ΤΟ ΚΡΕΒΒΑΤΙ ΤΟΥ ΚΟΡΙΤΣΙΟΥ
Μὲ γλυκαὶς γλυκαὶς κουβένταις,
ἐνυχτώθηκα μιὰ 'μέρα,
σ' ἕνα σπίτι φιλικό,
καὶ νὰ φύγω δὲν 'μποροῦσα,
τὶ χαλάζι! τὶ ἀέρας!
τὶ κακὸ ἐξαφνικό!!
Μοὔδωσαν ἕνα κρεββάτι,
ποῦ 'ντρεπόμουν νὰ πλαγιάσω,
τὶ κρεββάτ' εὐγενικό!
τὶ ὡραία κουνουπιέρα!
τὶ σεντόνια! τὶ μεγάλο!
τὶ ζεστό! τὶ μαλακό!
Πλάγιασα τὸ κάτω κάτω,
κ' ἐλογάριαζα ὁ καϋμένος
πῶς θὰ κοιμηθῶ καλά,
ὅταν ἔξαφνα μὲ 'πιάνει
μιὰ φαγοῦρα ποῦ πετιοῦμαι
πέντε πιθαμαὶς 'ψηλά!
Σἂν νὰ μοὔπιναν τὸ αἷμα
χίλιοι ψύλλοι, χίλιαις σκνίπαις,
καὶ κουνούπια καὶ κοργοί,
τί νὰ κάμω, τί νὰ γίνω,
ποῦ νὰ φύγω, ποῦ νὰ μείνω,
τὶ κατάρα, τὶ ὀργή!
Τί τοὺς ἔκαμα, τί θέλουν
'συλλογίσθηκα, μοῦ 'φάνη
ἡ αἰτία φυσικὴ,
τοῦτοι ὅλοι οἱ διαβόλοι,
ποῦ μὲ πολεμᾶνε τόσο,
ἴσως θἆν' ἀρσενικοί.
Κ' ἐπειδ' εἶναι μαθημένοι
κάθε βράδυ νὰ θαυμάζουν
κοριτσίστικο κορμί,
ἐθυμώθησαν οἱ φίλοι,
καὶ τὰ γένεια μου θὰ ἦναι
τοῦ θυμοῦ των ἀφορμή.
Πάλι κύτταζα στὸ στρῶμα,
καὶ δὲν εὕρισκα κἀνένα,
δὲν εἰξεύρω τὶ νὰ 'πῶ…
Εἶδα πῶς κἀνεὶς δὲν φταίει,
τὴ φαγοῦρα πῶς τὴν ἔχει,
τὸ κρεββάτι μοναχό.
Φίλοι μου, σᾶς ἐξορκίζω,
ἄν σας τύχῃ 'στὴ ζωή σας
νὰ πλαγιάσετε ἀλλοῦ,
ὁ Θεὸς νὰ σᾶς φυλάξῃ,
νὰ μὴ κοιμηθῆτε, ὄχι,
σὲ κρεββάτι κοριτσιοῦ.
|