Εργαλεία 

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας 

 

ΟΝΟΜΑΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

§12.31. Οι εξαρτημένες αναφορικές προτάσεις της ΑΕ χωρίζονται συνήθως σε δύο κατηγορίες: Τις "ονοματικές" αφενός, οι οποίες αποκαλούνται και "προσδιοριστικές", "διασαφητικές" ή "επιθετικές", και τις "επιρρηματικές" αφετέρου. Η διάκριση αυτή δεν στηρίζεται σε "εξωτερικά", τυπολογικά κριτήρια, π.χ. διαφορετική έγκλιση στη μια και την άλλη περίπτωση, αλλά σε "εσωτερικά", δηλαδή σε κριτήρια που έχουν σχέση με το περιεχόμενο και το νόημα των εν λόγω προτάσεων.

• Έτσι "ονοματικές" ή "προσδιοριστικές" θεωρούνται οι εξαρτημένες αναφορικές προτάσεις που συμπληρώνουν την κύρια πρόταση από την οποίαν εξαρτώνται προσδιορίζοντας και εξειδικεύοντας τον όρο αυτής της πρότασης, στον οποίον αναφέρονται, με την δήλωση ενός επιπλέον χαρακτηριστικού που προσιδιάζει στον προσδιοριζόμενο όρο∙ οι εν λόγω αναφορικές προτάσεις θεωρείται, επίσης, ότι είναι απόλυτα αναγκαίες για τον προσδιορισμό του όρου ή της έννοιας που αναφέρονται, και με την αναγκαιότητά τους αυτή συνδέεται και η ονομασία τους (αναφορικές "προσδιοριστικές"):

ΜΕΝ Μον 225 ἔστιν δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ || υπάρχει το μάτι της δικαιοσύνης που βλέπει τα πάντα.

• Ως "επιρρηματικές" χαρακτηρίζονται, αντίθετα, οι εξαρτημένες αναφορικές προτάσεις, οι οποίες, παράλληλα με την αναφορά, διευρύνουν την κύρια πρόταση ή έναν όρο της εμπλουτίζοντας το περιεχόμενό τους με νέα "επιρρηματικά" στοιχεία (χρονικότητα, αιτιότητα, σκοπιμότητα, υποθετικότητα), τα οποία ωστόσο δεν θεωρούνται αναγκαία για τον προσδιορισμό της έννοιας στην οποία αναφέρονται, αφού η εν λόγω έννοια μπορεί να δηλωθεί και χωρίς αυτά:

ΣΤΟΒ 4.52.53 νέος γ' ἀπόλλυθ', ὅντιν' ἂν φιλῇ ὁ θεός || χάνεται νέος αν [ή: όταν] κάποιον τον αγαπάει ο θεός.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ο απόλυτος χαρακτήρας της προηγούμενης διάκρισης, ωστόσο, αμφισβητείται, καθώς η επιρρηματική αναφορική πρόταση του δεύτερου παραδείγματος δεν φαίνεται να είναι λιγότερο αναγκαία για την έννοια που αναφέρεται από όσο η προσδιοριστική αναφορική του πρώτου παραδείγματος σε σχέση με τη δική της έννοια αναφοράς. Για τον λόγο αυτόν οι αναφορικές προσδιοριστικές προτάσεις μπορούν κατά την άποψη ορισμένων θεωρητικών να χαρακτηριστούν μόνο "αρνητικά", ως οι προτάσεις εκείνες δηλαδή, οι οποίες δεν ισοδυναμούν με κανένα από τα είδη των επιρρηματικών αναφορικών προτάσεων. Η πολλαπλότητα της ορολογίας και των ορισμών είναι ενδείξεις των δυσχερειών και των προβλημάτων που παρουσιάζει η πραγμάτευση των υπό συζήτηση προτάσεων. Οι παραδοσιακοί θεωρητικοί της σύνταξης χρησιμοποιούν κατά την παρουσίαση, ανάλυση και ειδολογική ταξινόμηση των εξαρτημένων αναφορικών προτάσεων και την αναλογία αναφορικών προτάσεων και επιθέτων.


Ονοματικές ή προσδιοριστικές αναφορικές προτάσεις

§12.32. "Ονοματικές" ή "προσδιοριστικές""διασαφητικές" ή "επιθετικές") θεωρούνται εκείνες οι εξαρτημένες αναφορικές προτάσεις, οι οποίες ισοδυναμούν με ένα επίθετο ή μια μετοχή και προσδιορίζουν ή διασαφηνίζουν ένα ουσιαστικό ή έναν άλλον όρο της κύριας, συνήθως, πρότασης. Ο προσδιορισμός και η διασάφηση αυτή συντελείται, όπως προαναφέρθηκε, ως συμπλήρωση και εξειδίκευση του όρου, στον οποίον αναφέρεται, η αναφορική πρόταση και το περιεχόμενό της.

§12.33. Οι εξαρτημένες αναφορικές προτάσεις συντάσσονται όπως οι κύριες προτάσεις, καθώς κατά την εκφορά τους χρησιμοποιούνται κατά βάση οι ίδιες εγκλίσεις, συμπεριλαμβανομένης και της προστακτικής, όπως και τα αντίστοιχα τροπικά μόρια και οι αρνήσεις, π.χ.:

ΣΟΦ Ηλ 1285-1287 προυφάνης δὲ φιλτάταν ἔχων πρόσοψιν, ἇς ἐγὼ οδ' ν ἐν κακοῖς λαθοίμαν || πρόβαλες με την πολυαγαπημένη σου όψη που εγώ ούτε και στις συμφορές δεν θα μπορούσα να ξεχάσω.

ΕΥΡ Εκ 225 οἶσθ' οὖν ὃ δράσον; || ξέρεις λοιπόν αυτό που πρέπει να κάνεις;

ΕΥΡ Μηδ 800-802 ἡμάρτανον τόθ'ἡνίκ' ἐξελίμπανον δόμους πατρῴους , ἀνδρὸς Ἕλληνος λόγοις πεισθεῖσ', ὃς ἡμῖν σὺν θεῷ τείσει δίκην || έσφαλα τότε που άφησα το πατρικό σπίτι εμπιστευόμενη τα λόγια ενός Έλληνα που, αν το θέλει ο θεός, θα μου το πληρώσει.

ΘΟΥΚ 3.81.3 οἱ δὲ πολλοὶ τῶν ἱκετῶν, ὅσοι οκ πεσθησαν, ὡς ἑώρων τὰ γιγνόμενα, διέφθειρον αὐτοῦ ἐν τῷ ἱερῷ ἀλλήλους || οι περισσότεροι όμως από τους ικέτες, όσοι δεν πείστηκαν δηλαδή [και παρέμειναν στο ιερό], μόλις είδαν τι γινότανε, σκότωσαν οι ίδιοι μέσα στο ιερό ο ένας τον άλλον.

ΞΕΝ ΚΑναβ 3.2.3 οἶμαι γὰρ ἂν ἡμᾶς τοιαῦτα παθεῖν οἷα τοὺς ἐχθροὺς οἱ θεοὶ ποιήσειαν || γιατί νομίζω ότι θα παθαίναμε τέτοια κακά σαν αυτά που μακάρι οι θεοί να τα δώσουν στους αντιπάλους μας.

ΞΕΝ ΚΑναβ 5.6.9 τρίτον δὲ [ἥξετε ἐπὶ τὸν ποταμὸν] Ἅλυν, οὐ μεῖον δυοῖν σταδίοιν, ὃν οὐκ ἂν δύναισθε ἄνευ πλοίων διαβῆναι || τρίτο θα φτάσετε στον ποταμό Άλυ, όχι λιγότερο πλατύ από δύο στάδια, τον οποίον δεν θα μπορέσετε να τον διαβείτε χωρίς πλοία.

