Ιστοριες της Ελληνικής γλώσσας 

Κοπιδάκης, Μ., επιμ. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. 

Μάρω Κακριδή- Φερράρι 

Χατζηιωάννου Ε. Α.: ΤΑ ΝΕΑ, 27/09/1999

Μνημειακή έκδοση του Ελληνικού Λογοτεχνικού Ιστορικού Αρχείου: Η πρώτη ολοκληρωμένη ιστορία της ελληνικής γλώσσας

Ένα μνημειακό έργο, ένα βιβλίο που για πρώτη φορά καταγράφει τη διαχρονική ιστορία της ελληνικής γλώσσας από τους προϊστορικούς χρόνους έως τις μέρες μας, ένας όμορφος και εύχρηστος τόμος που φιλοδοξεί να κεντρίσει το ενδιαφέρον ευρύτατου κοινού για τη γλώσσα του, είναι η «Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας».

Η έκδοση του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου πρόκειται να κυκλοφορήσει σε μία εβδομάδα είναι ένα σοβαρό επιστημονικό βιβλίο, που έχει τη χάρη του πολύ γοητευτικού και ευανάγνωστου. Απευθυνόμενο στο ευρύ κοινό, δεν βάζει τον αναγνώστη του στη σχολαστικότητα μιας μελέτης, αλλά στην παρακολούθηση μιας περιπέτειας, όπου η ελληνική γλώσσα διασχίζει τον χρόνο με μιαν αέναη κίνηση και μέσα από διαρκείς, ανεπαίσθητες και αισθητές αλλαγές.

Η συγγραφή του διήρκεσε επτά χρόνια και έγινε από 66 επιστήμονες, από την Ελλάδα και το εξωτερικό, αυθεντίες στα πεδία της γλωσσολογίας, επιγραφολογίας, αρχαιολογίας, κλασικής φιλολογίας, βυζαντινολογίας, νεοελληνικής φιλολογίας, κοινωνιολογίας, ιστορίας, λογοτεχνίας κ.λπ.

Η προετοιμασία, ο σχεδιασμός, η επιλογή των συνεργατών και η γενική επιμέλεια του βιβλίου ανετέθη από το Ε.Λ.Ι.Α. στον κλασικό φιλόλογο Μιχάλη Ζ. Κοπιδάκη, καθηγητή τότε του φιλολογικού τμήματος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τώρα του τμήματος Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Η «Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας» διαιρείται σε 160 κεφάλαια, τα οποία καλύπτουν συνοπτικά πέντε μεγάλες ιστορικές ενότητες και συνοδεύονται από εισαγωγικά κείμενα γραμμένα από ειδικούς της κάθε περιόδου: Αρχαιότητα (Μ. Ζ. Κοπιδάκης), Ελληνιστική Κοινή (Μ. Ζ. Κοπιδάκης), Βυζάντιο (Ε. Γλύκατζη-Αρβελέρ), Μετά την Άλωση (Χ. Π. Συμεωνίδης) και Νεώτερη Εποχή (Peter Mackridge).

Στις εισαγωγές επισημαίνονται τα κύρια γνωρίσματα της αντίστοιχης περιόδου. Το καθένα από τα 160 κεφάλαια περιλαμβάνει το δοκίμιο, παραθέματα κειμένων και εικονογράφηση. Δημοσιεύονται πάνω από 500 έγχρωμες φωτογραφίες, οι οποίες προέρχονται από επιστημονικά κέντρα και μουσεία. Στο κάθε δοκίμιο σκιαγραφείται ένα φαινόμενο μείζονος σημασίας για την εξωτερική ή την εσωτερική εξέλιξη της γλώσσας, εξετάζοντας τα αίτια που το δημιούργησαν.

Πρόκειται για ένα καλαίσθητο λεύκωμα το οποίο θα πωλείται στα βιβλιοπωλεία με την τιμή του κόστους του: 20.000 δρχ. το απλό και 25.000 δρχ. το πανόδετο, μια κοινωνική προσφορά στον Έλληνα. Επίσης μπορεί να αποκτηθεί μέσω των πιστωτικών καρτών.

Τον Δεκέμβριο προγραμματίζεται η επίσημη παρουσίαση του βιβλίου, με μια λαμπρή τελετή.

Η ταυτότητα

«Ιστορία της Ελληνικής γλώσσας»

Επιστημονική επιμέλεια: Μ. Ζ. Κοπιδάκης, Συντονισμός έκδοσης: Στέση Αθήνη, Καλλιτεχνική επιμέλεια: Εύα Σταμάτη, Σύμβουλος έκδοσης: Μανόλης Σαββίδης, Χορηγοί: Ίδρυμα Ι. Φ. Κωστόπουλου, Όμιλος Επιχειρήσεων Μαρινόπουλου.

