ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας
Η ελληνική, γλώσσα βαλκανική
Georges Drettas (2007)
Τζιτζιλής, Χ. 2000.
Εισαγωγή. Στο Βαλκανική γλωσσολογία: Συγχρονία και διαχρονία, επιμ. Χ. Τζιτζιλής & Χ. Συμεωνίδης, 11-17. Θεσσαλονίκη: Τομέας Γλωσσολογίας ΑΠΘ, σελ. 11-18
© Τομέας Γλωσσολογίας ΑΠΘΕίναι το αντικείμενο της βαλκανικής γλωσσολογίας σήμερα το ίδιο με αυτό που ήταν την εποχή του Sandfeld και ακόμη περισσότερο των Miklosich και Kopitar; Με άλλα λόγια, έχουν οι βαλκανισμοί την έκταση και λειτουργικότητα ή ακόμη και τη μορφή που είχαν στο δεύτερο μισό του 19ου και στις αρχές του 20ού αι.; Είναι γνωστό ότι μια σειρά από εξελίξεις οδηγούν σε μερική -διαφορετική στα επιμέρους γλωσσικά επίπεδα- αποβαλκανοποίηση των βαλκανικών γλωσσών. Η κυριότερη από αυτές είναι η δημιουργία των γραπτών νεοβαλκανικών γλωσσών που χαρακτηρίζεται 1. από την ύπαρξη καθοριστικών τάσεων, που έχουν συχνά στόχο τα βαλκανικά στοιχεία και 2. από την ουσιαστικά ανερεύνητη ακόμη επίδραση των δυτικών γλωσσών και κυρίως της γαλλικής.
Οι εξελίξεις αυτές θα μπορούσαν να θεωρηθούν αποτέλεσμα της υιοθέτησης από τους βαλκάνιους του ευρωποκεντρικού μοντέλου προσέγγισης της εθνικής, πολιτιστικής και φυσικά γλωσσικής τους ταυτότητας. Η στάση αυτή εκφράζεται με την απροθυμία να αναγνωριστεί οποιασδήποτε μορφής συγγένεια με συχνά ανεπιθύμητους γείτονες, που απειλούν την καθαρότητα και τη μοναδικότητα της εθνικής γλώσσας, οι οποίες τώρα πια αναζητούνται σε ένα επιλεγμένο με βάση συγκεκριμένα ιδεολογικά κριτήρια ιστορικό βάθος. Ο βαλκάνιος γείτονας, που συχνά, τουλάχιστον με τη μορφή γλωσσικής μειονότητας, διασπά τη γεωγραφική συνέχεια της εθνικής γλώσσας, φαίνεται να απειλεί και την ιστορική της ενότητα. Στα Βαλκάνια, όπου το πρόβλημα των γεωγραφικών ορίων συχνά προσλαμβάνει υπαρξιακό χαρακτήρα, η ανάγκη σαφούς οριοθέτησης και υπογράμμισης της ιδιαιτερότητας σε όλα τα επίπεδα δεν ευνοεί -τουλάχιστον σε ορισμένες περιόδους της διαμόρφωσης των εθνικών γλωσσών- γλωσσικές μορφές στις οποίες τα ίχνη της ιστορικής συμβίωσης με τους άλλους είναι εμφανή.
Στις περισσότερες σύγχρονες βαλκανολογικές εργασίες η ύπαρξη της φάσης της αποβαλκανοποίησης και τα αποτελέσματά της αγνοούνται πλήρως. Είναι αλήθεια ότι η εξέλιξη αυτή δεν θίγει τους λεγόμενους βασικούς βαλκανισμούς. Οι διαφορές όμως ανάμεσα στην κοινή και στις διαλέκτους από την άποψη της βαλκανικότητας είναι, σε γλώσσες τουλάχιστον όπως η ελληνική, τέτοιες που ο ερευνητής πρέπει να δηλώνει τι τον ενδιαφέρει: η εν μέρει αποβαλκανοποιημένη κοινή ή οι διάλεκτοι. Κι αν συμβαίνει το δεύτερο, τότε θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την πορεία αποβαλκανοποίησης των διαλέκτων που αναφέραμε παραπάνω.
