Albert Debrunner 

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική 

 

3. Οι επεκτάσεις των -αδ-, -ιδ-: -άδιος, -ίδιος , -(ι)άδης, -ίδης, -ιδεύς, -ιδοῦς

§ 383. Επέκταση μιας κατά τα άλλα μαρτυρημένης απόληξης σε -αδ- είναι π.χ. το ἀμφάδιος 'ολοφάνερος' (Όμ.) από το ἀμφαδόν ἀμφαδά 'ανοιχτά' (ρίζα φαν-)· επεκτάσεις απολήξεων σε είναι το ἐγ-χειρί-διος '(που κρατιέται) στο χέρι', ουδ. ως ουσ. 'στιλέτο· βιβλίο', νοσφίδιος 'απομακρυσμένος, κρυφός' (Ησίοδος) από το νόσφι 'μακριά'. Ξεκινώντας από τέτοια παραδείγματα τα -άδιος -ίδιος εξαπλώθηκαν περισσότερο: κρυπτάδιος 'μυστικός' (Όμ.· αντώνυμο του ἀμφάδιος) από το κρυπτός 'κρυφός', ιδίως όμως το -ίδιος με την έννοια 'που βρίσκεται σε κάποιον τόπο' (συνήθως υποστασιοποιήσεις κατά το πρότυπο του ἐγχειρίδιος· πρβ. § 147): ἐπιτυμβίδιος 'πάνω στον τύμβον ' (Αισχύλ.), παραθαλασσίδιος 'δίπλα στη θάλασσα ', ἐντοσθίδια 'εντόσθια' (Ιπποκράτης) από το ἔντοσθε 'μέσα'.

Σχετικά με τα υποκοριστικά σε -ίδιον δες § 293 .

§ 384. Τα πατρωνυμικά σε -ίδης, -άδης, -ιάδης [168], που προέκυψαν από την επέκταση των θεμάτων σε -δ-, όπως το -της από το -τ- (§ 340), και από τη μεριά τους είναι συναίτια για τον περιορισμό των απλών θεμάτων σε δ στο θηλυκό, συμβαδίζουν στο σχηματισμό τους με τα θέματα σε -ιδ-, -αδ-, -ιαδ- (§ 379 κεξξ.) και τα ρήματα σε -ίζειν, -άζειν, -ιάζειν (§ 257 κεξξ.)· δηλαδή για παράδειγμα:

Πολυθερσεΐδης (Όμ.) 'γιος του Πολυθέρσους ' (θέμα σε s), αλλά νεότερο Εὐκράτης - Εὐκρατίδης,

(Εὐκλέης >) Εὐκλῆς - (*Εὐκλεΐδης <) Εὐκλείδης,

Ἀσκληπιός - Ἀσκληπιάδης,

Αἰνέας - Αἰνεάδης,

Ἱππότης - Ἱπποτάδης,

Ἀτρεύς - Ἀτρεΐδης - Ἀτρείδης.

Μερικά ομηρικά πατρωνυμικά σε -ιάδης οφείλονται στη μετρική ανάγκη ή ευχρηστία:

Τελαμών - Τελαμωνιάδης (σε συνάρτηση με το παλιότερο Τελαμώνιος Αἴας, δες § 283),

Λαέρτης - Λαερτιάδης [169], Πηλεύς - Πηληιάδης (πρβ. Πηλήιος).

Η σπάνια προσηγορική χρήση του -ίδης είναι απλώς μια κωμική μεταφορά από τα πατρωνυμικά: σπουδαρχίδης 'βολεψάκιας' [170] (Αριστοφ.).

§ 385. Στους μετασχηματισμούς -ιδεύς 'νεαρό ζώο', π.χ. ἀετιδεύς 'αετόπουλο' (Αιλιανός), και -ιδοῦς, π.χ. ἀδελφιδοῦς 'γιος του αδελφού ή της αδελφής' (αττ.), δεν είναι τίποτε άλλο σαφές, παρά μόνον ότι το -ιδ-, όπως στα πατρωνυμικά, δηλώνει την καταγωγή [171].

168 Οι διάλεκτοι της Κεντρικής Ελλάδας προσθέτουν το επίθημα d χωρίς ενδιάμεσο φωνήεν στα θέματα σε n: Ἐπαμεινώνδας κτλ., αλλά Πελοπίδας· η δωρική δεν γνωρίζει το -νδας: Λεωνίδας.

169 Με βάση αυτό μετά τον Όμηρο σχηματίστηκε αναδρομικά το πατρωνυμικό Λαέρτιος Λάρτιος.

170 Το γερμανικό -( l ) ing είναι επίσης πατρωνυμικό και επεκτείνεται παρομοίως χάρη αστεϊσμού: Dichterling ['ποιητάκος'].

171 Ή μήπως το *ἀδελφίδ(ης) μετασχηματίστηκε σε *ἀδελφιδεός κατά το ἀδελφεός;

Τελευταία Ενημέρωση: 12 Δεκ 2008, 13:40