ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας 

Η Ελληνική γλώσσα από τον 12ο εως τον 17ο αιώνα: Πηγές και εξέλιξη 

Michel Lassithiotakis (2007) 

Η Ελληνική γλώσσα από τον 12ο εως τον 17ο αιώνα: Πηγές και εξέλιξη

Περιεχόμενα

1. Οι τελευταίοι αιώνες του Μεσαίωνα (1100-1453)

1.1. Το ιστορικό πλαίσιο

Οι τελευταίοι αιώνες του Μεσαίωνα παρουσιάζουν διπλό ενδιαφέρον για την ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Μια σειρά μέγιστων ιστορικών γεγονότων φέρνουν τον ελληνισμό, πολύ περισσότερο από τους προηγούμενους αιώνες, σε επαφή αφενός με τις γλώσσες και τους πολιτισμούς της δυτικής Ευρώπης και αφετέρου με τον τουρκικό κόσμο. Εξάλλου, τα πρώτα λογοτεχνικά έργα σε δημώδη γλώσσα, που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, προσφέρουν πολύτιμη μαρτυρία όχι μόνο για την εξέλιξη που γνώρισε η ελληνική κατά τον 12ο-15ο αιώνα αλλά και για τους μετασχηματισμούς που ανάγονται πιθανότατα σε προηγούμενες περιόδους.

Η προέλαση των Τούρκων στη Μικρά Ασία, από τα τέλη του 11ου αιώνα, μειώνει προοδευτικά την επικράτεια της βυζαντινής αυτοκρατορίας σε έναν όλο και πιο περιορισμένο χώρο: προς τα τέλη του 14ου αιώνα βυζαντινές παρέμεναν μόνο η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, η Θεσσαλονίκη και η ενδοχώρα της, μερικές οχυρές θέσεις στις ακτές του Μαρμαρά και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου. Με την Άλωση της Πόλης το 1453, την οποία ακολούθησαν λίγα χρόνια αργότερα η κατάκτηση της Πελοποννήσου και στη συνέχεια η εξαφάνιση της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, όλο και πιο πολυάριθμοι ελληνόφωνοι πληθυσμοί βρέθηκαν σε επαφή με τουρκόφωνους πληθυσμούς: μία από τις συνέπειες αυτής της απομόνωσης και αυτής της εγγύτητας ήταν και η μαζική εισροή τουρκικών λέξεων στην καθομιλούμενη κοινή ελληνική.

Από την άλλη πλευρά, από τα τέλη του 11ου αιώνα, το πέρασμα των Σταυροφόρων από τη βυζαντινή αυτοκρατορία, η στρατολόγηση μισθοφόρων από τη Δύση, η εγκατάσταση στην Κωνσταντινούπολη μεγαλεμπόρων ενετών, γενοβέζων ή, γενικότερα προερχόμενων από την Ιταλική Χερσόνησο - όλα αυτά τα φαινόμενα συνέβαλαν στη σύσφιξη των σχέσεων του ελληνόφωνου κόσμου με τη δυτική Ευρώπη. Ωστόσο, τις πιο αποφασιστικές επιπτώσεις στον τομέα του πολιτισμού και της γλώσσας είχε η Τέταρτη Σταυροφορία και οι συνέπειές της. Η άλωση της Πόλης από τους Φράγκους το 1204 είχε ως συνέπεια την εγκαθίδρυση μιας λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης (1204-1261) και κυρίως -παρά την επανεμφάνιση κάποιων μεμονωμένων ελληνικών κρατών στην Ήπειρο, στη βορειοδυτική Μ. Ασία και στον Πόντο- το μοίρασμα του μεγαλύτερου μέρους του δυτικού τμήματος της αυτοκρατορίας σε διάφορες δυνάμεις της Δύσης: η Κύπρος πέρασε στη δικαιοδοσία των Λουζινιάν· η Πελοπόννησος έγινε το Πριγκηπάτο του Μοριά υπό τη διακυβέρνηση των Βιλλεαρδουίνων∙ η Κρήτη, καθώς και άλλα νησιά, έγιναν αποικίες των Ενετών. Μία από τις συνέπειες αυτού του διαμελισμού της αυτοκρατορίας ήταν η διείσδυση στη δημώδη γλώσσα πολυάριθμων νεολατινικών και ρομανικών λέξεων - ιταλικών, γαλλικών, προβηγκιανών, καταλανικών, ισπανικών…

Τέλος, η αποδυνάμωση και στη συνέχεια η εξαφάνιση ενός κεντρικού ελληνικού κράτους αλλά και ο κατακερματισμός του διοικητικού και πολιτικού συστήματος του Βυζαντίου επιφέρουν μια υποχώρηση της λόγιας ελληνικής, η οποία και ευνοεί τη χρήση, τόσο σε λογοτεχνικά όσο και σε επίσημα κείμενα, ποικίλων τύπων της δημώδους γλώσσας.

