ὁ ἥλιος μόλις δύων κι' ἀπὸ νέφη σκεπασμένος,
στὸν ὁρίζοντά του ἦτον ὁ μισὸς σχεδὸν κρυμμένος,
κι' ἔρρπτε τὰς ἀδυνάτους καὶ χρυσᾶς αὐτοῦ ἀκτῖνας,
προμηνύων τὴν ἑσπέραν στὰ ὡραίας τὰς Ἀθήνας,
στὸν κοινὸν περίπατόν μας τότε στὴν στιγμὴν κι' ἐγώ,
κίνησα γιὰ νὰ ἐβγῶ.
Ἔπαιζεν ἡ μουσική μας μὲ μεγάλην ἁρμονίαν,
τὴν ψυχήν μου ἐκινοῦσε σ' ἡδονὴν πολλὰ γλυκεῖαν,
μ' ἔρριψε στῶν ἰδεῶν μου τ' ἀχανὲς καὶ τὸ κενὸν
ὡς εἰς θάλασσαν μεγάλην κ' εἰς πλατὺν ὠκεανόν·
μόλις ἔπαυσε νὰ παίζῃ, κι' ὡς ἐκ μέθης ἐγερθεὶς
τὸν περίπατόν μου πάλιν ἠκολούθησα εὐθύς.
Ἔτρεχαν ἀπ' ἕνα μέρος μέγα πλῆθος διαβάται,
εἰς ἁμάξας συρομένας ἤρχοντο οἱ διπλωμάται,
σκεπασμέναι σχεδὸν ὅλαι ἀπὸ τὸν κονιορτόν,
ἔσειον τὴν πεδιάδα μὲ τὸν κρότον των αὐτόν.
Καὶ οἱ εὐγενεῖς μας ὅλοι ἐπὶ ἵππων καθισμένοι
ἤρχοντο ὡσὰν τὲς νύφες καὶ αὐτοὶ καμαρωμένοι.
Ἀλλὰ νά, καὶ βγάνουν ὅλοι τὸ καπέλ' ἀπ' ἕνα μέρος.
Ποιὸς εἶν' κεῖνος! ποιὸς εἶν' κεῖνος; εἶν' ὁ μέγας καβαλιέρος,
σ' ἕνα ἄλογον βαρβάτο αὐτὸς ἦτον καθισμένος,
μὲ τοῦ γκαλοπιοῦ τὸ βῆμα πήγαινε καμαρωμένος,
κι' ὑποφέρετο ἂν εἶχε τὸ πτωχὸ τὸ λογικό του
σὰν ἐκεῖνο ὅπου εἶχε τὸ καϋμένο τ' ἄλογό του.
Πέρασεν αὐτὸς τὸν δρόμον· δύο, τρεῖς παρέκει ἄλλοι
μὲ εὐλάβεια χαιρετοῦσι καὶ μ' ἀσκέπαστο κεφάλι,
μερικοὺς ποὺ πριγκηπίσκους ὅλοι θέλουν νὰ τοὺς κράζουν,
καὶ ὅσα σέρν' ἡ σκούπα εἰς αὐτοὺς νὰ ἀραδιάζουν.
Πέρασαν κι' αὐτοὶ γελῶντες… Ἰδοὺ ἕνας μὲ κυρίαν,
νέος ὅμως πλὴν στὸ χέρι ἐβαστοῦσε βακτηρίαν,
εἶχε τὰ πτερὰ τοῦ τύπου ὄπισθεν ζωγραφισμένα,
ἐπετοῦσε μὲ ἐκεῖνα καὶ ἐκτύπα τὸν καθένα.
Κρέματο στὴν κεφαλήν του ἕνα τρίκωχον καπέλον,
τὸ ὁποῖον ἐθεώρει ὡς τὸ εὐτυχές του μέλλον,
καὶ ἐνῷ μὲ ἡδονήν του τὸ ἐκύτταζε μεγάλη,
πότε θὰ ἐλθῇ ἡ ὥρα νὰ τὸ βάλῃ στὸ κεφάλι,
πέταξεν ἀπ' ἔμπροσθέν του, καὶ ἀπέμεινεν ἀκόμα
μὲ κονδύλι εἰς τὸ χέρι, καὶ μὲ ἀνοικτὸ τὸ στόμα.
Ἤρχετο ἀπ' ἕνα μέρος μία συντροφιὰ μεγάλη,
ποὺ στὴν κιβωτὸ δὲν χώρει ἐὰν ἤθελες τὴν βάλει·
συγκροτεῖτο δὲ καὶ αὕτη ἀπὸ δυὸ φαρισαίους,
κ' ἀπὸ ἕνα μέγα πλῆθος ὑπουργηματίας νέους,
ὅλοι ἔβλεπον τριγύρου ἂν ὁ κόσμος τοὺς κυττάζῃ,
ἐὰν τέρπεται εἰς τούτους, κ' ἂν πολὺ τοὺς κάμνῃ χάζι.
Ἀπατῶνται ὅμως ὅλοι γιατὶ ὅλοι τοὺς θωροῦσι
ὅταν ἀργυροφοροῦσι.
