ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Καμπούρογλου Δημήτριος

«Το όνειρόν μου»

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟΝ ΜΟΥ

Σὲ δυὸ μεγάλαις κάμαραις
εἶδα εἰς τὤνειρό μου
πῶς μπῆκα, 'σὰν νὰ 'γύρευα
κἀνένα σύντροφό μου…

Ἡ μία ἦτο ἀπ' αὐταὶς
γεμάτη ἀπὸ βαρέλια,
καθὼς ἐμπῆκα μέσ' σ' αὐτὴ
ξεράθηκ' ἀπ' τὰ γέλοια.

Σὲ μιὰ βαρέλ' ἀνάσκελα
δυὸ γέροι μεθυσμένοι,
ἦσαν πεσμένοι, ἀγκαλιά,
βρεμένοι, λερωμένοι!

Καὶ 'στὴν κατάστασι αὐτὴ
μουρμούριζαν κ' οἱ δύο,
ὁ ἕνας «οἶνον βούλομαι»
ὁ ἄλλος «ἔ! νὰ πίω!!»

Ἀφένταις δὲν σηκόνεσθε;
ὡς πότε θὰ κοιμᾶσθε!!
ποιοὶ εἶσθε; ὁ Χριστόπουλος
κι' ὁ Ἀνακρέων θἆσθε!

Μένουν ξεροὶ κι' ἀκίνητοι,
δίκαιο τὸ κακό τους,
γιατί νὰ λὲν' τόσα καλὰ
γιὰ τὸ παλῃόκρασό τους.

Ὤ! πόσον εἶμαι εὐτυχής!
ποτὲ κρασὶ δὲν πίνω,
καὶ ὅπως τόρα εἶν' αὐτοί,
ποτέ μου δὲν θὰ γίνω.

Ἀφοῦ καὶ τὰ κορίτσ' αὐτὰ
ποῦ τόσῳ ἀγαπῆσαν,
'ντραπῆκαν καὶ γιὰ συντροφιὰ
τριγύρω τους δὲν ἦσαν!

Ἐνῷ κἀμπόσοι σἂν κι' ἐμὲ,
ὁπόταν ἀποθάνουν,
θἄχουν κορίτσια συντροφιὰ
νὰ ἔλθουν νὰ τοὺς κάνουν!!

Μπαίνω 'στὴν ἄλλη κάμαρα…
ἕνα σωρὸ κορίτσια,
βαστοῦσαν εἰς τὰ χέργια τους
τί σβίγκους, τί παστίτσια,

τὶ μπακλαβᾶ, τὶ σαβαρέν,
τὶ τοῦρταις, τὶ συνέχι,
τὶ καταΐφι, ῥεβανί…
καὶ ποιὸ γλυκὸ δὲν ἔχει!!!

Μοῦ λέγ' ἡ μία «ἄκουσε
αὐτὰ ποῦ θὰ σοῦ ποῦμε,
γιατὶ μᾶς ἀγαπᾷς πολύ,
γι' αὐτὸ σὲ ἀγαποῦμε».

«Ἀπ' ὅλα τὰ γλυκύσματα
πάρε ὅποιο θελήσῃς,
κι' ἀπ' ὅλα τὰ κορίτσ' αὐτά,
ποιὰ θέλῃς νὰ φιλήσῃς;»

Εὐθὺς ἐσυλλογίσθηκα,
ὅποιο γλυκὸ ζητήσω,
γλυκὸ θὰ ἦναι, ἂς ἰδῶ
ποι' ἀπ' ὅλαις νὰ φιλήσω…

Κάνω νὰ πιάσω τὴ μικρή,
μοῦ φεύγει κ' ἡ μεγάλη,
κάνω νὰ πιάσω τοῦτ' ἐδῶ,
μοῦ φεύγει καὶ ἡ ἄλλη…

Κάνω νὰ πιάσω τὴν παχειά,
μοῦ φεύγει κ' ἡ λυχνοῦλα,
νὰ πιάσω τὴν μελαγχροινή,
μοῦ φεύγει κ' ἡ ξανθούλα!!!

Σἃν εἶδα μιὰ μὲ καστανὰ
μαλλιά, μὲ 'μαῦρα 'μάτια,
ἐκόντεψ' ἡ καρδοῡλά μου
νὰ γίνῃ δυὸ κομμάτια!

Χύνομαι καταπάνω της,
καὶ στὴ 'στιγμὴ ὁ καϋμένος
τὴν πιάνω, ἄου! 'φώναξε…
ξυπνάω τρομασμένος…

 

Τὶ βλέπω!! Τὴ γατοῡλά μου
τὴ μαύρη, ποῡ κοντά μου
'κοιμώτανε καὶ μοὔτανε
ἡ μόνη συντροφιά μου,

τὴν εἶχα πιάσ' ἀπ' τὸ λαιμό,
καὶ 'φώναζ' ἡ καϋμένη!
Σκοτάδι 'μαῦρο, ἐρημιά,
ὅλ' ἦσαν κοιμισμένοι!

Οὔτε κορίτσια ὤμορφα
εἶχα ἐκεῖ κοντά μου,
οὔτε γλυκύσματα πολλὰ
εἶδα 'στὴν κάμαρά μου.

Ὡς καὶ 'στὸν ὕπνο εἴσασθε
μαργιόλικα, κορίτσια!!
Ἂς 'πρόφθανα τοὐλάχιστον
νἄτρωγα δυὸ παστίτσια!!

Ὑπομονή! κἀμμιὰ φορὰ
μοὖπαν πῶς ἀληθεύουν
τὰ ὄνειρα, ὤ! τότε πιὰ
πιστεύω δὲν μοῦ φεύγουν!

Ἄχ! καστανὴ ἀγάπη μου,
'στὰ ξύπνα μ' ἂν σὲ πιάσω,
ἂν σὲ ἀφήσ' ἀφίλητη,
σἂν τὸ κουκὶ νὰ σκάσω!