ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Ανθολογίες
Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.)
Πασαγιάννης, Σπήλιος
Το Ψωρόσπιτο
ΤΟ ΨΩΡΟΣΠΙΤΟΜοναχὸ καὶ ρειπισμένο, χάλασμα ἀπ' τὴν πολυκαιρία, σπιτάκι χτισμένο μέσα σ' ἕνα γούπατο, ποιὸς ξέρει ἀπὸ ποιὸν καιρό, σὲ μιὰ γωνιὰ παράμερα, λὲς κι ἤθελε κι αὐτὸ νὰ κρύψει τὴν κατάντια του, κάνοντας νὰ μὴ φαίνεται ἡ φτώχια κι ἐρημιά του μέσα στοὺς πολλοὺς γύρω φυτρωμένους βατουλιῶνες καὶ φραγκοσυκές, γυρμένο στὴ μιὰ του μεριά, μὲ πολλὲς σχισμάδες στὶς πάντες καὶ στὰ πρασινισμένα κεραμίδια του, τὰ μαλλιασμένα, τὰ χοντρὰ καὶ πλακουδά, κεραμίδια τοῦ παλιοῦ καιροῦ, μ' ἕνα παράθυρο μονάκριβο κι αὐτὸ μονόφυλλο, καὶ μιὰ σαπόπορτα ξεθωριασμένη, χορταριασμένο γύρω στοὺς τοίχους, τρανὸ σημάδι πὼς ἦταν πολυκαιρινό, παμπάλαιο, στυλωμένο ἀπόξω μὲ γυρτὲς ξύλινες, ἄλλοτε γερὲς κολώνες, τρύπιο δὼ καὶ κεῖ ἀπ' τὶς γκρεμισμένες πέτρες, ποὖχαν ξεφύγει ἀπ' τὰ μουράγια του στὶς βροχὲς τοῦ χειμώνα, κι εἶχαν ξεσουρθεῖ ἀπ' τἀνεμόχολα, καὶ τὸ βοριὰ τοῦ Γενάρη, μὲ τέσσερες τρύπες τετράγωνες στὴ μιά του πάντα, ἀπ' τὴ μιὰ καὶ ἄλλη μεριὰ τῆς πόρτας, στὸν τοῖχο μέσα, γιομάτες κουρέλια καὶ παλιόρουχα, κι ἄλλα παλιοπράματα, μὲ δυὸ παλούκια μπηγμένα στὸν τοῖχο, δίπλα στὴν πόρτα, καὶ βαλμένη ξαπλωτὰ ἀπάνω τους μιὰ σαπόταβλα ξεβαφουλιάρικη, ποὺ κράταγε στὴ ράχη της μιὰ βίκα σπασμένη, μισοκούτουλη, κουτζοχεριασμένη, καὶ μιὰ κάλπη ξελαιμιασμένη, ξέθωρη κι αὐτή, ποὺ ἄλλοτε ποιὸς ξέρει τί ἔβγαλε ἀπὸ μέσα της καὶ τώρα εἶχε θέση γλάστρας κεῖ, γιομάτη μαντζουράνα μισομαραμένη καὶ ἀπότιστη, μὲ γερμένα κατὰ κάτω τὰ κλωνάρια της, ποὺ νόμιζες πὼς καὶ τούτη καταλάβαινε τὴν παραπεταμένη καὶ λησμονημένη θέση της, γιομισμένο πάνες σ' ὅλες τὶς μεριές, μὲ μιὰ ἀγριοσυκούλα, φυτρωμένη, ξέρω καὶ γὼ πῶς, ψηλὰ μὲς στὸν τοῖχο, κοντὰ στὰ κεραμίδια, ἀπὸ πάνου ἀπ' τὸ παραθυράκι του, σοῦ φαινόνταν ἕτοιμο νὰ πέσει στὸ πρῶτο ἀνεμόβροχο, στὸ φύσημα τ' ἀγέρα, στῆς βροντῆς τὸν τάραχο, κι ὅλη του ἡ μορφὴ σοῦ ἔδειχνε τὴν ἐρημιά, τὴ γδύμνια, καὶ τὴ δυστυχιά, ποὺ μέσα στὰ ἀνήλιαγά του ἔκλεινε σωθικά, καὶ σκέπαζε σπλαχνικὰ καὶ φιλόξενα, ἀτάραχο στοῦ βοριᾶ τὶς φοβέρες καὶ τὰ μουγκρητὰ κι ἀκούνητο στοῦ κυβερνήτη ὅλου τοῦ κόσμου, τοῦ καιροῦ, τὸ γοργοπέρασμα τ' ἀλύπητο, ποὺ παρασέρνει ὅ,τι βρεῖ στὸ διάβα του τὸ φοβερὸ καὶ δὲ ρωτάει φύση, οὔτε δύναμη καμιά, παρὰ περνάει καὶ γύρω του σκορπάει ἄσπλαχνα, τὸ χαλασμὸ καὶ τὸ φριχτὸ συντσάκισμα, καὶ πίσω του ἀφίνει σ' ὅλα παραμόρφωση, καὶ λύπηση δὲν ἔχει γιὰ τὸ τίποτα. Μικρὸς τότε καὶ ἄμαθος ἐγώ, γεννημένος ἀπὸ τοῦ χωριοῦ τὰ σπλάχνα μέσα στὸ χωριό, εἶχα ζήσει καὶ ἀνατραφεῖ καὶ ζυμωθεῖ, μὲ τὰ παιδιὰ τὰ ἄλλα, ἄκουγα πολλὲς φορὲς νὰ μολογᾶνε γυναῖκες ἄλλες ντόπιες στὴ μητέρα μου πολλά, γιὰ τὸ «ψαρόσπιτο» καὶ τὸν Ψωροδῆμο καὶ τὴν Ψωροδήμαινα − ἔτσι λέγαν στὸ χωριὸ κι αὐτοὺς καὶ τὸ σπίτι τους − καὶ νὰ λένε σιγά, γιὰ νὰ μὴν ἀκοῦμε μεῖς τὰ παιδιά της, καὶ νὰ τὴ συμβουλεύουνε γιὰ τὸ καλό της, νὰ μὴ στέλνει τὰ παιδιά της καὶ νἀγοράζει γάλα πιὰ ἀπὸ τῆς Δήμαινας τὴ γίδα· πολλὲς φορὲς ἄκουγα τοὺς χωριανοὺς νὰ ξιστορᾶνε θαυμαστὲς γιὰ τὸ «ψωρόσπιτο» ἱστορίες φοβερές, καὶ νὰ λένε, πὼς εἶναι μαγεμένο σπίτι, πὼς τὸ χτίσανε ξωθιὲς καὶ ἀερικά, κι ἄλλοτε νὰ λένε, πὼς σὰν διάβαινε κανεὶς νύχτα ἀπὸ κεῖ, ἄκουε νὰ φυσάει καὶ νὰ βγαίνει νὰ τὸν χτυπάει στὸ πρόσωπο ἕνα ἀέρι κρύο, παταγούδι, κι ἄν ἀγκρουμαζότανε καλὰ−καλά, ἄκουγε νὰ φτάνει στ' αὐτιά του μιὰ βουή, ποὺ ἐρχόταν ἀπ' τὴ μεριὰ τοῦ «ψωρόσπιτου», καὶ κάτι μουρμουρητὰ ἀτέλειωτα, ποὺ φαινόταν πὼς μοιρολόγαγαν γλυκόφωνες κοπέλες μὲ ἁρμονικὰ μοιρολόγια, κι ἀκοῦς, ἄν τύχαινε νὰ διάβαινε κανεὶς ἀπὸ κεῖ, ἀπάνου στὰ μεσάνυχτα, καΰλα του τοῦ ἄραχνου! δὲ γλύτωνε κι ἦταν ἀδύνατο νὰ μὴ τὸν συνεπάρουνε τ' ἀερικὰ καὶ νὰ μὴ τὸν τσακίσουνε οἱ στρίγγλες, ποὺ κεῖθε μέσα ὁλονυχτὶς τριγουρνοῦσαν, καὶ γιὰ δαῦτο ὅποιος ἔκατσε μέσα στὸ σπίτι τοῦτο δὲν εἶδε καλό, κι οἱ μέρες τῆς ζωῆς του λίγες ἤτανε, ἤ πέθαινε μὲ φοβερὴ ἀρρώστια, ἤ παράλυτος γινόταν, ἤ παρμένος καταντοῦσε, νεραϊδόπαρτος. Περίεργος ἐγὼ νὰ μαθαίνω καὶ ν' ἀκούω ἀπὸ τέτιες ἱστορίες καὶ περισσότερο γιὰ τὸ «ψωρόσπιτο», τσούλωνα τ' αὐτιά μου κι ἀφουγκραζόμουνα καὶ μοῦ μεγάλωνε ἡ περιέργεια, σἄν ἔβλεπα νὰ τὰ λένε σιγαλὰ καὶ μυστικὰ οἱ γυναῖκες στὴ μητέρα μου, γιὰ τὴ Δήμαινα, καὶ γιατὶ ἤξερα τὴ ζωή τους τὴν ἔρημη καὶ περιφρονημένη κι ἔβλεπα τὴ δυστυχιὰ καὶ τὴ μοναξιά, πὼς εἶχαν πάντοτε ἀγαπητὲς κι ἀχώριστες συντρόφισσες καὶ τὴ μικρή τους Ἑλενίτσα, ἕνα μαραμένο πρὶν ἀνοίξει λούλουδο, κίτρινο, μαραζιάρικο, ἐλεεινό, τὸ μόνο τους παιδάκι, μὲ τὴ μονάκριβή τους τὴ γιδούλα, μόνο τους κτῆμα ποὺ τοὺς ἀπόμεινε, καὶ τοὺς ἔδινε τ' ἀφράτο γαλατάκι της εἰσόδημα. Λεβεντοδῆμο τότε τὸν ἐλέγανε, κι ἦταν ἀκοῦς ὄνομα καὶ πράμα ὁ κακόμοιρος, σὰν γύρισε ἀπ' τὸ στρατιωτικό, ποὺ ἦταν εὔζωνας, λεβέντης τότε τοῦ χωριοῦ καμαρωτός, π' ἀντάμωσε τὴ Βγένω τ' Ἁϊγιωργιοῦ, στὸ πανηγύρι τοῦ χωριοῦ μας τὸ πασίχαρο, ὁποὺ κρατάει τρεῖς μέρες, μὲ χορούς, μὲ γλέντι, μὲ ξεφάντωμα, κι εἶναι συνήθεια τότε κι ἀπομόναχα νὰ σμίγουν στοὺς χοροὺς μόνον οἱ νιὲς μὲ τοὺς λεβέντες τῆς παντρειᾶς, καὶ κεῖ νὰ γλυκορρίχνουν ἔρωτα ματιές· τοὺς δίνεται καιρὸς καὶ γλυκοσκάζουν στὰ χειλάκια τους χαμόγελο ἀγάπης· ἐκεῖ καμάρι, νιάτα, λεβεντιά, καὶ μυρωδιὰ ἀγάπης βασιλεύει. Στὸ πανηγύρι τοῦτο ὁ Λεβεντοδῆμος εἶδε τὴ Βγενιώ, τὴ μάτιασε, καὶ δὲν περάσαν μέρες λιγοστὲς ποὺ κάναν τὸ συμπεθεριὸ καὶ τὴν ἐπῆρε ταίρι του χρυσό. Ζοῦσαν καλὰ στοὺς πρώτους μῆνες, μὰ ἀπάνου στὸ βασίλεμα τοῦ «μελοφέγγαρου» στὸ χρόνο ἀπάνου, ἡ μοίρα ζήλεψε τὴν εὐτυχία τους, κι ἀρρώστια ἔστειλε ἡ ἄπονη κι ἔτρωγε σκληρὰ καὶ ρούφαγε τὴ λεβεντιὰ τοῦ Δήμου καὶ τὰ νιάτα του ἐμάραινε. Περάσαν πέντε χρόνια, ἕξη γίνανε, καὶ φάγαν ὅ,τι εἶχαν στοὺς γιατροὺς γιὰ νὰ βρεῖ τὴν ὑγειά του· μὰ τοῦ κάκου χάνονταν, ἀνώφελα ὅ,τι ἔκαναν, γιατὶ ἦταν ἀγιάτρεφτ' ἡ ἀρρώστια του κι ἀνώφελη τέτια ζωή· καλλίτερα νὰ τοῦ 'λειπε ὁλότελα. Ἔκαναν καὶ τὸ μόνο τους παιδί, τὸ ἄμοιρο κορίτσι, τὴν Ἑλένη τους, τὸ φέρανε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ πληρώσει ἄδικα κι αὐτὸ ποιὸς ξέρει ποιὲς ἁμαρτίες τοῦ πατέρα του, καὶ τόσα χρόνια τώρα παντρεμένοι καλὴ μέρα δὲν εἴδανε, χαρὰ δὲν ξέρανε στὸ σπίτι τους, παρὰ τὴν πίκρα, τὸν καημὸ τῆς δυστυχιᾶς καὶ καταφρόνεση τοῦ κόσμου. Ὅλοι οἱ χωριανοὶ τὴ λέγαν ψωροφαμελιά, ψωρόσπιτο, δὲν τοὺς ἐζύγωνε κανείς, κι οὔτε ποὺ τοὺς ἐδάνειζε τὸ τίποτα κανένας, ἄν ζήταγαν καμιὰ φορά· μονάχα ἡ μητέρα μου τοὺς ἔδινε καὶ τοὺς εὐκόλυνε, γιατὶ τοὺς ψυχοπονιόταν καὶ τοὺς ἐλυπόταν. Γιὰ δαῦτο οἱ γυναῖκες τῆς τὸ λέγανε, πὼς κάνει πολὺ ἄσχημα νὰ στέλνει τὰ παιδιά της στὸ ἐρημαδιακὸ τῆς Ψωροδήμαινας καὶ μουρμούριζαν καὶ σταυροκοπιόντανε μαζί: − Ἡ Παναγίτσα νὰ σοῦ φυλάει τὰ παιδάκια σου, καλότυχη, ἀπὸ ἀπάντεχο κι ἀμελέτητο κακό. Κάθε πρωΐ, ταχτικὰ μ' ἔστελνε ἡ μητέρα, μ' ἕνα ξύλινο κανάτι, ἐλάτινο, ἀπὸ κεῖνα ποὺ φτιάνουν οἱ ξυλοκόποι τοῦ Ταΰγετου ἀπ' τ' ἀθάνατα καὶ μυρωδάτα ἔλατά του, ποὺ σ' εὐωδιάζει τὸ στόμα σὰν πίνεις ἀπ' τὰ μοσχοβολισμένα χείλια του νερό· κατέβαινα τὴ μικρὴ σκαλίτσα τοῦ σπιτιοῦ μας, ἔβγαινα στὴν αὐλή μας, πέρναγα τὸν κῆπο τὸ φτωχικό μας, ὄχι ὅμως καὶ γιὰ τοῦτο ἄσχημο, φυτεμένον μὲ ἕνα − δυὸ λεμονίτσες καὶ πορτοκαλίτσες, μὲ μιὰ μυγδαλιά, μιὰ ροδακινιά, λίγες ἀγκινάρες γύρω, καὶ μιὰ θεόρατη ρίζα δεντρολίβανου, τόσο μεγάλη, ποὺ μεῖς τὰ παιδιὰ σὰν παίζαμε τὸ κρυφτό, χωνόμαστε ἀπὸ κάτω στοὺς κλάδους του, τοὺς τουφωτοὺς καὶ φουντωμένους καὶ κρυβόμαστε ἀπ' τὰ μάτια τοῦ «φύλακα», ποὺ μᾶς γύρευε κυνηγώντας μας, μὲ λίγα ἄλλα δέντρα, καὶ σκορπιστὰ μυριστικὰ − ποῦ καὶ ποῦ ἔβλεπες καὶ καμιὰ μαντζουράνα καὶ λίγο βασιλικὸ καὶ μιὰ μισόξερη τριανταφυλλίτσα − περιφραγμένον μὲ ξερολιθιὰ κι ἀπάνω ριγμένες καὶ πλακωμένες μὲ χοντρὲς πέτρες, ἀφάνες καὶ σφαλάχτια ἀγκαθερά· τὸν διάβαινα πηδώντας τὴ φράχτη ἀπ' τὴν ποριά του, τραβοῦσα κάμποσο δρόμο στρωμένον ἀπ' ἀγριοτρόχαλα καὶ βράχια, κι ἔφτανα στὴ μάντρα τῆς αὐλῆς τῆς θειὰ − Δήμαινας, τὴν ἀνέβαινα σὰν γάτος κι ἀπὸ κεῖ ἀπάνω φώναζα: − Θειὰ − Δήμαινα!… Ἔ, θειὰ − Δήμαινα!… Κείνη σὰν ἄκουγε τὴ φωνή μου, ποὺ τὴν εἶχε συνειθισμένη, καὶ σὰν ἤξερε πὼς δὲν ἔχει ἄλλον κανένα ταχτικὸ πρωϊνὸ μουστερὴ παρὰ μένα, ξεπετιόταν ἀπ' τὸ μικρὸ ρείπιο σπιτάκι της, τὸ χάλασμα τὸ φτωχικό, μὲ καλημέριζε γλυκὰ − γλυκά, ἄν ἦταν νιμένη, εἰδαλλιῶς, ἄν ἦταν ἄνιφτη, μὲ ρώταγε τὶ κάνω μοναχὰ − γιατὶ δὲν κάνει, κι εἶναι κακὸ ἄνιφτος κανεὶς νὰ λέει καλημέρα. Μοῦ 'παιρνε τὸ κανάτι, καὶ τὸ γιόμιζε ἀφράτο γάλα, ἀπ' τὰ μαστάρια τὰ χυμερὰ τῆς ἀσπρούλας της γιδούλας, ποὺ κεῖ δίπλα ἀπὸ ἕνα κλαδὶ ἀναχάραζε, μασώντας τὰ φύλλα του, ἀπομεινάδια τῆς νυχτιᾶς· ἀπὲ τῆς ἔδιδα τὰ λεφτὰ κι ἔφευγα τρεχάτος, κατέβαινα μὲ προσοχὴ τὴ μάντρα, ἀφοῦ πρῶτα φρόντιζα νὰ εἰπῶ τῆς Δήμαινας νὰ μοῦ δώσει τὸ κανάτι, σὰν ροβολήσω ἀπ' τὴν ἄλλη μεριά, καὶ μὲ δυὸ τότε δρασκελιὲς βρισκόμουνα στὸ σπίτι, χύνοντας στὸ δρόμο τὸ μισὸ ἀπ' τὴ βιασύνη μου γάλα, καὶ μὲ λαχτάρα καὶ λαχανιάζοντας ἀπὸ τὸ φόβο μου καὶ κεῖ ἔτρωγα τὴν κατσάδα μου ἀπὸ τὴ μητέρα, γιὰ τὸ μωρό μου κι ἄσκοπο ποὺ εἶχα φόβο σὰν πήγαινα στῆς Δήμαινας γιὰ γάλα, καὶ τὸ περισσότερο γιὰ τὸ χύσιμο τοῦ κανατιοῦ. Μιὰν αὐγινή, πρωΐ − πρωΐ, ἅρπαξα τὸ κανάτι ὅπως ἐσυνήθιζα καὶ πετάχτηκα ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τρέχοντας, ἔφτασα στὴ μάντρα τῆς Δήμαινας, τὴν ἀνέβηκα καὶ στάθηκα ἐκεῖ, βλέποντας μὲ περιέργεια ἕνα σαλίγκαρο ποὖχε σκαρφαλώσει ἀπάνου στὸν τοῖχο, στολισμένο τὸ καβούκι του μὲ μαργαριταρένιες σταλαγματιὲς πρωϊνῆς δροσιᾶς· τὸν ἔβλεπα ἀχόρταγα καὶ θάμαζα τὶς ἀργυρόχρωμες γραμμές, ποὺ χάραζε κι ἄφηνε στὸ διάβα του ἀπάνου στὸν τοῖχο, κι ἐκεῖ καρφωμένα τὰ μάτια φώναξα μὲ μεγάλη ἀφηρημάδα, ὄχι τ' ὄνομα ποὺ πάντα τῆς ἐφώναζα, ἀλλὰ ἔσκουξα δυνατά: − Ψωροδήμαινα!… Ἔ!… Ψωροδήμαινα!… Τὸ ξανάειπα δυναμώνοντας τὴ φωνή μου κἄνα − δυὸ φορές κι εἶχα τὸ νοῦ μου στὸ σαλίγκαρο. Ἡ Δήμαινα πρόβαλε στὸ κατώφλι τῆς πόρτας σκιαχτὰ − σκιαχτά, βγῆκε, στάθηκε στὴν κολώνα, ποὺ ἦταν στύλωμα ἀπόξω τοῦ ρείπιου της σπιτιοῦ, καὶ κοιτάζοντας κατὰ μένα εἶπε, μὲ παράπονο και μ' ἕνα γλυκόπικρο χαμόγελο, ὅμοιο μὲ κεῖνο ποὺ χαράζει στὰ μαραμένα χείλια τοῦ ἑτοιμοθανάτου στὸ ψυχομάχημά του: − Μπράβο… μπράβο!… καὶ γὼ δὲν τὄλπιζα… μπράβο σου!