1.2. Οι λογοτεχνικές πηγές

Ένα από τα χαρακτηριστικά των τελευταίων αιώνων του Μεσαίωνα είναι το πλήθος και η ποικιλία λογοτεχνικών κειμένων σε δημώδη γλώσσα.

O Δ.Ν. Μαρωνίτης και ο Γ. Κεχαγιόγλου συζητούν για τη γλώσσα της γραμματείας· "Βαβυλωνία" Seven X Channel

Τον 12ο αιώνα συντέθηκαν τα ονομαζόμενα «Πτωχοπροδομικά» ποιήματα, το διδακτικό ποίημα Σπανέας, καθώς και ένα ποίημα που συντέθηκε στη φυλακή από τον Μιχαήλ Γλυκά. Από την ίδια εποχή χρονολογείται αναμφισβήτητα η πρώτη εκδοχή του επικού ποιήματος του Διγενή Ακρίτα. Η άνθηση αυτή της έμμετρης λογοτεχνίας συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια των επόμενων αιώνων με μια σειρά «ιπποτικών» μυθιστορημάτων, ορισμένα από τα οποία είναι πρωτότυπα (Καλλίμαχος και Χρυσορρόη, Λίβιστρος καί Ροδάμνη, Βέλθανδρος και Χρυσάντζα), ενώ άλλα είναι εμπνευσμένα από δυτικά πρότυπα (Φλώριος και Πλατζιαφλόρα, Ιμπέριος και Μαργαρώνα). Στον 14οαιώνα ανήκει ακόμη ένα πολύ εκτεταμένο έμμετρο χρονικό που συντέθηκε στη φραγκοκρατούμενη Πελοπόννησο, το Χρονικόν του Μορέως, γραμμένο σε μια σχεδόν ομοιόμορφα λαϊκή γλώσσα. Από την ενετοκρατούμενη Κρήτη προέρχονται εξάλλου (14ος-15ος αιώνας) τα διδακτικά, σατιρικά, ερωτικά ή θρησκευτικά έργα του Στέφανου Σαχλίκη, του Λεονάρδου Δελλαπόρτα και του Μαρίνου Φαλιέρου. Τέλος, ενώ τα δημώδη πεζά λογοτεχνικά έργα είναι σαφώς πιο ολιγάριθμα, το κυπριακό Χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά, για παράδειγμα, γραμμένο στην Κύπρο και στην κυπριακή διάλεκτο τον 15ο αιώνα, αποτελεί πολύτιμη μαρτυρία για την κατάσταση της κοινής (καθομιλούμενης) γλώσσας.

1.3. Οι μετασχηματισμοί της γλώσσας

Μία από τις φωνολογικές αλλαγές που μπορούν να χρονολογηθούν κατά πάσα πιθανότητα σε αυτή την περίοδο είναι η εξαφάνιση του τελικού στις ονοματικές και ρηματικές καταλήξεις: την ψυχήν > την ψυχή, -ομεν > -ομε. Το τελικό τείνει να διατηρείται μόνο στη γενική πληθυντικού, στην αιτιατική ενικού του άρθρου και σε ορισμένες προσωπικές αντωνυμίες. Αντίστροφα, στα κείμενα αυτής της περιόδου απαντούμε το τελικό σε περιπτώσεις όπου δεν δικαιολογείται η παρουσία του: σε ουσιαστικά (π.χ. το στόμαν) ή σε ρηματικούς τύπους (π.χ. απεκρίθην, 3οπροσ. εν.).

