ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

Ανθολογίες 

Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.) 

 

Παρρέν, Καλλιρρόη

Η χειραφετημένη (απόσπασμα)

Η ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΜΕΝΗ

Ἡ κ. Μεμιδὼφ ἔφθασεν εἰς τὴν οἰκίαν της ἀκριβῶς τὴν 5ην καὶ ἡμίσειαν. Αἱ θυγατέρες της τὴν ἀνέμεναν μετὰ μεγάλης ἀνυπομονησίας. Ἡ Ὀλγίνα, ἡ ὁποία εἶχεν ὑποθέσει ὅτι ἐπρόκειτο περὶ τοῦ συνοικεσίου της, ἐκανόνιζε τὰ σχέδια τῆς νέας της ζωῆς. Εὐθὺς ὡς ἔφαγε τὸ μεσημέρι, εἶχε κλεισθῆ εἰς τὸ δωμάτιον τῆς μητέρας της διὰ νὰ εἶναι μόνη καὶ ἐκεῖ ἐξηπλωμένη ἐπὶ τῆς κλίνης ἔκαμνε σχέδια διασκεδάσεων καὶ ὑποδοχῶν καὶ ὡραίων φορεμάτων καὶ πλουσίων διαμαντικῶν. Τὸ σπίτι της θὰ τὸ ἐστόλιζεν, ὅπως ἐκείνη εἴξευρε. Θὰ εἶχε τρία σαλόνια, ἀπαράλλακτα ὡς τῆς κ. Φακίδου καὶ θὰ εἶχε μαῦρον ὑπηρέτην μὲ κόκκινην στολήν, ὡς ἔχουν αἱ ἀλεξανδριναὶ κυρίαι.

Ἔπειτα ἤρχετο ἡ σειρὰ τῶν φορεμάτων. Ὅλα τὰ μυθώδους πλούτου ὑφάσματα τῆς Ἀνατολῆς ἀπὸ τὰ ἰνδικὰ κρέπια καὶ τὰ περσικὰ κασμίρια, καὶ τὰ κλαδωτὰ τῆς Βαγδάτης καὶ τὰ ἀέρινα τῆς Προύσσης καὶ τὰς στόφας, αἱ ὁποῖαι στέκονται ὀρθαί, ὅλα τὰ ἀφρώδη ὡς σύννεφα καὶ τὰ στιλπνὰ ὡς φυλλώματα τροπικῶν, καὶ τὰ χνουδωτὰ ὡς σαμούρια, ὅλα τὰ χρώματα μὲ τοὺς συνδυασμοὺς τοὺς μᾶλλον ζωηροὺς καὶ τοὺς μᾶλλον ἀντιθέτους, τῶν ὁποίων τὸ μυστικὸν κατέχει μόνον ἡ Ἀνατολή, ὅλα τὰ θαυμάσια, τὰ ὁποῖα εἰς τὰς κατὰ καιροὺς ἐπισκέψεις της εἰς τὸ τσαρσί, εἰς τὴν ἀτελείωτον ἐκείνην κατακόμβην, εἰς τὸν ἀπέραντον ἐκεῖνον λαβύρινθον τῶν μυθωδῶν ὑφασμάτων καὶ ταπήτων καὶ γουναρικῶν καὶ πολυτίμων λίθων καὶ πολυτίμων ἀσημικῶν καὶ ἐπίπλων καὶ σκευῶν ἀρχαίων, εἶχε θαυμάσει καὶ εἶχεν ἐπιθυμήσει, ὅλα αὐτὰ ἔκαμναν παρέλασιν φανταστικὴν πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν της.

Ἤρχετο κατόπιν ἡ σειρὰ τῶν μεγάλων ραπτριῶν. Ὤ! θὰ ἔρραπτε τέλος πάντων τὰ φορέματά της εἰς τὴν Ντεμερβίλ. Καὶ θὰ ἔρραπτε μίαν δωδεκάδα τοὐλάχιστον. Τέσσαρα πέντε δι' ὑποδοχὴν καὶ ἐπισκέψεις, δύο τρία διὰ τὸν δρόμον, τρία τέσσαρα διὰ χοροὺς καὶ γεύματα, καὶ ἄλλα τόσα διὰ τὸ σπίτι. Ὥστε δώδεκα δὲν ἔφθαναν, τοὐλάχιστον δέκα πέντε. Ἀλλὰ καὶ τὸ φόρεμα τοῦ ταξειδιοῦ καὶ ἄλλα καλοκαιρινά· ἰδοὺ ὅτι ἔχανε τὸν λογαριασμόν.

Ὁ νοῦς της ἀπὸ τὰ φορέματα ἐπετοῦσεν αἴφνης εἰς τὸ ταξείδι. Ὤ! θὰ ἐπήγαινεν εἰς τὸ Παρίσι. Βέβαια. Θὰ ἔκαμνε καὶ ἐκεῖ τουαλέττες, καλλίτερα μάλιστα νὰ μὴν ἔρραπτε τόσα φορέματα εἰς τὴν Πόλιν. Θὰ ἐπήγαινεν εἰς τὸν Worth καὶ θὰ ἔλεγεν ἔπειτα ὅτι αὐτὸ τὸ ἔφερα ἀπὸ τὸν Worth. Θὰ παρήγγελεν ἀκόμη ἕνα φόρεμα tailleur εἰς τὸν …… ἐλησμονοῦσε τὸ ὄνομα τοῦ φημισμένου σπιτιοῦ τῶν Παρισίων διὰ τὰ tailleur. Ἐν γένει τὰς ἀγοράς της θὰ τὰς ἔκαμνεν ἐκεῖ ἀπὸ τὴν rue de la Paix.Καὶ θὰ ἐπέστρεφε σωστὴ Παρισινή. Πῶς θὰ ἔσκαζεν ἀπὸ τὴν ζήλειαν της ἡ φίλη της Λουκία, καὶ ἐκείνη ἀπέναντι των ἡ καθολική, ἡ Melle Mozon, ἡ ὁποία τόσον φαντασμένη ἦτο διὰ τὰ ὡραῖα της φορέματα…»

Οὔτε μίαν κἂν στιγμὴν δὲν ἐσυλλογίσθη ἂν θὰ ἦτο εὐτυχὴς εἰς τὸν γάμον αὐτόν, ἂν ὁ μελλόνυμφός της θὰ ἦτο καλὸς σύζυγος, ἂν θὰ τὴν ἠγάπα… Τίποτε ἀπὸ ὅλα αὐτά. Οὔτε κἂν ἐλάμβανε τὸν κόπον νὰ σκεφθῇ. Ἦσαν ζητήματα δευτερεύοντα. Ἔπειτα δὲν ἤκουε πάντοτε, ὅτι ἡ ἐξύπνη γυναῖκα κάμνει ἀρνὶ καὶ τὸν μᾶλλον θηριώδη ἄνδρα. Καὶ δὲν ἔβλεπε τόσα ἔτη τώρα μὲ πόσην τέχνην τὰ ἐκατάφερνεν ἡ μητέρα της καὶ ἔκαμνεν ὅ,τι ἤθελε τὸν πατέρα της , ὁ ὁποῖος ἦτο τόσον δύσκολος καὶ τόσον παράξενος;