… Ἐγὼ εἶχα καταλάβει τώρα τὶ ἔκαμα ἀπάνου στὴν ἀφηρημάδα μου, πὼς τῆς φώναξα μὲ τὄνομα τῆς βρισιᾶς, τὸ παρατσούκλι της, κι ἀμέσως κρύφτηκα πίσω ἀπ' τὴ μάντρα, σὰν τὴν εἶδα νὰ προβάλει καὶ νὰ μοῦ μιλήσει ἔτσι, ὡς ποὺ σούρθηκα ζγουφτά, καὶ σούρτακα, σὰν φίδι, τάχα νὰ μὴ φαίνουμαι ἀπ' τὴ Δήμαινα, κι ἔφτασα στὸ σπίτι στὴ στιγμὴ καὶ εἶπα τῆς μητέρας μου, ὅτι δὲν εἶχε γάλα κείνη τὴν αὐγὴ τῆς Δήμαινας ἡ γίδα. Κι ἀπὸ τότε εἶχα πλιότερο φόβο ἅμα διάβαινα ἀπ' τὸ «ψωρόσπιτο», ἀπὸ τὸ φόβο ποὺ εἶχα κάθε φορὰ ποὺ πήγαινα γιὰ γάλα, κι εἶχα τρομάρα καὶ καρδιοχτύπι δυνατό, γιατὶ φοβόμουνα μὴ μὲ μαγέψει, καὶ κοίταζα νὰ φύγω τὸ ταχύτερο· καὶ τὴ λαχτάρα μου αὐτὴ δοκίμαζαν ὅλοι οἱ χωριανοί, ὄχι μόνο τὴ νύχτα, σὰν διάβαιναν ἀπὸ τὸ «ψωρόσπιτο» ἀλλὰ καὶ τὸ νταλαμεσήμερο, παραδὲ ἄν τύχαινε νὰ διαβαίνουν ἀπ' τὸ δρόμο ποὺ τραβοῦσε κατὰ τὸν κάμπο, δίπλα 'πὸ τὴ στενὴ αὐλούλα τοῦ μικροῦ σπιτιοῦ τῆς Δήμαινας· ἀριὰ καὶ ποῦ, ἔβλεπα ἀπ' τὸ παράθυρό μας νὰ περνοῦνε ἀπὸ τὸ δρόμο κεῖνον ἐργάτες χωριανοὶ γιὰ τὸν κάμπο· δὲν συχνοδιάβαιναν, γιατὶ ἔπαιρναν τὸν ἄλλο δρόμο, ἄν καὶ πιὸ μακρύτερο καὶ δυσκολοδιάβατο, τὸν προτιμοῦσαν, κι ἔτσι ἀπόφευγαν νὰ περνοῦν ἀπὸ τὸ «ψωρόσπιτο» τῆς Δήμαινας, τὸ μαγεμένο σπίτι· κι ἄν περνοῦσε καμιὰ φορὰ κανένας στρατολάτης, δουλευτάρης ἤ ἡμεροδουλιάρης τὴν κονταυγή, γιατὶ κοντήτερα τὸν ἔβγανε ἡ στράτα ἀπὸ κεῖ καὶ τοῦ βολοῦσε γρηγορότερα νὰ φτάσει, γιατὶ βιάζονταν, στὴ δουλειά του, μὲ τὰ ὕπουργα, τὸν ἔβλεπες σὰν ζύγωνε κοντὰ στὸ διάβα ποὖταν τὸ «ψωρόσπιτο» σιγὰ σιγὰ νὰ μουρμουρίζει κάτι ἀπὸ μέσα του, νὰ τὸ κοιτάζει σκιαχτερὰ καὶ φοβισμένα, καὶ βιάζοντας ἀναγκαστικὰ τὴν περπατησιά του, πάσχιζε γοργὰ νὰ διαβεῖ τὸ πέρασμα καὶ νὰ βρεθεῖ στὴν πέρα ράχη τὸ ταχύτερο καὶ πισωγυρίζοντας συχνά, νὰ κοιτάζει λαφιασμένος ἕνα γύρω καὶ λοξά, σὰν νὰ φοβότανε πὼς κάποιος ἀκλουθώντας, τὸν ἔπαιρνε ξωπίσω. Κι ἄν ἦταν ἀποβραδὶς νὰ τύχει νὰ διαβεῖ κανείς, λαχτάρα τότε πλιότερη τὸν ἔπιανε καὶ τὄκοβε στὰ τέσσερα, γιὰ νὰ ξεφύγει γλήγορα 'πὸ κεῖθε, ἀπ' τὸ μαγεμένο σπίτι, τὸ ρημαδιακὸ χάλασμα, τὸ μοναχό, ποὺ φαινόταν πώς μέσα του δὲ βρίσκεται ἄνθρωπος, καὶ δὲ μέλεβε ψυχή στ' ἀνήλιαγά του σωθικά, παρὰ μοναχὰ βολὲς − βολὲς ἔβλεπα ν' ἀνοίγει διάπλατη ἡ πόρτα του, νὰ βγαίνει στὴν αὐλὴ καὶ νὰ κάθεται στὸν ἥλιο καὶ νὰ λιάζεται ἕνας ἀστενιάρης, κιτρινόμαυρος, χωρὶς σάρκες, κοκκαλιάρης, σκέλεθρο σωστό, μὲ ζαρωμένο πετσὶ καὶ μουχλιασμένα μοῦτρα, μὲ μαλλιὰ μισοπεσμένα, μαδημένα, μαδημένα τσίνορα καὶ μάτια χλωμά, ζαρωμένα γύρω στὶς κόχες, θολά, βαθουλιασμένα, ξεψυχισμένος, μὲ καμπουριασμένη ράχη· μόλις σουρνόταν ὄξω στὴν αὐλὴ κουτσαίνοντας καὶ ἀκουμπώντας σὲ μιὰ μαγκούρα, σούρνοντας τὸ ἄσαρκο κορμί του καὶ ξεραγκιανό, χωμένο τὄνα πόδι στὸν τάφο, ζωντανὸς στὸν κάτου κόσμο ἀπὸ τώρα ὁ ἄμοιρος, συδιπλωμένος μ' ἕνα παλιοκούρελο, καθότανε σὲ μιὰ γωνιὰ ἀμίλητος, κουκουλωμένος ἀπὸ μελίσσι μυῖγες γύρω στὸ κεφάλι, καὶ στὸ σῶμα του, συφοριασμένος, περίμενε μέρα μὲ τὴν ἡμέρα τὸ χάρο νὰ πάει νὰ τὸν πάρει, γιὰ νὰ ξεγλυτώσει ἀπὸ τέτια σάπικη ζωὴ ἀλήθεια, τυραννισμένη καὶ βασανισμένη, δύστυχη, κι ἀπὸ ἀρρώστια ποὺ βύζαινε σὰν λάμια τοῦ παραμυθιοῦ τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς του καὶ τὸν πότιζε ὥς τὰ μελούδια τὸ φαρμάκι της. Τὰ σκοληταρούδια ἅμα περνοῦσαν ἀπόξω, σὰν γύριζαν ἀπ' τὸ σχολειὸ καὶ θωροῦσαν ἄξαφνα τὸ σωριασμένο κεῖνο σκέλεθρο νὰ κάθεται σγουμένος στὴν αὐλή του, τσακίζονταν ἀπ' τὴ φευγάλα τους, σὰν νἄβλεπαν βρυκόλακα ἀληθινό, ποιὸ νὰ πρωτοφύγει ἀπὸ κεῖ καὶ σκορπιζόνταν καὶ γίνονταν ἄφαντα, σὰν κότες ἅμα δοῦνε στὰ ψηλὰ τὶς μαῦρες κι ἄγριες τοῦ κόρακα φτεροῦγες, καὶ ἀκούσουνε τὸ φοβερὸ του κράξιμο, ψιθυρίζοντας πρῶτα τὄνα στ' ἀλλουνοῦ ταὐτὶ ψιψιφιστά: − Ὁ Ψωροδῆμος… ρέ… ὁ Ψωροδῆμος!… νάτος… νάτος!