Η στάση αυτή θα μπορούσε ως ένα βαθμό να αποδοθεί στην καθοριστική επίδραση του έργου του Sandfeld. Ο αριθμός των βασικών βαλκανισμών θεωρείται ένα είδος numerus clausus, αν και, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε και από ανακοινώσεις που περιέχονται στον παρόντα τόμο, οι δυνατότητες εντοπισμού και άλλων είναι υπαρκτές. Έχουμε το παράδοξο να αισθάνεται εξαντλημένος θεματολογικά ένας κλάδος που στους περισσότερους τομείς δεν έχει ολοκληρώσει ούτε τα βασικά ακόμη έργα. Όπως σημείωνα και στον πρόλογο του τόμου " Graeco- Romanica", η σωστή διαπίστωση του Kopitar για τη γλωσσική πραγματικότητα στα Βαλκάνια "Nur eine Sprachform herrscht, aber mit dreyerlei Sprachmaterie" δεν έχει ακόμη αποτυπωθεί σε επίπεδο συγκεκριμένων ερευνών. Αν επιχειρήσει κανείς μια απαρίθμηση των desiderata της βαλκανικής γλωσσολογίας, θα διαπιστώσει ότι λείπουν σημαντικά έργα σε όλα τα επίπεδα.
Η λεξικολογία, που σε όλες τις φάσεις της βαλκανικής γλωσσολογίας αποτελούσε ένα από τα ευνοούμενα πεδία ερευνών, δεν μας έχει δώσει ακόμη τα έργα εκείνα που θα μας βοηθήσουν να καθορίσουμε τη βαλκανική διάσταση του λεξιλογίου των επιμέρους βαλκανικών γλωσσών και διαλέκτων, καθώς και το μέγεθος της συνεισφοράς της κάθε μιας από τις βαλκανικές γλώσσες στο κοινό βαλκανικό λεξιλόγιο. Όπως θα δούμε παρακάτω, το κενό αυτό θα μπορούσε να καλυφθεί είτε με ξεχωριστές μονογραφίες για τα ελληνικά, τουρκικά, σλαβικά, ρομανικά και αλβανικά στοιχεία των επιμέρους βαλκανικών γλωσσών ή με συνολικό λεξικό των βαλκανισμών αυτών.
Ο βαλκανικός χαρακτήρας σημαντικού αριθμού παραγωγικών μορφημάτων που απαντούν στις διαλέκτους των βαλκανικών γλωσσών δεν έχει ερευνηθεί συστηματικά, ενώ μερικών άλλων αγνοείται ακόμη ο βαλκανικός χαρακτήρας. Έτσι κατά την εξέταση του μορφήματος -ί της ελληνικής και -iu της ρουμανικής, που χρησιμοποιούνται για το σχηματισμό ονομάτων χρωμάτων και προέρχονται από το τουρκικό -ı, αγνοείται η παρουσία του στη ρουμανική και ελληνική αντιστοίχως.
Η φρασεολογία, που αντιπροσωπεύεται ακόμη από το εκτεταμένο άρθρο του Papahagi γραμμένο το 1908, δεν έχει βρει τη θέση της ούτε καν μέσα στα πλαίσια της θεωρίας της γλωσσικής ένωσης (Sprachbund), που είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη βαλκανική γλωσσολογία. Η έλλειψη ειδικών φρασεολογικών λεξικών για τις περισσότερες βαλκανικές γλώσσες, καθώς και το γεγονός ότι η ευκολία με την οποία διαπιστώνονται κάποιες φρασεολογικές ομοιότητες ανάμεσα στις γλώσσες αυτές σε ένα αρχικό στάδιο, είναι αντίστροφα ανάλογη με τις δυσκολίες κάθε προσπάθειας που αποσκοπεί στην πληρότητα, είναι οι βασικές αιτίες που η βαλκανική φρασεολογία δεν κατόρθωσε να επωφεληθεί από τις προόδους που παρουσίασε ο κλάδος αυτός σε ορισμένες βαλκανικές χώρες, όπως η Βουλγαρία.