Ἐνῷ ἡ Ὀλγίνα ἐπάνω ἔκαμνεν αὐτὰ τὰ ὄνειρα, ἡ Ἔμμα κάτω ἐξηπλωμένη εἰς τὸ σαχνισίρ, μὲ ἕνα μυθιστόρημα τοῦ Bourget εἰς τὸ χέρι, ἐδιάβαζε. Εἰς δύο ὥρας εἶχε τόσον προχωρήσει, ὥστε εὑρίσκετο εἰς τὸ τέλος τοῦ ἔργου. Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ἔστρεφεν ἀνὰ δέκα μαζῆ τὰς σελίδας, εἰς τὰς ὁποίας ὁ συγγραφεὺς ἀνέτεμνε τὴν ψυχὴν τῶν ἡρώων του καὶ ὅτι παρηκολούθει μόνον τὴν ἐξέλιξιν τοῦ μύθου· ἀλλ' ἀδιάφορον, τὴν εἶχαν ἀπασχολήσει ἀρκετὰ καὶ οἱ διαβάται. Ἤνοιγεν ἡ θύρα τῆς ἀντικρὺ οἰκίας: Ποῖος εἰσήρχετο; ποῖος ἐξήρχετο; τί ἐφοροῦσεν ἡ κ. Μαργίτσα: μὲ ποῖον ὡμίλησεν εἰς τὴν γωνίαν; διατὶ εἶχε κινήσει τὴν κεφαλὴν της; Ἔπειτα ὁ κύριος ἐκεῖνος ὁ ἄγνωστος διατὶ εἶχε περάσει τρεῖς φοράς, ἕως τώρα ἀπ' ἐκεῖ; καὶ ἡ κ. Διαμαντίδου τί καπέλλο θαυμάσιον ἐφοροῦσε; Καὶ ὁ Κωστάκης τῆς κ. Φακίδου διατὶ ἔτρεχε βιαστικά; Ἴσως θὰ τὸν ἐπερίμενε πουθενὰ ἡ κ. Μαργίτσα, μὲ τὴν ὁποίαν τὸν εἶχεν ἰδῆ τὴν ἄλλην φορὰν νὰ γλυκομιλῇ τόσον. Ὅλα αὐτὰ ἀπησχόλουν τὴν Ἔμμαν ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσίν της, ὅπως τὴν εἶχεν ἀπασχολήσει πρὶν καὶ ἡ Λέλα, ἡ ὁποία ἦλθε νὰ ζητήσῃ τὴν Ὀλγίναν.

Ἡ μαμμὰ ἀργεῖ νὰ ἔλθῃ, εἶχεν εἰπεῖ ἡ Λέλα, − ἡ ὁποία ἐχαλοῦσε πάντοτε ὅλων τὴν ἡσυχίαν − ποῖος θὰ διέτασσε τὸ φαγητὸν γιὰ τὸ βράδυ. Ἡ γιαγιὰ δὲν ἐτόλμα νὰ δώσῃ διαταγάς. Ἡ μαγείρισσα ἐμουρμούριζεν ὅτι ἡ ὥρα ἐπερνοῦσε, καὶ ὅτι μόνον ἕνα βραστὸ εἶχε βάλει ἐπάνω . . . .

Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ μαμμὰ ἔφθασε μόνη. Ἡ Ἔμμα ἔκρυψε τὸ μυθιστόρημα καὶ βιαστικὰ ἥρπασε τὸ ἐργόχειρόν της, τὸ ὁποῖον ἀπὸ τὸ μεσημέρι ἦτο ριμμένον ἐπάνω εἰς τὸν σοφᾶν. Ἦτο μία νταντέλα φριβολιτέ, ἕνα σύμπλεγμα ἀπὸ κόμβους καὶ τρύπες κλωστένιες εἰς τὸν ἀέρα, αἱ ὁποῖαι δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ἀνθέξουν οὔτε εἰς ἕνα πλύσιμον. Ἀδιάφορον! Ἦτο ὡραία ἐργασία, διότι εἰς τὸ πλέξιμον τοῦ φριβολιτὲ τὰ χέρια λαμβάνουν ὡραίαν θέσιν, καὶ τὰ κονδυλένια δάκτυλα στριφογυρίζονται, κάμπτονται, ἐκτείνονται, κάμνουν ἐν μιᾷ λέξει ὅλας τὰς κινήσεις καὶ τοὺς ἑλιγμούς, οἱ ὁποῖοι ἀναδεικνύουν περισσότερον τὴν ὡραιότητα καὶ ἐλαστικότητά των. Καὶ ἡ Ἔμμα μὲ τὸ φριβολιτὲ εἰς τὸ χέρι, ὡς νὰ μὴν εἶχε σηκώσει κεφάλι ὅλην τὴν ἡμέραν ἔτρεξεν εἰς ὑποδοχὴν τῆς μητέρας της.

Ἡ Ὀλγίνα ἔσπευσε καὶ αὐτὴ ἀπὸ τὸ ἐπάνω πάτωμα. Προσεπάθει νὰ ἀναγνώσῃ εἰς τὸ πρόσωπον τῆς μητέρας της τὸ ἀποτέλεσμα τῆς πολυώρου ἀπουσίας της, πρὶν ἀκόμη νά τὴν πλησιάσῃ.

− Ἄχ! μαμάκα μου, ἄργησες! Δὲν εἰξεύρεις πῶς μὲ ἐκούρασεν αὐτὴ ἡ ἡμέρα . . .» καὶ ἐμελέτα τὰ βλέμματα καὶ παρηκολούθει τὰς πτυχὰς τοῦ στόματος τῆς κ. Μεμιδώφ.

Ἀλλ' ἡ κοκκώνα Κατίγκω εἶχεν πρόσωπον σφιγγὸς τὴν φορὰν αὐτήν. Καὶ εἰς ἐπίμετρον εἶχε πρόσωπον ἀλλοιώτικον, παρηλλαγμένον. Ὅταν μάλιστα ἔβγαλε τὸ καπέλλο της, ὅλαι ἔμειναν μὲ ἀνοικτὰ στόματα.

− Καλὲ μητέρα, ἀδυνάτησες εἰς ὀλίγες ὧρες; Καὶ τὰ μαλλιά σου; εἶπεν ἡ Ἔμμα.

Εὐμόρφηνες καὶ ἔγεινε, πειὸ ἀρχοντική, μάμιτσκα, εἶπεν ἡ Λέλα, ἡ ὁποία ἀντελήφθη πρώτη, ὅτι εἰς τὴν μεταβολὴν τοῦ κτενίσματος ὠφείλετο ἡ μεταβολὴ τῆς φυσιογνωμίας τῆς μητέρας της. Νά! τὰ μπαντώ! δὲν σᾶς ἔλεγα ἐγὼ χθὲς βράδυ, ὅτι ἡ μητέρα μὲ μπαντὼ καὶ χωρὶς μαλλιὰ εἰς τὸ μέτωπον θὰ ἦτο πειὸ ὡραία;

Ἀλλ' ἡ Ὀλγίνα ἔχανε τὴν ὑπομονήν. Λοιπόν, μητέρα, τί εἰδήσεις;

Ἡ κοκκώνα Κατίγκω ἔθεσε τὸ δάκτυλον εἰς τὰ χείλη, δεικνύουσα μὲ τὸ βλέμμα τὴν κατὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰσερχομένην πενθεράν της.

Πρέπει νὰ σημειωθῇ ὅτι ἡ κοκκώνα Κατίγκω εἶχε κατορθώσει νὰ πείσῃ ὅλους εἰς τὸ σπίτι, ὅτι ἡ γιαγιὰ ἔπαιζε μέρος κατασκόπου, καὶ ὅτι κατήγγελλεν εἰς τὸν υἱόν της ὅ,τι ἔπρεπε νὰ τηρηθῇ μυστικὸν ἀπὸ αὐτόν. Διὰ τοῦτο πάντοτε ἐνώπιόν της ὡμιλοῦσαν μὲ μισὰ λόγια καὶ νεύματα, καὶ ἡ δυστυχὴς γραῖα πρὶν ἔλθῃ ἡ Λέλα ἀπὸ τὴν Πετρούπολιν, δὲν κατώρθωνέ ποτε νὰ λάβῃ μέρος εἰς τὴν ὁμιλίαν, ἀλλ' οὔτε καὶ νὰ ἀνταλλάξῃ δύο λέξεις μὲ κανένα. Ἠννόει ὅτι ἡ παρουσία της ἐστενοχώρει, ὅτι αἱ ἐγγοναί της τὴν ἀπέφευγαν, ὅτι καὶ αὐταὶ αἱ ὑπηρέτριαι τὴν ἐμίσουν καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ καταλάβῃ τὴν αἰτίαν. Τὰ αἰσθήματα τῆς νύμφης της πρὸς αὐτὴν τὰ εἴξευρε πρὸ πολλοῦ, ἀλλὰ δὲν ἠδύνατο πάλιν καὶ νὰ ὑποθέσῃ ὅτι θὰ διέβαλε καὶ τὰ παιδιὰ ἀκόμη ἐναντίον της.

