Ιστοριες της Ελληνικής γλώσσας 

Κοπιδάκης, Μ., επιμ. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας. 

Μάρω Κακριδή- Φερράρι 

Ομιλία Μ. Ζ. Κοπιδάκη (Δεκέμβριος 1999)

Κυρίες και κύριοι,

Ο εισηγητής της έντεχνης ρητορικής στην Αθήνα, ο Γοργίας ο Λεοντίνος, πίστευε ότι ο λόγος είναι δυνάστης μέγας, γιατί επιτελεί έργα θεϊκά: συστέλλει τον φόβο, ναρκώνει το άλγος, βαθαίνει τον οίκτο, φουντώνει τη χαρά. Ο λόγος, με την πικρία του, εγείρει το άγριο τρικύμισμα, κι ύστερα πάλι, με την πειθώ του, δωρίζει τη γαλήνη στην ψυχή. Έκθαμβοι οι Έλληνες μπροστά σ' αυτήν την παντοδυναμία έσπευσαν να ταυτίσουν, πρωτύτερα από τον Ιωάννη, τον Θεό με τον Λόγο. Η γλώσσα ενός έθνους, το λεπτότερο άνθος του πολιτισμού του, είναι συνάμα σύστημα επικοινωνίας, δεσμός οικειότητας, αλλά και καθρέπτης αθόλωτος της ψυχοσύνθεσής του. Όπως στα άτομα, έτσι και στα έθνη η γλώσσα φαίνεται να οριοθετεί την αντίληψή τους για τον κόσμο. Η εθνική λοιπόν γλώσσα αποβαίνει στάση ζωής, αίρεσις βίου. Ένα παράδειγμα: Ο στεγνός Ρωμαίος δίνει στην πρωτότοκο θυγατέρα του, το όνομα της γενιάς του. Για τις άλλες κρίνει ότι αρκεί ένα παγερό τακτικό αριθμητικό: Secunda, tertia, quarta. Αντιθέτως, ο ευφάνταστος Έλληνας, επειδή ακριβώς τιμά την ιδιοπροσωπία, επινοεί μυριάδες κύρια ονόματα για θεούς και ανθρώπους. Ο Ησίοδος ονοματίζει μία μία τις Νηρηίδες: Πλωτώ, Αμφιτρίτη, Ποντοπόρεια, Σαώ - ο κατάλογος είναι μακρύς, πενήντα ονόματα!

Οι Έλληνες διακρίθηκαν, έχουν να πουν, ανέκαθεν σε τέσσερις κυρίως τομείς: στη διανόηση, στις καλές τέχνες, στον μεταπρατισμό και στην κοινωνικοπολιτική άμιλλα. Με αυτές τις δεξιότητες συστοιχούν και οι κύριες ιδιοτυπίες της ελληνικής γλώσσας: αφαιρετική ικανότητα, πλαστικότητα, σημασιολογικός πλούτος και ανταγωνιστική πολυτυπία. Στη γλώσσα μας λοιπόν, που είναι ομού μουσειακό εγκαλλώπισμα και παλλόμενος ζωντανός οργανισμός, αναγνωρίζεται η εθνική μας ταυτότητα.

Από την άποψη της ιστορικής εξέλιξης η ελληνική εμφανίζεται ως γλώσσα άκρως συντηρητική. Η μορφολογία της ελάχιστα έχει μεταβληθεί και το επιστημονικό της λεξιλόγιο διατηρείται σχεδόν αναλλοίωτο από την εποχή του Ομήρου. Είναι προνόμιο και χρέος βαρύ να ακούγονται σε ένα τόπο, για χιλιάδες χρόνια, λέξεις όπως: «αγορητής» και «ονειροπόλος». Οι βασικές αλλαγές που καθόρισαν τη σημερινή της μορφή, δηλαδή η τάση για αναλυτική έκφραση, η απλοποίηση και ο ομαλισμός, έχουν συντελεσθεί ήδη από την περίοδο της Κοινής. Η ελληνική λοιπόν διαφύλαξε στο κύλισμα των αιώνων τη μουσικότητά της, την ευχέρεια στην ενδογαμική παραγωγή και στη σύνθεση, την ευκαμψία στη σύνταξη, και την αφομοιωτική της αυτοπεποίθηση.