Από την άλλη μεριά, αλλαγές εμφανίζονται στην προφορά ορισμένων συμφωνικών συμπλεγμάτων. Έτσι, η συνάντηση δύο άηχων κλειστών, δύο εξακολουθητικών (τριβόμενων) ή του σ [s] και ενός εξακολουθητικού παράγει την ακολουθία εξακολουθητικό + κλειστό:

κτ, χθ>χτ
πτ, φθ>φτ
σθ>στ
σχ>σκ

Μια άλλη σημαντική φωνητική εξέλιξη είναι η συνίζηση του ή του με το τελικό φωνήεν: καρδία > καρδιά, μηλέα > μηλιά, παλαιός > παλιός, παιδίου > παιδιού.

Τέλος, το φαινόμενο της συγκοπής που οδηγεί σε τύπους όπως παιδίον > παιδίν, Βασίλειος > Βασίλης φαίνεται να τείνει να γενικευτεί. Αντίστοιχα, η πτώση του αρχικού άτονου φωνήεντος επηρεάζει τόσο τα ουσιαστικά και τα επίθετα όσο και τους ρηματικούς τύπους ή, ακόμη, και την άρνηση: οσπίτιν > σπίτιν, ολίγος > λίγος, ευρίσκω > βρίσκω, ουδέν > δεν.

Η εξαφάνιση του τελικού συμβάλλει στην επιτάχυνση της απλοποίησης της ονοματικής κλίσης. Οι καταλήξεις των αρσενικών και θηλυκών ουσιαστικών περιορίζονται στο εξής, στον ενικό αριθμό, σε δύο ή τρεις τύπους:

Αρσ.Θηλ.Αρσ.
-ας-ος
-ας-ου
-ο

Όσον αφορά τον πληθυντικό των ουσιαστικών, η εξέλιξή του προκύπτει από την επίδραση που ασκούν οι καταλήξεις της ονομαστικής πληθυντικού της αρχαιοελληνικής τρίτης κλίσης (ελπίδες, πατέρες), επίδραση που εξηγεί την αντικατάσταση του χῶραι με το χώρες, του ταμίαι με το ταμίες κλπ.

Από την άλλη μεριά, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ολοκληρώνεται και η παγίωση της κλίσης των ουδετέρων σε -ιν του τύπου παιδί(ν).

Τα επίθετα εμφανίζουν μια ανάλογη τάση για απλοποίηση: το όλος, -η, -ο(ν) αντικαθιστά το πᾶς, πᾶσα, πᾶν, που είχε πιο περίπλοκη κλίση· τα επίθετα (ειδικότερα τα σύνθετα) στα οποία οι καταλήξεις του θηλυκού ήταν ίδιες με του αρσενικού σχηματίζουν θηλυκό γένος σε ή , διακριτό από το αρσενικό· τα επίθετα σε -ης, -ες αποκτούν συχνά ένα θηλυκό σε καθώς και ουδέτερο σε -ικο.

Στο ρήμα, οι χρονικές διακρίσεις εξαφανίζονται στις υπόλοιπες εγκλίσεις πέρα από την οριστική: στην υποτακτική, την προστακτική καθώς και στους τύπους που προέρχονται από το αρχαίο απαρέμφατο και συμβάλλουν στον σχηματισμό του παρακείμενου και του υπερσυντέλικου, η διαφορά μεταξύ ενεστωτικού και αοριστικού θέματος καθίσταται πλέον διαφορά όψης.

Ακολουθώντας μια εξέλιξη που ξεκίνησε από την κοινή και συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης του Μεσαίωνα, η ενεργητική μετοχή, σε αντίθεση με τις μεσοπαθητικές μετοχές σε -όμενος/-μένος, τείνει να καταστεί άκλιτη (με κατάληξη ) και χωρίς χρονικές διακρίσεις πλέον: ἀκούντα ὁ Βέλθανδρος οὐδὲν ἀπολογήθη· οἱ Φράγκοι σφάζοντα· λέγοντα καὶ ἀρνούμενος.

Ο περιφραστικός μέλλοντας αργεί να σταθεροποιηθεί: διστάζει ανάμεσα στο ἔχω + απαρέμφατο, που σπανίζει, το ἔχω + υποτακτική (οι δύο μορφές συνυπάρχουν μερικές φορές στο ίδιο κείμενο), και κυρίως στη συνδρομή του θέλω, που συντάσσεται με απαρέμφατο ή με το ἵνα/νὰκαι υποτακτική και το οποίο, στη δεύτερη περίπτωση τρέπεται σε θὲ νά, θὰ νάκαι, στη συνέχεια, σε θά.