Πᾶμε, μητέρα, νὰ σὲ βοηθήσω νὰ ἀλλάξῃς, εἶπεν ἡ Ὀλγίνα, ἀφοῦ ἐτελείωσαν ὅλων αἱ κρίσεις περὶ τοῦ νέου κτενίσματος καὶ ἡ κοκκώνα Κατίγκω ἐδικαιολόγησε τὸ κτένισμα αὐτό, ὅπως ἠμπόρεσε.

Καὶ ὁ Κώστας; ἠρώτησεν ἡ Λέλα, ἡ ὁποία εἶχε μαντεύσει, ὅτι αἱ ὑποθέσεις τοῦ ἀδελφοῦ της ἔβαιναν κατὰ τὴν ἐπιθυμίαν του. Ὁ Κώστας ποῦ εἶναι; δὲν θὰ ἔλθῃ ἀπόψε;

Ὄχι. Πᾶνε γιὰ κυνήγι μὲ φίλους καὶ θὰ λείψῃ γιὰ καμμιὰ δεκαριὰ ἡμέρες, ἀπήντησε, στενάζουσα ἡ κ. Μεμιδώφ. Ἀφῆστε, παιδιά, θὰ σᾶς τὰ εἰπῶ κατὰ σειράν, ἀλλὰ τώρα πρέπει νὰ ἀνέβω νὰ ἀλλάξω πρῶτα. Ἀλήθεια, Ὀλγίνα, ἐφρόντισες διὰ τὸ δεῖπνον;

Ναί, μητέρα μου. Βραστὸ καὶ σοῦπα, μπριζόλες καὶ σαλάτα, ἀπήντησεν, ἐνθυμουμένη ὅτι ἡ Λέλα τῆς εἶχεν εἴπει ὅτι ἡ μαγείρισσα εἶχε βάλει βραστὸ ἐπάνω. Καὶ μὲ ἑτοιμότητα μαθητρίας ἀξίας τῆς μητρός της, προσέθηκε. Δηλαδή, ἐπίτηδες εἶπα μπριζόλες, διότι γίνουνται τὴν τελευταίαν στιγμὴν καὶ ἂν θέλῃς νὰ δώσῃς ἄλλην διαταγήν, εἴμεθα εἰς καιρόν.

Καλά, παιδί μου, μπράβο· ὅλα τὰ συλλογίζεσαι. Θὰ ἰδοῦμε γιὰ τῆς μπριζόλες. Ἤμουν βεβαία ὅτι εἴχα ἀφήσει νοικοκερὰ 'ς τὸ σπίτι καὶ γι' αὐτὸ ἐξέγνειασα καὶ ἄργησα λιγάκι. Μὰ δὲν εἶναι δὰ ἀνάγκη νὰ κάμωμεν χαρτὶ καὶ καλαμάρι εἰς τὸν Γεωργάκη τί ὥρα βγῆκα καὶ τὶ ὥρα γύρισα, προσέθηκε, στρεφομένη πρὸς τὴν πενθερᾶν της.

Μπᾶ, παιδί μου, εἶπεν ἡ γραῖα. Καὶ ποιὸς κάνει τέτοιες κουβέντες!

Ἡ κ. Μεμιδὼφ ἐξῆλθε μορφάζουσα καὶ ἡ Ὀλγίνα τὴν ἠκολούθησεν. Ἡ Ἔμμα ἔτρεξεν εἰς τὸ σαχνισίρ. Εἶχεν ἀφήσει τὸ βιβλίον της εἰς ἓν σημεῖον πολὺ συγκινητικόν, καὶ εἶχε καιρὸν νὰ ἰδῇ τὶ ἀπέγεινεν, ἕως ὅτου νὰ ἀλλάξῃ ἡ μητέρα της. Ἡ Λέλα, ἥτις εἶχε καὶ πάλιν θαυμάσει μὲ τὸ τουπὲ τῆς Ὀλγίνας ὡς πρὸς τὰς οἰκοκυρικάς της ἀσχολίας τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ μὲ τὰ ἐγκώμια τῆς μητέρας της διὰ τὸ νοικοκυρειὸ τῆς θυγατρός της, ἠκολούθησε τὴν γιαγιὰ εἰς τὸ δωμάτιόν της. Καὶ ἔπειτα, διὰ νὰ μὴν ἀφήνῃ νὰ τὴν κυριεύουν αἱ δυσάρεστοι ἐκεῖναι σκέψεις διὰ τοὺς ἰδικούς της, ἐπανῆλθεν εἰς τὴν τραπεζαρίαν, ἐκάθισεν εἰς τὸ πιάνο καὶ ἤρχισε νὰ παίζῃ.

Λοιπόν, μητέρα, ἠρώτησεν ἡ Ὀλγίνα, εὐθὺς ὡς εὑρέθησαν μόναι εἰς τὸ δωμάτιον τῆς κ. Μεμιδώφ. Τί συμβαίνει; τί ἦτο αὐτὴ ἡ σημερινὴ ἐκδρομή;

Ἡ κοκκώνα Κατίγκω δὲν εἶχε σκεφθῆ ἀκόμη τί θὰ ἔλεγε, πῶς θὰ ἐδικαιολόγει τὴν ἀπουσίαν της. Νὰ ἀποφύγῃ τὰς ἐξηγήσεις, τῆς ἦτο ἀδύνατον. Μετὰ τῆς μεγαλητέρας θυγατρός της ἔζη ὡς ἀδελφὴ μὲ ἀδελφὴν μᾶλλον, παρὰ ὡς μητέρα μὲ κόρην. Εἰς κάθε σκέψιν της τὴν ἔκαμνε πάντοτε κοινωνόν, εἰς κάθε δύσκολον ὑπόθεσίν της συνεργόν, εἰς κάθε πρᾶξίν της σύμβουλον καὶ ὁδηγόν. Ἔπειτα οἱ χαρακτῆρες των ἐσυμβιβάζοντο, αἱ ψυχαὶ των ἠδελφόνοντο, τὰ αἰσθήματά των συνεταυτίζοντο εἰς ὅλα. Ἡ κόρη ἦτο τὸ ὑποκοριστικὸν τῆς μητέρας, ἦτο ἔργον τῶν χειρῶν της, πλάσμα τοῦ πνεύματός της, φύσημα σωστὸν τῆς ψυχῆς της. Τὴν ἠγάπα λοιπὸν ὄχι μόνον ὡς κάθε μητέρα ἀγαπᾷ τὸ παιδί της, ἀλλ' ὅπως κάθε ἐργάτης τὸ ἔργον του.

Εἴπέρ ποτε τώρα ᾐσθάνετο τὴν ἀνάγκην νὰ ἀνοίξῃ τὴν καρδιάν της, νὰ εἴπῃ, νὰ ἐπαναλάβῃ, νὰ διηγηθῇ τὰς ποικίλας καὶ ἀπροσδοκήτους ἐντυπώσεις της τῆς ἡμέρας ἐκείνης. Ὅλην τὴν ἡμέραν ἐκρατεῖτο, ὅλην τὴν ἡμέραν ἐσκέπτετο, ὅλην τὴν ἡμέραν ἐπόνει. Καὶ τώρα ὁ νοῦς της εἶχε κουρασθῇ εἶχε σταματήσει, δὲν ἦτο ἱκανὸς διὰ τὴν παραμικρὰν σκέψιν, διὰ τὸν ἐλάχιστον συλλογισμόν.