Οι συγγραφείς του τόμου (αλφαβητικά):

Αθήνη Στέση, Αλισανδράτος Γιώργος, Αναστασιάδη-Συμεωνίδη Άννα, Βαγενάς Νάσος, Βελουδής Γιώργος, Γεωργούδης Ντίνος, Γιανναράς Χρήστος, Γλύκατζη-Αρβελέρ Ελένη, Δαλαβέρα Ιωάννα, Δασκαλόπουλος Δημήτρης, Δετοράκης Θεοχάρης, Δημαράς Αλέξης, Ζαχαριάδου Ελισάβετ Α., Ζώρας Γεράσιμος Γ., Ιακώβ Δανιήλ, Καζάζης Ι. Ν., Καλιόρης Γιάννης, Κακριδής Φάνης Ι., Καραντζόλα Ελένη, Καστρινάκη Αγγέλα, Κατσαρός Βασίλης, Κεχαγιόγλου Γιώργος, Κιτρομηλίδης Πασχάλης Μ., Κοκόλης Ξ. Α., Κοντογιάννης Απόστολος, Κοντοσόπουλος Νικόλαος, Κοπιδάκης Μ. Ζ., Κοτζάμπαση Σοφία, Κρεμύδη-Σισιλιάνου Σοφία, Λασκαράτου Χρυσούλα, Mackridge Peter, Μαργαρίτη-Ρόγκα Μαριάννα, Μαρκόπουλος Αθανάσιος, Μαστροδημήτρης Π. Δ., Μήλλας Ηρακλής, Μπαμπινιώτης Γεώργιος, Μπουκάλας Παντελής, Μπρούμα Γεωργία, Μώρος Γιώργος Ε., Παναγιωτάκης Νικόλαος Μ., Παπαγγελής Θεόδωρος, Παπουτσάκης Μανόλης, Παρχαρίδου Μαγδαληνή, Πατρινέλης Χρίστος Γ., Πετροπούλου Ιωάννα, Πεχλιβάνος Μίλτος, Ρεγκάκος Αντώνης, Ρανιώτη Σίλια, Σαρίκας Ζήσης, Σαββίδης Γ. Π., Σαββίδης Μανόλης, Σιστάκου Εβίνα, Σταμπουλή Ευαγγελία, Στεφανόπουλος Θ. Κ., Συμεωνίδης Χαράλαμπος Π., Τικτοπούλου Κατερίνα, Τσαντσάνογλου Κυριάκος, Τσιτσικλή Δήμητρα, Τσουκαλάς Κωνσταντίνος, Φιλάρετος Θεόδωρος, Φιλιππάκη-Warburton Ειρήνη, Χαλιάσου Άννα, Χαραλαμπάκης Χριστόφορος, Χατζητάκη-Καψωμένου Χρυσούλα, Χριστίδης Α.-Φ., Χριστοδούλου Γεώργιος Α.

Το χρονικό της εκδοσης

Ο πρόεδρος του ΕΛΙΑ Μάνος Χαριτάτος και ο αντιπρόεδρος Γιώργος Παμπούκης στο προλογικό τους σημείωμα αναφέρονται στην ιδέα και στην απόφαση αυτής της έκδοσης.

«Από χρόνια το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο είχε επισημάνει ένα πρόβλημα που αποτελεί τροχοπέδη στην πολιτιστική μας ανάπτυξη: την καχεξία των εκδοτικών προγραμμάτων που αφορούν στην εκλαΐκευση της επιστήμης και στη διδασκαλία. Κατά τη γνώμη μας το πιο επείγον ζητούμενο ήταν η συγγραφή μιας ιστορίας της ελληνικής γλώσσας που θα απευθυνόταν στο ευρύ αναγνωστικό κοινό. Το ΕΛΙΑ ανέλαβε την πρωτοβουλία να διερευνήσει τις επιστημονικές και οικονομικές δυνατότητες, για την εκπόνηση αυτού του έργου, το οποίο δεν θα μπορούσε να είναι παρά συλλογικό».

Ωστόσο το ΕΛΙΑ δεν έχει σταθερή χρηματοδότηση. Μη κερδοσκοπικό σωματείο, που έχει σκοπό του τη διαφύλαξη και αξιοποίηση κάθε εντύπου ή χειρογράφου σχετικού με την ιστορική εξέλιξη και πνευματική ανάπτυξη της Νεώτερης Ελλάδας, στηρίζεται στην οικονομική ενίσχυση που του παρέχουν μέλη, φίλοι, ιδιώτες και ιδρύματα.