Η περίφραση βοηθητικό ἔχω + απαρέμφατο, που όλο και πιο σπάνια σηματοδοτεί τον μέλλοντα, αρχίζει την περίοδο αυτή να χρησιμοποιείται για την έκφραση του υπερσυντέλικου ή του παρακείμενου: έτσι έχουμε τους τύπους εἶχεν χάσει, εἶχεν στείλει, ἔχει ἐλθεῖ (Χρονικό του Μορέως), ή ακόμη, εἶχεν πεθάνειν, εἶχεν πιάσειν (Χρονικό του Μαχαιρά).

Όσον αφορά την υπόλοιπη ρηματική μορφολογία, σημειώνουμε τη συνύπαρξη, στον ενεστώτα, των καταλήξεων -ουσι και -ουν, και, στον παρατατικό και τον αόριστο, -ασι και -αν. Ο παρατατικός των ρημάτων που τονίζονται στη λήγουσα εμφανίζει τόσο τις καταλήξεις -οῦσα, -ας, όσο και -αγα, -αγας, -αγε. Στη μεσοπαθητική φωνή, τα αρχαία συνηρημένα ρήματα σε -άω έχουν την τάση να συγχέονται με τα ρήματα σε -έω, σε τέτοιο βαθμό που γενικεύονται, στον ενεστώτα, κοινές καταλήξεις σε -οῦμαι, -ᾶσαι, -ᾶται ή, ακόμη, σε -ιέμαι, -ιέσαι, -ιέται. Οι αρχαϊκές καταλήξεις του παρατατικού -όμην, -εσο, -ετο, -όμεθα, -εσθε, -οντοβρίσκονται σε ανταγωνισμό με τις αντίστοιχες δημώδεις καταλήξεις -ούμουν, -ούσουν, -όταν, όμεσθα, -εστε, -ουνταν. Στον παθητικό αόριστο, η κατάληξη -θηκα τείνει να υποσκελίσει την κατάληξη -θην, που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί τόσο για το πρώτο όσο και για το τρίτο πρόσωπο· στο τρίτο πρόσωπο του πληθυντικού, αντίθετα, οι καταλήξεις -θησαν και -θηκαν/-θῆκαν/-θήκασι συνυπάρχουν στα κείμενα.

Στο πεδίο της σύνταξης, ένα από τα πιο χαρακτηριστικά φαινόμενα είναι η γενίκευση της σύνταξης των προθέσεων με αιτιατική και η σταδιακή εγκατάλειψη των υπόλοιπων πτώσεων, κυρίως της γενικής: ἐκ τὴν χαράν, δίχως ταραχήν.

Στον τομέα του λεξιλογίου η ελληνική, όπως έχουμε ήδη σημειώσει, εμπλουτίζεται κατά την διάρκεια του ύστερου Μεσαίωνα με πολυάριθμα ξένα δάνεια, λέξεις που προέρχονται από τις ρομανικές γλώσσες και την τουρκική. Συχνά είναι δύσκολο να χρονολογήσουμε την εμφάνιση των δανείων αυτών στην ελληνική, και σε πολλές περιπτώσεις είναι πιθανό οι λέξεις αυτές που μαρτυρούνται για πρώτη φορά στα ελληνικά κείμενα αυτής της περιόδου να είναι στην πραγματικότητα προγενέστερα δάνεια. Ορισμένες εν πάση περιπτώσει είναι χρονολογήσιμες: αυτό ισχύει για τις λέξεις του φεουδαρχικού λεξιλογίου, γαλλικής προέλευσης, που περιέχονται σε κείμενα γραμμένα στον φράγκικο Μοριά, για παράδειγμα στο Χρονικό του Μορέως (ρόι, μισίρ, λίζιος, κουρτέσα)· ή, ακόμη, πολυάριθμοι όροι προερχόμενοι από το λεξιλόγιο της ναυσιπλοΐας και του εμπορίου, δάνεια κατεξοχήν από την ιταλική και τη βενετσιάνικη από τον 13ο αιώνα και εξής.