Ἀλλ' ὡς εἶχε σφίγξει τὴν καρδιάν της χάριν τοῦ υἱοῦ της, ὁ ὁποῖος μὲ τὸν γάμον του τὴν εἶχε τόσο πικράνει, ἔπρεπε νὰ κάμῃ τὸ ἴδιον τώρα καὶ χάριν τῆς κόρης της, τὴν ὁποίαν, δὲν ἠννόει, δὲν ἤθελε νὰ ἀπελπίσῃ. Ἐὰν ὡς γυνὴ ἠσθάνετο ὅτι αἱ δυνάμεις της εὑρίσκοντο εἰς ἐξάντλησιν, ὅτι τῆς ἦτο ἀδύνατον νὰ κρατηθῇ πλέον, ὡς μήτηρ ὅμως εἶχε καθῆκον νὰ ὑποφέρῃ ἀκόμη, νὰ σιωπήσῃ διὰ μίαν ἢ δύο τοὐλάχιστον ἡμέρας, ἕως ὅτου νὰ προετοιμάσῃ τὸ ἔδαφος διὰ τὴν τρομερὰν ἀποκάλυψιν.

Ὑπέθετεν ἐν τῇ ἀφελείᾳ της, ὅτι ἡ κόρη της ἦτο ἀληθῶς ἐρωτευμένη, ὅτι ἠγάπα τὸν Θέμον, ὁ ὁποῖος δὲν ἠμποροῦσε νὰ νυμφευθῇ παρὰ μὲ δέκα χιλ. λιρῶν προῖκα, καὶ ὅτι ἡ ματαίωσις τοῦ συνοικεσίου αὐτοῦ διὰ τοῦ γάμου τοῦ μωροῦ υἱοῦ της θὰ ἔφερεν εἰς ἀπόγνωσιν τὴν ἀδελφήν του.

Καὶ πρέπει νὰ ὁμολογήσωμεν ὅτι ἂν ἡ κ. Μεμιδὼφ ἕνεκα τῶν περιστάσεων, ὑπὸ τὰς ὁποίας τῆς εἶχεν ἐπιβληθῆ νὰ ζῇ ὡς σύζυγος, εἶχεν ἐξοικειωθῆ πρὸς ἓν εἶδος φιλοσοφίας, ἡ ὁποία ἔκαμνεν ἐλαστικὴν τὴν συνείδησίν της καὶ τὴν ψυχήν της σκληρὰν καὶ τὸ πνεῦμά της εὔστροφον πρὸς τὸν ἀντίθετον τῆς ἀληθείας δρόμον, οὐχ ἦττον ὡς μητέρα ἠγάπα τὰ παιδιά της μὲ ὅλην της τὴν δύναμιν καὶ θὰ ἦτο ἑτοίμῃ νὰ ὑποστῇ τὰ πάντα, ὅπως ἀποφύγῃ ἕν δάκρυ ἡ Ὀλγίνα της καὶ ἕνα στεναγμὸν ὁ Κώστας της.

Ἔκαμεν λοιπὸν ὑπερτάτην ἔκκλησιν εἰς τὴν τόσον γόνιμον συνήθως φαντασίαν της καὶ ἐψιθύρισε μέσα εἰς τὸν νοῦν της μίαν αὐτοσχέδιον προσευχὴν πρὸς τὴν ἀπέναντι της ἐπὶ τοῦ χρυσοῦ εἰκονοστασίου Παναγίαν, ἵνα τὴν βοηθήσῃ, ἵνα τὴν φωτίσῃ τὴν στιγμὴν ἐκείνην. Καὶ ἡ μὲν Παναγία ἄκαμπτος ὑπὸ τὸ χρυσοῦν πλαίσιόν της δὲν συνεκινήθη καὶ δὲν ἔβαλε τὸ χέρι της, ὡς ἐσυνείθιζε νὰ λέγῃ ἡ κ. Μεμιδώφ. Ἡ φαντασία της ὅμως εἰς μίαν ἠλεκτρικὴν ὤθησιν τῶν ἐγκεφαλικῶν νεύρων καὶ τοῦ αἵματος ὑπείκουσα ἔκαμε τὸ θαῦμά της.

− Λοιπόν, ὅλα καλά, ὅταν τὸ τέλος εἶναι καλόν. Ὁ γάμος σου θὰ γείνῃ μὲ ὅ,τι καὶ ἂν συμβῄ, μὲ ὃ, τὶ καὶ ἂν ἔχωμεν. Ἂν δὲν ἠμπορέσωμεν νὰ δώσωμεν ὅλα τὰ χρήματα, διότι ἡ Ἀστασώφ, ὡς μοῦ εἶπαν, εἶναι φιλάργυρη, ὥστε καὶ ἐὰν τὴν πάρῃ ὁ Κώστας, νὰ μὴν ἔχωμεν νὰ ἐλπίζωμεν πολλὰ πράγματα ἀπὸ αὐτήν, ἐξησφάλισα ὅμως μίαν μεγάλην προστασίαν ὑπὲρ τοῦ Θέμου. Ἐγνώρισα σήμερον πρόσωπον, τὸ ὁποῖον ἔχει μεγάλην ἐπιρροὴν εἰς τὸ Γιλδὶζ καὶ τὸ ὁποῖον χάριν τοῦ Κώστα μας θὰ ἐνεργήσῃ, ὅπως τοῦ δοθῇ θέσις ὑψηλή…

Ἡ Ὀλγίνα ἔμενεν ἐκστατική. Ἡ μητέρα της δὲν ἐπεθύμει λοιπὸν πλέον τὸν γάμον τοῦ Κώστα μὲ τὴν πολυτάλαντον Ρωσσίδα.

− Καὶ ποῖον εἶναι αὐτὸ τὸ πρόσωπον; Καὶ τί θέσις ἠμπορεῖ νὰ δοθῇ εἰς τὸν …

− Ποῖος ἠξεύρει; βεβαίως διπλωματική· ἴσως γρήγωρα θὰ γείνῃς κυρία πρεσβευτοῦ.

− Ἀλλὰ ποῖος θὰ κάμῃ τὸ θαῦμα αὐτό;

− Αὐτὸ εἶναι ἰδικόν μου μυστικόν. Ἐπὶ τοῦ παρόντος σοῦ ἀρκεῖ ὅ,τι σοῦ εἶπα. Αἱ ἐνέργειαι θὰ καταβληθοῦν μὲ μεγάλην μυστικότητα καὶ δι' αὐτὸ ἔδωκα τὸν λόγον μου ὅτι δὲν θὰ εἴπω εἰς κανένα τίποτε.

Ἐνῷ ὡμίλει ἡ κοκκώνα Κατίγκω ἤλλασσεν ἐνδυμασίαν. Ἐξεδύθη, ἐπλύθη μὲ προσοχὴν διὰ νὰ μὴ χαλάσῃ τὸ κτένισμά της καὶ ἔβαλεν ἔπειτα φόρεμα τοῦ σπιτιοῦ κυανοῦν, μὲ ὡραία matinée τοῦ αὐτοῦ χρώματος, στολισμένην ὅλην ἀπὸ νταντέλες. Ὁ λαιμὸς τοῦ φορέματος ἀνοικτὸς πρὸς τὰ ἐμπρὸς εἰς σχῆμα καρδίας, ἄφηνε τὸν λευκὸν τράχηλον νὰ διαγράφηται ὡς ἀλαβάστρινος καὶ νὰ συντελῇ πολύ, ὅπως ἡ μητέρα φαίνεται νεωτέρα ἀπὸ ὅ,τι ἦτο, σχεδὸν δὲ ὡραιότερα τῆς θυγατρός της.