ΠΛ Μεν 89e καὶ δὴ καὶ νῦν, ὦ Μένων, εἰς καλὸν ἡμῖν Ἄνυτος ὅδε παρεκαθέζετο, μεταδῶμεν τῆς συζητήσεως || και έτσι, Μένωνα, ο Άνυτος μας ήρθε τώρα και κάθισε εδώ δίπλα μας ακριβώς πάνω στη ώρα, τον οποίον ας αφήσουμε να πάρει μέρος στη συζήτηση.

ΛΥΣ 19.61 οὔκουν ἄξιον τοῖς τῶν κατηγόρων λόγοις πιστεῦσαι μᾶλλον ἢ τοῖς ἔργοις, ἃ ἐπράχθη ἐν ἅπαντι τῷ βίῳ, καὶ τῷ χρόνῳ, ὃν ὑμεῖς σαφέστατον ἔλεγχον τοῦ ἀληθοῦς νομίσατε || δεν πρέπει, επομένως, να πιστέψτε περισσότερο τα λόγια των κατηγόρων από τα έργα που επιτελέστηκαν από τον πατέρα μου σε όλη του τη ζωή και τον χρόνο, τον οποίον εσείς να θεωρήσετε προφανέστατη απόδειξη της αλήθειας.

ΑΝΤΙΦ 5.15 εὖ γὰρ ᾔδεις ὅτι οὐδεὶς ἂν ἦν σοι ὃς ἐκεῖνον τὸν ὅρκον διομοσάμενος ἐμοῦ κατεμαρτύρησεν || γιατί ήξερες καλά πως δεν θα μπορούσες να βρεις κανέναν που να δεχτεί να δώσει εκείνον τον όρκο καταθέτοντας εναντίον μου.

ΔΗΜ 15.21 ἔπειτα καὶ δίκαιον, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, δημοκρατουμένους αὐτοὺς τοιαῦτα φρονοῦντας φαίνεσθαι περὶ τῶν ἀτυχούντων δήμων, οἷάπερ ἂν τοὺς ἄλλους ἀξιώσαιτε φρονεῖν περὶ ὑμῶν, εἴ ποθ', ὃ μὴ γένοιτο, τοιοῦτό τι συμβαίη || έπειτα είναι δίκαιο, Αθηναίοι, εσείς που ζείτε σε δημοκρατικό καθεστώς να φαίνεστε ότι απέναντι στις δημοκρατίες που ατύχησαν έχετε τέτοια αισθήματα, όπως αυτά που θα αξιώνατε να έχουν οι άλλοι για σας, αν ποτέ ―που να μη γινόταν― σας συνέβαινε κάτι παρόμοιο.

§12.34. "Ονοματικές" είναι και εκείνες οι αναφορικές προτάσεις που ισοδυναμούν με ένα επίθετο (ή μια μετοχή), το οποίο έχει αναπτυχθεί σε μιαν εξαρτημένη αναφορική πρόταση και έχει τη σημασία ενός ουσιαστικού. Οι αναφορικές αυτές προτάσεις ισοδυναμούν, με άλλα λόγια, με ένα ουσιαστικοποιημένο επίθετο ή μετοχή και αποκαλούνται "ουσιαστικοειδείς" αναφορικές προτάσεις (όπως τα επίθετα ή οι μετοχές που χρησιμοποιούνται ως ουσιαστικά αποκαλούνται "ουσιαστικοειδή" ή "ουσιαστικοποιημένα" επίθετα και μετοχές). Αντίστοιχα και η αντωνυμία που εισάγει τέτοιες αναφορικές προτάσεις χαρακτηρίζεται ως "ουσιαστικοειδής", και όχι ως "επιθετική". Στην περίπτωση των υπό συζήτηση προτάσεων ενδέχεται να μην υπάρχει ένα ουσιαστικό, στο οποίο να αναφέρονται και να το προσδιορίζουν, αφού αυτές οι ίδιες είναι ισοδύναμες με ένα τέτοιο όνομα. Εξαιτίας της ισοδυναμίας τους αυτής με ένα όνομα οι εν λόγω προτάσεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως "ονοματικές" αναφορικές προτάσεις με τη στενότερη έννοια:

ΟΜ Ιλ 2.194 ἐν βουλῇ δ' οὐ πάντες ἀκούσαμε οἷον ἔειπε; || δεν ακούσαμε όλοι στο συμβούλιο τι είπε [= "τα λόγια του"];

ΟΜ Ιλ 7.50 αὐτὸς δὲ προκάλεσσαι Ἀχαιῶν ὅς τις ἄριστος [= Ἀχαιῶν τὸν ἄριστον] || και συ να προκαλέσεις από τους Αχαιούς όποιον είναι ο πιο γενναίος ["τον πιο γενναίο από τους Αχαιούς"].

