Πέτα, ψυχή μου, πέτα!
τὴν γῆν ἀποχαιρέτα.
Μὴ τρέμῃς, μὴ σκιασθῇς,
Σ' αἰώνιο σκοτάδι,
σ' ἀνυπαρξίας ᾌδη
δὲν θενὰ βυθισθῇς.
Οὔτε σὲ σφαῖρες ξένες,
ἔρημες, νεκρωμένες,
δὲν θενὰ πλανηθῇς.
Ψυχή μου, μὴ δειλιάζῃς.
Σύ, ποὺ σὲ μιὰ στιγμὴ
τὸ Σύμπαν ἀγκαλιάζεις
καὶ τολμηρὴ στὸ θεῖο
βαθύνεις μεγαλεῖο,
δὲν πλάσθηκες θνητή.
Ἄνοιξε τὸ φτερό σου
τ' ἄϋλο κι' ἀνυψώσου
ἐλεύθερη, γοργή,
φαιδρή, σὰν ἥλιου ἀχτίδα,
στὴν πρώτη σου πατρίδα,
στὴ θεία σου πηγή.
Ἐκεῖ τὰ ὀνείρατά σου,
ἐκεῖ τὰ ἰνδάλματά σου
θὰ σὲ προϋπαντήσουν.
Θ' ἁπλώσουνε τὰ χέρια
κι' ἀνάμεσ' ἀπ' τ' ἀστέρια
θὰ σὲ καθοδηγήσουν.
Χαρούμενη ἀνυψώσου.
Ἐκεῖ θὰ λάμψη ἐμπρός σου
μ' ἀφάνταστη μαγεία
ὅ,τι στὴ γῆ ποθοῦσες,
κ' ἐμάντευες, ζητοῦσες
μέσ' στὴ Δημιουργία.