«Την άνοιξη του 1992 ανακοινώσαμε την πρόθεσή μας στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος Ι. Φ. Κωστόπουλου και ζητήσαμε την αρωγή του για το εγχείρημα. Το Ίδρυμα απεδέχθη εκθύμως την πρότασή μας και με τον ίδιο ενθουσιασμό έγινε δεκτή παράλληλη πρόταση προς τον Όμιλο Επιχειρήσεων Μαρινόπουλου, να συμπράξει και αυτός ως συγχορηγός στην προσπάθεια».

Για το στάδιο προετοιμασίας, τους χειρισμούς και τους στόχους αυτής της απόπειρας σημειώνεται:

«Το στάδιο της προετοιμασίας και της λήψης των αποφάσεων που θα προσδιόριζαν τη μορφή, την έκταση και το περιεχόμενο του βιβλίου υπήρξε μακρύ και επίπονο. Ό,τι όμως συμφωνήθηκε ανάμεσα στον επιμελητή της έκδοσης κλασικό φιλόλογο Μ. Ζ. Κοπιδάκη και το ΕΛΙΑ τηρήθηκε κατά γράμμα.

Στόχος ήταν η συγγραφή ενός βιβλίου που δεν θα ήταν λεπτομερειακό και βλοσυρό, αλλά ευσύνοπτο και ελκυστικό. Οι συνεργάτες που επιλέχθηκαν με κριτήριο την επιστημονική τους επάρκεια και την ικανότητά τους να πραγματεύονται μεγάλα και περίπλοκα θέματα με τρόπο απλό και κατανοητό, όφειλαν να συμμορφωθούν, κατά το δυνατόν, στις τεχνικές προδιαγραφές του έργου, διατηρώντας φυσικά πλήρη ελευθερία στην διατύπωση των επιστημονικών τους απόψεων. Ακόμη και στο υφολογικό επίπεδο, αντί της ομοιομορφίας που θα επέβαλλαν οι επεμβάσεις του επιμελητή, προκρίθηκε η πολυφωνία».

Έτοιμο, λοιπόν, το βιβλίο να κυκλοφορήσει, συνοδεύεται από τις ευχαριστίες προς όλους όσοι συνετέλεσαν στην ολοκλήρωση ενός έργου χρήσιμου, απαραίτητου, ευσύνοπτου, με το γράμμα και το πνεύμα μιας γλώσσας, της ελληνικής, η οποία «ανέκαθεν υπήρξε υπερεκχειλής, ατάσθαλος, ανυπότακτος και διαιμονιώσα». Κλείνοντας το προλογικό τους σημείωμα ο πρόεδρος και ο αντιπρόεδρος του Δ.Σ. του ΕΛΙΑ ελπίζουν ότι το επίτομο της «Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας» με την προσήλωσή του στην αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας, την κριτική του νηφαλιότητα, τη δομή του, που επιτρέπει μελλοντικές προσθήκες και αναθεωρήσεις, αλλά και τον εικαστικό του πλούτο, θα κερδίσει τη συμπάθεια του λεγόμενου «γενικού αναγνώστη».

Αρχαιότητα, Αλεξανδρινοί χρόνοι, Βυζάντιο, μεταβυζαντινή περίοδος και Νεοελληνική εξέλιξη εώς τα δάνεια από τις ξένες γλώσσες

Από την προϊστορική επικοινωνία στη γλώσσα των μίντια


Η ιστορία της ελληνικής γλώσσας ακολουθεί την πορεία του Ελληνισμού. Και γι' αυτό στην ιστορία της διακρίνονται πέντε περίοδοι, αλλά με σύνορα ρευστά: Αρχαιότητα. Ελληνιστική Κοινή. Βυζάντιο. Μετά την Άλωση. Νεώτερη εποχή.

Ο Θουκυδίδης ο Αθηναίος έγραψε την ιστορία του πολέμου μεταξύ των Πελοποννησίων και των Αθηναίων, προβλέποντας ότι θα ήταν μεγάλος και περισσότερο αξιομνημόνευτος από κάθε άλλο προηγούμενο πόλεμο.

