Ἦταν ὡραῖες ᾑ στιγμὲς ἐκεῖνες,
ἡ ζήλεια, τὰ παράπονα, ἡ ὀργή.
Γιατὶ ἦτον ἔρωτος μεγάλου ἀντάρα,
ἦτον ὀδύνης ἀπελπιστικὴ κραυγή.
Κ' ἐτρέμανε τὰ λόγια μου στὰ χείλη,
κ' ἔτρεμε μέσ' στὸ στῆθος ἡ καρδιά,
ὡς τρέμει στοὺς ἀγροὺς τὸ στάχι,
ὅταν τὸ ζώνει λαίμαργη φωτιά.
Καὶ σὺ στεκόσουν ἀπαθὴς ἐμπρὸς μου,
καὶ μ' ἄκουες μὲ μιὰ ἀνήκουστη ἀπονιά,
ἀναίσθητη, σὰν ἄγαλμα μαρμάρου.
Οὔτε ματιὰ παρήγορη οὔτε λέξι μιά.
Καὶ σ' ἀποθέων' ἡ ἀγάπη ἐκείνη,
καὶ σ' ἔβλεπα στὸν πύρινό της οὐρανό,
ὑπέροχη καὶ ἀπρόσιτη καὶ ὡραία,
τὸ πλάσμα ἐσὲ τὸ ταπεινό.
Ὅ ἔρως πλέον ἔσβυσεν ἀπ' τὴν καρδιά μου,
ποῦ τὴν ἐπλούτιζε μὲ τὴν ἁγία του πνοή,
μ' αἴσθημ' αὐταπαρνήσεως, θυσίας.
Ἐζοῦσα, σὰν μιὰν ὑπεράνθρωπη ζωή.
Ὁ ἔρως πλέον ἔσβυσεν. Ἔχει στειρέψει
ὁ πλούσιος καὶ ζωογόνος ποταμός.
Εἶμαι κοινὸς θνητός. Μὲ τρέφουν τώρα
ἔννοιες μικρὲς καὶ ταπεινὲς κ' ἐγωϊσμός.
Τί θέλεις τώρα; ἐπέρασεν ἡ τρικυμία
ποῦ ἐστέναζε παραπονετικά,
καὶ σὰν ἀγάπης ὑπερτάτης ἁρμονία
σ' ἔθελγε, σ' ἐνανούριζε γλυκά.
Σ' ἐθέρμαινε τοῦ ἔρωτός μου ἡ φλόγα,
καὶ τώρα νοιώθεις στὴν καρδιά σου παγωνιά.
Τώρα θυμᾶσαι καὶ πονεῖς κι' ἀναστενάζεις
στὴν ἐγκατάλειψί σου καὶ στὴν ἐρημιά.