ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
- Σταυρίδη-Πατρικίου, P. 1999. Γλώσσα, εκπαίδευση και πολιτική. σελ. 124-125.
- Σταυρίδη-Πατρικίου, Ρ. 1999. Γλώσσα, εκπαίδευση και πολιτική. σελ. 15
- Φραγκουδάκη, Α. 2001. Η γλώσσα και το έθνος 1880-1980: Εκατό χρόνια αγώνες για την αυθεντική ελληνική γλώσσα. σελ. 76-77.
- Φραγκουδάκη, Α. 2001. Η γλώσσα και το έθνος 1880-1980: Εκατό χρόνια αγώνες για την αυθεντική ελληνική γλώσσα. σελ. 77-78.
- Φραγκουδάκη, Α. 2001. Η γλώσσα και το έθνος 1880-1980: Εκατό χρόνια αγώνες για την αυθεντική ελληνική γλώσσα. σελ. 91-92.
- A.-Φ. Xριστίδης, 1999. Γλωσσικές μυθολογίες: η περίπτωση της ελληνικής. Στο Γλώσσα, πολιτική, πολιτισμός, 79-97.
Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας
Το γλωσσικό ζήτημα
Πέτρος Διατσέντος (2007)
Φραγκουδάκη, Α. 2001. Η γλώσσα και το έθνος 1880-1980:
Εκατό χρόνια αγώνες για την αυθεντική ελληνική γλώσσα. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σελ. 91-92.© ΑλεξάνδρειαΚατά την επταετία της δικτατορίας, τη χαριστική βολή στην καθαρεύουσα θα τη δώσουν οι συνταγματάρχες με τις μεταγλωσσικές τους πεποιθήσεις αλλά ιδίως με τη χρήση της γλώσσας.
Οι δικτάτορες έχουν άποψη για τη γλώσσα την οποία και θα δημοσιεύσουν. Τον Ιούλιο του 1972 το Αρχηγείον Ενόπλων Δυνάμεων κυκλοφορεί ένα φυλλάδιο εξήντα σελίδων, που δημοσιεύει το Στρατιωτικόν Τυπογραφείον και τιτλοφορείται Εθνική γλώσσα. Ο θρύλος της εποχής έλεγε ότι ο ανώνυμος συγγραφέας του πονήματος ανήκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Τα περιεχόμενα δείχνουν άγνοια της επιστήμης της γλωσσολογίας. Η ανωνυμία πάντως δείχνει κάτι πιο σημαντικό, ο συγγραφέας επιλέγει να μην υπογράψει τα γραφόμενά του, άρα τα περιεχόμενα μπορούν βάσιμα να θεωρηθούν οι γλωσσικές απόψεις της χούντας.
Το «γλωσσολογικό» αυτό έργο των δικτατόρων με το γαλάζιο εξώφυλλο μπορεί να συνοψιστεί με δυο λόγια σε μια ιδιαίτερα αφελή αμφισβήτηση του δημοτικισμού. Περιέχει νοηματικές αντιφάσεις ταιριαστές στο καθεστώς, π.χ. ονομάζει το έθνος κοινότητα «ιστορική» που ωστόσο δεν έχει «χρονικά»όρια: «Το έθνος είναι μία κοινότης ιστορική, άνευ χρονικών ή γεωγραφικών ορίων» (σ. 1), επιστημονοφανείς ανοησίες, όπως π.χ. κεφάλαιο με τίτλο «Η Δημοτική δεν έχει γραμματικήν» (18-27), τέλος περιέχει την ακραία στην αφέλειά της γλωσσική θέση ότι πρέπει η μητρική γλώσσα να θυσιαστεί για ένα «ανώτερο» ιδίωμα: «η υιοθέτησις ενός ανώτερου ιδιώματος (επί θυσία του μητρικού) […] έχει αποτέλεσμα την πνευματικήν άνοδον» (6). Η θέση στηρίζεται σε κουραστικό πλήθος από παραδείγματα του είδους «ψόφσι του μσκάρ, τσαθρώπ, τσθειας τσλιένς», για να καταλήξει στο ερωτηματικό συμπέρασμα «Μήπως ο λαός αυτός είναι δευτέρας ποιότητος και επομένως δεν πειράζει εάν το σχολείον ’καταστρέφη’ την μητρικήν γλώσσαν του;» (5).
Εκτός από την πολύ πατριωτική αξιολόγηση του ελληνικού λαού σαν «δευτέρας ποιότητος» στο όνομα της καθαρεύουσας, το τελικό και καίριο κατά την επταετία της δικτατορίας πλήγμα θα το υποστεί η καθαρεύουσα από την αδέξια, γεμάτη σολοικισμούς, υπερδιορθώσεις, πλεονασμούς, ταυτολογίες, συντακτικά και γραμματικά λάθη, χρήση της από τους δικτάτορες και ιδίως από τον μέχρι το 1973 αρχηγό της χούντας Γεώργιο Παπαδόπουλο, που επιπλέον ήταν ιδιαίτερα ομιλητικός, όπως δείχνει η δημοσίευση το 1969 τριών τόμων με λόγους του και τίτλο Το πιστεύω μου.