Ο καθηγητής κ. Μιχάλης Κοπιδάκης περιγράφει την κατανομή ενοτήτων και κεφαλαίων στο μνημειακό έργο «Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας»: «Η αρχαιοελληνική περίοδος έχει την αρχή της στο έρεβος των αιώνων και την απόληξή της στον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.)». Στην ενότητα αυτή περιλαμβάνονται τα κεφάλαια: Προϊστορικοί χρόνοι. Διάλεκτοι. Έπεα πτερόεντα και άνθη της πέτρας. Οι διάλεκτοι της λογοτεχνίας. Ο πεζός λόγος. Θεωρίες για τη γλώσσα.

«Η δεύτερη, η περίοδος της Κοινής, δικαιούται να διεκδικήσει και την εποχή του Ιουστινιανού (527-565 μ.Χ.)». Εδώ περιλαμβάνονται τα κεφάλαια: Κοινή λαλιά. Τα Ιερά κείμενα. Η Αττική αντίδραση. Ποικίλα Γραμματικά.

«Η τρίτη περίοδος, η Βυζαντινή ή Μεσαιωνική εκτείνεται ως την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως (1453)». Περιλαμβάνονται τα κεφάλαια: Καθομιλουμένη και γραφόμενες. Γλωσσικές αλληλεπιδράσεις.

«Η τέταρτη, η Μεταβυζαντινή ή πρώιμη Νεοελληνική, ως τις παραμονές της εθνικής παλιγγενεσίας». Περιέχει τα κεφάλαια: Διάλεκτοι και ιδιώματα. Αχτίδες φωτός. Το γλωσσικό ζήτημα.

«Η πέμπτη, η κυρίως Νεοελληνική εκτείνεται ως τις μέρες μας, και αποσπά για λόγους ευνοήτους τη μερίδα του λέοντος στην κατανομή των κεφαλαίων». Αυτά είναι: Στα χρόνια του αγώνα. Η λογοτεχνία του ελεύθερου κράτους. Γλωσσικές διαμάχες. Η γλώσσα της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα. Τα χρειώδη. Μεταρρυθμίσεις. Η γλώσσα σήμερα.

Ακολουθεί εκτεταμένη βιβλιογραφία για όσους από τους αναγνώστες δεν αρκεσθούν στο συνοπτικό υλικό.

Κατά κανόνα κάθε επιμέρους κεφάλαιο περιλαμβάνει το δοκίμιο, παραθέματα κειμένων και εικονογράφηση. Στο δοκίμιο σκιαγραφείται ένα φαινόμενο μείζονος σημασίας για την εξέλιξη της γλώσσας και φωτίζονται οι αιτίες που το δημιούργησαν. Τα παραθέματα εξετάζουν τους θεωρητικούς προβληματισμούς και φιλοδοξούν μέσα από τη λεπτομέρεια να προσεγγίσουν τη γενίκευση. Οι δειγματοληψίες αυτές συνοδεύονται από μεταφράσεις, αν πρόκειται για κείμενα της αρχαίας ή της λόγιας βυζαντινής γραμματείας και από ποικίλα σχόλια.

Κριτήριο επιλογής δεν ήταν φυσικά ο βαθμός της λογοτεχνικότητας, αλλά η γλωσσική αξία των κειμένων.

Ο επιμελητής της μνημειακής αυτής έκδοσης είναι σαφής: «Η Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας έχει μία και μόνη φιλοδοξία: να κεντρίσει το ενδιαφέρον του ευρύτατου κοινού, για το μέγιστο και αειθαλές επίτευγμα του Ελληνισμού, τη γλώσσα του. Συχνότατα μια απλή νύξη, μια φράση που μένει αγκιστρωμένη στη μνήμη αποβαίνει η απαρχή μιας διά βίου πνευματικής περιπλάνησης. Δεν είναι λοιπόν η «Ιστορία» το οριστικό και αυτάρεσκο έργο αναφοράς που παρέχει από καθέδρας πληθωρική και συνοφρυωμένη γνώση, αλλά ένα ανάγνωσμα φιλικό, απαλλαγμένο από την αλαζονεία της πληρότητας και από την ύβρη της συναίσθησης ότι κατέχει την απόλυτη αλήθεια.

Όλα να τα συμπεριλάβεις, όλους ζώντες και τεθνεώτες να τους μνημονεύσεις, σε όλους να αρέσεις είναι πράγματα επιθυμητά, αλλά ανέφικτα. Και μόνη άλλωστε η απόπειρα να εγκλεισθούν στο φιαλίδιο ενός τόμου το γράμμα και το πνεύμα μιας γλώσσας η οποία «ανέκαθεν υπήρξε υπερεκχειλής, ατάσθαλος, ανυπότακτος και δαιμονιώσα» είναι προπετής».