ΟΜ Οδ 13.214 [Ζεὺς] ἀνθρώπους ἐφορᾷ καὶ τίνυται, ὅς τις ἁμάρτῃ || [ο Δίας] βλέπει τους ανθρώπους και τιμωρεί όποιον παραστρατεί.

ΣΟΦ ΟΚ 1411-1412 ὁ νῦν ἔπαινος, ὃν κομίζετον τοῦδ' ἀνδρὸς οἷς πονεῖτον [= τοῖς ὑμετέροις πόνοις] || ο έπαινος που αποκομίζετε τώρα για τις φροντίδες που προσφέρατε σε τούτον εδώ τον άνθρωπο.

ΘΟΥΚ 5.87.1 εἰ μὲν τοίνυν ὑπονοίας τῶν μελλόντων λογιούμενοι ἢ ἄλλο τι ξυνήκετε ἢ ἐκ τῶν παρόντων καὶ ὧν ὁρᾶτε περὶ σωτηρίας βουλεύσοντες τῇ πόλει, παυοίμεθ' ἄν || αν όμως ήρθατε σε αυτή τη συνάντηση για να κάνετε εικασίες για την έκβασή της ή για κάτι άλλο από το να συσκεφτούμε για τη σωτηρία της πόλης σας με αφετηρία την παρούσα κατάσταση και την πραγματικότητα που βλέπετε, καλύτερα να σταματήσουμε.

ΞΕΝ ΚΠαιδ 3.1.34 ἐγὼ δε σοι ὑπισχνούμαι […] ἀνθ' ὧν ἂν ἐμοὶ δανείσῃς […] ἄλλα πλείονος ἄξια εὐεργετήσειν || και εγώ σου υπόσχομαι να σου χαρίσω γι' αυτά που θα μου δανείσεις άλλα πράγματα πολύ μεγαλύτερης αξίας.

ΔΗΜ 18.18 οἷς εὐτυχήκεσαν ἐν Λεύκτροις [= τοῖς εὐτυχήμασιν] οὐ μετρίως ἐκέχρηντο || γιατί δεν εκμεταλλεύτηκαν σωστά την επιτυχία τους στα Λεύκτρα.

§12.35. Ουσιαστικοειδής, και επομένως ονοματική αναφορική πρόταση θεωρείται και εκείνη που δεν αναφέρεται σε ένα επί μέρους ουσιαστικό αλλά σε μιαν ολόκληρη πρόταση, η οποία κατόπιν εκλαμβάνεται επίσης ως μία ουσιαστικοειδής έννοια. Μερικές φορές οι προτάσεις αυτές εισάγονται, κυρίως στον Πλάτωνα, με το τοῦτο ὃ:

ΠΛ Συμπ 193b φίλοι γὰρ γενόμενοι καὶ διαλλαγέντες τῷ θεῷ ἐξευρήσομέν τε καὶ ἐντευξόμεθα τοῖς παιδικοῖς τοῖς ἡμετέροις αὐτῶν, τῶν νῦν ὀλίγοι ποιοῦσι || αν όμως συμφιλιωθούμε και συνεννοηθούμε με τον θεό θα ανακαλύψουμε και θα επικοινωνήσουμε με τους ερωμένους που ανήκουν πραγματικά σε μας, πράγμα το οποίο σήμερα λίγοι το κατορθώνουν.