Ἡ Ὀλγίνα προσηλωμένη εἰς τὰς σκέψεις της, πολὺ ὀλίγον εἶχε βοηθήσει τὴν μητέρα της εἰς τὸ νὰ ἐκδυθῇ. Ἡ κ. Μεμιδὼφ πάλιν ταραγμένη, ὡς ἦτο, εὐθὺς ἅμα ἐνεδύθη, ἐσήμανε τὸν κώδωνα τῆς ὑπηρεσίας. Ἤθελεν νὰ ἔλθουν καὶ ἄλλοι εἰς τὸ δωμάτιον, νὰ παύσουν αἱ περαιτέρω ἐρωτήσεις τῆς Ὀλγίνας, νὰ περισπασθῇ καὶ ὁ ἰδικός της νοῦς ἀπὸ τὰ ἀπρόοπτα συμβάντα τῆς ἡμέρας ἐκείνης εἰς τὰς πεζότητας τῆς καθημερινῆς ζωῆς. Ἐκεῖ ἦτο εἰς τὸν κύκλον της, εἰς τὸ κέντρον της, εἰς τὸ σημεῖον τῶν ἐνασχολήσεων, αἱ ὁποῖαι τῆς διεσκέδαζαν κάθε στενοχωρίαν της.

Ἡ κέρα Ρήνη ἐπαρουσιάσθη − Τί ἔκαμες, κέρα Ρήνη; − Βραστό, κοκκώνα, καὶ ὅ,τι ἄλλο διατάξετε. Ἐγὼ ἐρωτοῦσα τὰ κορίτσια καὶ ἡ μία μ' ἔστελλεν εἰς τὴν ἄλλην…

Ἡ Ὀλγίνα τὴν διέκοψεν ὠργισμένη. Ἰδοὺ ὅτι τὰ ἀπεκάλυπτεν ἡ ἀνόητος γραῖα, ὅτι οὐδεμίαν διαταγὴν εἶχε δώσει διὰ τὸ φαγητόν. − Καὶ ἐκαθάρισες τὰ μῆλα διὰ τὴν κομπόσταν, ὅπως σοῦ εἶχα εἰπεῖ; ἠρώτησεν.

− Δὲν μοῦ εἴπετε τίποτε διὰ μῆλα, ἀπήντησεν ἡ γραῖα ἔκπληκτος, χωρὶς νὰ τελειώσῃ τὴν προηγουμένην φράσιν της.

Τἄχεις χαμένα, κέρα Ρήνη, εἶπεν ἡ κ. Μεμιδώφ, ἐκσπῶσα τέλος. Ἔτσι εἶναι, ὅταν λείψῃ ἡ κοκκώνα, οὔτε λογαριάζεις κἂν τὰ κορίτσια. Καὶ ἐξαπτομένη ἐπὶ μᾶλλον − διότι ᾐσθάνετο τὴν ἀνάγκην νὰ φωνάξῃ, νὰ μαλώσῃ, νὰ ξεθυμάνῃ μὲ κάποιον − ἔκαμε μίαν τρομερὰν σκηνὴν εἰς τὴν γραῖαν ὑπηρέτριαν, ἡ ὁποία διεμαρτύρετο εἰς μάτην, ὅτι δὲν ἔλαβε παρ' οὐδενὸς διαταγάς, οὔτε ἀπὸ τὴν νενὲ κἄν, πρὸς τὴν ὁποίαν εἶχεν ἀποταθῇ ἐπανειλημμένως.

Ἡ ὀργὴ τῆς κ. Μεμιδὼφ ἐστράφη κατὰ τῆς πενθερᾶς της. «Βέβαια, ἀπεσύρθη εἰς τὸ δωμάτιόν της ἐπίτηδες, διὰ νὰ γείνουν ὅλα ἄνω κάτω καὶ νὰ τῆς δοθῇ ἀφορμὴ τὸ βράδυ νὰ κάμῃ τὰς καταγγελίας της εἰς τὸν Γεωργάκη. Μήπως δὲν ἦτο πάντοτε ἡ ἰδία; Μήπως τόσα ἔτη τώρα ἐκεῖ μέσα ἔκαμνε τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ χύνῃ λάδι εἰς τὴν φωτιάν;»Καὶ ὅσον ἡ κοκκώνα Κατίγκω ἐφώναζε, τόσον ἐξήπτετο περισσότερον, τόσον ἔδιδε μεγαλητέραν διέξοδον εἰς τὴν ὀργήν, τὴν στενοχωρίαν, καὶ τὴν ἀπελπισίαν, ἡ ὁποία καθ' ὅλην τὴν ἡμέραν τὴν ἔπνιγεν. «Ἦτο ζωὴ αὐτὴ ἡ ἰδική της, νὰ ἔχῃ πάντοτε ἕνα ἐχθρὸν εἰς τὸ μέσα μέρος τοῦ σπιτιοῦ της, ὁ ὁποῖος νὰ ὑπονομεύῃ τὴν εὐτυχίαν της, ὁ ὁποῖος νὰ σκάπτῃ τὸν λάκκο της!

Καὶ ὡς πιστεύουσα καὶ ἡ ἰδία εἰς ὅ,τι ἔλεγεν, ἤρχισε νὰ συγκινῆται μὲ τὴν τύχην της, νὰ οἰκτείρῃ ἑαυτήν, χύνουσα τὸν χείμαρρον τῶν δακρύων, τὰ ὁποῖα εἶχε καταπιῆ ὅλην τὴν ἡμέραν.

Τὰς φωνὰς καὶ τὰ δάκρυα καὶ τὴν σκηνὴν μὲ τὴν κέρα Ρήνη δὲν εἶχαν ἀντιληφθῆ κάτω, διότι ἡ Λέλα ἔπαιζε πιάνο καὶ ἡ Ἔμμα ἦτο προσηλωμένη εἰς τὴν ἀνάγνωσίν της. Ὅταν ὅμως ἡ κ. Μεμιδὼφ κατῆλθε καὶ ἐξηκολούθει νὰ κλαίῃ καὶ ὅλη ὀργὴ νὰ παραπονῆται κατὰ τῆς πενθερᾶς της, τότε οἱ ἦχοι τοῦ πιάνου ἐσίγησαν, καὶ ἡ Λέλα ἐσηκώθη ὠχρὰ ἀπὸ τὸ κάθισμά της. Πάλιν μὲ τὴν γιαγιὰ τὰ εἶχαν, πάλιν μὲ τὴν δυστυχισμένην τὴν γρῃὰ τὰ ἔβαζαν.

Ἀλλ' ἐπειδὴ δὲν εἶχεν ἀκούσῃ τί συνέβη, δὲν ἠδύνατο νὰ λάβῃ μέρος, ἀλλ' οὔτε ἐτόλμα νὰ ἐρωτήσῃ· τόσον ἐξωργισμένη ἦτο ἡ μητέρα της. Ἡ κ. Μεμιδὼφ ἐπηγαινοήρχετο εἰς τὴν τραπεζαρίαν, ὅλη μανιώδης, κατακόκκινη, ἐξακολουθοῦσα νὰ φωνάζῃ καὶ νὰ ρίπτῃ τοὺς κεραυνοὺς τῆς ὀργῆς της κατὰ τῆς πενθερᾶς της. «Μήπως εἰς ὅλην τὴν βασανισμένην ζωήν της τῶν εἴκοσιν ἓξ ἐτῶν, ὅπου ἦτο μέσα εἰς τὸ σπίτι αὐτό, εἶχεν ἰδεῖ καὶ αὐτὴ μίαν ἡμέραν καλὴν καὶ γλυκειὰν καὶ ἥσυχην, σὰν ὄλες τῄς γυναῖκες. Ὄχι! Ἂν ἐξημερώνοντο καλὰ τὸ πρωΐ, ἕως τὸ βράδυ κάποια συμφορὰ πάντα τὴν ἐπερίμενε. Ραδιουργίες εἰς τὸν ἄνδρα της, σκάνδαλα εἰς τῄς δοῦλες, λόγια εἰς τὰ παιδιά, καταγγελίες, πονηρίες, τίποτε δὲν ἄφινεν ἡ πεθερά της, τίποτε. Ὅλα τὰ εἶχε μεταχειρισθῆ διὰ νὰ σπείρῃ τὴν διχόνοιαν καὶ τὸ μῖσος μεταξὺ τοῦ ἀνδρογύνου, διὰ νὰ καταστρέψῃ τὴν εὐτυχίαν καὶ τὴν ἁρμονίαν, ἡ ὁποία χωρὶς αὐτὴν θὰ ἐβασίλευεν εἰς τὸ σπίτι της.»

