ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Ανθολογίες
Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.)
Παπαντωνίου, Ζαχαρίας
Το λαμπρό αμάξι
ΤΟ ΛΑΜΠΡΟ ΑΜΑΞΙΔε μ' ἀναγνωρίζεις; − Ὄχι. − Εἶμαι ὁ Ποῦλος… − Ὁ Ποῦλος; Μήπως ὁ συμμαθητής μου; − Ναί, στὸ Βαρβάκειο… − Γιώργη! − Μηνᾶ! Φιλήθηκαν. Οἱ ἐνθύμησες τοῦ Βαρβακείου ἄρχισαν καὶ περνοῦσαν, σεβάσμια λιτανεία, μπροστὰ στὴν ὁποίαν πήγαινε μὲ μεγαλοπρέπεια ὁ κουλουρτζῆς. Τί μηδενικά! Τί ξύλο! Τί χάρτινα κοκόρια! Τριάντα χρόνια πέρασαν. Εἶν' ἀγνώριστοι. − Γιὰ πὲς μου Ποῦλο, εἶπεν ὁ Μηνᾶς. Εἶσαι ὁ ἑκατομμυριοῦχος ποὺ ἀκούγεται τώρα τελευταῖα; Ἢ συγγενής του; Ὁ βαθύπλουτος χαμογέλασε μὲ φιλαρέσκεια. − Ἕνας Ποῦλος πλούσιος ὑπάρχει, ἀπάντησε. Μὰ δὲν ἔχω καὶ τόσα. Μὲ παραλένε… Κ' ἐσὺ Μηνᾶ; − Γραφέας τοῦ στρατοδικείου, εἶπεν ὁ Μηνᾶς. Δυὸ κόσμοι! Ἔσφιγγαν ἀκόμα τὰ χέρια ὅταν εἶπαν καθένας τὴν κατάστασή του… καὶ τ' ἄφηκαν μὲ δυσπιστία. Ἔνοιωσαν πῶς ἀνάμεσά τους εἶνε τὰ πράγματα. Ὡς τόσο ὁ πλούσιος ἔκαμεν ἕνα εὐγενικὸ κίνημα. − Περιουσία εἶναι μόνο οἱ παλιοὶ φίλοι, εἶπε. Θέλω, καϋμένε, νὰ τὰ ποῦμε. Νὰ περάσω ἀπ' τὸ γραφεῖο σου; Αὔριο; − Ὅπως θέλεις. Τὴν ἄλλη μέρα σταμάτησεν ἔξω ἀπ' τὸ στρατοδικεῖο τὸ λαμπρότερο ἰδιωτικὸ ἁμάξι τῆς Ἀθήνας καὶ ζήτησε τὸν φτωχὸν ὑπάλληλον μὲ τὶς 150 δραχμὲς τὸ μῆνα. Ὁ Μηνᾶς κυττάζοντας ἀπ' τὸ παράθυρο, ντράπηκε… Μὰ τοῦτο εἶναι θέατρο! Νὰ κατεβῆ; Ν' ἀρνηθῆ; Κατέβηκε. Ὁ βαθύπλουτος φίλος τὸν πῆρε περίπατο. Ἦταν ἕνα ἁμάξι! Ὅλα του ἄξιζαν, ὡς τὴν τελευταία του βίδα. Τ' ἄλογά του ἦταν κατάμαυρα καὶ τὸ ρυθμικό των πάτημα ἄφινε μιὰ χαυνωτικὴ μουσική. Ὁ Μηνᾶς ἦταν στενοχωρημένος… Τί θέλει ἐδῶ μέσα! Ἄν τὸν ἰδῆ κανένας; Ἄν ἔβγαιναν ἔξαφνα οἱ φίλοι του ἀπ' τὸ συνοικιακὸ καφενεῖο ἡ «Πιπεριὰ» − ὢ διάβολε! σκοῦρα θὰ τἄχε! Ὡς τόσο οἱ ρόδες κυλοῦσαν στὴν ὁδὸ Κηφισιᾶς κι' ὁ κ. Ποῦλος χωρὶς νἄχη τὴν ὑπομονὴ νὰ περιμένη ἄρχισε τὴν περιγραφὴ τοῦ ἁμαξιοῦ του. Μὲ λεπτομέρεια καταπληκτικὴ πληροφόρησε τὸ Μηνᾶ γιὰ τὸ μισθὸ τῶν ἁμαξάδων του, γιὰ τὴν εὐγενικὴ προέλευση τοῦ λακέ του, γιὰ τὰ προτερήματα καὶ τὶς ἰδιοτροπίες των. Εἶπε γιὰ τὴν καταγωγὴ τῶν ἀλόγων καὶ γιὰ τὴν τιμή των. Προχώρησε στὸ ἁμάξι. Ἀπὸ κεῖ κατέβηκε στὰ λουριά, στὶς χαβιὲς − κ' ἔφτασε στὸ σεΐζη. Ὁ Μηνᾶς πληροφορήθηκε ἀμέσως γιὰ τὸ ρόλο