ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Albert Debrunner
O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική
2. Τα ονόματα σε -αδ-, -ιδ-
§ 379. Το -αδ- δημιουργήθηκε από παραδείγματα όπως το προαναφερθέν παρα-στάς· άλλοι συσχετισμοί για το -α- υποδηλώθηκαν στην § 236 . Ακόμη λιγότερο καθαρή είναι η προέλευση του -ιδ-· στο μεγαλύτερο ποσοστό είναι μάλλον διευρυντικός μετασχηματισμός ενός ινδοευρωπαϊκού θηλυκού σχηματισμού (πρβ. -τρίς = τρια § 300) που επιβιώνει και στο -ιᾰ (§ 298 κεξξ.). Και η περιοχή χρήσης του -αδ- και του -ιδ- και τα μεταξύ τους όρια παραμένουν στο σκοτάδι. Αυτό που έως κάποιο βαθμό είναι βέβαιο είναι το εξής: και τα δύο επιθήματα αυτόνομα και σε συνδυασμό με τα παράγωγά τους ρήματα σε -άζειν και -ίζειν (§ 237 κεξξ., 253 κεξξ.) εξαπλώθηκαν αναλογικά σε μεγάλη έκταση· το -αδ- έχει σχέσεις με θέματα σε ᾱ κ.τ.ό., πρβ. § 237 , περιορίζεται όμως εκεί τόσο λίγο όσο και το -άζειν· αντί για το *-ιίς εμφανίζεται το -ιάς (πρβ. -ιάζειν αντί για *-ιίζειν § 252).
§ 380. Ως βάσεις παρουσιάζονται ρήματα και ονόματα π.χ.: λαμπάς 'δάδα, λαμπάδα' (κλασ.) από το λάμπειν, ἐλπίς (Όμ.) από το ἔλπεσθαι 'ελπίζω', αντίθετα πελειάς 'αγριοπερίστερο' (Όμ.) = πέλεια, συμμαχίς 'η σύμμαχος' (κλασ.) από το σύμμαχος 'ο σύμμαχος'. Η συντακτική χρήση ταλαντεύεται συχνά μεταξύ των λειτουργιών του ουσιαστικού και του επιθέτου· παράλληλα η αρχικά εξίσου δικαιολογημένη χρήση του -αδ- ως αρσενικού υποχωρεί εντελώς σε σχέση με τη χρήση του ως θηλυκού (πρβ. ακόμη φυγάς αρσ. θηλ. 'φυγάς, πρόσφυγας'), επειδή το -ιδ- ως μετασχηματισμός του παλιού θηλυκού σχηματισμού (δες § 379) ήταν μόνο θηλυκό, και επειδή το αρσενικό δηλωνόταν καθαρότερα με το -άδης -ίδης (§ 384).
§ 381. Από τους πολυάριθμους χαρακτηρισμούς θηλυκών προσώπων με τα -ίς -ιάς μερικές ομάδες χτυπούν ιδιαίτερα στο μάτι:
Τα πατρωνυμικά σε -ίς (-ιάς) σχηματίζουν τη βάση για τα αρσενικά σε -ίδης (-ιάδης) (§ 384) και είναι τα αντίστοιχά τους:
Τανταλίς 'κόρη του Ταντάλου ',
Νηρηΐδες (αττ. Νηρῇδες) 'κόρες του Νηρέως ',
Ἀτλαντίς 'κόρη του Ἄτλαντος ',
Θεστιάς 'κόρη του Θεστίου ',
Βορεάς 'κόρη του Βορέου '.
Τα εθνικά σε -ίς (-ιάς) συνδέονται μεταξύ άλλων με τα αρσενικά σε -εύς (§ 301)· αργότερα αντικαταστάθηκαν κυρίως από τα -ισσα (§ 300) και -ῖτις (§ 358):
Θῆβαι - Θηβαῖος - Θηβᾱΐς (πρβ. -ᾱΐζειν § 259 , Όμ. ακόμη Ἀχαιοί - Ἀχαιΐδες, κραταιός - κραταιΐς),
Πέρσης - Περσίς,
Μέγαρα - Μεγαρεύς - Μεγαρίς,
Φώκαια - Φωκα(ι)εύς - Φωκα(ι)ίς,
Ἀλεξάνδρεια - Ἀλεξανδρ(ει)εύς - Ἀλεξανδρίς·
έτσι και βασιλεύς - βασιλίς [166] (§ 299 , 300 υποσημ.).
Αυτοί οι σχηματισμοί σε -ίς χρησιμεύουν ταυτόχρονα ως χαρακτηρισμοί της περιοχής μιας πόλης ή ενός λαού: Περσίς, Ἀργολίς, Μεγαρίς κτλ.
§ 382. Στα nomina agentis σε (αρχικά) -τήρ η ιωνική προτιμά το -τρίς [167] για θηλυκό (αττ.-ελληνιστ. -τρια, § 300):
ἀλετρίς 'γυναίκα που αλέθει' (Όμ.) από το ἀλεῖν 'αλέθω',
ἀκεστρίς 'μαμή' (Ιπποκρ.) από το ἀκεῖσθαι 'θεραπεύω', αλλά ελληνιστ. ἀκέστρια 'μπαλωματού'.
Η αττική και η Κοινή χρησιμοποιούν το -τρίς σχεδόν αποκλειστικά με μεταφορική σημασία για εργαλεία (§ 347):
μετανιπτρίς (κύλιξ) 'ἣν μετὰ τὸ ἀπονίψασθαι ἔλαβον '(κωμωδιογράφοι και Φιλόξενος).
Αντίθετα το -τις παραμένει το κανονικό θηλυκό από ονόματα ενεργούντος προσώπου σε -της, όπου είναι παλιό (§ 341), και από το μετονοματικό -της (§ 354).
Τα προσηγορικά σε απλό -ίς για δήλωση θηλυκών προσώπων δεν είναι συχνά· πρβ. π.χ. φυλακίς (Πλάτωνα Πολιτεία) από το φύλαξ, συμμαχίς (παραπάνω § 380) και κολακίς (ελληνιστ.) από το κόλαξ.
166 Αλλά ακόμη τιμῆς βασιληΐδος Ιλ. Ζ 193 (επιθετικά).
167 Και τα λατινικά έχουν ως γνωστόν μια επέκταση: - tr ī x.