… Πολλὲς φορὲς κοντά του ἔπαιρνε στὰ πόδια του τὸ ἄμοιρο κορίτσι του, τὴν πεταλούδα αὐτὴ τὴν ἀξεπέταγη, μὲ κομένα τὰ φτερά της, πρόωρα, τὸ μαραμένο λουλουδάκι καὶ τὸ πατημένο ἄσπλαχνα ἀπὸ τῆς τύχης του τὴ χοντροπετσιασμένη φτέρνα, ντυμένο φτωχικά, γιομάτο λύγδες, λάδια, κουρελιάρικο, ἀξάγκλιγο, ξυπόλητο, στεγνό, χωρὶς κανένα χρῶμα, χωρὶς ὄνειρο, μὲ τὴν ἀστένεια ποτισμένο ὥς τὸ κόκκαλο, τὴ μόνη ποὖχε γιὰ κληρονομιὰ 'πὸ τὸν πατέρα του πρὶν βγεῖ ἀπὸ τῆς μάνας τὴν κοιλιὰ καὶ τὴν ἰδεῖ ὁ ἥλιος τῆς ζωῆς καὶ τοῦ φιλήσουν τὰ μαλλάκια οἱ ἀχτίδες του· ἕνα κομάτι σάρκα σάπικη κι αὐτή, φαρμακωμένη, μὲ μπλάβο αἷμα καὶ θολό, μούχλας γέννημα, ἀστένειας δόλιο πλάσμα. Δὲν ἔπαυε στοὺς δρόμους πάντα νὰ γυρίζει καὶ στὴν ἀγορά, στὰ σπίτια γύρω καὶ στὶς ἐκκλησιές, νὰ ζητιανεύει, διακονίζοντας, καὶ νὰ τὸ διώχνουν, νὰ τὸ βρίζουν τὰ παλιόπαιδα, καὶ νὰ τραβιῶνται ἀπὸ κοντὰ του καὶ νὰ φεύγουν μακρυά, σὰν λωβιασμένο νὰ τὸ θεωροῦν καὶ νὰ τὸ φτύνουν σὰν σιμά τους πέρναγε καμιὰ φορά, κι οἱ γρηὲς οἱ μουρμουρίστρες νὰ ξορκίζουνε στὸ διάβα του, νὰ φτύνουν τρεῖς φορές, στὸν κόρφο τους, ἅμα τὸ βλέπαν, νὰ ζαρώνουν πιὸ πολὺ τὰ μοῦτρα τους καὶ νὰ μουρμουρίζουν μὲς τὸ ρείπιο καὶ ξεκλειδωμένο, σπηλιασμένο στόμα τους: − Κληρονομιά, μαθές… κληρονομιά… τρομάρα του!… Πήγαινε ἀπελπισμένο στὶς νοικοκυρὲς λίγο ψωμάκι νὰ ζητήσει, καὶ κεῖ τοῦ κλείναν ἄκαρδα τὴν πόρτα τους, ἤ βάναν τὰ σκυλιά τους, καὶ τὸ βάβιζαν γιὰ νὰ φύγει ἀπὸ κεῖ τὸ γρηγορότερο, μὴ τύχει καὶ ἀφήσει τὸ κακόμοιρο στὴν σκάλα τους ἀρρώστια, ἤ καὶ στὴν αὐλή, ἤ στὸν ἀέρα π' ἀναπνέανε αὐτές. Ἔφευγε κι ἀπὸ κεῖ τὸ ἄτυχο μὲ πικραμένη τὴν καρδιά, καὶ τράβαγε κατὰ τὰ μαγαζιά, καὶ δῶ τὰ ἴδια πάλι πάθαινε, κι ἀκομη πιὸ χειρότερα. − Φεύγα 'πὸ δῶ, μαγάρα τοῦ χωριοῦ, σκουλίκι τοῦ διαβόλου… τοῦ φώναζαν οἱ μαγαζάτορες, σὰν θάρρευε ἐλεημοσύνη νὰ ζητήσει ἀπ' αὐτούς· κι ἀπελπισμένο τώρα, πονεμένο ἔφευγε καὶ γύριζε στοὺς δρόμους, στὸ κρύο καὶ μὲ τὴ βροχή, γυμνὸ καὶ πεινασμένο, φύλλο πεσμένο, ἀπ' τὸ κλαδὶ τοῦ δέντρου τῆς ζωῆς, παράωρα παρμένο σ' ἄγριο τοῦ βοριᾶ τῆς τύχης φύσημα· μῆλο ποὺ μέσα τοῦ βοσκάει καὶ τοῦ βυζαίνει τὸ σκουλίκι τὸ χυμό, καὶ κιτρινίζει ἄγουρα καὶ πέφτει κάτ' ἀπ' τὴ μηλιά, ἄκαιρα μαραμένο καὶ ἀγίνωτο, ἀπὸ ὄξω κάπως φαίνεται γερό, καὶ μέσα κούφιο, σάπικο. Κι ἡ μάνα του ἡ δύστυχη πολυβασανισμένη ξενοδούλευε, γιὰ νὰ μπορέσει νὰ βγάλει κάτι τι νὰ ζήσουν καὶ νὰ φᾶνε τὸ ξερὸ ψωμάκι τους, περνώντας ἔτσι τὴ ζωή τους τὴν κακή, γιομάτη δυστυχιὰ καὶ καταφρόνεση. Ἕνα βράδυ συντρόφευα τὸ μικρό μου ἀδελφό, σὰν μοὔλεγε νὰ τὸν κοιτάζω ὡσποὺ νὰ περάσει ἀπ' τὸ σκοτάδι καὶ νὰ σκαπετήσει, γιατὶ σκιάζονταν μονάχος νὰ πάει στὰ πέρα μαγαζιὰ γιὰ νὰ ψωνίσει· τὸν συντρόφεψα ὥς πάρα κάτου, καὶ κεῖ ποὺ γύριζα μονάχος στὸ σπίτι καὶ τρεχάτος, περισσότερο φοβιτσάρης ἀπὸ κεῖνον, ἔπεσε τὸ μάτι μου στὴ φράχτη τοῦ κήπου μας, καὶ κεῖ ἀπόδιπλα εἶδα δυὸ γυναῖκες νὰ στέκουν καὶ νὰ κρυφοκουβεντιάζουν· ὄξω ἀπὸ κοντά μου, εἶπα μέσα μου, καὶ σταυροκοπήθηκα, κι εἶπα νὰ λακήσω στὴν ἀρχή, μὰ ἔλα ποὺ ἡ περιέργειά μου ἔδιωξε τὸ φόβο κείνη τὴ στιγμὴ καὶ στάθηκα, γιατὶ μὲ γκάρδιωσε ἡ ἰδέα, ποὺ μοῦ φάνηκε πὼς ἄκουσα τὴ μιὰ φωνή, πὼς ἦταν τῆς μητέρας μου, ζύγωσα κοντὰ ζαγὰ−ζαγά, πατώντας στὰ νύχια καὶ μπουσουλώντας ἔφθασα χωρὶς νὰ μὲ καταλάβουν σὲ μιὰ θέση, ἀπὸ πίσω σ' ἕνα δέμα κλήματα, ἀπὸ δῶ μεριὰ τῆς μάντρας, κι ἀπὸ κεῖ ἄκουγα καλὰ καὶ καθαρὰ τὶ λέγανε· ἀγκρουμάστηκα, βαστώντας τὴν ἀναπνοή μου, καὶ διάκρινα τὴ φωνὴ τὴ μιὰ πὼς ἦταν τῆς μητέρας μου κι ἡ ἄλλη ἦταν τῆς