Albert Debrunner 

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική 

 

3. ῐ́ , -τεί

§ 352. Σ' αυτά τα συμφραζόμενα ανήκουν επίσης τα τροπικά επιρρήματα σε -τί και -τεί (πρβ. § 108). Και τα δύο πρέπει να θεωρηθούν ως αρχικά τοπικές πτώσεις, η πρώτη ονομάτων σε -τ-, η δεύτερη ρηματικών επιθέτων σε -τος [156] (η μορφή του θέματος πριν από τα ῐ́ και -τεί συμφωνεί απόλυτα με τα θέματα των ρηματικών επιθέτων). Η παράδοση ταλαντεύεται συχνά μεταξύ και -ει· η απόφαση είναι δυνατή μόνον από το μέτρο και τις επιγραφές πριν από τον ητακισμό,[157] ενώ είναι αδύνατη στις περιπτώσεις όπου αυτά τα δύο μέσα αποτυγχάνουν. Παραδείγματα: ἀβοατί 'απρόσκλητα' (Πίνδ.), ἐγερτί 'ξύπνια, πρόθυμα' (τραγικοί), μελεϊστί 'τμηματικά' (Όμ.)· ἀκονιτεί 'χωρίς σκόνη, χωρίς αγώνα' (κλασ.), ἀστακτ(ε)ί 'όχι με το σταγονόμετρο, πλουσιοπάροχα' (Σοφ., Πλάτωνας).

§ 353. Το -ιστί -ιαστί, που παράγεται από το -ίζειν -ιάζειν, προσφερόταν διαρκώς από την εποχή του Ομήρου (δες παραπάνω μελεϊστί) για νεοπλασίες, ακόμη και αν δεν υπήρχε πραγματικά κανένα ρήμα σε -ζειν: ἀλογιστί 'ασυλλόγιστα' (Αρποκρατίωνας), ὀνομαστί 'ονομαστικά' (κλασ.). Τα μιμητικά σε -ίζειν -ιάζειν (§ 271 κεξξ.) παρήγαν ένα εξίσου αυτόνομο και ευέλικτο -ιστί -ιαστί 'με τον τρόπο του': Δωριστί 'με τον τρόπο των Δωριέων, στη δωρική διάλεκτο', Ἰαστί και πολλά άλλα (δες § 272), επίσης γυναικιστί 'με το γυναικείο τρόπο' (Αθήναιος), κορακιστί 'στη γλώσσα των κοράκων' (Χρυσόστομος).

156 Πρβ. ἐκεῖ, κρητ. διπλεῖ 'διπλά', καθώς και ἀθεεί 'χωρίς θεϊκή βοήθεια' (Όμ.) από το ἄθεος, νηποινεί 'ατιμώρητα' (αττ.) από το νήποινος και άλλα σύνθετα (§ 108).

157 Σ.τ.ε. ητακισμός: η προφορά του η σαν [i], και όχι σαν [e], οπότε θα χρησιμοποιόταν ο όρος ετακισμός. Πρόκειται για την εξέλιξη κατά την ελληνιστική εποχή της προφοράς [ε΄] > [i], που είχε σαν αποτέλεσμα τη σύμπτωση των δύο φωνηέντων (του "ήτα" και του "ιώτα"). (Δες γενικά στο Παράρτημα για την προφορά.)

Τελευταία Ενημέρωση: 12 Δεκ 2008, 13:40