του. Εἶναι ὁ φτωχὸς φίλος τοῦ πλουσίου! Θὰ μαθαίνῃ τὶς τιμές. Εἶν' ὁ θεατής. Φουρκίστηκεν ἀμέσως μὲ τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴν ὑποχώρηση ποὺ ἔκαμε νὰ γνωρίση ἕνα νεόπλουτο − καὶ πῆρε τὴν ἀπόφασή του. Θὰ καταργήση αὐτὴ τὴ σπατάλη στὴν ὕπαρξή του, ἀφοῦ ἄλλως τε στὴν ὕπαρξή του δὲν ὑπάρχει τίποτα περιττό. Κακὸ δὲν εἶναι. Μὰ καὶ καλὸ δὲν εἶναι. Μετὰ τὴ θριαμβευτικὴ λοιπὸν ἁμαξάδα, ἀποτραβήχτηκε παρουσιάζοντας διάφορες λεπτὲς δικαιολογίες. Ἐδῶ ὅμως γελάστηκε. Ὁ κ. Ποῦλος δύσκολα θ' ἀφήση τὸ φτωχὸ θεατὴ νὰ φύγῃ. Σὲ λίγες μέρες καθὼς ὁ Μηνᾶς πήγαινε στὸ δρόμο, πέρασε τὸ λαμπρὸ ἁμάξι καὶ τὸν ψάρεψε. «Μὲ ξέχασες!» Τοῦ φώναξεν ὁ πλούσιος. «Ἔλα δῶ!» Ὁ ἁμαξᾶς μὲ τ' ἄσπρα του γάντια ἔσφιξε τὰ λουριὰ τῶν περήφανων ἀλόγων γιὰ νὰ σταματήσουν κι' ὁ ξυρισμένος λακές, ἴδιος πρέσβυς βορεινῆς αὐτοκρατορίας, ἄνοιγε τὴν πόρτα τοῦ ἁμαξιοῦ ἀκίνητος. Τρομαγμένος ἀπ' τὸ θέατρο τοῦτο ὁ Μηνᾶς ἀναγκάστηκε νὰ τρέξη καὶ νὰ χωθῆ στὸ ἁμάξι. Ἀφοῦ τοὔκαμε πικρὲς παρατηρήσεις ὁ βαθύπλουτος τὸν ὡδήγησεν αὐτὴ τὴ φορὰ σπίτι του. Ἐκεῖ τοὔδειχνε δυὸ ὁλόκληρες ὥρες… Τὸν πῆγε στὸ σαλονάκι τῆς μαστίχας, στὴ σάλα τοῦ λουτροῦ, στὸ μπιλιάρδο, στὴ βορεινὴ ταράτσα, στὸ μπουφέ. «Αὐτὸ τὸ τραπέζι εἶν' ἀπὸ ξύλο Αὐστριακὸ ποὺ δὲ σκάει ποτέ… Αὐτὴ ἡ σαλαμάντρα καίει σαρανταοχτώ ὥρες χωρὶς νὰ σβύση… Αὐτὸ τὸ σερβίτσιο εἶναι… Αὐτὴ ἡ πολυθρόνα ἔχει δέκα λίρες. Αὐτὲς οἱ μπίλιες εἶν' ἐλεφαντόδοντο. Αὐτὲς οἱ στέκες βιδώνονται». Ποτὲ ὁ ὑπάλληλος τοῦ Στρατοδικείου δὲ δίψασε τὴν «Πιπεριὰ» καὶ τοὺς φτωχούς του φίλους, ὅσο αὐτὲς τὶς δυὸ ὥρες. Μετὰ τὴν καταμέτρηση τῆς ξένης περιουσίας ἔτρεξε καὶ τοὺς βρῆκε. Ἦταν τέσσερες στὸ καφενεῖο. Ὁ ἀπόστρατος ὑπολοχαγός, ὁ δικηγόρος χωρὶς ὑποθέσεις, ὁ ἐφοριακὸς ὑπάλληλος κι' ὁ ἄνθρωπος ποὺ περίμενε νὰ κερδίση τὴ δίκη του… Τὸ μηνιαῖο εἰσόδημα τῶν πέντε, μαζὺ μὲ τοῦ Μηνᾶ, δὲν ἦταν παραπάνω ἀπὸ 700 δραχμές. Μπροστά σὲ τόση κολοσσαία φτώχεια, ὁ Μηνᾶς ἔκρινε χρέος του νὰ ἐξομολογηθῆ γιὰ τὶς δυὸ ὥρες ποὺ πέρασε μ' ἕναν ἑκατομμυριοῦχο − δηλώνοντας καθαρὰ πὼς ξαναπαίρνει στὸ καφενεῖο τὴ θέση του. Δὲ θὰ ξαναπατήση στὸν πλούσιο φίλο. − Γιὰ στάσου! Εἶπεν ὁ δικηγόρος. Δὲν ἀφήνουν ἔτσι ἕνα βαθύπλουτο. Μποροῦσες νὰ τὸν κάμης καλύτερο! Ἄν τοῦ πῆς νὰ βάνη τὸ χέρι του ἔτσι