«Ὄχι τρεῖς ποῦ εἶσθε, ἐστράφη λέγουσα πρὸς τὰς θυγατέρας της, ἀλλὰ καὶ δεκατρεῖς ἂν ἦσθε, δὲν θὰ σᾶς ἄφινα νὰ ὑπανδρευθῆτε, ἐὰν ἐπρόκειτο νὰ ζήσετε μὲ πενθεράν. Ἐγὼ μόνον καὶ ἕνας Θεὸς ξέρει τί δάκρυα ἔχω χύσει, τί βάσανα ἔχω ὑποφέρει εἰς τὴν ζωήν μου!…

Καὶ ἐνῷ ἐξηκολούθει νὰ φωνάζῃ, ὁ κώδων τῆς ἐξωθύρας ἐσήμανεν.

− Ὁ πατέρας! Εἶπεν ἡ Ἔμμα, ἡ ὁποία ἐξηκολούθει νὰ μένῃ εἰς τὸ σαχνισίρ, προσέχουσα κατὰ τὸ ἥμισυ εἰς τὴν νταντέλαν της καὶ κατὰ τὸ ἄλλο ἥμισυ εἰς τὸν δρόμον. Μόνον εἰς τὰς φωνὰς τῆς μητέρας της δὲν εἶχε προσέξει, διότι διὰ χιλιοστὴν φορὰν ἡ κ. Μεμεδὼφ ἐπανελάμβανεν εἰς τὰς μετὰ τῆς πενθερᾶς σκηνάς της τὸ αὐτὸ κομβολόγιον τῶν μεμψιμοιριῶν καὶ παραπόνων.

Πρὶν ἢ ἡ Ἔμμα τελειώσῃ τὴν φράσιν της ἡ κ. Μεμιδὼφ σιωπήσασα ὡς αἰφνιδίως νὰ εἶχε χάσει τὴν φωνήν, ἔκαμε νεῦμα νὰ μὴν ἀνοίξουν ἀκόμη καὶ ταχεῖα ὡς βόμβα, ἣν εἰς πᾶσαν κίνησιν ἀναπετᾷ τὸ ἔδαφος, εὑρέθη ἐντὸς ἑνὸς λεπτοῦ ἐπάνω. Ἐν τῷ μεταξὺ ἡ Ἔμμα ἐπήδησεν ἀπὸ τὸ σαχνισὶρ καὶ προσηλώθη ὅλη εἰς τὴν νταντέλαν της, καθημένη εἰς τὸ βάθος τῆς τραπεζαρίας, καὶ ἡ Ὀλγίνα ἐπῆρεν ἀπὸ τὸ κανιστράκι τὴν ἐργασίαν τῆς μητέρας της καὶ χωρὶς δακτυλήθραν ἤρχισε καὶ αὐτὴ νὰ σύρῃ ἐπὶ τοῦ λευκοῦ ὑφάσματος τὴν βελόνην. Μόνη ἡ Λέλα ἔμεινεν ἀκίνητος, στηριζομένη εἰς τὸ ἄκρον τοῦ πιάνου, χλωμὴ καὶ ὑπερβολικὰ συγκεκινημένη διὰ τὴν σκηνήν, εἰς τὴν ὁποίαν πρὸ ὀλίγου εἶχε παραστῇ. Ἡ γιαγιὰ κλεισμένη εἰς τὸ δωμάτιόν της καὶ βαρύκοος ὀλίγον δὲν εἶχε εἴδησιν τῶν διαδραματισθέντων εἰς βάρος της.

Ἡ κέρα Ρήνη ἤνοιξε τέλος, ὅταν ἐννόησεν ὅτι ἦτο καιρός, καὶ μειδιῶσα, ὡς νὰ μὴ εἶχε συμβῇ τίποτε, ἐπῆρεν ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ τσελεπῆ τὸ μπαστούνι του καὶ τὸν ἐβοήθησε νὰ βγάλῃ τὰ καλόσιά του.

Ἡ ὑπηρέτρια αὐτή, γηράσασα εἰς τὴν οἰκογένειαν Μεμιδὼφ εἶχεν ἐξοικειωθῆ τόσον μὲ τὰ ἕξεις καὶ τοὺς χαρακτῆρας τῶν κυρίων της, εἶχε τόσον φορμαρισθῆ εἰς τὴν φόρμαν τῆς κυρίας της, ὥστε κατώρθωνε, ὅ,τι καὶ ἂν ᾐσθάνετο, ὅσον ὠργισμένη καὶ λυπημένη καὶ ἂν ἦτο, νὰ συμμορφοῦται μὲ τὰς περιστάσεις καὶ νὰ γελᾷ, ὅταν εἶχε διάθεσιν νὰ κλαίῃ, ἢ νὰ μειδιᾷ, ὅταν τὴν ἔπνιγαν οἱ στεναγμοί.

Ὁ κ. Μεμιδὼφ ἐπέστρεψε παρὰ τὴν συνήθειάν του, εὔθυμος. Ἀκόμη καὶ διὰ τὴν κέρα Ρήνην εἶχεν ἕνα καλὸν λόγον, ὅταν τὴν εἶδε τρέχουσαν νὰ διευθύνεται εἰς τὸ μαγειρεῖον της: − Αἴ! ξανανειώνεις βλέπω, κέρα Ρηνιώ, εἶπε.

Καὶ ἡ μὲν κέρα Ρηνιὼ δὲν εἶχε ξανανειώσει βεβαίως ἀπὸ τῆς προτεραίας, ὁ σιὸρ Γεωργάκης ὅμως ἔβλεπεν ὅλα ἀνθρώπους καὶ πράγματα μὲ ἄλλα σήμερον 'μάτια. Ἡ νεότης τῆς καρδιᾶς, ἣν ἠσθάνετο νὰ ξεχειλίζῃ μέσα του, τὸν ἔκαμνε νὰ βλέπῃ ὅλους νέους· καὶ ἡ ψυχή του ἡ ἀφυπνισθεῖσα εἰς νέαν ἀγάπην, τὸν ἔκαμνε νὰ συμπαθῆ πρὸς ὅλους, νὰ εἶναι ἐπιεικής, καλὸς καὶ γενναῖος. Μήπως προτήτερα δὲν εἶχε δώσει ἕνα γρόσι εἰς τὸν τυφλὸν ἐπαίτην, ὁ ὁποῖος κάθε Σάββατον ἐπερνοῦσε ἀπὸ τὸν δρόμον των, ψάλλων τὰ σκότη τῆς τυφλότητός του καὶ ἐπικαλούμενος τὴν συνδρομὴν τῶν Χριστιανῶν!

Ἀπὸ τὸ πρωῒ ὁ σιὸρ Γεωργάκης εἶχεν ἐξυπνήσει εὐχαριστημένος καὶ εἶχε τελειώσει δι' αὐτὸν ἡ ἡμέρα ἐκείνη αἰσιωτέρα, παρ' ὅσον ἠδύνατο νὰ τὴν ἐλπίσῃ. Εἶχε κάμει διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὴν ζωήν του ἕνα πρωϊνὸν περίπατον ἕως τὸ Τσισλί, διότι εἶχεν ἀναγνώσει ὅτι οἱ πρωϊνοὶ περίπατοι ζωογονοῦν τὸ σῶμα καὶ διατηροῦν τὸν ἄνθρωπον ζωηρὸν καὶ φρέσκον. Εἶχεν εἰσέλθει, ἐπιστρέφων, εἰς τὸν κῆπον τῶν μεγάλων Μνηματακιῶν καὶ εἶχε πάρει τὸν καφὲ του παρὰ τὴν BelleVue ὑπὸ κάτω ἀπὸ ἓν δένδρον, θαυμάζων τὰ κάλλη τοῦ ὑπὸ τοὺς πόδας του ἀφυπνιζομένου μόλις Βοσπόρου καὶ τὰ χρυσίζοντα μὲ τὰς ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου τοπεῖα τῆς ἀπέναντί του Ἀσιανῆς ἀκτῆς.

Τὸ θέαμα ἐκεῖ εἶναι ἀναντιρρήτως θαυμάσιον καὶ ἀνώτερον πάσης περιγραφῆς. Ἀλλὰ δι' ἕνα Πολίτην, ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη καὶ ἀνετράφη μέσα εἰς τὸν πλοῦτον αὐτὸν τῶν ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν ἐναλλασσουσῶν εἰκόνων τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τὰ κάλλη τῆς φύσεως ἐλαχίστην κάμνουν ἐντύπωσιν. Ἐπειδὴ μάλιστα οἱ ἐντόπιοι ἔχουν πλησιάσει πολὺ τὰ τόσον θεαματικὰ αὐτὰ τοπεῖα, καὶ εἰξεύρουν πόσαι ἀσχημίαι καὶ ρυπαρότητες καὶ ἑτοιμόρροπα κτίρια καὶ στενοσόκακα κρύπτονται ὑπὸ τὰ παίγνια αὐτὰ τοῦ φωτὸς καὶ τὴν προοπτικὴν τοῦ τόσον τεχνικῶς καὶ γραφικῶς ἀνωμάλου ἐδάφους, διὰ τοῦτο οἱ ὀλιγώτερον θαυμάζοντες τὴν Πόλιν εἶναι οἱ Πολῖται, οἱ ὀλιγώτερον ἐνθουσιαζόμενοι μὲ τὰ κάλλη της εἶναι αὐτοί. Ὁ σιὸρ Γεωργάκης μάλιστα ἔλεγε πολὺ συχνά: « Ἡ πόλις μας εἶναι 'σὰν τῄς φτειασιδωμένες γυναῖκες. Ἀπὸ μακρὰν καὶ ὑπὸ τὰ παίγνια τοῦ φωτὸς παρουσιάζει θαυμάσιον θέαμα. Ἀπὸ κοντὰ ὅμως φαίνεται τὸ γῆρας μὲ τὰς ἀπαισίας ρυτίδας καὶ τὰ συντριμμένα δόντια καὶ τὰ μαδημένα μαλλιά».

Σήμερον διὰ πρώτην φορὰν μετὰ τόσα ἔτη μετέβαλε γνώμην ὁ σιὸρ Γεωργάκης. Τώρα ὁ Βόσπορος, ὅπου ἐξηπλοῦτο ἐκεῖ κάτω ὡς ἀσημένιος καὶ ζαφυρένιος ὄφις καὶ μαλακά, μαλακὰ ἀνεκινεῖτο καὶ ἀνεδιπλόνετο καὶ πότε ἐγίνετο χρώματος κυανοῦ ὡς ἀνοικτοῦ τουρκουάζ, πότε ἐλάμβανε κυματισμοὺς σμαραγδένιους ἀπὸ τὸ πράσινον τῶν ὀχθῶν, τὰς ὁποίας ἀντεμετώπιζε, σήμερον τὸν εἵλκυε τόσον πολύ, ὥστε ἀφοῦ τὸν ἠτένισε πολλὴν ὥραν ἐπὶ τέλους ἐξέσπασεν εἰς μονόλογον θαυμασμοῦ. «Νὰ ζῇ κανεὶς εἰς τὴν Πόλιν καὶ νὰ μὴν ἀπολαμβάνῃ ἀρκετὰ ὅλα αὐτὰ τὰ κάλλη, ποῦ οἱ ξένοι ἔρχονται νὰ θαυμάζουν ἀπὸ τὴν ἄκραν τοῦ κόσμου»! Καὶ ἔπειτα ἔστρεψε τὸ βλέμμα του ὑψηλότερα καὶ δεξιᾷ καὶ ἀριστερᾷ, ὅπου ἀληθῶς ἡ Εὐρωπαϊκὴ καὶ Ἀσιατικὴ ἀκτὴ εἰς συναγωνισμὸν κάλλους ἐκχύνουν ἀπ' ἐδῶ μαρμαροκεντημένα παλάτια, ἀπ' ἐκεῖ χρυσόπλεκτα πυργάκια καὶ μέγαρα χρωματισμένα μὲ κόκκινα καὶ κίτρινα χρώματα καὶ σπιτάκια πάλλευκα καὶ κωδωνοστάσια χρυσᾶ καὶ μιναρέδες μὲ τόξα ὡς ἀδαμαντοπελεκημένα ὑπὸ τὸν ἥλιον, ὅλα δ' αὐτὰ μέσα εἰς τὸ πράσινον τῶν κήπων καὶ τῶν νεκροταφείων καὶ εἰς τὸ κυανοῦν τῆς θαλάσσης καὶ τοῦ οὐρανοῦ.

Ὁ σιὸρ Γεωργάκης ἐγίνετο ποιητής, ἐγίνετο ψάλτης, ἐγίνετο ρομαντικὸς συγγραφεύς, ἐγίνετο ζωγράφος. «Τί ὡραία εἰκών, τί μεγαλεῖον Δημιουργοῦ!», εἶπε. Καὶ ἔβγαλε τὸ σημειωματάριόν του, εἰς τὸ ὁποῖον μόνον ἀριθμοὺς ἐσημείωνεν εἰς ὅλην του τὴν ζωήν, διὰ νὰ σημειώσῃ, τίς οἶδεν, ἴσως τὰς ἐντυπώσεις του.

Οἱ ἀριθμοί, οἱ ὁποῖοι ἔξαφνα προέβαλαν ἀντικρύ του εἰς κάθε σελίδα τοῦ σημειωματαρίου του, τὸν ἔφεραν εἰς τὴν πραγματικότητα. Ἐνθυμήθη ὅτι ἡ ὥρα εἶχε περάσει, ὅτι τὸ Χρηματιστήριον θὰ ἤνοιξεν, ὅτι ἐὰν δὲν κατήρχετο εἰς τὸ γραφεῖόν του οἱ ὑπάλληλοι δὲν ἠμποροῦσαν νὰ προβοῦν εἰς καμμίαν πρᾶξιν, ὅτι τὴν προηγουμένην εἶχε δώσει ἐντολὴν νὰ τοῦ ἀγοράσουν σιδηροδρόμους καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπάγῃ ὁ ἴδιος διὰ νὰ παρακολουθήσῃ τὴν πορείαν τῶν σημερινῶν ἀξιῶν καὶ ἀναλόγως νὰ κανονίσῃ τὰς ἀγοραπωλησίας τῶν τίτλων τῆς ἡμέρας.

Ὁ σιὸρ Γεωργάκης ἀνεστέναξεν, ἐπλήρωσε τὸν καφέ του, ἔδωκεν ἕνα γενναῖον μπαξίσι εἰς τὸν ὑπηρέτην, καὶ ἀφοῦ ἔρριψεν ἓν τελευταῖον βλέμμα εἰς τὸν Βόσπορον, ἐξῆλθε τοῦ κήπου.