Είναι παράδοξο, αλλά αυτό το φωνήεν άγαλμα, η γλώσσα μας, που ως μέσο και μήνυμα εν ταυτώ κράτησε άγρυπνη την εθνική μας συνείδηση, δεν έχει ως σήμερα αξιωθεί το μνημειώδες εκείνο έργο, το πλατύ έπος, όπου θα αποτυπωνόταν η πολυκύμαντος πορεία της. Επί του παρόντος ας αρκεστούμε στο προκείμενο προδρομικό έργο, το οποίον φιλοτέχνησαν εξήντα τέσσερις έλληνες ερευνητές και ένας γλωσσολογικός δικαιοκρίτης από την φλεγματική Οξφόρδη.

Η Ιστορία μας αρθρώνεται σε πέντε ενότητες, που προοιμιάζονται από τις αντίστοιχες εισαγωγές. Η δομική ωστόσο μονάδα είναι το δισέλιδο κεφάλαιο, που και την παραίσθηση της πληρότητας δημιουργεί και τον τρόμο του ατέρμονος αποδιώχνει. Τα παραρτήματα αφιερώνονται σε θέματα περιφερειακά, τα οποία όμως επιδεικνύουν απροκάλυπτη επεκτατική βουλιμία. Τα έξη κεφάλαια, επί παραδείγματι, για τη γενναιοδωρία της αρχαίας ελληνικής προς τις ευρωπαϊκές γλώσσες, κάλλιστα θα μπορούσαν να αυξηθούν και σε εξήντα ή και σε εξακόσια.

Η Ιστορία έχει πολλούς δευτερεύοντες, αλλά τρεις κύριους στόχους. Ο πρωταρχικός είναι η προβολή της αδιάσπαστης συνέχειας. Χωρίς εξάρσεις, χωρίς μεγαλοστομίες, αλλά με στοιχεία αδιάσειστα, καταδεικνύεται για μια ακόμη φορά η διαχρονικότητα της ελληνικής. Ακόμη και ο ανιστόρητος θα νιώσει δέος μπροστά στη στοιχειωμένη αυτήν παράδοση, που δεν παρουσιάζει ούτε χάσματα ούτε καν βραχύβιες διαλείψεις. Μία παρένθεση: κάθε γλώσσα ερείδεται στη συνεργία δύο γνωστικών λειτουργιών, στη μνήμη που αποταμιεύει το αυθαίρετο σημείο (τη λέξη) και σε ένα είδος συμβολικής λογικής, που με τους κανόνες της γραμματικής και του συντακτικού διαμορφώνει απειράριθμους συνδυασμούς των πεπερασμένων αριθμητικά σημείων. Η γλωσσική παράδοση εντούτοις είναι κάτι το πολυπλοκότερο. Πρόκειται για τη διατήρηση ως ένα βαθμό του λεκτικού και των κανόνων, αλλά και για την επιβίωση ενός κοσμοειδώλου, μιας δέσμης αξιών και ιδεών, που εντυπούται κυρίως στην εικονοποιία του μεταφορικού λόγου. Ένα παράδειγμα θα διασαφήσει τον ομιχλώδη ορισμό. Ο Όμηρος προσεικάζει, σε συγκινησιακά φορτισμένες σκηνές, την ψυχή με όνειρο ή σκιά. Ο Πίνδαρος τεχνουργεί την περίπυστη σύναψη: «σκιάς όναρ άνθρωπος». Ο Ιωάννης Δαμασκηνός στα Ιδιόμελά του αναλύει την έσχατη πινδαρική συμπύκνωση στο «Πάντα ονείρων απατηλότερα, πάντα σκιάς ασθενέστερα». Ο Κώστας Καρυωτάκης, φυσικά, υπερθεματίζει: «μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών». Αυτά συνιστούν την πεμπτουσία της παράδοσης, και βέβαια ο ελυτικός εκείνος Μήτσος του Μικρού Ναυτίλου με τις τρίχες και με τ' αλυσιδάκι στο λαιμό να βλαστημάει και να ανεβάζει ανίδεος μες στα δίχτυα του τέσσερα-πέντε αρχαία ελληνικά. Επανέρχομαι στους στόχους. Ο δεύτερος λοιπόν είναι η διδασκαλία: η πανοραμική θέαση, η συνοπτική παρουσίαση, οι δειγματοληψίες κειμένων και η βιβλιογραφία φιλοδοξούν να συνεπικουρήσουν τον εκπαιδευτικό όλων των βαθμίδων στο απαιτητικό του λειτούργημα.

Ο τρίτος μας στόχος είναι να κατακτήσουμε την εύνοια του γενικού αναγνώστη. Η έρευνα οφείλει να κρατά τα χαρτιά της ανοικτά, γιατί η εποχή μας απαιτεί την καθολική συμμετοχή στη δημοκρατία της γνώσης. Οι πάντες επιζητούν να μάθουν για τα πάντα. Προσπαθήσαμε λοιπόν να μετριάσουμε, με την ευτραπελία κυρίως των παραθεμάτων και της εικονογράφησης, την βλοσυρότητα που είθισται να επιπολάζει στα πονήματα της λογιοσύνης. Έτσι μπορεί να πλησιάσει το έργο θαρραλέα και ο αποστασιοποιημένος πραγματιστής, και ο πολύφροντις, και ο περί άλλα τυρβάζων, και ο αμύητος, και ο αγχωμένος από τις διακυμάνσεις του χρηματιστηρίου αντικρυστής.

Στην εκπόνηση επιστημονικών έργων ο ενθουσιασμός δεν είναι πάντοτε ο συνετότερος σύμβουλος. Ήδη από τα πρώτα διερευνητικά στάδια φάνηκε πως η πορεία μας θα ήταν μακροχρόνιος και σκολιά. Παρά τον ηράκλειο μόχθο που έχει καταβληθεί από τους παλαιότερους, καίριοι τομείς δεν έχουν εισέτι διερευνηθεί. Για πάμπολλα προβλήματα η επιστήμη δεν έχει εκφέρει την ετυμηγορία της. Για τη μελέτη της μεταβυζαντινής και νεοελληνικής περιόδου τις δυσχέρειες επαυξάνουν οι ελλείψεις σε ειδικά λεξικά, σε αξιόπιστες εκδόσεις, σε διαλεκτολογικούς άτλαντες, και σε σώματα υλικού. "Βους επί γλώσση μέγας βέβηκε!" το μεγάλο βόδι που πατάει τη γλώσσα ονομάζεται στην περίπτωσή μας ακηδία. Πάντως σε ένα εν ευρεία εννοία πολιτιστικό γίγνεσθαι τα εμπορευματοποιημένα αθλητικά δρώμενα και οι ποικίλες εκδοχές της μαζικής ψυχαγωγίας συνυπάρχουν κατ' ανάγκη με τις σύνθετες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης, τη λογοτεχνία, τη διάσωση της παράδοσης και τις επιστήμες του ανθρώπου, όσα εν πάση περιπτώσει ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αποκαλούσε, αυτοσαρκαζόμενος, «έργα ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητος». Εδώ ωστόσο, από την απάντηση που θα δοθεί στο δίλημμα «Χριστόν ή Βαραββάν;» (με άλλα λόγια: εγρήγορση πνευματική ή ληθαργία;) μέλλεται να καταμετρηθεί η πολιτιστική ευαισθησία μιας ανοικτής κοινωνίας.