Πέρα από τα λατινογενή επιθήματα που έκαναν την εμφάνισή τους στην ελληνική κατά την πρώτη περίοδο του Μεσαίωνα (-ᾶτος, -ίσιος, -άριος, -πουλος), πολλά ακόμη επιθήματα καθίστανται ιδιαίτερα παραγωγικά κατά τους επόμενους αιώνες: π.χ. -ίτσι, -ούτι, -ούτσικος. Ένα όμως από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία των κειμένων της δημώδους λογοτεχνίας αυτής της περιόδου είναι ο αξιοσημείωτος πλούτος από σύνθετες λέξεις· το φαινόμενο αυτό απαντά κατά κύριο λόγο στα επονομαζόμενα «ιπποτικά» μυθιστορήματα: κοκκινομάγουλος, γλυκόσταμα, λαμπροαρματωμένος, πυργόδωμα.

2. Η Οθωμανική κυριαρχία(15ος-17ος αιώνας)

Οι πρώτοι αιώνες της σύγχρονης εποχής εμφανίζουν, από την οπτική της ιστορίας της γλώσσας, κάποιες αναλογίες με τους τελευταίους αιώνες του Μεσαίωνα: η σημαντική άνθηση που γνωρίζει η δημώδης λογοτεχνία ανακόπτεται σε αυτήν ακριβώς τη δεύτερη περίοδο, καθώς σημαντικό μέρος των κειμένων που γράφονται στα ελληνικά ή από Έλληνες γράφεται σε λόγια γλώσσα· η «διγλωσσία» που κυριαρχούσε κατά την προηγούμενη περίοδο εξακολουθεί να χαρακτηρίζει τη γραπτή χρήση της γλώσσας.

Από την άλλη μεριά, η απουσία ενός πολιτικού και πολιτισμικού κέντρου και ο πολιτικός κατακερματισμός που βιώνει πλέον ο ελληνόφωνος κόσμος -του οποίου ο βασικός χώρος βρίσκεται υπό οθωμανική κατοχή αλλά σημαντικά τμήματά του (η Κρήτη, τα Ιόνια νησιά, η Ρόδος, η Κύπρος) παραμένουν υπό την κηδεμονία δυτικών δυνάμεων, και κυρίως της Βενετίας- αυξάνουν την απομόνωση αυτών των περιοχών και ευνοούν εκεί την καταφυγή σε τοπικές, ιδιωματικές, μορφές της δημώδους ελληνικής. Έτσι στην Κύπρο και, στην ουσία, στην κυπριακή διάλεκτο συντέθηκε, περίπου στα μέσα του 16ου αιώνα, μια συλλογή ερωτικών ποιημάτων πετραρχικής ή νεοπετραρχικής έμπνευσης. Από τη Ρόδο προέρχονται τα έργα του Εμμανουήλ Λιμενίτη, καθώς και κατά πάσα πιθανότητα μια ακόμη συλλογή λυρικών ποιημάτων.

Αλλά από όλες τις περιοχές που βρίσκονται τότε υπό την κυριαρχία των Δυτικών, η Κρήτη, ενετική κτήση μέχρι το 1669, έχει τη μεγαλύτερη λογοτεχνική, και γενικότερα πολιτισμική, ακτινοβολία. Η κρητική λογοτεχνία, που είχε γνωρίσει την πρώτη της άνθηση από τα τέλη του Μεσαίωνα με τα έργα των Σαχλίκη, Δελλαπόρτα και Φαλιέρου, παρουσιάζει από τη δεκαετία 1570-1580 και μέχρι το τέλος της Ενετοκρατίας μια αξιοσημείωτη ανάπτυξη, καταρχάς με μια σειρά θεατρικών έργων (δύο τραγωδίες, τρεις κωμωδίες, ένα θρησκευτικό δράμα και ένα ποιμενικό δράμα) εμπνευσμένων λιγότερο ή περισσότερο άμεσα από ιταλικά πρότυπα, καθώς και με την εκτενή μυθιστορία Ερωτόκριτος του Βιντσέντζου Κορνάρου. Ενώ οι κρητικοί ποιητές του τέλους του Μεσαίωνα έκαναν μετριοπαθή και σποραδική χρήση του τοπικού ιδιώματος, η γλώσσα των έργων του 16ου και 17ου αιώνα είναι το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας καθαρισμού και ομοιογενοποίησης: οι συγγραφείς δημιουργούν λοιπόν, με αφετηρία την καθομιλούμενη γλώσσα του νησιού, μια ιδιωματική λογοτεχνική γλώσσα. Η γλώσσα των κωμωδιών, πλησιέστερη στην καθομιλουμένη, είναι και πιο πλούσια σε λέξεις ιταλικής προέλευσης. Όσο για τα Επτάνησα, η δημώδης λογοτεχνία γνωρίζει και εκεί αξιοσημείωτη άνθηση, για παράδειγμα τον 16ο αιώνα, με τα σύντομα έμμετρα «μυθιστορήματα» του Ιάκωβου Τριβώλη, τις έμμετρες προσαρμογές σε δημώδη γλώσσα της Θησηΐδας του Βοκκάκιου και της Ιλιάδας ή, ακόμη, τον 17ο αιώνα με τις τραγωδίες Ευγένα και Ζήνων.