Η αρχαία καταγωγή

Η Ερμιόνη Γραμματική. Πορτρέτο γυναίκας περίπου 25 ετών από τη Χαουάρα (Αυήρις), τη νεκρόπολη της Αρσινόης (Φαγιούμ). Πρόκειται για την Ερμιόνη τη Γραμματική (= δασκάλα; θεράπαινα;). Στο βλέμμα του προσώπου με τα λεπτά χαρακτηριστικά και τον αγλαϊσμό της μειλιχιότητας, «μοιάζει να καίει ένα καντήλι αιώνιας ζωής» (Αντρέ Μαλρό). Κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο η παιδεία απλώνεται σε ευρύτερα στρώματα του πληθυσμού και οι λειτουργοί της αναβαθμίζονται κοινωνικά. Το επάγγελμα του δασκάλου αναλαμβάνουν και γυναίκες που προέρχονται κυρίως από την ανώτερη τάξη. Το λεπταίσθητο αυτό πορτρέτο βρίσκεται στο κολέγιο θηλέων Girton του Κέμπριτζ (Ε. Δοξιάδη, Τα πορτρέτα του Φαγιούμ, Αθήνα 1995, σ. 51, 196)

Θα μπορούσαμε να αρχίσουμε την περιπλάνησή μας στην «υπερεκχειλή» ελληνική γλώσσα πιάνοντας το νήμα από την αρχαιότητα.

«Ανάμεσα στα Ουράλια Όρη και στην Κασπία Θάλασσα, στην καρδιά της Ευρασίας, διαβιούσε μια φυλή πολυπληθής, που ήδη την 6η χιλιετία είχε ανέλθει σε υψηλό επίπεδο πολιτισμού. Οι Ινδοευρωπαίοι (έτσι ονομάτισαν κατά τον περασμένο αιώνα οι ερευνητές τον λαό που ανέσυραν από το φρέαρ της αβύσσου) είχαν εξημερώσει το σκυλί, το άλογο, το πρόβατο και το βόδι. Είχαν εφεύρει το δεκαδικό σύστημα και τον τροχό του κεραμέα, ίσως και της άμαξας. Οι βάρδοι τους για να διατηρήσουν «άφθιτον» το «κλέος» των πολεμιστών ύφαιναν μακρόπνοες ωδές. Όμως, στις αρχές της 5ης χιλιετίας η φυλή αυτή άρχισε να διασπάται. Από τους ευρωπαϊκούς λαούς μόνο οι Πρωτοβούλγαροι, οι Τούρκοι, οι Ούγγροι, οι Φινλανδοί, ίσως και οι Βάσκοι δεν είναι ινδοευρωπαϊκής καταγωγής (…). Οι Arya (οι ευγενείς) συγκρότησαν στην Ινδία τον πυρήνα της αριστοκρατίας, η οποία εξελίχθηκε υπό την καθοδήγηση των Βραχμάνων στο κοινωνικό σύστημα της κάστας.

Ένας κλάδος των Ινδοευρωπαίων, οι Έλληνες (το όνομα είναι πολύ μεταγενέστερο) περιπλανήθηκε για αιώνες πολλούς στις πεδιάδες της Κεντρικής Ευρώπης και της Βόρειας Βαλκανικής. Όμως, γύρω στο 2000 άρχισαν να κατέρχονται κατά κύματα στο νότιο άκρο της χερσονήσου.

Η Ελλάδα θα πρέπει να φάνηκε στις καταταλαιπωρημένες εκείνες πολεμικές φυλές, ότι ήταν η χώρα που υμνούσαν οι ποιητές τους ως κατοικία των Μακάρων: σπάνιοι οι νιφετοί, ήπιοι οι άνεμοι και εκείνη η μαρμαρόεσσα αίγλη ολοχρονίς το φως του Αιγαίου!».

Η ιστορία με τη διάσπαση της ινδοευρωπαϊκής φυλής συνεχίζεται πλέον ελληνοκεντρικά. Στη χώρα που εισέβαλαν οι Έλληνες και που κατοικούσαν οι Προέλληνες (Κάρες, Λέλεγες, Πελασγοί) δημιουργήθηκε ένας πολιτισμός εκλεπτυσμένος, ένα κράμα ανθεκτικότερο από τα συστατικά του.