ΠΛ Γοργ 461c ἐκ ταύτης ἴσως τῆς ὁμολογίας ἐναντίον τι συνέβη τοῖς λόγοις, τοῦτο ὃ δὴ ἀγαπᾷς, αὐτὸς ἀγαγὼν ἐπὶ τοιαῦτα ἐρωτήματα || ίσως από αυτή την παραδοχή δημιουργήθηκε κάποια αντίφαση στα λόγια του - αυτό που αρέσει σε σένα, μια και εσύ ο ίδιος οδηγείς τη συζήτηση σε τέτοια ερωτήματα.

ΠΛ Θεαιτ 172d ᾖ τοῖς μὲν τοῦτο ὃ σὺ εἶπες ἀεὶ πάρεστι, σχολή || επειδή αυτοί διαθέτουν πάντοτε αυτό που εσύ ανέφερες: ελεύθερο χρόνο.


Επιρρηματικές αναφορικές προτάσεις

§12.36. Σύμφωνα με την αναλογία των εξαρτημένων αναφορικών προτάσεων προς τα επίθετα μπορεί να πει κανείς τα εξής:

• Ένα επίθετο δεν χρησιμοποιείται στην ΑΕ μόνο για να προσδιορίσει και να εξειδικεύσει ένα πράγμα που αντιπροσωπεύεται από το υποκείμενο ή το αντικείμενο της πρότασης, αλλά συνδέεται συχνά και με μιαν ενέργεια ή δραστηριότητα, με το ρήμα δηλαδή της πρότασης, δηλώνοντας "επιρρηματικές" σχέσεις, όπως χρόνο, τόπο, τρόπο κ.λπ. (π.χ. ΘΟΥΚ 1.61.5 κατ' ὀλίγον δὲ προϊόντες τριταῖοι ἀφίκοντο ἐς Γίγωνον καὶ ἐστρατοπεδεύσαντο || προχωρώντας αργά έφτασαν την τρίτη ημέρα στο Γίγωνο και στρατοπεύδευσαν εκεί).

• Κατά τον ίδιο τρόπο οι εξαρτημένες αναφορικές προτάσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε μόνο για τον προσδιορισμό και την διασάφηση ενός πράγματος, του υποκειμένου ή του αντικειμένου της κύριας πρότασης, είτε όμως για να δηλώσουν, σε συνάρτηση με τη ρηματική ενέργεια της κύριας πρότασης, και επιρρηματικές σχέσεις, και ειδικότερα αιτία, σκοπό, συμπέρασμα ή (προ)υπόθεση.

• Πιο συγκεκριμένα, μια αναφορική επιρρηματική πρόταση:

(α) είτε λειτουργεί απλώς όπως ένα τοπικό επίρρημα. Στην περίπτωση αυτή εισάγεται με ένα αναφορικό επίρρημα (ὅθεν, ὁπόθεν, ἔνθεν, οἷ, οὗ κλπ.) και προσδιορίζει ένα ρήμα ή ονοματικό ρηματικό τύπο, δηλώνοντας τόπο.

ΘΟΥΚ 7.27.2 οἱ δ' Ἀθηναῖοι, ὡς ὕστεροι ἧκον, διενοοῦντο αὐτοὺς πάλιν ὅθεν ἦλθον ἐς Θρᾴκην ἀποπέμπειν || oι Αθηναίοι, όμως, επειδή (οι Θράκες) έφτασαν καθυστερημένα, σκέφτονταν να τους στείλουν ξανά εκεί από όπου ήρθαν στη Θράκη.

ΠΛ Πολ 616b ἀναστάντας ἐντεῦθεν δεῖν τῇ ὀγδόῃ πορεύεσθαι, καὶ ἀφικνεῖσθαι τεταρταίους ὅθεν καθορᾶν ἄνωθεν διὰ παντὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ γῆς τεταμένον φῶς εὐθύ, οἷον κίονα || την όγδοη ημέρα έπρεπε, αφού σηκωθούν από εκεί, να προχωρήσουν και μετά από τέσσερις ημέρες να φτάσουν εκεί από όπου έβλεπαν ένα φως να εκτείνεται από ψηλά σε όλο τον ουρανό και τη γη, ίσιο σαν κολόνα.