Πέρα από τα ποιητικά έργα, πεζά κείμενα όπως η Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη του Καρτάνου, η πρώτη μετάφραση σε δημώδη γλώσσα των Ευαγγελίων από τον Μάξιμο Καλλιουπολλίτη, το Γεωπονικόν του Αγάπιου Λάνδου ή τα έργα του Σκούφου, δείχνουν ότι η λαϊκή γλώσσα επεκτείνεται σε τομείς (θρησκευτικός, διδακτικός, τεχνικός) απ' όπου ήταν στο παρελθόν αποκλεισμένη ή στους οποίους η χρήση της παρέμενε περιθωριακή.

Για πρώτη φορά εξάλλου στην ιστορία της δημώδους ελληνικής, σημειώνονται κατά την περίοδο αυτή πρωτοβουλίες για τη σταθεροποίηση της γλώσσας αυτής μέσω γραμματικών: οι γραμματικές του Νικόλαου Σοφιανού στις αρχές του 16ου αιώνα και στη συνέχεια, τον 17ο αιώνα, του Girolamo Germano και του Simon Portius.

Αυτό το σύνολο έργων σε δημώδη ελληνική, στο οποίο μπορούμε να προσθέσουμε μη λογοτεχνικά κείμενα όπως οι νοταριακές πράξεις, μας επιτρέπει να περιγράψουμε με σχετική ακρίβεια την εξέλιξη της λαϊκής γραπτής γλώσσας κατά τη διάρκεια αυτών των δυόμιση αιώνων.

Στον τομέα της ονοματικής μορφολογίας σταθεροποιείται η απλοποίηση που οδηγεί, μέσω της αναλογίας, στη μείωση του αριθμού των καταλήξεων. Η αντίθεση ανάμεσα στην κλίση των ουσιαστικών, που χαρακτηρίζονται από μετακίνηση του τόνου, και των επιθέτων, στα οποία ο τόνος παραμένει σταθερός, τείνει να αποτελέσει τον κανόνα, παρά τη διατήρηση αρχαϊσμών. Όσον αφορά το άρθρο, ο τύπος της αιτιατικής πληθυντικού του θηλυκού τὲς υποχωρεί προς όφελος του τὶς (τσὶ στα κρητικά ιδιωματικά κείμενα).

Όσο για το ρήμα, η περίφραση θενὰ/θὰ + υποτακτική τείνει να γίνει ο κανονικός τρόπος σχηματισμού του μέλλοντα. Ο παρακείμενος εκφράζεται στο εξής με τη βοήθεια της περίφρασης ἔχω + απαρέμφατο ή μετοχή παθητικού παρακειμένου. Για την έκφραση της υποθετικής έγκλισης [conditionnel], εμφανίζεται η ακολουθία θὰ + οριστική παρατατικού ή αορίστου, η οποία θα ανταγωνιστεί και στη συνέχεια θα υποσκελίσει τις παλαιότερες περιφράσεις εἶχα + απαρέμφατο ή νὰ + οριστική παρατατικού ή αορίστου.

Στον τομέα του λεξιλογίου, τα λατινογενή επιθήματα που αναφέρθηκαν με αφορμή την προηγούμενη περίοδο (-ᾶτος, -ίσιος, -άριος, -πουλος) εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην παραγωγή, όπως και τα -ίτσης/-ίτσαγια τον σχηματισμό των υποκοριστικών. Ο μεγαλύτερος, ωστόσο, νεωτερισμός στον τομέα αυτό συνίσταται στην ευρύτατη χρήση επιθημάτων τουρκικής προέλευσης, για παράδειγμα -λὴς και -τζής. Στη σύνθεση, θα σημειώσουμε τη συχνότητα λέξεων του τύπου ἀντρόγυνο, στις οποίες τα δύο συνθετικά είναι ουσιαστικά και το αποτέλεσμα της σύνθεσης, το σύνθετο ουσιαστικό, δηλώνει το σύνολο που σχηματίζεται από το αντικείμενο αναφοράς του καθενός από τα δύο συνθετικά (παρατακτικά σύνθετα).