«Η κρατούσα άποψη είναι ότι η κάθοδος των ελληνικών φύλων συνετελέσθη σε δύο φάσεις: το πρώτο κύμα εισέδυσε σταδιακά ως την Πελοπόννησο και δημιούργησε τον Μυκηναϊκό πολιτισμό. Το δεύτερο κύμα παρέμεινε στη βορειοδυτική Ελλάδα απομονωμένο (…). Οι μετακινήσεις πληθυσμών, η γεωφυσική σύσταση της χώρας, που δυσχέραινε τις επικοινωνίες, οι συνεχείς προστριβές και το ισχυρό τοπικιστικό πνεύμα συνετέλεσαν ώστε ο διαλεκτικός κατακερματισμός να διατηρηθεί ως την ελληνιστική εποχή, οπότε επικρατεί η πανελλήνια Κοινή, που είχε ως βάση την Αττική διάλεκτο.

(…) Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι διαφοροποιήσεις των διαλέκτων ως προς το λεξιλόγιο και τη σύνταξη είναι περιορισμένες. Οι ουσιώδεις διαφορές αφορούν στην τυπολογία και ιδίως τη φωνολογία. Έχει πάντως υπολογισθεί ότι οι βασικές ισόγλωσσες (ισόγλωσση είναι η γραμμή πάνω στο γεωγραφικό χάρτη, στο εσωτερικό της οποίας απαντά το ίδιο γλωσσικό φαινόμενο) είναι περίπου είκοσι. Ένα παράδειγμα· ανάμεσα στο 1200 με 900 η ιωνική διάλεκτος μετατρέπει το ινδοευρωπαϊκό μακρό α σε η (μάτερ) μήτηρ. Όλες οι άλλες διάλεκτοι (ακόμη και η Αττική μετά τα ρ, ι, ε, υ: ώρα) το διατηρούν αναλλοίωτο.

Το δοκίμιο για την αρχαιότητα του καθηγητή κ. Κοπιδάκη είναι γοητευτικό. Η περιπέτεια και η εξέλιξη παρακολουθεί την ιστορία, η ιστορία γράφεται από τα διαδοχικά κύματα των περιπλανήσεων. Ο αναγνώστης της επίτομης «Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας» θα μάθει για τη Γραμμική Β (συλλαβική γραφή), για τις πινακίδες της Γραμμικής Α (δεν έχουν αποκρυπτογραφηθεί ακόμα), για την απαρχή της ελληνικής γλώσσας στην νεολιθική εποχή, για τα δάνεια ινδοευρωπαϊκής προέλευσης κ.λπ. και θα εισέλθει στον άγνωστο για τους πολλούς αλλά σαφή για τους επιστήμονες κόσμο των διαλέκτων: αρκαδοκυπριακή διάλεκτος, αιολική, βορειοδυτικές διάλεκτοι, δωρική, μακεδονική, ιωνική, αττική, δημώδης και καθομιλουμένη, για τη μονοδιάστατη γλώσσα του κράτους, για τον ανθηρό λογοτεχνικό λόγο με δύο κορυφαία δείγματα του ηρωικού έπους, την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, για το διδακτικό έπος του Ησίοδου, για την ελεγεία, τον ίαμβο, το μέλος, την χορική ποίηση (χορός, μουσική, τραγούδι), για το δίστιχο επίγραμμα, την τραγωδία, την Αττική κωμωδία.

Ο αρχαίος πεζός λόγος είναι εξευγενισμένος στην ιωνική πεζογραφία, εξελιγμένος στην αττική πεζογραφία, διαφοροποιημένος στην ιστοριογραφία, βρίσκοντας την αρμονικότερη έκφρασή του στην κλασική αττική ρητορική.

«Κανένας δεν ξέρει να υπερασπισθεί μιαν υπόθεση καλύτερα από τους Έλληνες», παραδέχεται ο Βιργίλιος στην Αινειάδα.

Η νεώτερη εποχή

Περίπου 2.500 χειρόγραφα παραδίδουν εν όλω ή εν μέρει το κείμενο της Καινής Διαθήκης. Διασώζονται επίσης 1.600 Εκλογάρια με περικοπές που αναγιγνώσκονται στη λειτουργία. Επιπλέον διασώζονται και 60 παπύρινα αποσπάσματα. Τα πολυτιμότερα χειρόγραφα είναι οι μεγαλογράμματοι περγαμηνοί κώδικες Vaticanus, Sinaiticus (και οι δύο του 4ου αι.) και Alexandrinus (5ος αι.). Ο κώδικας αυτός (ένα φύλλο του απεικονίζεται παραπάνω) που ανήκε από το 1098 στην Πατριαρχική Βιβλιοθήκη Αλεξανδρείας δωρήθηκε το 1628 από τον Πατριάρχη Κύριλλο Α' Λούκαρι στον Κάρολο Α' της Αγγλίας. Τώρα φυλάσσεται στο Βρετανικό Μουσείο. Ο Alexandrinus έχει 773 φύλλα και διασώζει τη μετάφραση των Ο', την Καινή Διαθήκη με μερικά κενά και τις δύο επιστολές του Κλήμεντος.