ΣΟΦ Αντ 228 τάλας, τί χωρεῖς ο μολὼν δώσεις δίκην; || δόλιε, γιατί πηγαίνεις εκεί όπου, άμα φτάσεις, θα τιμωρηθείς;

ΞΕΝ Ελλ 2.3.55 ὑμεῖς δὲ λαβόντες καὶ ἀπαγαγόντες οἱ ἕνδεκα οὗ δεῖ τὰ ἐκ τούτων πράττετε || εσείς, οι Ένδεκα, αφού τον πιάσετε και τον οδηγήσετε εκεί που πρέπει, κάνετε τα υπόλοιπα.

(β) είτε προσδιορίζει κάποιον όρο μιας άλλης πρότασης (επομένως, εισάγεται, όπως και οι αναφορικές ονοματικές, με αναφορική αντωνυμία), ταυτόχρονα όμως εκφράζει και κάποια επιρρηματική σχέση, όπως αιτία, σκοπό, συμπέρασμα ή (προ)υπόθεση. Στην τελευταία περίπτωση (τη β) χρησιμοποιείται για τις επιρρηματικές προτάσεις και ο όρος μεικτές, καθώς οι προτάσεις αυτές εισάγονται ως αναφορικές ονοματικές αλλά λειτουργούν ως ονοματικές. Οι αναφορικές επιρρηματικές (μεικτές) προτάσεις διακρίνονται σε: αναφορικές-αιτιολογικές (§12.37.), αναφορικές-τελικές (§12.38.), αναφορικές-συμπερασματικές (§12.39.) και αναφορικές-υποθετικές (§12.40.).

§12.37. Αιτιολογικές αναφορικές προτάσεις. Εκφέρονται κατά κανόνα με οριστική και η άρνηση είναι οὔ, εφόσον πρόκειται για εξαρτημένες αποφαντικές προτάσεις που διατυπώνουν μιαν απόφανση (κρίση) ή έναν ισχυρισμό για κάτι πραγματικό:

ΣΟΦ Φιλ 250 πῶς γὰρ κάτοιδ' ὅν γ' εἶδον οὐδεπώποτε; || πώς να γνωρίζω αυτόν που δεν [= πώς να τον γνωρίζω αφού δεν] τον έχω ιδεί ποτέ μέχρι τώρα;

ΗΡΟΔ 1.71 ἐγὼ μέν νυν θεοῖσι ἔχω χάριν, οἳ οὐκ ἐπὶ νόον ποιέουσι Πέρσῃσι στρατεύεσθαι ἐπὶ Λυδούς || εγώ πάντως ευχαριστώ τους θεούς που [= επειδή] δεν έβαλαν στον νου των Περσών να εκστρατεύσουν εναντίον των Λυδών.

ΘΟΥΚ 4.26.4 ἀθυμίαν τε πλείστην ὁ χρόνος παρεῖχε παρὰ λόγον ἐπιγιγνόμενος, οὓς ᾤοντο ἡμερῶν ὀλίγων ἐκπολιορκήσειν ἐν νήσῳ τε ἐρήμῃ καὶ ὕδατι ἁλμυρῷ χρωμένους || τη μεγαλύτερη δυσαρέσκεια όμως τους την προξενούσε ο χρόνος που διαρκούσε απροσδόκητα πολύ, εκεί που [= επειδή] πίστευαν ότι θα τους αναγκάσουν να παραδοθούν μέσα σε λίγες μέρες καθώς ήταν αποκλεισμένοι σε έρημο νησί και έπιναν γλυφό νερό.

ΘΟΥΚ 8.76.6 οὐδὲν ἀπολωλεκέναι, οἵ γε μήτε ἀργύριον εἶχον ἔτι πέμπειν, ἀλλ' αὐτοὶ ἐπορίζοντο οἱ στρατιῶται, μήτε βούλευμα χρηστόν || δεν είχαν να χάσουν τίποτα, αφού αυτοί ούτε χρήματα είχαν πια να τους στείλουν ―γι' αυτά φρόντιζαν οι ίδιοι οι στρατιώτες― ούτε καμιά χρήσιμη συμβουλή.

ΞΕΝ Απομν 2.1.30 καὶ ἡ Ἀρετὴ εἶπεν∙ ὦ τλῆμον, τί δε σὺ ἀγαθὸν ἔχεις; ἢ τί ἡδὺ οἶσθα μηδὲν τούτων ἕνεκα πράττειν ἐθέλουσα; ἥτις οὐδὲ τὴν τῶν ἡδέων ἐπιθυμίαν ἀναμένεις, ἀλλὰ πρὶν ἐπιθυμῆσαι πάντων ἐμπίμπλασαι || και η Αρετή είπε: Τί αγαθό έχεις εσύ, δύστυχη; Ή ποια ευχαρίστηση γνωρίζεις εσύ που δεν θέλεις να κάνεις τίποτα για τις ηδονές; Εσύ που [= αφού] δεν περιμένεις ούτε καν την επιθυμία για τις ηδονές, αλλά πριν ακόμη να αισθανθείς την επιθυμία χορταίνεις από τα πάντα.

ΞΕΝ ΚΠαιδ 7.3.14 ὁ μὲν δὴ [Κῦρος] ταῦτ' εἰπὼν ἀπῄει, κατοικτίρων τήν τε γυναῖκα οἵου ἀνδρὸς στέροιτο καὶ τὸν ἄνδρα οἵαν γυναῖκα καταλιπὼν οὐκέτ' ὄψοιτο || ο Κύρος λοιπόν αφού είπε αυτά αναχώρησε, λυπούμενος και τη γυναίκα που [= επειδή] έχασε τέτοιον άντρα, και τον άντρα της που [= επειδή] άφησε τέτοια γυναίκα και δεν ήταν πια δυνατόν να την ιδεί.

ΠΛ ΙππΜ 288d ὡς ἀπαίδευτός τις ὃς οὕτω φαῦλα ὀνόματα ὀνομάζειν τολμᾷ ἐν σεμνῷ πράγματι || τι ακαλλιέργητο άτομο αυτός που [= αφού] έχει το θράσος να αναφέρει τέτοια ευτελή πράγματα σε μια σοβαρή συζήτηση.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στο ακόλουθο χωρίο από τον Πλάτωνα:

ΠΛ Ευθυδ 302b-c ταλαίπωρος ἄρα τις σύ γε ἄνθρωπος εἶ καὶ οὐδὲ Ἀθηναῖος, ᾧ μήτε θεοὶ πατρῷοί εἰσιν μήτε ἱερὰ μήτε ἄλλο μηδὲν καλὸν καὶ ἀγαθόν || είσαι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος και όχι Αθηναίος, αφού δεν έχεις ούτε πατροπαράδοτους θεούς ούτε ιερά ούτε κάτι άλλο ωραίο και καλό.

η άρνηση μή(τε) υποδηλώνει, παράλληλα με την αιτία, και μιαν υποθετική απόχρωση (πρώτο είδος): "αν [πραγματικά] δεν έχεις θεούς κ.λπ.".

§12.38. Τελικές αναφορικές προτάσεις. Εκφέρονται συνήθως με οριστική μέλλοντα και η άρνηση είναι μη:

ΣΟΦ Αι 658-659 κρύψω τόδ' ἔγχος τοὐμόν, ἔχθιστον βελῶν, γαίας ὀρύξας ἔνθα μή τις ὄψεται || θα κρύψω εκεί το σπαθί μου, το απεχθέστερο των όπλων, για [ή: ώστε] να μην το δει κανείς ["τελικο-συμπερασματική" αναφορική πρόταση].

ΘΟΥΚ 3.16.3 ὕστερον δὲ ναυτικὸν παρασκεύαζον ὅ τι πέμψουσιν ἐς τὴν Λέσβον || αργότερα άρχιζαν να ετοιμάζουν ναυτικό που σκόπευαν [ή: για] να το στείλουνε στη Λέσβο.

