Τεχνολογίες της Πληροφορίας και Επικοινωνίας (ΤΠΕ) και διδασκαλία της ελληνικής
Αξιοποίηση των ΤΠΕ στην ελληνική εκπαίδευση
Αξιοποίηση των ΤΠΕ στη διδασκαλία
Μεγάλος αριθμός εκπαιδευτικών μπόρεσε να πραγματοποιήσει μία, έστω, διδασκαλία με την αξιοποίηση των ΤΠΕ. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως ένα σημαντικό πρώτο βήμα, αν ληφθεί υπόψη η έλλειψη εξοικείωσης μεγάλου αριθμού από τους επιμορφωθέντες με το μέσο αλλά και η δυσκολία του εγχειρήματος. Αν δούμε, όμως, προσεχτικότερα τις ποιοτικές διαστάσεις της όλης προσπάθειας, τότε τα πράγματα φαίνονται λιγότερο εντυπωσιακά και αισιόδοξα.
Οι περισσότερες, αν όχι όλες οι διδασκαλίες, στηρίζονται στη λογική των εγχειριδίων, την ύλη των οποίων παρακολουθούσαν σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό. Η λογική αυτή εξηγείται εύκολα από τη στιγμή που η πορεία με βάση το εγχειρίδιο αποτελεί κανόνα στα σχολεία και επιβάλλεται από την πολιτεία. Κάτι συναφές και ενδιαφέρον, επίσης, παρατηρείται και στο 'πώς' της διδασκαλίας. Η εμπεδωμένη διδακτική πρακτική οδήγησε στην πρακτική των φύλλων εργασίας, τα οποία δεν αποτελούν απλούς οδηγούς για καθοδήγηση της ανεξάρτητης πορείας του κάθε μαθητή και διευκόλυνση, επομένως, των διδασκόντων, αλλά αυστηρό καθοδηγητικό πλαίσιο, το οποίο κινείται, στις περισσότερες περιπτώσεις, στη λογική των κλασικών ερωταποκρίσεων που βρίσκονται στα σχολικά εγχειρίδια.
Είναι προφανές ότι η διδακτική ταυτότητα των διδασκόντων είναι αυτή που καθοδήγησε και την αξιοποίηση των ΤΠΕ στη διδασκαλία και δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά. Είναι προφανές επίσης ότι κάθε μελλοντική προσπάθεια θα πρέπει να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα όχι απλώς στην εισαγωγή της τεχνολογίας και στην αντίστοιχη εξοικείωση, αλλά στη συνολικότερη καλλιέργεια της (γλωσσο)διδακτικής ταυτότητας των εκπαιδευτικών, έτσι ώστε να μπορούν να ενσωματώνουν με τρόπο δημιουργικό κάθε τεχνολογία (έντυπα μέσα, ηλεκτρονικά κλπ.) στη διδασκαλία τους. Στην περίπτωση αυτή η έμφαση δεν πρέπει να δίνεται στο εργαλείο (εργαλειακή λογική), αλλά στο είδος των πολιτών, στη διαμόρφωση των οποίων θα πρέπει να συνεισφέρει το σχολείο. Αυτό έχει ιδιαίτερη βαρύτητα αν πράγματι πιστεύουμε ότι η κοινωνία της γνώσης, της πληροφορίας κλπ. απαιτεί και ένα διαφορετικό σχολείο.
Υπάρχουν, επίσης, και κάποια άλλα άξια λόγου στοιχεία από την ανάλυση που προηγήθηκε. Το πρώτο από αυτά έχει σχέση με το πώς ανταποκρίθηκε το σχολικό σύστημα στην όλη παρέμβαση. Εδώ τα πράγματα δεν είναι πολύ ευχάριστα. Οι διευθύνσεις των σχολείων και οι καθηγητές πληροφορικής αντιμετώπισαν περιπτωσιακά το ζήτημα: σε άλλες περιπτώσεις ήταν ιδιαίτερα θετικοί και παρείχαν κάθε υποστήριξη και σε άλλες εξαιρετικά υπηρεσιακοί, κωλυσιεργώντας την όλη διαδικασία. Είναι προφανές ότι δεν υπήρξε σαφής προετοιμασία όλων των εμπλεκομένων να υποστηρίξουν το όλο εγχείρημα. Πρόκειται για καθοριστικό παράγοντα που λειτούργησε αποτρεπτικά σε αρκετές περιπτώσεις.
Το δεύτερο έχει σχέση με τη συνεργασία επιμορφωτών-επιμορφούμενων εκπαιδευτικών. Η όλη αυτή διαδικασία φαίνεται από τις περιγραφές να λειτούργησε πολύ καλά: οι επιμορφωτές κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για προετοιμασία και υποστήριξη της διδακτικής πρακτικής, οι δε σχέσεις τους ήταν αρμονικές.
Το τέταρτο έχει σχέση με την ανταπόκριση των μαθητών. Από όλες τις συνεντεύξεις προκύπτει ότι οι μαθητές ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό στην πρόκληση και πολύ συχνά αντιδιαστέλλεται ο ενθουσιασμός αυτός με την άρνηση και ουδετερότητα που χαρακτηρίζει τη συνήθη καθημερινή διδακτική πρακτική. Και τα δύο συμπεράσματα αυτά είναι επίσης γνωστά από τη βιβλιογραφία (Κουτσογιάννης 1998, Lankshearetal2000, Snyder2001).
Τέλος, αξίζει να προσεχθεί η στάση των άλλων εκπαιδευτικών στο όλο εγχείρημα. Οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί είναι, σε κάποιες περιπτώσεις, ιδιαίτερα καυστικοί με τους συναδέλφους τους, χαρακτηρίζοντας ουδέτερη, συνήθως, τη στάση τους. Αυτό όμως δεν αποτελεί έκπληξη με δεδομένη την έλλειψη συνεργατικών πρακτικών στα σχολεία μας.