Δήμαινας· φαίνεται κείνη τὴ βραδιὰ κάλεσε τὴ μητέρα μου κειδά, νὰ τῆς ξεμυστερευθεῖ καὶ ξεμολογηθεῖ, τὸ τί ἀποφάσισε νὰ κάμει, γιατὶ τὴ θεωροῦσε, ἔλεγε, τὴν καλλίτερη καὶ σπλαχνικώτερη γυναίκα τοῦ χωριοῦ, κι ἄκουσα νὰ τῆς λέει σιγὰ σὰν νἄκανε μυστήριο καὶ σὰν νἄλεγε τὴν προσευχή της μπρὸς σὲ κόνισμα: − Βαργκέστησα πλιὰ τέτια ζωὴ καὶ δὲ βαστῶ, θὰ πεθάνω ἄν κάτσω δῶ, καὶ γιὰ δαῦτο ἀποφάσισα νὰ φύγω, νὰ πάω ὅπου βρῶ, νὰ μπῶ δούλα, ἤ ὅ,τι μπορῶ νὰ κάνω γιὰ νὰ ψευτοπερνῶ, καὶ νὰ τρώγω τὸ ψωμί μου· ἐκεῖ μπορεῖ νὰ βρῶ καὶ γιατριά· ποιός ξέρει. Σὲ σένα, τὸ ξεμολογιέμαι, κυράτσα μου, γιατὶ σὲ γνώρισα καλόψυχη, καὶ σὲ παρακαλῶ, ποὺ νὰ χαρεῖς τὰ παιδάκια σου καὶ τὴν ψυχούλα σου, ὅσο εἶσαι δῶ, τὸ κακόμοιρο κεῖνο, ποὺ αὔριο μεθαύριο θὰ καταντήσει τρισάρφανο, νὰ τὸ βοηθᾶς, σ' ὅ,τι μπορεῖς, καὶ νὰ τοῦ δίνεις ὅ,τι σὲ φωτάει ὁ Θεὸς κι ἡ Παναγίτσα· κεῖνο, ἔννια σου, καὶ λίγο θὰ ζήσει ὕστερα ἀπὸ τὸν πατέρα του· θὰ τὸν ἀφήσω κι αὐτὸν στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν τύχη του· ἄν θέλουνε οἱ χωριανοὶ ἄς τὸν βοηθήσουνε, εἰδαλλιῶς, ἄς πεθάνει μιὰ ὥρα ἀρχήτερα νὰ γλυτώνει ἀπὸ τέτια ζωή. Τί τὴ θέλει; Κάλλιο νὰ τοῦ λείπει. Δὲ μπόρεσα ν' ἀκούσω ἄλλα πλιά, γιατὶ μοῦ φάνηκε πὼς δίπλα μου ἄκουσα ἀρβάλα καὶ σκιάχτηκα μὴν εἶναι τίποτα, κι ἔφυγα τρχάλα γιὰ τὸ σπίτι. Κι ὅσον καιρὸ μείναμε στὸ χωριό, ἀπ' τὴν ἡμέρα ποὺ φώναξα μ' ἀφηρημάδα καὶ χωρὶς νὰ θέλω τὴ Δήμαινα μὲ τ' ἄλλο της ὄνομα, τὸ παρατσούκλι της, συνηθισμένος ποὺ ἄκουγα ἔτσι νὰ τὴν λένε οἱ χωριανοί, δὲν ξαναπῆγα ν' ἀγοράσω γάλα ἄλλοτε, γιατὶ ντρεπόμουνα. Μὰ κι ἡ μητέρα μου δὲ μὲ ξανάστειλε πλιά, σὰν πίστεψε κι αὐτὴ στὰ μωρόλογα, ποὺ τῆς λέγαν οἱ γυναῖκες τοῦ χωριοῦ. … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … … Τὸ περασμένο καλοκαίρι εἶχα ἔλθει λίγες μέρες ἀπὸ τὸ χωριὸ ἀπάνω στὸ ἀνακάτωμα τότε τῆς Ἀθήνας, ποὺ ὅλη πέρα γιὰ πέρα ξεκουνιέται ἀπὸ μιὰ ἀσυνήθιστη ἀντάρα, καὶ νοικιάζεται καὶ ξενοικιάζεται, καὶ γίνεται κεῖνος ὁ χαλασμὸς καὶ ἡ ἄταχτη μετακόμιση τὴν πρώτη τοῦ Σεπτεμβρίου, μὲ τὰ τόσα γδυμνά της καὶ τὰ περίσσια ὄμορφά της ξεφαντώματα καὶ τὰ κινητὰ τοῦ κάρου πανώρια πανοράματά της, ἀληθινὸ νταβατούρι ζαλιστικό, ποὺ μιὰ ὀχλοβοὴ διασκεδαστικὴ ἀκοῦς ν' ἀνταριάζει ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη τὴν Ἀθήνα, τὴν ἀτάραχη καὶ σιγαλή, ποὺ δὲ μοιάζει καθόλου μὲ τὶς ἄλλες τοῦ κόσμου πρωτεύουσες τὶς πολυτάραχες, ὅμοια μὲ τὴ σεμνὴ κοπελούδα, ποὺ ξέρει τὴν ὀμορφιά της τὴ θαμπωτικὴ καὶ καμώνεται, κρύβοντας τάχα τὴν περιφάνειά της, μέσα σὲ παντοτινὴ ποὺ κρατάει σιωπή. Μὲ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ συντυχαίνει νὰ συμμαζεύουνται ἀπ' ὅλη τὴν Ἑλλάδα καὶ οἱ φοιτηταὶ στὴν Ἀθήνα, καὶ βάνουν κι αὐτοὶ τὴν καλλίτερη καὶ ζωηρότερη εἰκόνα στὴν ἀνακατοσούρα της, καὶ τὴ φαιδρύνουν, καὶ τῆς δίνουν πλιότερη ζωὴ καὶ κίνηση, γυρίζοντας κι αὐτοὶ παρέες − παρέες τοὺς δρόμους γιὰ δωμάτια μὲ γέλια, μὲ ἀστεῖα, μὲ χαριεντισμοὺς μὲ τὶς σπιτονοικοκυρὲς καὶ νοικατόρισσες, ὡς ποὺ νὰ πιάσουν κάμαρη νὰ κάτσουν, γιὰ ν' ἀρχίσει ἡ ζωή τους ἡ φοιτητική. Τότε καὶ γὼ μὲ τὸ πέσιμο τῶν φοιτητῶν, σὰν τὰ ὀρτύκια στὴν Ἀθήνα, καὶ μὲ τὸ ἀνακάτωμά της εἶχα ἔλθει κι ἔπιασα δωμάτιο καὶ παρακάλεσα ἕνα φίλο μου, παλιό μου στὸ χωριὸ συμμαθητὴ καὶ τώρα συμφοιτητή μου, ἄν ἔχει καμιὰ πλύστρα καθαρή, νὰ μοῦ τὴ στείλει καὶ μοῦ τὴ συστήσει γιὰ νὰ τῆς δώσω τὰ ροῦχα μου νὰ μοῦ τὰ πλύνει. Ὅπου μία μέρα καθόμουνα στὸ τραπέζι μου καὶ διάβαζα κι ἀκούω χτύπημα στὴν πόρτα