δά… στὴ μικρή τσέπη τοῦ γελέκου του… μπορεῖ νὰ σώση τὸν ποιητή μας. − Τὸν Κρυστάλλη! Ἔκαμαν οἱ ἄλλοι ξαφνισμένοι. Νὰ μιὰ ἰδέα! − Δὲν ἔχομε κι' ἄλλη! Ὁ γιατρὸς μοὖπε σήμερα πὼς ἄν τὸν πᾶμε στὸ Μαροῦσι γιὰ λίγο, θὰ δυναμώση τὸ στῆθος του καὶ θὰ γιατρευτῆ. Ὅλη ἡ ἱστορία εἶνε πεντακόσιες δραχμές. Μὰ πῶς νὰ βρεθοῦν. − Λοιπὸν; Ὅλοι γύρισαν καὶ κύτταξαν τὸ φίλο τοῦ πλουσίου. Τοὺς κύτταξε κι' ὁ Μηνᾶς. Στὴ στιγμὴ ὁ πλούσιος πῆρε τὴ σημασία τῆς μοίρας ἢ τοῦ θεοῦ. − Νὰ τὶς ζητήσω; Εἶπε. Μὰ πῶς νὰ τὶς ζητήσω… Καὶ σούφρωσε τὰ χείλια του σὰ νὰ γεύτηκε λεμόνι. − Στὸ διάολο, εἶπεν ὁ ἀπόστρατος χτυπῶντας τὴ γροθιά του στὸ τραπέζι, πές του πὼς θὰ πεθάνη μιὰ μέρα! − Σιγά! Εἶπεν ὁ δικηγόρος. Ἔχει κι' ὁ πλούσιος λαβὴ − πρέπει νὰ τὸν πιάσουμε ἀπὸ κεῖ ποὺ πρέπει. Καθαρά, Μηνᾶ, θὰ τοῦ πῆς πῶς ἕνας νέος διωγμένος ἀπὸ τὴν Ἤπειρο χάλασε τὸ στῆθος του δουλεύοντας σ' ἕνα τυπογραφεῖο… Μ' ὅλη του τὴν ἀρρώστια, πές, γράφει στίχους… γιὰ βουνὰ καὶ κρύα νερά… Τὸν ἐκτιμοῦν ὁ Δούμας, ὁ Λάμπρος… Διάβασέ του καὶ τίποτα στίχους. − Στὸ Διάολο, τί καταλαβαίνει ὁ Ποῦλος ἀπὸ τέτοια! Φώναξε ὁ άπόστρατος καὶ μὲ νέα γροθιὰ στὸ τραπέζι τίναξε τὰ νερὰ τῶν ποτηριῶν ὡς τὸ διπλανὸ τάβλι. − Πρέπει νὰ τὸν συγκινήσωμε. − Θὰ ψοφήση μιὰ μέρα! ξανἆπεν ὁ ἀπόστρατος ἀναμμένος. − Σωπᾶτε, εἶπεν ὁ Μηνᾶς. Ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ μπῆκεν ὁ Κρυστάλλης. Ἐρχόταν ἀπ' τὸ τυπογραφεῖο διψασμένος γιὰ φῶς καὶ γιὰ λίγη βοὴ ἀνθρώπων. Ἦταν σὰ νἄβγαινε στὸν ἀπάνω κόσμο. Χαιρέτησε τοὺς πέντε, κάθησε δίπλα σ' ἕνα τραπεζάκι, πῆρε τὴν «Παλιγγενεσία» καὶ τὴ διάβαζε. Τὸ ξανθὸ καὶ κοντὸ μουστάκι του στριμμένο μὲ προσοχή, τὰ χωριάτικα μάτια του ποὺ ἔξυπνα μαζὺ κι' ἀγαθὰ φώτιζαν τὴν ὠχρή του ὄψη κ' ἡ μικρὴ κλίτσα του, ἀπὸ ὀξειὰ Ἠπειρωτικὴ ποὺ τὴν κρατοῦσε γιὰ μπαστοῦνι καὶ τῆς καμάρωνε τὰ λαϊκὰ πλουμίσματα, ἔδειχναν κάθε ἄλλο παρὰ ποιητή. Ποῦ ἡ γοῦνα τοῦ Συνοδινοῦ, τὸ ψηλὸ τοῦ Παράσχου καὶ τὰ μαλλιὰ τοῦ Νικολάρα! Μὴ βλέποντας τίποτε ἀπ' αὐτὰ τὰ φοβερὰ σημεῖα στὸν ταπεινὸ Ἠπειρώτη δίστασεν ἡ συντροφιὰ στὴν ἀρχὴ νὰ πιστέψη πὼς εἶναι ποιητής, ἀφοῦ μάλιστα οἱ στίχοι του, καθὼς λένε, εἶναι γεμᾶτοι τσοπάνικες λέξεις. Μὰ μὲ τέτοιο λεπτὸ καὶ συμπαθητικὸ μυστήριο τὸν εἶχε περιτυλίξει ὁ Μηνᾶς − αὐτὸς τοὺς τὸν εἶχε γνωρίσει − παρασταίνοντας τὸν καϋμό του γιὰ τὴν Ἤπειρο καὶ τὸν ἀγῶνα του γιὰ τὴ ζωή, ὥστε τοὺς ἄγγιξε τὴν ψυχή − καὶ νά! οἱ τέσσερες ἁπλοϊκοὶ πελάτες τῆς «Πιπεριᾶς» ποὺ δὲν εἶχαν ποτὲ κανένα ἐνδιαφέρον γιὰ τὰ γράμματα καὶ τὴν ποίηση, βρέθηκαν ἄξαφνα ἑνωμένοι σὲ μιὰ εὐγενικὴ συνωμοσία γιὰ τὸν ποιητὴ − ἀφοῦ τόσες ἄλλες φροντίδες γι' αὐτὸν εἶχαν ἀποτύχει. Ἔτσι ὁ Μηνᾶς, ποὺ δὲ ζήτησε τίποτα στὴ φτωχὴ ζωή του ἀπὸ κανένα, χτύπησε τὸ κουδούνι τοῦ ἑκατομμυριούχου. Μιὰ βαρύτατη πόρτα ἄνοιξε μὲ μοναδικὴ ὀκνηρία ἀπὸ ἕνα θυρωρὸ ποὺ ὁ Μηνᾶς τὸν βρῆκεν ἀμέσως περιττό, καθὼς καὶ ἦταν. Μέσα ἀπὸ ἀμέτρητα ἀντικείμενα, ἀπὸ περιττὰ ἔπιπλα, φορτωμένα μὲ βασανισμένα σκαλίσματα, ἀπὸ βαρειὲς σάλλες βυθισμένες σὲ κρύαν ἐπισημότητα, ἡ ὁποία φώναζε τὶς τιμὲς καὶ τὶς μάρκες, ὁ καλός μας γραφέας τοῦ στρατοδικείου ἀκολουθῶντας ἕνα περιττὸ καμαριέρη, ὁδοιποροῦσεν ἀπάνω σὲ χαλιὰ κι' ὅλο πήγαινε καὶ δὲν ἔφτανε. Ἐπὶ τέλους κάποτε ἀπάντησε τὸν ἄνθρωπο στὸν ὁποῖον χρησίμευεν ὅλο ἐκεῖνο τὸ διάστημα! Ὁ πλούσιος τὸν δέχτηκε μὲ χαρὲς καὶ χτυπήματα στὴν πλάτη. Ἀφοῦ τὸν ἔβαλε νὰ καθήση σὲ μιὰ τεράστια πολυθρόνα ποὺ τοῦ χτυποῦσε τὰ κόκκαλα καὶ κάθησεν ὁ ἴδιος μπροστὰ σ' ἕνα ἀκριβότατο γραφεῖο χωρὶς γραφικὰ εἴδη, τὸν ρώτησε πῶς ἦταν αὐτὸ τὸ εὐχάριστο. − Ἔχω, καϋμένε, κάτι νὰ σοῦ πῶ, εἶπεν ὁ Μηνᾶς καὶ ξεροκατάπιε. Κομπιάζοντας, ἱδρώνοντας, τὸ εἶπε. Ἀλλοιώτικα τὰ εἶχε σχεδιάσει, ἀλλοιώτικα τ' ἄρχισε. Κι' ἀφοῦ τ' ἀνακάτεψε δυὸ τρεῖς φορὲς καὶ τἄχασε, −τἄφερεν ἐπὶ τέλους στὴν ἄκρη. Ὁ πλούσιος ἄκουσε μὲ προσοχὴ καὶ μὲ τὸ μάτι καρφωμένο ἀπάνω του. − Καλά! Ἀπάντησε. Κάτι θὰ κάνω γι' αὐτὸν τὸ νέο. Πέρασε τὴν Τετάρτη. Αὐτὴν τὴν ὥρα. Ἀπ' τὴ χαρά του ὁ Μηνᾶς ἔτρεχε σχεδὸν στὸ δρόμο. Ὁ πλούσιος ἔμεινε μόνος του… καὶ μετάνοιωσε. Βηματίζει ἀπάνω καὶ κάτω. Τί ἔκαμε; Ὑποσχέθηκε. Ἦταν ἀσυλλόγιστο. Ἔπρεπε νὰ πῆ «ἀδύνατο!» Τἄβαλε μὲ τὸν ἑαυτό του. «Ποιητής; Ταμπουράδες δηλαδή! Ὁ Μηνᾶς λοιπὸν θὰ μὲ πῆρε γιὰ λάχανο, ἀφοῦ ζητάει νὰ πληρώσω λαλούμενα…» Σταμάτησε. Σὰν ἀστραπὴ ὁ νοῦς του ἀναμετράει τὴν περιουσία του. Ἔπειτα πιάνει τὴ μέση του. Νοιώθει πὼς ξύπνησε κάποιος ρευματισμός του. Ἄλλος ἕνας στὸ δάκτυλο. Εἶναι τηλεγραφήματα! Συλλογιέται πὼς ἡ ζωὴ εἶναι λίγη… Ἄκουσε κάποτε διάκο μὲ ψιλὴ καὶ τραγικὴ φωνὴ νὰ λέει τὸ Εὐαγγέλιο: «Ἄφρον, ἄφρον, ταύτῃ τῇ νυκτί…» Γέρνει πρὸς τὸ μέρος τῆς καλωσύνης. Θὰ θυσιάση τὶς πεντακόσιες δραχμές. Τὶς μισὲς καλύτερα… Ἔτσι γίνονται καὶ τὰ δυό. Μὰ πάλι δὲν πρέπει νὰ κάμη τόσο κακὴ φιγοῦρα στὸ Μηνᾶ. Θὰ τὶς δώση καλύτερα ὅλες. Μὰ ὅλες εἶναι πολλές. «Ἄ ὄχι!». Κι' ἀρχίζοντας μετρήματα καὶ πολύπλοκη ἀριθμητική, καθὼς πήγαινε δῶθε κεῖθε καὶ βγάζοντας αὐτὲς τὶς πεντακόσιες δραχμὲς ἔβλεπε πὼς στὴν τεράστια περιουσία του γίνεται μιὰ μικροσκοπικὴ τρύπα −ποὺ μολαταῦτα εἶναι κἄτι τι. Μιὰ δαπάνη ποὺ δὲ θὰ δώση τίποτα. Καὶ συλλογιέται. «Ἄν αὐτὸς ὁ ἕνας γίνη δυό; Ἂν βρεθῆ κι' ἄλλος Μηνᾶς; Καὶ παρακαλέση γι' ἄλλον; Καὶ βοηθήση δεύτερο, τρίο, τέταρτο; Ἡ τρύπα θὰ μεγαλώση. Ἄν ὁ διάβολος τὰ φέρη καὶ πέσουν οἱ τάδε μετοχές; Ἂν δὲ μπορέση νὰ τοποθετήση τὴν παραγωγὴ τῶν δύο ἐργοστασίων του; Ἀν γίνη κανένα πατατράκ−ὅλα γίνονται− ποιὸς ξέρει τί (αὐτὴ τὴ στιγμὴ εἶδε μπροστά του ὅλες τὶς καταστροφές, ἀναρχίες, πολέμους, θεομηνίες) − κι' ἂν μετὰ τριᾶντα χρόνια βρεθῆ στὸ δρόμο καὶ δὲν τὸν περιμαζέψη οὔτε τὸ πτωχοκομεῖο;… Τί; Τὴν Τετάρτη στὸ ραντεβοῦ, κάνοντας ὅλη τὴ δυνατὴ προσπάθεια νὰ εἶναι ψυχρὸς κ' ἐπίσημος, εἶπε στὸ Μηνᾶ. − Δυστυχῶς εἶναι τέτοιες οἱ περιστάσεις… .ὄχι πὼς δὲν ἔχω τὴν περιουσία μου… ἂν καὶ δὲν εἶναι τὸ τεράστιο ποσὸν ποὺ λένε… ἀλλὰ τέλος πάντων… τί μοῦ κόστισαν αὐτὰ τὰ χρήματα… νὰ σοῦ τὰ διηγηθῶ καμμιὰ φορά… ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπεις ἐπείνασα… στὴ Ρουμανία, μάλιστα… ἐδῶ κ' εἴκοσι χρόνια… ὁπωσδήποτε γιὰ τὸ ζήτημα τοῦ φίλου σου τοῦ ποιητή… δὲ θὰ μπορέσω πρὸς τὸ παρὸν νὰ τὸν βοηθήσω… ἐξαιρετικῶς ἦρθαν οἱ περιστάσεις δύσκολες… ἔξοδα πολλά… πρὸς τὸ παρὸν εἶπα… ἀργότερα δὲν ἀποκλείεται… ἐννοεῖς τὴ στενοχώρια μου… νὰ δυσαρεστήσω τὸν παλιὸ συμμαθητή… ἀλλὰ οἱ περιστάσεις… πρὸς τὸ παρόν… μ' ὅλη τὴν καλὴ θέληση… ἐννοεῖς… − Ἐννοῶ, εἶπεν ὁ Μηνᾶς, μὰ μὴ στενοχωρεῖσαι, φίλε μου! ἔχομε τόσα ἄλλα νὰ ποῦμε! − Θέλεις νὰ σοῦ δείξω τὰ ὅπλα μου; Ρώτησε ὁ πλούσιος ἐνθουσιασμένος γιατὶ τὸν βοήθησε στὸ ξεγλίστρημα. Ἂν καὶ δὲν εἶχε ποτὲ τουφεκίσει ὁ Μηνᾶς παρὰ μόνο σὲ μιὰ ἐπιστρατεία κ' ἦταν ἐντελῶς ἀπληροφόρητος γιὰ τὴ σημασία ἰδίως τῶν φονικῶν ὀργάνων μονομαχίας, ἀναγκάστηκε νὰ περιεργαστῆ μιὰ πλούσια συλλογὴ τέτοιων σιδερικῶν καὶ ν' ἀκούση τὶς χρονολογίες καὶ τὶς τιμὲς τοῦ καθενὸς − μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ καταπιῆ εὐκολώτερα τὴ διάψευσή του. Μέσα του ἀναθεμάτιζε τὸν ἑαυτό του… Τί θέλει ἐδῶ; Πάλι θεατής; Γιατί μαθαίνει αὐτὲς τὶς τιμές; Ἐπρόδωσε τὴν καϋμένη τὴ φτώχεια του! Ἀκολούθησε μιὰ φορὰ τὸν πλούσιο φίλο− ἐγλίστρησε. Νὰ τώρα τὸ ἀποτέλεσμα. Ὀνειρεύτηκε μιὰ καλὴ πράξη καὶ βγῆκε γελασμένος. Εἶχε ξεχάσει λοιπὸν πὼς δυὸ ἀντίθετοι κόσμοι μόνο σὲ σύγκρουση ἔρχονται, ποτὲ σ' ἐπαφή! Ἔδωκε τὸ χέρι μὲ προσποιητὴ ἀταραξία στὸν πλούσιο. Ἐκεῖνος τὸ κράτησε. − Στάσου, ἀπάντησε. Τὸ ἁμάξι μου εἶν' ἕτοιμο, θὰ βγοῦμε μαζί. − Μὰ γιατί μὲ τ' ἁμάξι; Θὰ πάω πεζῆ. − Δὲ σ' ἀφίνω νὰ φύγης πεζός! Εἶπεν ὁ νεόπλουτος μ' ἐπιμονή. Κι' ἀλήθεια συνήθιζε αὐτὲς τὶς θριαμβευτικὲς προπομπές. Ὁ Μηνᾶς δὲ μπόρεσε ν' ἀντισταθῆ. Κοντά στὴν Καπνικαρέα ὁ ἰδιοκτήτης κατέβηκε μὲ μεγαλοπρέπεια λέγοντας στὸν ἁμαξᾶ: «θὰ πᾶς τὸν κύριο ἐκεῖ ποὺ θέλει». Ἔτσι ὁ Μηνᾶς βρέθηκε μόνος του στὸ λαμπρὸ ἁμάξι, ἐνῶ τ' ἄλογα τὸν πήγαιναν μὲ καλπασμὸ γιὰ ν' ἀναγγείλη τὴν ἀποτυχία του. Ποιὸς ἑτοίμασεν αὐτὴ τὴ φαντασμαγορία; Τὸ Κακὸ βέβαια. Τὰ ἔργα του ἔχουν τέχνη− δὲν εἶναι ποτὲ ἁπλᾶ. Ὁρίστε! Λιακάδα τοῦ Γεννάρη. Τὰ μαῦρα ἄλογα τεντώνουν τὶς στέρεες καμπύλες των, ξεπετιέται τὸ λαμπρό των ἀνάγλυφο. Ἀγάλματα ὁ ἁμαξᾶς κι' ὁ λακές. Ἡ γυαλάδα τοῦ λαντὼ καθρεφτίζει τὰ σπίτια καὶ τοὺς διαβάτες. Λουριά, πόρτες, πόμολα, στολίδια του, εἶναι ὕμνος πρὸς τὸ περιττό. Σκέφτηκε ἁμέσως νὰ κατεβῆ… Μὰ ὄχι! Θὰ μείνη γιὰ νὰ τὴν ἐκτελέση αὐτὴν τὴν κωμωδία ὡς τὸ τέλος! Θὰ βοηθήση τὴ δύναμη τοῦ κακοῦ. Τρελλὴ διάθεση τὸν ἔπιασε νὰ παίξη τὰ παιγνίδια της, μανία γιὰ νὰ διαπομπεύση τὸν πλούσιο−καὶ τὸν ἑαυτό του ποὺ πίστεψε στὸν πλούσιο. Ἐμπρός! Θὰ ὁδηγήση τοὐλάχιστον τὸ ἁμάξι του σὲ σωκάκια. Θὰ τὸ σταματήση στὴν «Πιπεριά»! Θέλει νὰ τὸ χώση σὲ λαϊκὴ συνοικία. Κι' ἀφοῦ πέρασε τοὺς δρόμους Αἰόλου καὶ Πατησίων καταδικάζοντας δυὸ τρεῖς γνώριμούς του διαβάτες σὲ κωμικὴν ἀκινησία, ὡς ποὺ νὰ βεβαιωθοῦν ἂν εἶναι ξυπνοὶ ἢ κοιμοῦνται, κι' ἀφοῦ χαιρέτησεν ἄλλους δυὸ τρεῖς μὲ βαρὺ καὶ φιλάνθρωπο ὕφος, ἔφτασε. Στὴν πόρτα βγῆκε ὁ καφεντζῆς μ' ἀνοιχτὸ τὸ στόμα, κεραυνωμένος. − Εἶναι κανένας μέσα; − Τώρα μόλις ἔφυγαν, δὲν εἶν' ἕνα τέταρτο… Ἄ! ὅλα πᾶνε στραβὰ λοιπόν; Θ' ἀποτύχη κ' ἡ παράστασή του; Μὰ αὐτὴ πρέπει νὰ πάη καλά! Σκέφτηκεν ἀμέσως τὸ μαγειριὸ τοῦ Ρούκα ἡ «Ἀμφιλοχία». Ἐκεῖ τρώει πάντοτε ὁ Κρυστάλλης −ἄς πάη νὰ τὸν ξαφνίση! Τοὐλάχιστο θὰ γελάσουν μαζί. Ἐμπρός! Τὸ μεγαλόπρεπο ἁμάξι μὲ προσοχὴ καὶ μὲ δυσκολία μπῆκε σ' ἕνα σωκάκι ποὺ δὲν εἶχε ξαναϊδῆ τροχό. − Ἐδῶ! εἶπε ὁ Μηνᾶς. Νέος κεραυνὸς ἔπεσε στὸ λαϊκὸ μαγειριό. Δυὸ τρεῖς κατσαρόλες ἄχνιζαν. Μερικοὶ μαστόροι κουτσόπιναν κι' ὁ ἱεροψάλτης τῆς ἐνορίας μὲ κόκκινη μύτη γευμάτιζεν ἔχοντας μπροστά του τὸ μεγάλο ποτῆρι μὲ τὴν κεχριμπαρένια ρετσίνα. Μὰ ἡ γωνιὰ το·υ Κρυστάλλη ἦταν ἀδειανή. − Δὲν ἦρθεν ἀπὸ χτὲς ὁ κὺρ Κώστας. Εἶπεν ἐμβρόντητος ὁ μάγερας. Ἡ ἀτυχία ἐξακολουθοῦσε! Ἀπελπισμένος ὁ Μηνᾶς ὡδήγησε τὸ ἁμάξι στὴν ὁδὸ Πατησίων. Ἐκεῖ κατέβηκε κ' ἔδωσε τέλος στὴ φαντασμαγορία. Ὡς τόσο ἡ λαϊκὴ συνοικία σηκώθηκε ὅλη στὸ πόδι. Τὰ παράθυρα χάσκουν περίεργα, τὰ λαδικὰ πέτρωσαν στὴν πόρτα, οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τὴ μύτη στὸν ἀέρα μήπως πέση ἀπὸ ψηλὰ καμμιὰ ἐξήγηση γιὰ τὸ μετέωρο ποὺ ἦρθε κι' ἔσβυσε. Ὁ καφετζῆς τῆς «Πιπεριάς» βυθίστηκε σὲ συλλογισμούς. Ὁ μάγερας τῆς «Ἀμφιλοχίας» κατάπληκτος γιὰ τὴν τιμή, κάνει χοντρὰ λάθη μὲ τὴν κιμωλία στὸ λογαριασμὸ τοῦ ἱεροψάλτη. Ὁ γερο−κουλουρτζῆς τοῦ δρόμου, ποὺ τὸ θεωροῦσε προσβολή του νὰ συμβῆ τίποτε χωρὶς νὰ τὸ μάθη, μετακινῶντας ἐδῶ κ' ἐκεῖ τὸν ταβλᾶ του ἔκαμε γνωστὸ ἐπὶ τέλους στὴ συνοικία πὼς τὸ ἁμάξι ζητοῦσε κάποιο γείτονα ποιητὴ Κρυστάλλη ἀπ' τὴν Ἤπειρο. Καὶ τότε σὰ θύελλα σηκώθηκε ὁ θαυμασμὸς γύρω στὸ ἀσήμαντο ὑποκείμενο ποὺ ὡς τότε κανεὶς δὲν τὸ εἶχε προσέξει. Ἔλεγαν πὼς ἔστειλεν ὁ ὑπουργὸς νὰ τοῦ δώσουν τὸ παράσημο… Μιὰ γρηὰ βεβαίωνε πώς, καθὼς ἄκουσεν, ὁ βασιλιᾶς τοῦ μήνησε νὰ πάρη τὰ γραψίματά του καὶ νὰ καθήση στὸ παλάτι. Γιὰ ἄλλους τὸ ἁμάξι ἦταν τοῦ Συγγροῦ. Κατὰ τὸ λέγειν τοῦ φαναρτζῆ ὁ ξυρισμένος δίπλα στὸν ἁμαξᾶ ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Τσυγγρός. Ξανακάνοντας ὁ κουλουρτζῆς τὸ γῦρο πληροφορήθηκε πὼς τὸ ἁμάξι εἶχε νὰ παραδώση στὸν Κρυστάλλη δυὸ σακκουλάκια λίρες, σφραγισμένα μὲ βουλλοκέρι. Καθὼς ἀνέβαινε τὸ νέο ἔφτασεν ἐπὶ τέλους καὶ στὸ ἀπλησίαστο σωκάκι τοῦ Κρυστάλλη καὶ μαθεύτηκεν ἀπ' τὴ σπιτονοικοκυρά του. Ἡ γρηά, ποὺ τὸν περιφρονοῦσε καὶ τὸν γκρίνιαζε, ἀδιάφορη γιὰ τὶς δέκα δραχμὲς