Μέσα του ἔκαμνε καὶ πάλιν τὸν ἑξῆς μονόλογον: «Θὰ ἤρχετο καθ' ἡμέραν ἢ τὸ πρωὶ ἢ τὸ ἀπόγευμα ἐκεῖ. Καὶ ὡρισμένως κάθε Κυριακὴν θὰ ἔπερνε τὸ βαποράκι καὶ θὰ ἐπήγαινεν ἄλλοτε εἰς τὸν Βόσπορον καὶ ἄλλοτε εἰς τὰ νησιά. Τόσος κόσμος κάμνει τακτικὰ αὐτὸν τὸν περίπατον, ἔλεγε. Καὶ ἐγὼ κάθημαι τὰς Κυριακὰς εἰς τὸ σπίτι ἢ συνοδεύω τὰ κορίτσια εἰς τὸν κῆπον τὸν κλεισμένον τῶν Μικρῶν Μνηματακιῶν». Ὁ ἀντίλαλος εἰς τὸν μονόλογον αὐτὸν ἦτο. «Μήπως καὶ ἡ MmeMarie δὲν κάμνει ἐπίσης αὐτὰς τὰς ἐκδρομὰς μὲ τὰ βαποράκια, ἀπὸ τὸν καιρὸν ποῦ ἔχει τὴν μαεστρίνα εἰς τὸ σπίτι της, ἡ ὁποία εἶναι ξετρελλαμένη μὲ τὴν ὡραιότητα τῆς Πόλης»;

Κατ' αὐτὸν τὸν τρόπον ἡ καρδιὰ τοῦ σιὸρ τοῦ Γεωργάκη ἐγίνετο συνένοχος εἰς τοὺς μικροπονήρους συλλογισμούς του. Ἆρά γε θὰ ἐρωτεύετο τώρα τόσον πολὺ τὰ κάλλη τῆς Πόλης καὶ θὰ ἀπεφάσιζε χειμῶνα καιρὸν νὰ κάμνῃ κάθε Κυριακὴν ἐκδρομάς, ἐὰν δὲν ἐσκέπτετο ὅτι καμμιὰν φορὰν ἡ τύχη ἴσως δὲ καὶ ἡ προμελέτη θὰ τὸ ἔφερε νὰ ἔχῃ συνοδὸν εἰς τὰς ἐκδρομάς του καὶ τὴν Mme Marie;

Μὲ τὰς σκέψεις αὐτὰς κατέβαινε τὸν μεγάλον δρόμον τοῦ Πέραν, ὅταν αἴφνης εὑρέθη ἀπέναντι τοῦ τράμ, τὸ ὁποῖον κατήρχετο εἰς τὸν Γαλατᾶν. Ἐπήδησεν ἐπάνω, εἰσῆλθε καὶ ἔλαβε τὴν μόνην κενὴν θέσιν ἐν αὐτῷ. Ἐχαιρέτισε δύο κυρίους, οἱ ὁποῖοι εὑρέθησαν ἀπέναντί του, ὁ εἷς μὲ φεσάκι καὶ ὁ ἄλλος μὲ ὑψηλὸν καπέλλο. Ἐκ τῆς φυσιογνωμίας καὶ τῆς προφορᾶς των ὁ εἷς ἐφαίνετο Ἄγγλος καὶ ὁ ἄλλος Γερμανός.

Εἰς τὸ πλευρόν του ἐκάθητο μία μαύρη σκλάβα, σκεπασμένη ἀπὸ κεφαλῆς μὲ ἓν μεγάλον μεταξωτὸν σάλι μελιτζανιοῦ χρώματος, μὲ δύο χαραγμὰς εἰς τὰ μάγουλα, ὡς νὰ τῆς εἶχαν σχίσει ἐπίτηδες τὸ δέρμα, τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο στενώτερον ἀπὸ τὴν σάρκα, ὅπου ἐσκέπαζε. Θὰ συνώδευε τὸ χαρέμι, ὅπου εὑρίσκετο εἰς τὸ δεύτερον διαμέρισμα τοῦ τραμ, τὸ χωρισμένον ἀπὸ μικρὰ μπερτεδάκια καφὲ χρώματος. Ἀπὸ μέσα ἐκεῖ ἠκούοντο γέλοια σπασμωδικὰ ὡς κατρακύλισμα ἐκτροχιασμένου ὀργάνου καὶ γέλοια κρυστάλλινα ὡς μουσικὴ δροσεροῦ ρυακίου.

Μία μικρὰ τουρκοπούλα μὲ μαλάκια ξανθά, ἀφημένα νὰ κρέμωνται κάτω ἀπὸ ἕνα χρυσοκεντημένο φεσάκι, πέντε ἕως ἓξ ἐτῶν, ἔμπαινε καὶ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ χωριστὸν διαμέρισμα, ὡς δῆθεν κἄτι νὰ εἶχε νὰ εἰπῇ κάθε φορὰν εἰς τὴν μαύρην ὑπηρέτριαν. Εἰς τὸ ἕνα χέρι της εἶχε περασμένον ἕνα σισαμωτὸν κουλουράκι καὶ εἰς τὸ ἄλλο ἐκρατοῦσε καραμέλες διαφόρων χρωμάτων, τὰς ὁποίας ἐναλλὰξ τὴν μίαν μὲ τὴν ἄλλην ἔβαζε καὶ ἔβγαζεν ἀπὸ τὸ στόμα της. Παρὰ πέρα ἐκάθητο μία γυναῖκα μὲ μαῦρα χονδρὰ φρύδια, τὰ ὁποῖα ἔσμιγαν τὸ ἓν μὲ τὸ ἄλλο, μὲ ἐλῃὰν μαύρην καὶ τριχωτὴν καὶ ἐσκέπαζαν δύο μάτια μαῦρα καὶ μαυρισμένα ἀκόμη περισσότερον μὲ τὸ στίμμι, τοῦ ὁποίου τόση χρῆσις γίνεται εἰς τὰς γυναίκας τῶν κάτω ἰδίᾳ τάξεων. Ἐφοροῦσε φακιόλι πράσινον καὶ ἐφαίνετο Ἀρμενία ἀπὸ τὴν καθόλου φυσιογνωμίαν της. Παρὰ τὸ πλευρόν της μία κυρία νέα, πολυτελῶς κατὰ τὸν τελυταῖον συρμὸν ἐνδυμένη, ὁμιλοῦσα γαλλικὰ μὲ τὸ σκυλλάκι της, τὸ ὁποῖον ἔτρεχε πρὸς τὸ μικρὸν κοριτσάκι, κάθε φορὰν ὅπου ἐκεῖνο ἐπεφαίνετο εἰς τὸ ἔξω διαμέρισμα. Ἔξω ἐστέκοντο ὀρθοὶ ἕνας Μαλτέζος καὶ ἕνας Ἰταλός, εἰς τὸ ἄκρον δὲ στριμωγμένος καὶ ὡς προσπαθῶν νὰ μὴ φαίνεται ἕνας ρυπαρὸς γέρων μὲ ἀντερὶ, τοῦ ὁποίου τὸ χρῶμα ἐκυμαίνετο ἀπὸ τὸ πράσινον εἰς τὸ μαυροκίτρινον. Ἦτο Ἑβραῖος ἀναμφιβόλως καὶ συνεπλήρωνε τὴν συλλογὴν τῶν ἐθνικοτήτων καὶ τῶν τύπων, οἱ ὁποῖοι εὑρίσκοντο τὴν στιγμὴν ἐκείνην εἰς τὸ τράμ. Σωστὸν ἀνθρωπολογικὸν μουσεῖον τὸ τετράπλευρον ἐκεῖνο χώρισμα, τὸ ὁποῖον ἔδιδεν εἰς μικρὸν ἰδέαν τῶν ἀπειραρίθμων λαῶν καὶ φυλῶν, ἐξ ὧν ἀπαρτίζεται ὁ πληθυσμὸς τῆς Κωνσταντινουπόλεως.

Ὁ σιὸρ Γεωργάκης κατῆλθεν εἰς τὸν Γαλατᾶν ὀλίγα βήματα μακρὰν τοῦ Χρηματιστηρίου. Εἰσῆλθεν εἰς τὸ Χαβιαρόχανον, ὅπου εἶχε τὸ γραφεῖόν του, ἀλλὰ πρὶν ἢ ἀνέλθῃ ἐφάνη ὡς νὰ ἤλλαξε γνώμην καὶ διηυθύνθη κατ' εὐθεῖαν εἰς τὸ Χρηματιστήριον. Συνήντησε φίλους του ἐξερχομένους, ἐζήτησε τὰς τιμάς, μὲ τὰς ὁποίας εἶχαν ἀνοίξει οἱ σιδηρόδρομοι καὶ ἐπροχώρησεν εἰς τὸ ἐσωτερικὸν τῆς Βαβυλῶνος αὐτῆς, εἰς τὴν ὁποίαν ἀπὸ στιγμῆς εἰς στιγμὴν μεταβάλλεται ἡ τύχη χιλιάδων ἀνθρώπων.