Στο επίπεδο της μορφοσύνταξης, που σε ένα σύνολο τυπολογικά συγγενών γλωσσών είναι καθοριστικής σπουδαιότητας και που τα τελευταία ιδιαίτερα χρόνια βρίσκεται στο επίκεντρο των ερευνών, τα κενά εξακολουθούν να είναι σημαντικά. Ακόμη και οι λεγόμενοι βασικοί βαλκανισμοί -όπως το επιτασσόμενο άρθρο, ο περιφραστικός σχηματισμός του μέλλοντα με τη βοήθεια του τρίτου προσώπου του ενικού του ρήματος θέλω ,η απώλεια ή ο περιορισμός του απαρέμφατου και η σύμπτωση της γενικής και δοτικής- δεν έχουν μελετηθεί εξαντλητικά. Βασικό πρόβλημα στην περιοχή της μορφοσύνταξης θα πρέπει να θεωρηθεί η αδυναμία εντοπισμού νέων βαλκανισμών. Ίσως θα πρέπει να περιμένουμε να δούμε ποια θα είναι η συμβολή των γλωσσικών ατλάντων στην προσπάθεια αυτή.
Πόσο ευθύνεται για την κατάσταση αυτή η απουσία αυτοδύναμου θεωρητικού προβληματισμού και πόσο η έλλειψη πρόσβασης στα εμπειρικά δεδομένα; Στον ίδιο πρόλογο σημείωνα: "Ίσως η έλλειψη των εργασιών που προαναφέραμε να δικαιολογεί ως ένα βαθμό την εμφάνιση υπαρξιακών προβληματισμών στο χώρο της βαλκανικής γλωσσολογίας (Balcanologia quo vadis?). Στα υπαρκτά ή στα επινοούμενα -ίσως ως ερεθιστικές απειλές- αδιέξοδα, λύση θα δώσουν η λεπτομερής καταγραφή των βαλκανικών γλωσσών, η καλύτερη γνώση της ιστορίας τους…. και η αναζήτηση ομοιοτήτων αλλά και διαφορών σε όλα τα επίπεδα. Και αυτό, γιατί όση σημασία έχει η διαπίστωση των κοινών χαρακτηριστικών, άλλη τόση έχει η απάντηση στο ερώτημα γιατί και ποια γενετικά καθορισμένα χαρακτηριστικά αντιστάθηκαν στην ισχυρή τάση για σύγκλιση". Η βαλκανική γλωσσολογία για να αποφύγει τα αδιέξοδα θα πρέπει να κινηθεί σε δυο κατευθύνσεις: εμπλουτισμός των εμπειρικών δεδομένων και ενίσχυση του θεωρητικού εξοπλισμού. Το πρώτο σκέλος χαρακτηρίζεται από ανισομερή κατανομή του υλικού. Από τη μια συσσώρευση πλήθους δεδομένων, που είναι δύσκολο πια για ένα ειδικό να τα ελέγξει, κι από την άλλη σημαντικά κενά σε κρίσιμες περιοχές. Όσο για τον αυτοδύναμο θεωρητικό προβληματισμό της βαλκανικής γλωσσολογίας βρίσκεται αναμφισβήτητα σε ύφεση. Η θεωρία της Sprachbund, που εξακολουθεί να παραμένει η πιο γόνιμη θεωρητική κατάκτηση του κλάδου, αμφισβητείται. Ένα βασικό της μειονέκτημα είναι η αδυναμία να αποτυπώσει το δυναμικό χαρακτήρα των γλωσσικών επαφών. Δεν είναι τυχαίο ότι κατά την εξέταση των βαλκανισμών ως συστατικών της γλωσσικής ένωσης συχνά το βάρος πέφτει στο ποσοτικό στοιχείο κι όχι στη δυναμική τους μέσα στη συγκεκριμένη ένωση. Θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι η βαλκανική γλωσσολογία δεν ευνοήθηκε όσο θα περίμενε κανείς από τη γενικότερη θεωρητική ανάπτυξη της γλωσσολογίας των γλωσσικών επαφών (Kontaktlinguistik), ούτε από τη θεωρητική ανάπτυξη στο χώρο της γεωγραφικής τυπολογίας (Arealtypologie), με τον οποίο συνδέεται άμεσα. Μια σειρά σημαντικών ερωτημάτων περιμένουν τη θεωρητική τους κάλυψη: Τι ευνόησε την επικράτηση συγκεκριμένων κοινών μορφοσυντακτικών τύπων; Αρκεί η επισήμανση ορισμένων χαρακτηριστικών των βασικών βαλκανισμών, όπως για παράδειγμα ο αναλυτικός χαρακτήρας τους, για να δικαιολογήσουν την επικράτηση αυτή; Ποιες τάσεις επιταχύνθηκαν και ποιες υποχώρησαν και γιατί; Τι εμπόδισε τη λειτουργία μιας lingua franca;