μου· σηκώνουμαι, ἀνοίγω, καὶ νά σου ὁ φίλος μου παρουσιάζεται μὲ μιὰ γυναίκα μαζί, γελώντας πονηρὰ σὰν μὲ χαιρέτισε, καὶ μοῦ τὴ σύστησε γιὰ πλύστρα κι εἶπε πὼς εἶναι καθαρὴ καὶ ταχτική, μαζὶ δὲ καὶ πατριώτισσα. Μὰ ἡ γυναίκα αὐτὴ ἐμὲ μοῦ ἤτανε γνώριμη· τὴν κοίταζα καλὰ μὲ περιέργεια, κι εἶδα πὼς καὶ κείνη ἔκανε τὸ ἴδιο· μὰ ὁ φίλος μου, ὁ πονηρὸς καὶ γελατζής, κατάλαβε τὶ τρέχει, καὶ δὲ μᾶς ἄφησε νὰ τηραζόμαστε ἔτσι περισσότερο, παρὰ ἔκοψε τὴ σιωπή, λέγοντας σ' αὐτὴ καὶ χαμογελώντας πονηρὰ ἀπὸ κάτου ἀπὸ τὸ μουστάκι του, ποὺ τώρα ἦταν μὲς στὸ χνοῦδι του: − Τὸν θυμᾶσαι, τὸν κύριο, Βγενιώ; − Μὰ σὰν κάπου νὰ τὸν ἔχω ἰδεῖ, μοῦ φαίνεται, εἶπε κείνη κουνώντας τὸ κεφάλι μὲ κάποια ἀπορία φανερή. Καὶ γὼ σὰν νὰ βγῆκα μέσα ἀπὸ βάσανο φριχτό, σὰν νὰ ἀνάσανα ἐλευθερωμένος ἀπὸ βαριὸ καὶ βαθιὸ καταφύγιασμα, ἀνατινάχτηκα ὁλόβολος, ἅμα ἄκουσα τ' ὄνομά της, κι ἀφοῦ πέρασαν στὴ στιγμὴ σὰν λάμψες ἀστραπῆς ἀπὸ τὸ νοῦ μου τόσες θύμησες, ποὺ ἀνακατώθηκαν καὶ ξεθάφτηκαν ἀπὸ τὸν τάφο τῆς λησμονιᾶς. − Ἄ!… εἶπα μουρμουριστά, ναί, καλὰ λές… τώρα θυμήθηκα… ἡ Βγενική, προσπαθώντας νὰ συμμαζώξω καλὰ τὸ θυμητικό μου. Καὶ κεῖνος ζυγώνοντας τώρα κοντά μου ἔσκυψε καὶ μοῦ ψιθύρισε στ' αὐτὶ σιγά, σιγά, γιὰ νὰ μὴν ἀκουσθεῖ: − Δὲ θυμᾶσαι, ἀδερφέ, τὴν Ψωροδήμαινα στὸ χωριό, τὴ γειτόνισσά σου; Κουνήθηκα τότε ἀπ' τὴ θέση μου, μουρμούρισα κάτι στὸ στόμα, τὴν κοίταξα κείνη μ' ἀνοιχτὸ τὸ στόμα ἀπ' τὸ κεφάλι ὥς τὰ πόδια καλά, − καλά, καὶ μίλησα ὕστερα ἄλλα ἄσχετα μὲ τὸ φίλο μου, γιὰ ν' ἀλλάξει ἡ κουβέντα καὶ πέσαμε στὰ δικά μας, ὡσπού, ἀφοῦ εἴπαμε κάμποσα, μᾶς ἀποχαιρέτισε σὲ λίγο καὶ γελώντας πάντα πονηρά, ἔφυγε. Κουβεντιάσαμε ἔπειτα πολλὰ μὲ τὴ Βγενιώ, σὰν καλοθυμήθηκε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ καλογνωριστήκαμε. Τὴ ρώτησα πῶς τὰ περνάει στὴν Ἀθήνα, ἄν ζεῖ καλλίτερα ἀπὸ τὸ χωριό, κι ἄν θυμᾶται καὶ τὸ χωριό, καμιὰ φορά· κείνη στὸ ἄκουσμα τοῦ χωριοῦ καὶ στὸ ρώτημά μου ποὺ τῆς ἔκανα, ἄν ζεῖ ὁ ἄντρα της καὶ τὸ κορίτσι της ἀκόμα, καὶ τί κάνουνε, ἀναστέναξε βαριὰ καὶ μοῦ εἶπε, μὲ κάπως ξευγενισμένο τώρα καὶ λυπητερὸ τόνο στὴν κουβέντα της, σὰν γυναίκα ποὺ ζεῖ στὴν Ἀθήνα πλιά: − Τί λέτε, καλέ; τώρα εἶναι τόσα χρόνια, ποὺ πέθανε ὁ μακαρίτης· δὲν πέρασε χρόνος τόμου ἔφυγα, κι ἔμαθα τὸ κακὸ μαντάτο· ὁ Θεὸς νὰ τὸν συχωρέσει, γλύτωσε ἀπ' τὰ βάσανα· μονάχα κεῖνο τὸ κακομοιριασμένο πλάσμα ἔζησε λίγο ὕστερα ἀπὸ τὸν πατέρα του, καὶ πρόπερσυ ἔμαθα πὼς τὄβραν σένα δρόμο κοκκαλωμένο τὸ κακόμοιρο. Ἐδῶ κόμπιασε λίγο ἡ Βγενιώ, γιατὶ τὴν ξέκοψαν τὰ κλάϊματα, κι ἕνα ξερὸ καὶ θολό, σὰν σταλαγματιὰ βροχῆς χοντρή, κύλησε ἀπ' τὰ μάτια της, δάκρυο, κι ἔπεσε στὴν μποδιά της, καὶ τώρα σώπησε, γέρνοντας δίπλα καὶ κατὰ κάτω λυπημένη τὸ κεφάλι της, στάθηκε γιὰ λίγο ἀμίλητη, γιατὶ δὲν τὴν ἄφηναν οἱ λυγμοί, κι ἀπὲ ἄρχισε ξανὰ τώρα, μὲ παράπονο κατάπικρο στὴ φωνή της τὴν κομένη: − «Ἐγὼ δὲν ἤμουνα, παιδί μου, ἡ καλλίτερη νοικοκυροπούλα τοῦ χωριοῦ, ποὺ εἶχα τοὺς χρυσοὺς γονιούς, καὶ μὲ ζηλεύαν ὅλες οἱ κοπέλλες τοῦ χωριοῦ; Ἐγὼ δὲν ἤμουνα κείνη, ποὺ μοὔλεγαν, πὼς ἡ τύχη μου εἶναι μεγάλη καὶ δὲν ἔχει ἄκρη, καὶ τὸ ριζικό μου τὸ ὑφαίναν καλομοῖρες νύχτα καὶ μέρα; καὶ τώρα ἰδὲς πῶς ἐκατάντησα δῶ στὴν Ἀθήνα, νὰ ζῶ ζωὴ στερεμένη, νὰ ξενοπλένω τὸν ἕναν καὶ τὸν ἄλλονε, νὰ τυραννιέμαι μοναχή, χωρὶς καμιὰ βοήθεια, χωρὶς στήριγμα 'πὸ πουθενά, καὶ αὐτὰ ὅλα γιατὶ ἤμουνα ἄτυχη καὶ πῆρα ἄντρα τέτιον, κακομοιριασμένον καὶ λωβιάρη· ἀλλὰ τί μοῦ φταίει καὶ κεῖνος ὁ μακαρίτης; τί μοὔκανε; γιατί ἡ τύχη μου τὄχε γραφτό, φταίει κεῖνος; Καὶ δῶ δὲ μποροῦσε νὰ κρατηθεῖ, τὴν πῆραν πάλι τὰ δάκρυα, καὶ σώπησε, γέρνοντας δίπλα καὶ κατὰ κάτω, λυπημένη, τὸ κεφάλι της. Ἐγὼ ἀκούμπησα τοὺς ἀγκῶνες μου στὸ τραπέζι, ἔπιασα μὲ τὰ δυό μου χέρια τὸ κεφάλι μου, ἔκλεισα τὰ μάτια μου, κι ἄφησα τὴ φαντασία μου καὶ φτερούγισε γοργὰ στὰ περασμένα, στὸν καιρὸ κεῖνο τῆς ζωῆς μου τοῦ χωριοῦ, κι ἔβλεπα ὅλα νὰ διαβαίνουν ἀτόφια κι ὅπως τἄφησα ἀπὸ μπρός μου, τὄνα μὲ τἄλλο συγκρατητά, τὸ μικρό μας σκολειό, τὰ συμμαθητούδια μου, τοὺς φίλους μου, τὸ δάσκαλό μας μὲ τὸ μακρυό του κομπολόϊ τὰ μαλλιά του καὶ τὴ λυγδωμένη σκούφια στὸ κεφάλι του τὸ φαλακρό, τὸ σπίτι μας, τὸν κῆπο μας, τὰ παιγνίδια μου, τὴ βρύση μὲ τὸν πλάτανο τὸν πανώριο, ποὺ τὴ σκέπαζε μὲ στοργὴ ἀπὸ κάτου στοὺς παχιούς του κλάδους καὶ τὴν πλάκωνε μὲ τὸν ἥσκιο του, καὶ ποὺ τὸν κορμό του μεῖς τὰ παιδὰ πιανόμαστε πέντε ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τότε τὸν ἀγκαλιάζαμε. Ἔπειτα τὸ σπίτι, τὸ ψωρόσπιτο τῆς Δήμαινας, ποὺ τόσο μ' εἶχε τρομάξει τότε καὶ μοὖχε γιομάτη τὴν παιδιακίσια μου φαντασία ἀπὸ φόβους, λάμιες καὶ βρυκόλακες· φανταζόμουνα ὕστερα τὸν Ψωροδῆμο, καὶ ἔβλεπα τὸ τέλος του τοῦ ἄμοιρου τὸ σπαραχτικό, τὸν ἔβλεπα μέσα στὸ σκοτεινὸ κι ἀνήλιαστο σπιτάκι, ξαπλωμένον καὶ χωσμένον μέσα στὰ βρωμόρουχά του, λὲς κι ἦταν μουχλιασμένος νὰ παραδέρνει καὶ νἀγκομαχάει στοῦ χάρου τὰ δόντια καταμόναχος, νἀνοιγοκλεῖ τὰ μάτια καὶ τὸ στόμα του, κολλημένος ἕνα σῶμα μὲ τὸ στρῶμα τὸ κομματιασμένο, μὲ τὰ μάτια κομένα, στραβά, γουβωμένα. Ἔβλεπα καὶ τὸ μικρό του τὸ κοριτσάκι του, παράλυτο τώρα, ξεσκλειδιασμένο, ρουφηγμένο ἀπ' τὴν ἀρρώστια τοῦ κορμιοῦ του, στεγνωμένα τὰ μαγουλάκια του, πεταμένα κατὰ ὄξω τὰ κοκκαλάκια του ἀπὸ τὴν ἀχάμνια, νὰ γέρνει τὸ κεφαλάκι του καὶ νὰ κοίτεται δίπλα στὸν πατέρα του, νὰ τὸν κοιτάζει μὲ παράπονο στὸ πρόσωπο, σὰν νὰ τὸν γύρευε ψυχή, χωρὶς ἐλπίδα καὶ οἱ δυὸ ζωῆς, χωρὶς καμιὰ βοήθεια, χωρὶς εὐσπλαχνία ἀνθρώπου, μὲ τὴν ἴδια καὶ οἱ δυὸ ἀδυναμία, ξεψυχισμένοι, ἀπελπισμένοι, στὰ χείλια τοῦ τάφου βρίσκονταν, καταδικασμένοι ἄκαρδα καὶ ἄσπλαχνα νὰ ψοφήσουν σὰν σκυλιὰ περιφρονημένοι ἀπ' τοὺς ἀνθρώπους γιὰ μιὰ κουτὴ ἰδέα, γιὰ μιὰ πρόληψη, γέννημα εἴτε μιᾶς ξεκουτιασμένης γρηᾶς, εἴτε καμιανοῦ ἄμαθου κουτάνθρωπου. Ἐκεῖ, κρατώντας τὸ κεφάλι μου, σκεφτόμουνα καὶ φανταζόμουνα αὐτά, ὅπου στὴν ὥρα αὐτὴ ἀπάνου, χωρὶς νὰ πάρω εἴδηση γώ, ἡ Βγενιὼ εἶχε μαζεμένα τὰ ροῦχα, καὶ τἆχε μπόγο καμωμένα, καὶ μὲ χαιρέταγε τώρα γιὰ νὰ φύγει, σκουντώντας με πρῶτα γιὰ νὰ τὴν ἰδῶ, κι ἀπάνου στὴν ἀφηρημάδα μου αὐτὴ καὶ ξεσυλλοϊσιά μου, χωμένος ὅλος στὰ περασμένα καὶ ξεχασμένα, ξέρω καὶ γὼ πῶς, τῆς μίλησα, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω καὶ χωρὶς νὰ θέλω, σὰν ν' ἀναγκαζόμουνα ἀπὸ κάποια δύναμη ἄφαντη, μουρμούρισα μηχανικά, σὰν καταφυγιασμένος: − Στὸ καλό, Ψωροδήμαινα… στὸ καλό!… Σὲ μιὰ στιγμὴ π' ἀνανοήθηκα, εἶδα τὸ μπόγο χάμου, τὴν πόρτα διάπλατα τεντωμένη, καὶ τὴ Βγενιὼ φευγάτη· τρέχω τὴν προκάνω στὴν σκάλα, της φωνάζω, τὴ ρωτῶ γιατὶ φεύγει ἔτσι καὶ δὲν παίρνει κοντά της καὶ τὰ ροῦχα, καὶ κείνη πισωγυρίζοντας καὶ κοιτάζοντας κατὰ μένα, μὲ παράπονο καὶ μ' ἕνα πικρόγλυκο χαμόγελο, ὅμοιο μὲ κεῖνο ποὺ χαράζει στὰ μαραμένα χείλια τοῦ ἑτοιμοθάνατου στὸ ψυχομάχημά του: − Μπράβο σου.. μπράβο!… καὶ γὼ δὲν τὤλπιζα… μπράβο σου!… Κι ἔφυγε. Οὔτε ποὺ τὴν ξανάειδα πλιά. |
Σπ. Πασαγιάννης, Άπαντα (Ενότητα: Διηγήματα 1894−1909), επιμ. Γ. Βαλέτας, Αθήνα, Πηγή, 1965, σ.σ. 231−241