Μολονότι, όπως φαίνεται από κείμενα όπως οι κρητικές κωμωδίες, το Γεωπονικόν του Λάνδου ή ακόμη οι νοταριακές πράξεις στα ελληνικά, τα δάνεια από ρομανικές γλώσσες και ιδιαίτερα από την ιταλική παραμένουν πολυάριθμα, μία από τις ιδιαιτερότητες αυτής της περιόδου είναι η αυξανόμενη επίδραση της τουρκικής στο λεξιλόγιο της λαϊκής γλώσσας.

O Γ. Βελούδης και ο Χ. Συμεωνίδης συζητούν για την ενσωμάτωση στην ελληνική των τούρκικων δανείων· "Βαβυλωνία" Seven X Channel

Η επίδραση αυτή αφορά κατά κύριο λόγο, αν και όχι αποκλειστικά, το λεξιλόγιο που συνδέεται με την καθημερινή ζωή: ας σημειώσουμε, μεταξύ των εξαιρετικά πολυάριθμων δανείων, τις λέξεις τουλούμι, τουφέκι, καφές, πιλάφι, κέφι, γιακάς, γλέντι.

Συνοπτική βιβλιογραφία

  1. ΑΝΔΡΙΩΤΗΣ, Ν. Π. 1992. Ιστορία της ελληνικής γλώσσας (τέσσερις μελέτες). Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [΄Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
  2. BROWNING, R. 1969. Medieval and Modern Greek. Λονδίνο: Hutchinson. Ελλην. μτφρ. Μ. Κονομή, επιμ. Χ. Χαραλαμπάκης με τίτλο Η ελληνική γλώσσα, μεσαιωνική και νέα (Αθήνα: Παπαδήμα, 1995, 2η έκδ.).
  3. COSTAS, P.S. 1936. An Outline of the History of the Greek Language, with Particular Emphasis on the Koine and the Subsequent Periods. The Eurasiatic Library of America. Origines Eurasiaticae. II. Historico-philologica VI. Σικάγο: The Ukrainian Academy of Sciences of America.
  4. MEILLET, A. [1913] 1975. Aperçu d'une histoire de la langue grecque. 8ηέκδ. Παρίσι: Klincksieck.
  5. MOLEAS, W. 1989. The Development of the Greek Language. Λονδίνο: Bristol Classical Press.
  6. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ, Γ. 1985. Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα.
  7. ΧΑΤΖΙΔΑΚΗΣ, Γ. 1905-1907. Μεσαιωνικά καινέα ελληνικά. 2 τόμ. Αθήνα. Ανατύπωση, Αθήνα: Πελεκάνος, χ.χ.
  8. ΧΑΤΖΙΔΑΚΗΣ, Γ. 1915. Σύντομος ιστορία της ελληνικής γλώσσης, Αθήνα: Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων. Ανατύπωση, Αθήνα: Ι. Σιδέρης,1967.
  9. PERNOT, H. 1921. D'Homère à nos jours. Histoire, écriture, prononciation du grec. Παρίσι.
  10. ΤΟΜΠΑΪΔΗΣ, Δ. 1984. Επιτομή της ιστορίας της ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: ΟΕΔΒ.
  11. TONNET, H. 1993. Histoire du grec moderne. La formation d'une langue. Παρίσι: L'Asiathèque. Ελλην. μτφρ. Μ. Καραμάνου & Π. Λιαλιάτσης, επιμ. Χ. Χαραλαμπάκης με τίτλο Ιστορία της νέας ελληνικής γλώσσας: Η διαμόρφωσή της (Αθήνα: Παπαδήμα, 1995).
  12. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗΣ, Μ. [1938] 1981. Νοελληνική Γραμματική. Ιστορική εισαγωγή. 3ος τόμ. τουΆπαντα. Θεσσαλονίκη:Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [΄Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20