Η διαχρονική ιστορία της ελληνικής γλώσσας από τους προϊστορικούς χρόνους φθάνει ως τις μέρες μας μέσα από ευσύνοπτα κείμενα, επιστημονικά, περιεκτικά και εξόχως γοητευτικά. Η νεώτερη εποχή είναι ένα μεγάλο κομμάτι της ιστορίας μας και έχει το ενδιαφέρον το οποίο επισημαίνει εξ αρχής στο δοκίμιό του ο Peter Mackridge.

«Από το 1821 μέχρι σήμερα η ελληνική γλώσσα -στις διάφορες προφορικές και γραπτές εκδοχές της- έχει υποστεί μεγαλύτερες μεταβολές απ' αυτές που σημειώθηκαν σε οποιαδήποτε εθνική γλώσσα της Δυτικής Ευρώπης στο ίδιο χρονικό διάστημα».

Στην αρχή της περιόδου επικρατούσαν στον προφορικό λόγο οι ποικίλες διάλεκτοι που μιλιόντουσαν στις επιμέρους περιοχές του ελληνόφωνου κόσμου, από την Κέρκυρα στον Πόντο και από τη Μακεδονία στη Μάνη, την Κρήτη και την Κύπρο. Στον γραπτό λόγο κυριαρχούσαν διάφορες γλωσσικές ποικιλίες, που αποτελούνταν από μείγματα αρχαίων και νεώτερων στοιχείων, από την αρχαϊστική χρήση των «σοφολογιοτάτων» μέχρι την αλληλογραφία των εμπόρων. Αρκετά χρόνια όμως πριν από το 1821 θα πρέπει να διαμορφώθηκε μια κάπως κοινή προφορική γλώσσα που τη χρησιμοποιούσαν ιδίως οι έμποροι, όσοι ταξίδευαν από μια ελληνική περιοχή σε άλλη και όσοι εγκαταστάθηκαν μαζί με ομογενείς, από διάφορα μέρη, στα εμπορικά κέντρα της Ευρώπης. Αυτή η κοινή υπερδιαλεκτική προφορική γλώσσα των ταξιδεμένων και κάπως μορφωμένων Ελλήνων της εποχής εκείνης πιθανόν να αποτέλεσε τη βάση για την εξέλιξη της κοινής προφορικής γλώσσας. Τεκμήριο γι' αυτήν την κοινή προφορική γλώσσα βρίσκουμε ιδίως σε διάφορες κωμωδίες (πρωτότυπες και μεταφρασμένες), που γράφτηκαν στις τελευταίες δεκαετίες της τουρκοκρατίας και όπου οι ζωντανοί διάλογοι επιχείρησαν να καταγράψουν τη γλωσσική πραγματικότητα της εποχής».

Ο αναγνώστης του τόμου της «Ιστορίας» θα πάρει όλες τις πληροφορίες για το ρήγμα που δημιουργείται ανάμεσα στην «καθαρεύουσα» και τη «δημοτική», για τη διγλωσσία, το γλωσσικό ζήτημα, το ρόλο του Δ. Σολωμού και την επτανησιακή λογοτεχνία, τη γλώσσα της αθηναϊκής σχολής, τη γλώσσα της πεζογραφίας, την πολυγλωσσία της ηθογραφίας, του Γιάννη Ψυχάρη και τον δημοτικισμό, για την πενταγλωσσία του Μεσοπολέμου, τη γλώσσα της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, τη γενιά του '30 στην ποίηση και στην πεζογραφία, τη μεταπολεμική πεζογραφία, την πρώτη και τη δεύτερη μεταπολεμική γενιά και τη γενιά του '70 στην ποίηση και τη σύγχρονη πεζογραφία, τον φιλοσοφικό λόγο, τη Σχολή της Θεσσαλονίκης, τη Γραμματική του Μ. Τριανταφυλλίδη και το πρώτο Συντακτικό της Δημοτικής, την Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του 1964, του 1976, το μονοτονικό, αλλά και το ρόλο που έπαιξε η ελληνική γλώσσα, ως γλώσσα περιωπής, προμηθεύοντας σε άλλες γλώσσες στοιχεία για να δημιουργηθούν διεθνισμοί. Ωστόσο η νεοελληνική γλώσσα έχει πάρει και πολλά δάνεια από τη γαλλική και την αγγλική, που τείνει να γίνει παγκοσμίως η κυρίαρχη γλώσσα.

