Albert Debrunner 

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική 

 

1. Ουσιαστικά σε -μός,-τμός,-θμός,-σμός

§ 304. Το ινδοευρωπαϊκό αφηρημένο επίθημα -μός εμφανίζεται στα ελληνικά σε διάφορα στάδια: συχνά οι σχηματισμοί απομονώνονται εξαιτίας εξαφάνισης της υποκείμενης ρίζας: λῑμός 'πείνα' και λοιμός 'επιδημία' (και τα δύο ίσως συγγενικά με το λατ. l ē tum 'θάνατος')· ύστερα το -μός προσκολλάται συχνά σε πρωτογενή ρηματικά θέματα, χωρίς να μπορούμε να μιλήσουμε για τάσεις εξάπλωσης: ὀδυρμός 'θρήνος' (κλασ.) από το ὀδύρεσθαι. Τύπος έγινε μόνο σε συνάρτηση με μετονοματικά και μόνο σε περιορισμένη κλίμακα· σ' αυτή την περίπτωση η σημασία του μερικές φορές έχει μετατοπιστεί κάπως προς το συγκεκριμένο: ἁρπαγμός 'αρπαγή' (ελληνιστ.). Αλλά όλα αυτά τα παραδείγματα είναι σχετικά λίγα και μεταγενέστερα. Σχετικά με τη σημασία του -μός δες § 311 .

§ 305. Πολύ πιο συνηθισμένη είναι η παλιά επέκταση -σμός· έχει εδραιωθεί ιδίως στα μετονοματικά σε -ίζειν και -άζειν (και γενικά στα οδοντικόληκτα θέματα) [138]: σπασμός (κλασ.) από το σπᾶν 'αποσπώ' (ἔ-σπασ-μαι), δεσμός (Όμ.) από το δεῖν (δέ-δε-μαι), μερισμός 'διαίρεση' (από τον Πλάτωνα και εξής) από το μερίζειν, λακωνισμός 'λακωνική νοοτροπία, λακωνικός τρόπος έκφρασης' (από τον Ξενοφώντα και εξής) από το λακωνίζειν, ἐνθουσιασμός 'ένθεη μανία' (κλασ.) από το ἐνθουσιάζειν, ὠσμός 'ώθηση' (Διόδωρος) από το ὠθεῖν. Από κει το -σμός πέρασε επίσης σε ερρινόληκτα ρήματα, που ο παθητικός παρακείμενός τους έληγε σε -σμαι, όπως ο παρακείμενος των ρημάτων σε -ζειν: μαρασμός 'ελάττωση της ζωτικής δύναμης' (ιατρικά κείμενα) από το μαραίνειν 'ξεραίνω, φθείρω' - μεμάρασμαι, παροξυσμός 'έξαψη· εμπύρετη κατάσταση' (Δημοσθ. κτλ.) από το παροξύνειν - παρώξυσμαι.

§ 306. Μικρότερη δύναμη απέκτησαν οι επεκτάσεις -τμός και -θμός [139]: το -τμός επιζεί μόνο σε ελάχιστα αρχαία λείψανα: ἐρε-τμός 'κουπί' (Όμ.) από το ἐρέσσειν ἐρέτης· και το -θμός είναι συνήθως απολιθωμένο: σταθμός 'στύλος, θέση, σταθμός' (Όμ.) από το στη- στᾰ- 'στέκω', και στα ιων. και ελληνιστ. αντικαθίσταται μερικές φορές από το συχνότερο -σμός: βαθμός - βασμός 'βαθμίδα' από το βη- βᾰ- 'βαδίζω', ῥυθμός - ῥυσμός 'ροή > κανονική κίνηση' από το ῥεῖν ῥυ-ῆναι. Ο Όμηρος χρησιμοποιεί επίσης το -ηθμός στην περίπτωση ρημάτων σε -ᾶν και -εῖν: κνυζηθμός 'οδυρμός' από το κνυζᾶν, ὀρχηθμός (ιων. ὀρχησμός) 'χορός' από το ὀρχεῖσθαι.

138 Το -σμός όχι σύμφωνα με τους φθογγολογικούς κανόνες από το *-δ-μός, το πολύ στη λαϊκή αττική διάλεκτο· σχετικά με τη διαφορά του επιθήματος πρβ. ιων. ὀδμή δίπλα στο αττ.-ιων. ὀσμή.

139 Σχετικά με το -θ-πρβ. § 7, -θμα § 310, -θρον και -θλον § 390, επίσης το ενεστωτικό επίθημα -θο- § 174.

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20