ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Albert Debrunner
O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική
5. -εντ-
§ 361. (Δεν θα εξετάσουμε εδώ τις μετοχές σε -α-ντ-, -ε-ντ-, -ο-ντ-, επειδή έχουν γίνει καθαροί ρηματικοί τύποι.)
Το επίθημα επιθέτων -εντ- (-εις, -εσσα, -εν), που στην παλιότερη μορφή του -Ϝεντ-μαρτυρείται ακόμα σε πολλές επιγραφές, δήλωνε ήδη στην ινδοευρωπαϊκή τον (πλούσιο) εφοδιασμό με την υποκείμενη έννοια του ουσιαστικού ή και την ομοιότητα μ' αυτήν. Στα ελληνικά η απόληξη -οεντ-, που είχε αναπτυχθεί από τα πολυάριθμα θέματα σε ο, σημείωσε πολλές επιτυχίες (πρβ. π.χ. -ό-της § 364 και το "συνθετικό φωνήεν"-ο- § 129):
δολόεις 'δολερός' (Όμ.) από το δόλος,
ἠνεμόεις 'ανεμώδης' (Όμ.) από το ἄνεμος,
ύστερα σύμφωνα με αντίστοιχα πρότυπα και με τα ᾱ-, ι-, υ-, καθώς και με συμφωνόληκτα θέματα (καθώς το Ϝ ύστερα από σύμφωνο θα καθόριζε κάθε είδους φθογγολογικές μεταβολές):
σκιόεις 'σκιερός' (Όμ.) από το σκιά (το *σκιήεις [-] ̮- - δεν μπορούσε να σταθεί από μετρική άποψη),
ὀκριόεις 'οξύς, γωνιώδης' (Όμ.) από το ὄκρις 'αιχμή' (παλιότερο χαρί-εις 'χαριτωμένος' Όμ. από το χάρις, που μάλλον αντί για χαριτ- είχε από παλιά μια θεματική μορφή χωρίς -τ-),
ἰχθυόεις 'γεμάτος ψάρια' (Όμ.) από το ἰχθύς 'ψάρι',
αἱματόεις 'αιματηρός' (Όμ.) από το αἷμα,
ἀστερόεις 'με πολλά αστέρια' (Όμ.) από το ἀστήρ 'αστέρι',
νιφόεις 'χιονισμένος' (Όμ.) από την αιτ. νίφα 'χιόνι' (Ησίοδος).
§ 362. Ένα απομεινάρι της άμεσης προσκόλλησης του -Ϝεντ- σε συμφωνόληκτα θέματα βλέπουμε ακόμη μόνο σε περιπτώσεις όπως τελήεις 'τέλειος' (Όμ.) από το *τελεσ-Ϝεντ- από το τέλος ουδ. 'τέλος, ολοκλήρωση'· αλλά και στα θέματα σε s ήδη ο Όμηρος γνωρίζει το -όεις: θυόεις και θυήεις 'ευώδης' από το θύος 'θυμίαμα', κρυόεις 'κρύος' από το κρύος ουδ. 'παγωνιά', και αργότερα π.χ. θερόεις 'θερινός' (Νίκανδρος) από το θέρος 'καλοκαίρι'. Τα ελάχιστα ουδέτερα σε -ᾰς ακολουθούν τα πολυάριθμα ξαδέλφια τους σε -ος: κερόεις 'κερασφόρος' (από τον Ανακρέοντα και εξής) από το κέρας· μόνον ο Νίκανδρος σχηματίζει το κεράεις από το κέρας κατά το κρυόεις από το κρύος.
Τις περισσότερες φορές βέβαια το -ήεις δεν προέρχεται από θέματα σε s αλλά από θέματα σε ᾱ:
τιμήεις 'τιμημένος' (Όμ.) από το τιμή,
ὑλήεις 'δασωμένος' (Όμ.) από το ὕλη 'δάσος', κ.ά.
Αναλογικοί σχηματισμοί σε -ήεις είναι σπάνιοι:
μεσήεις 'στη μέση, μεσαίος' (Όμ. μόνο Ιλ. Μ 269) από το μέσος [159] μάλλον κατά το τελήεις (δες παραπάνω),
ῥωπήεις 'καλυμμένος με θάμνους' (Κόιντος Σμυρναίος) από το ῥώψ 'θάμνος', μάλλον μόνο για μετρικούς λόγους.
Το -ώεις στο πηλώεις 'λασπώδης' (Οππιανός, Νόννος) από το πηλός είναι μετρική έκταση.
§ 363. Μετά την αποβολή του Ϝ σε πολλές περιοχές έγινε συναίρεση, και πάντως στην ιωνική-αττική μπορούν ν' αποδοθούν στη ζωντανή γλώσσα μόνο τα ελάχιστα παραδείγματα ουσιαστικών σε -οῦς -οῦσσα και όχι όσα λήγουν σε -όεις -όεσσα:
πλακοῦς, -οῦντος 'γλύκισμα' (Αριστοφ.) από το πλάξ 'πλάκα',
οἰνοῦττα 'χυλός από κρασί κτλ.' (Αριστοφ.) από το οἶνος 'κρασί'.
Τα τοπωνύμια δεν λήγουν συνήθως σε -όεις, -όεσσα αλλά σε -οῦς, -οῦσσα, επειδή ανήκουν στην καθημερινή γλώσσα και δεν υπόκεινται στην επίδραση της υψηλής ποίησης, που αποφεύγει τη συναίρεση:
Τοπωνύμια σε -οῦς, -οῦντος: Ὀποῦς (πρβ. ὀπόεις 'χυμώδης' [Νίκανδρος] από το ὀπός 'χυμός'), Σελινοῦς (από το σέλινον), Μυρρινοῦς (από το μυρρίνη 'μυρτιά')· ονόματα νησιών σε -οῦσσα (ενν. νῆσος): Ἀργινοῦσσαι (ἀργινόεις 'με λευκή λάμψη' Όμ., πρβ. ἀργεννός, ἀργής), Ἐρικοῦσσα (από το ἐρ ί̄ κη 'ρείκι'), Πιθηκοῦσσα (από το πίθηκος).
159 Σχετικά με τα παράγωγα επιθέτων πρβ. π.χ. φαιδιμόεις (Όμ. Ιλ. Ν 686) = φαίδιμος 'λαμπρός'.