ποὔπερνε τὸ μῆνα, ξαφνίστηκε γιὰ τὸ παράδοξο μήνυμα καὶ κρατῶντας ἕνα μεγάλο μέρος τῆς τιμῆς γιὰ τὸ πρόσωπό της, ἔτρεξε νὰ τοῦ τὰ πῆ. Τὸν εἶδε τυλιγμένο στὸ παλτό του καὶ σκυμμένον στὸ τραπέζι. Ὁ ποιητὴς εἶχε ἀπὸ χθὲς λίγο πυρετό. Στὸ τραπέζι του ἦταν δυὸ ποτήρια, ἕνα κουταλάκι κ' ἕνα κουτάκι μὲ χάπια. Ἔπειτα τὰ βιβλία του: Ὁ Βαλαωρίτης − ἡ Γραφὴ − μιὰ Γεωγραφία τῆς Ἠπείρου − ἕνας τόμος τοῦ Παράσχου− ἕνα βιβλίο τοῦ Λάμπρου− τὸ περιοδικὸ «Ἑστία» τοῦ Κυριακοῦ− ἕνα λεξικὸ− λίγα φύλλα ἄσπρο χαρτί. Στὴ γωνιὰ ἡ κλίτσα του. Στὸν τοῖχο, δυὸ − τρεῖς ξεβαμμένες φωτογραφίες, μιὰ τσίτσα κρεμασμένη, κ' ἕνα ξερὸ κλαράκι μελικοκιᾶς μὲ τοὺς κόκκινους κόμπους τοῦ καρποῦ της. Δὲ θέλησε νὰ πέση στὸ κρεββάτι γιὰ νὰ τοῦ φύγη ἡ ἰδέα τῆς ἀρρώστιας. Καθισμένος μπροστὰ στὸ μικρό του τραπέζι, τυλιγμένος μὲ τὸ παλτό του ἔγραφε. Δὲν ἦταν ἐδῶ! Ταξείδευε στὰ Γιάννενα… Ἔγραφε κ' ἔσβυνε… Ἀνέβαινε σὲ ἠπειρώτικους γκρεμνούς, ἄκουγε κοτσύφια… Ἔδιωχνε τὸν Τοῦρκο… Δέντρα φυσοῦσαν στὸ κεφάλι του, ὁ καταρράχτης τῶν Τζουμέρκων βροντοῦσε καὶ χιόνιζε στὰ πόδια του. Ἡ θέρμη ἄναβε τὴ φαντασία του κ' ἡ φαντασία του τὴ θέρμη. − Καλὰ κυρα−Γιάννενα, εἶπεν ὁ ποιητὴς ἀκούοντας τὸ νέο. Ὕστερα τὰ ξαναλέμε. Καὶ τὴν ἔδιωξε. Ὅσο κι' ἂν ταξείδευε στὴ χώρα τῆς φαντασίας, τὴν πραγματικότητα δὲν τὴν ἔχασεν οὔτε αὐτὴν τὴ στιγμή! Κατάλαβε πὼς θἄταν κἄποιο φιλικὸ ἀστεῖο… Τί ἄλλο θἆταν; Ὅπου εἶχε καταφύγει ζητῶντας νὰ βγῆ ἀπὸ τὸ τυπογραφεῖο γιὰ νὰ γλυτώση, βρῆκε τὴν ἀποτυχία. Τὸ πεπρωμένο του δὲν κάνει λάθη ποτέ. Ὁ κόρακας ν' ἀσπρίση, αὐτὸ ποὺ γίνεται σ' ἕναν ἀδικημένο ποιητὴ θὰ γίνεται. Ποιὸς πλούσιος τρελλάθηκε γιὰ νὰ τὸ χαλάση; Δὲν ὑπάρχει δύναμη ἱκανὴ νὰ τὸν γλιτώση! «Ἂν ξανασάνω ἐγώ, συλλογιέται, μπορεῖ νὰ γκρεμιστῆ ὁ κόσμος». Καὶ κυττάζοντας γύρω του στὴ γυμνὴ βυθισμένη κάμαρα συλλογίστηκε πὼς εἶνε ἴσως χρήσιμα τὰ δεινά του ὅσο καὶ τὸ ἄστρο ἐκεῖνο ποὺ λάμπει ἔξω ἀπ' τὸ θαμπὸ τζάμι, καὶ πὼς ὅλα μαζύ, ὁ κόσμος κι' αὐτὸς κ' ἡ φτώχεια του πηγαίνουν ποιὸς ξέρει σὲ ποιὸ σκοπό… Τὸ κακὸ ἔχει γνώση, πεῖσμα καὶ τέχνη. Ἔξω ἡ γειτονιὰ τὸν βύθιζε στὰ ἑκατομμύρια. Ὁ ποιητὴς ἔσκυψε καὶ ξανάρχισε, κρυώνοντας μέσα στὸ παλτό του, νὰ γράφη τὸ «Σταυραϊτό». |
Ζ. Παπαντωνίου, Διηγήματα, Αθήνα,Τυπογραφείο Καρανάσου, 1927, σ.σ. 79−91.