Το έθνος γνώρισε και την άκρα ταπείνωση. Εν τούτοις και στους δίσεκτους αιώνες μια φλόγα φώτιζε την ασέληνο νύκτα, η γλώσσα του. Αυτή κυρίως συντήρησε τις αξίες του ελληνισμού, με πρώτη τον έρωτα για την ελευθερία. Το 330 ο ρωμαίος αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος, ο επικληθείς Μέγας, εγκαινιάζει τη Νέα Ρώμη. Από το παριστάμενο πλήθος άλλοι υποτονθορίζουν το «Κύριε ελέησον» και άλλοι αναπέμπουν ύμνους προς τη θεά Τύχη. Η πολιτιστική φυσιογνωμία της νέας κοσμοκράτειρας, της Κωνσταντινούπολης, έχει κριθεί γιατί και οι μεν και οι δε, χριστιανοί και εθνικοί, ψάλλουν στα ελληνικά. Επιφανείς ιστορικοί υποστηρίζουν ότι ο εξελληνισμός της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας οφείλεται πρωτίστως στο ότι στη διαπάλη της με τη λατινική εξήλθε νικήτρια η ελληνική γλώσσα. Όπου όμως, σε όποιον τόπο ελληνικό, έσβησε το αφτούμενο κερί -αλλά ας ακούσουμε το λόγο του ποιητή, που αντλεί και πάλι την έμπνευσή του από ιστορικά γεγονότα. «Ποσειδωνιάται» επιγράφει την ανολοκλήρωτη σύνθεσή του ο Κωνσταντίνος Καβάφης:


«Την γλώσσαν την ελληνική οι Ποσειδωνιάται εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους. Το μόνο που τους έμεινε προγονικό ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες, με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους. Κ' είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής τα παλαιά τους έθιμα να θυμούνται και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε, που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι. Και πάντα μελαγχολικά τελείων' η γιορτή τους. Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες - ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί- και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν, να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά βγαλμένοι -ω συμφορά!- απ' τον ελληνισμό»

Τα σχόλια νομίζω ότι περιττεύουν, αλλά λίγο νοτιότερα στην Καλαβρία, στην Bova marina, στον γιαλό του βούα (= του βοδιού), όπως τον ονομάζουν στη διάλεκτό τους οι Γκρεκάνοι της περιοχής, πάνω σε τοίχο με γαλάζια πελώρια γράμματα είναι γραμμένο «Η γλώσσα είναι πατρίδα».

Σε παγκόσμιο επίπεδο η μάχη των γλωσσών μαίνεται ήδη. Οι μελλοντολόγοι προοιωνίζονται ότι πολλές από τις λεγόμενες ασθενείς γλώσσες θα εξαφανισθούν ή θα συρρικνωθούν. Πιστεύουν ωστόσο ότι οι συμπαγείς κοινωνίες που έχουν ισχυρά πολιτιστικά ριζώματα, ανεξαρτήτως της πληθυσμιακής τους εκπροσώπησης, θα διατηρήσουν τις γλώσσες τους. Δεν είναι επίσης, διισχυρίζονται, καθόλου βέβαιο ότι διεθνής, ή μάλλον υπερεθνική γλώσσα, θα είναι μόνο η Αγγλική. Επισημαίνουν ακόμη ότι, όταν μία γλώσσα υψώνεται σε lingua franca, εκτίθεται σε κινδύνους, από τους οποίους οι προφανέστεροι είναι η συναισθηματική της αφυδάτωση και ο διαμελισμός σε Pidgin ιδιώματα. Το θέμα όμως που μας αφορά άμεσα είναι η διάκριση ανάμεσα σε ασυγχρώτιστες ή απομονωτικές και σε διαδόσιμες ή εξαγώγιμες γλώσσες. Η ελληνική είναι γλώσσα περιωπής επειδή διαθέτει ιστορικές περγαμηνές, ανώτατες διακρίσεις στον τομέα της λογοτεχνίας, παροικίες στον κορμό και στους υποκώδικες των ευρωπαϊκών γλωσσών, και επιπλέον ακτινοβολία στις όμορες χώρες, που είναι ευεπίδεκτες σε πολιτιστικές επιρροές. Πρόκειται συνεπώς για γλώσσα εξαγώγιμη. Η συγκυρία για τη γλώσσα μας εμφανίζεται και πάλι ευνοϊκή. Επιστήμονες, ιδιαίτερα οι ενασχολούμενοι με την αρχαιότητα και τις πρωταρχές του χριστιανισμού, φοιτητές, λάτρεις της φύσης και του ελληνικού τρόπου ζωής, επιχειρηματίες, και η τιμήεσσα πληθύς των απανταχού φιλελλήνων επιδεικνύουν όλο και ζωηρότερο ενδιαφέρον για την εκμάθηση της νέας ελληνικής. Την ελληνική διασπορά διακατέχει ο πόθος να επανακτηθεί, όπου τυχόν έχει χαθεί, από τις νεότερες γενιές η γνώση της ελληνικής. Η δυναμική επίσης και πολυσχιδής δραστηριότητα των ελληνικών επιχειρήσεων στον ευρύτερο βαλκανικό και παρευξείνιο χώρο προσφέρει αξιοποιήσιμα πλεονεκτήματα στον ελληνομαθή σπουδαστή και εργαζόμενο αυτής της περιοχής. Τέλος ο οικονομικός μετανάστης που διαβιώνει σήμερα στη χώρα μας θα είναι αύριο ο λαμπαδηφόρος της ελληνικής λαλιάς στη δική του πατρίδα. Γλώσσα και ανάπτυξη είναι δυνάμεις διαπλεκόμενες και αλληλέγγυες. Όλοι λοιπόν μπορούμε και οφείλουμε να συνδράμουμε στην αξιοποίηση αυτής της μοναδικής ευκαιρίας για την εκπέταση της ελληνικής και πέρα από τα εθνικά σύνορα. Η ελληνική μπορεί να υψωθεί σε ηγέτιδα γλώσσα της ευρύτερης περιοχής, σε φιλίας συναγωγό των βαλκανικών λαών.

«Έτερος εξ ετέρου σοφός» - Η Ιστορία μας βασίστηκε στην προεργασία που είχαν επιτελέσει χαλκέντεροι ερευνητές του παρελθόντος και του παρόντος. Αναρίθμητοι αλλοεθνείς επιστήμονες, νόες υψηλοί, αγάπησαν παράφορα τη γλώσσα μας γιατί είναι δύστροπη, γιατί είναι ωραία. Αν δεν μας φώτιζε το εφτάφωτο λυχνάρι της σοφίας τους, θα προχωρούσαμε ψηλαφώντας μες στο σκοτάδι. Μεγίστη είναι και η οφειλή μας στους Έλληνες -ειδικούς και ερασιτέχνες- που θεμελίωσαν τις γλωσσικές σπουδές στη χώρα μας. Ασφαλώς και δεν θα γραφόταν ποτέ το βιβλίο αυτό, αν η ελληνική πανεπιστημιακή κοινότητα δεν έσπευδε συναρωγός στην προσπάθειά μας. Οι πλείστοι των συνεργατών μας είναι μέλη της διακεκριμένα.

Οφείλω και από αυτήν εδώ τη θέση να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου σε όλους όσοι συνετέλεσαν στην έκδοση της Ιστορίας, στους συνεργάτες, τους συλλήπτορες, στη ρηξικέλευθη δυαρχία του Ε.Λ.Ι.Α. και στους ελευθέριους χορηγούς, ήτοι στο Ίδρυμα Ιωάννου Κωστοπούλου και στον Όμιλο επιχειρήσεων Μαρινοπούλου. Σε μικρόψυχους καιρούς που πολλοί ακολουθούν την πλατιά λεωφόρο του εντυπωσιασμού, που εναβρύνονται με το παραχρήμα ηδύ και το θορυβώδες, που ικανοποιούνται με το ετοιμοπαράδοτο και ρηχό, που κολακεύουν τον εφησυχασμό του απροβλημάτιστου, οι χορηγοί μας κοιτάζοντας βαθιά μέσα στο μέλλον προτίμησαν να συμπορευτούν στην τραχεία και ανάντη ατραπό του έργου υποδομής που συντελείται σιωπηλά με καιρό και με κόπο. Είθε το παράδειγμα της οξύνοιας και της ευβουλίας τους να το μιμηθούν και όσοι άλλοι συμμερίζονται τη γνώμη του φιλοσόφου πως από την παιδεία εξαρτάται, αν ο άνθρωπος αποβεί το «θειότατον και ημερώτατον» εκείνο πλάσμα ή «το αγριώτατον» από όσα η φύση γεννά.

Σας ευχαριστώ

Μ. Ζ. Κοπιδάκης

Τελευταία Ενημέρωση: 12 Ιούν 2007, 13:45