Τότε βέβαια ὁ κόσμος τοὺς κυττάζει σχεδὸν ὅλους,
διατὶ σκεπάζουν ὅλοι μὲ τὰ τρίκωχα τοὺς δόλους.
Βλέπεις κεῖνον ποὺ γυναῖκα μιὰν κρατεῖ ἀπὸ τὸ χέρι!
Κύτταξ' ἀπ' τὸ πρόσωπόν του ἡ καρδιά του πόσον χαίρει,
γιατὶ δείχνει εἰς τὸν κόσμον ὅτι ἔχει μὲ κυρίες
πολλὰ στενωτάτας σχέσεις καὶ γλυκύτατες φιλίες.
Στὸν περίπατον μιὰν παίρνει καθ' ἡμέραν καὶ τὴν βγάζει,
νὰ τὸν βλέπῃ καὶ ὁ κόσμος ν' ἀπορῇ καὶ νὰ θαυμάζῃ.
Νά σου ἄλλος μὲ κυρίαν καὶ αὐτὸς συντροφευμένος,
ὅμως φαίνεται νὰ εἶναι λίγον παραπονεμένος
ἀπ' τὸν κόσμον τὸν ἀχρεῖον ποὺ ποτὲ δὲν ἡσυχάζει,
ἀλλὰ κέρατα τοῦ λέγουν ἡ γυναῖκα πὼς τοῦ βάζει·
τί νὰ κάμῃ ὅμως τώρα καὶ πῶς νὰ τὰ συμβιβάσῃ,
κινδυνεύει ἀπ' τὴν λύπην ὁ καϋμένος νὰ τὰ χάσῃ.
Ἠκολούθουν τὴν ὁδόν μου καὶ ἀργά, περιπατοῦσα,
ὅμως πάντ' ἀκαταπαύστως εἰς τὸν δρόμον ἀπαντοῦσα
νεανίδας στολισμένας, καὶ μὲ θέλγητρα μεγάλα
καθαρὲς σὰν περιστέρια μὲ λαιμοὺς ὡσὰν τὸ γάλα·
τὸ ὑπούργημά του ἕνας ἐβαστοῦσεν εἰς τὸ χέρι,
ἄλλος πάλιν ἐθαρροῦσε ὅτι ἦτον μεσημέρι,
γιατί πρὸ ὀλίγης ὥρας μόλις εἶχεν ἐξυπνήσει,
ἐπειδὴ τὴν νύκτα ὅλην εἶχεν ἐξακολουθήσει,
τὰ χαρτιὰ διὰ νὰ παίζῃ, καὶ καθὼς ὁ κόσμος ψάλλει,
ἔχασεν εἰς τὸ παιχνίδι μιὰ ποσότητα μεγάλη.
Εἷς τὸν ἄλλον εἰς τὸν δρόμον πλησιάζων χαιρετοῦσε
κι' ὁ ἀνόητος μὲ τοῦτο μόν' τὴν σκούφια του χαλνοῦσε,
ἄλλος ἔκαμνε ἐτοῦτο διὰ τ' ἄλλου τὸ χατῆρι,
μήπως ὅλην τὴν ὀργήν του κατ' ἐπάνω του καὶ σύρῃ.
Ἄλλος πάλι, χαιρετοῦσε ποὺ ὁ κόσμος νὰ κυττάζῃ
ὅτι σχέσεις πολλὰς ἔχει κι' εἰς αὐτὸ νὰ τὸν θαυμάζῃ.
Κι' ἄλλος διὰ τὸ χατῆρι τῶν Κυρίων π' ἐκρατοῦσε,
τοὺς γνωρίμους σχεδὸν ὅλους ποὺ ἀπήντα χαιρετοῦσε,
ἀλλὰ τρελλοὶ ἦτον ὅλοι ποὺ αὐτὰ ἀκολουθοῦσαν
κι' ἕνα μόνο κέρδος εἶχαν πὼς τὲς σκούφιες των χαλνοῦσαν.
Ἐβαρύνθηκα νὰ βλέπω τόσα πρόσωπα γελοῖα,
ποὺ φρονοῦν πλέον σφαλμένα κι' ἀπὸ τὰ μικρὰ παιδία,
πλὴν ὁ ἥλιος ἐκρύβη, καὶ ἡ νύχτα εἶχ' ἀρχίσει,
ὅλα τὰ πυκνά της σκότη στὸν αἰθέρα μας νὰ χύσῃ,
καὶ τὰς πτέρυγας ν' ἁπλώνῃ, καὶ μιὰ σιωπὴ μεγάλη
ἤρχισε γιὰ νὰ σκεπάζῃ καὶ τὴν ταραχὴν καὶ ζάλη.
Ἀπὸ τὸν περίπατόν μου στὴν πτωχήν μου κατοικίαν
γύρισα κι' ἐγὼ ὁμοίως μ' εὐχαρίστησιν γλυκεῖαν,
καὶ τὰ ὅσα ἔξω εἶδα χωρὶς τὸν καιρὸν νὰ χάσω,
ἤρχισα στὸν Μένιππόν μου τακτικὰ νὰ τ' ἀραδιάσω.
|