Τα περιθωριακά ιδιώματα, η γλώσσα στα ΜΜΕ και τη διαφήμιση, η ξύλινη γλώσσα και το μέλλον της ελληνικής είναι κεφάλαια και ζητήματα που μας απασχολούν καθημερινά, καθώς οδεύουμε σε μια νέα τάξη πραγμάτων.

Συγγνωστές παραλείψεις

Επιφανείς εκπρόσωποι της αριστεράς διανόησης υποστηρίζουν συχνά γλωσσικές επιλογές που θεωρούνται συντηρητικές. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης είχε ταχθεί κατά του μονοτονικού και υπέρ του ενάρθρου απαρεμφάτου (το είναι, το γίγνεσθαι), το οποίο θεωρούσε απαραίτητο για την ακριβή διατύπωση του φιλοσοφικού στοχασμού

Η επίτομη ιστορία της «ανυπότακτης» ελληνικής γλώσσας διαιρείται σε 160 δισέλιδα κεφάλαια. Μια κατανομή όμως που, όπως διαβεβαιώνει ο επιμελητής της, δεν έγινε πάνω στο κρεβάτι του Προκρούστη.

(…) «Ακολουθώντας τις επιταγές του φιλεύσπλαγχνου κοινωνικού αντιδαρβινισμού, ευνόησα τον ασιανισμό, επί παραδείγματι, έναντι του Ομήρου. Για τον Όμηρο ωστόσο γίνεται λόγος, έστω και παρεμπιπτόντως, και σε άλλα κεφάλαια και επιπλέον όλοι μας αντιλαμβανόμαστε το μέγεθος του ποιητή και την επίδραση που άσκησε και ασκεί στους μεταγενέστερους. Πάντως αδικούνται κατάφωρα στην κατανομή η δομή της γλώσσας και ο προφορικός λόγος σε όλες τις περιόδους. Επίσης, οι κλασικοί της αρχαιότητας, η βυζαντινή περίοδος, τα ιδιώματα και η καθαρεύουσα (ιδιαίτερα της διοίκησης και της επιστήμης). Εξυπακούεται ότι και άλλοι λόγοι συνέτειναν στην αδικοπραγία. Σημαντικότατοι τομείς της γλωσσικής μας ιστορίας, όπως ο προφορικός λόγος, δεν έχουν ακόμα διερευνηθεί συστηματικά. Κεφαλαιώδους σημασίας θέματα, όπως η φωνολογική και μορφολογική εξέλιξη, ανθίστανται λυσσωδώς σε κάθε απόπειρα εκλαϊκευτικής παρουσίασής τους. Επειδή δεν εμφανίστηκαν εθελοντές, έμειναν τελικώς «εκτός νυμφώνος» και οι νέες ρηξικέλευθες θεωρίες για τις διαλέκτους».

(…) Για όλες αυτές τις παραλείψεις, τις ανισομέρειες, τις συμπτύξεις και τις συστροφές, η αληθεστάτη αιτία ήταν ο τρόμος που καταλαμβάνει τον αναγνώστη (και τον επιμελητή) μπροστά στο δύσχρηστο «Μέγα βιβλίον». Δεν υπάρχει αμφιβολία· όταν έρθει το τέλειον, το προσωρινό και ατελές θα παραμερισθεί. Το προκείμενο ωστόσο έργο μπορεί να καυχηθεί ότι είναι καρπός μιας συλλογικής προσπάθειας! Αν και η γλώσσα από τη φύση, σαν τη μικρή Αντιγόνη, δεν επιδιώκει να ενσπείρει τη διχόνοια, παρά να συμφιλιώσει τα διιστάμενα, εντούτοις στην Ελλάδα το γλωσσικό ζήτημα για δύο χιλιετίες (ήδη από την εποχή του αττικισμού) γεννοβολούσε διχοστασίες και έριδες. Καινοφανής συνεπώς για τα γλωσσικά μας πράγματα και ελπιδοφόρος είναι η σύμπραξη μιας πλειάδας ερευνητών που, διατηρώντας στο ακέραιο τις επιστημονικές (και ιδεολογικές) τους πεποιθήσεις, ολοκλήρωσαν το προκείμενο έργο» (…).

Τελευταία Ενημέρωση: 12 Ιούν 2007, 13:45