ΛΥΣ 16.16 ψηφισαμένων τῶν ἀρχόντων ἀποχωρίσαι τάξεις αἵτινες βοηθήσουσι || αφού οι άρχοντες αποφάσισαν να αναχωρήσουν μερικοί σχηματισμοί οπλιτών για να βοηθήσουν.

ΞΕΝ ΚΑναβ 1.3.14 ἡγεμόνα αἰτεῖν Κῦρον ὅστις διὰ φιλίας τῆς χώρας ἀπάξει || να ζητήσουν από τον Κύρο οδηγό ο οποίος [= για να] να τους οδηγήσει μέσα από φιλική χώρα.

ΔΗΜ 1.2 [ἔστι τὰ ἐμοὶ δοκοῦντα] πρεσβείαν πέμπειν, ἥτις ταῦτ' ἐρεῖ καὶ παρέσται τοῖς πράγμασιν || η γνώμη μου είναι να στείλουμε μια αντιπροσωπία για να ενημερώσει για τούτες τις αποφάσεις και να παρευρίσκεται στις εξελίξεις.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η εξαρτημένη αναφορική πρόταση ενδέχεται σε σπάνιες περιπτώσεις να εκφέρεται με υποτακτική και, μετά από ιστορικό χρόνο, με ευκτική:

ΟΜ Οδ 2.212-213 ἀλλ' ἄγε μοι δότε νῆα θοὴν καὶ εἴκοσ' ἑταίρους, οἵ κέ μοι ἔνθα καὶ ἔνθα διαπρήσσωσι κέλευθον || δώστε μου γρήγορο καράβι και είκοσι συντρόφους που να με πάνε και να με φέρουν.

ΟΜ Οδ 15.458 καὶ τότ' ἄρ' ἄγγελον ἦκαν, ὃς ἀγγείλειε γυναικί || και τότε έστειλαν έναν αγγελιοφόρο [για] να φέρει το μήνυμα στη γυναίκα.

§12.39. Συμπερασματικές αναφορικές προτάσεις. Ακολουθούν συχνά μετά τα δεικτικά οὕτως, τοιοῦτος, τοσοῦτος, τηλικοῦτος και συνάγουν από έναν ποιοτικό προσδιορισμό ένα συμπέρασμα. Εκφέρονται κατά κανόνα με οριστική, σπανιότερα με ευκτική και το ἂν ή με οριστική ενός ιστορικού χρόνου και το ἄν. Η άρνηση είναι οὐ:

ΣΟΦ Αντ 220 οὐκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ || κανένας δεν είναι τόσο ανόητος ώστε να θέλει να πεθάνει.

ΗΡΟΔ 1.87 οὐδεὶς γὰρ οὕτω ἀνόητός ἐστι ὅστις πόλεμον πρὸ εἰρήνης αἱρέεται || γιατί βέβαια κανένας δεν είναι έτσι άμυαλος που [= ώστε] να προτιμά πόλεμο αντί για ειρήνη.

ΞΕΝ ΚΑναβ 2.5.12 τίς οὕτω μαίνεται ὅστις οὐ βούλεται σοὶ φίλος εἶναι; || ποιος είναι τόσο τρελός που [= ώστε] να μη θέλει να είναι φίλος σου;

ΙΣΟΚΡ 15.56 τοῦ κατηγόρου διαβάλλοντος, ὅτι τοιούτους γράφω λόγους, οἳ καὶ τὴν πόλιν βλάπτουσι καὶ τοὺς νεωτέρους διαφθείρουσι καθώς ο ενάγων με κατηγορεί ότι συντάσσω τέτοιου είδους λόγους που και την πολιτεία ζημιώνουν και τους νέους αποπλανούν.

Πολύ συχνή είναι η εκφορά με οριστική μέλλοντα που σημαίνει το δυνατό:

ΞΕΝ ΚΠαιδ 3.3.50 οὐδεμία γάρ ἐστιν οὕτω καλὴ παραίνεσις ἥτις τοὺς μὴ ὄντας ἀγαθοὺς αὐθημερὸν ἀκούσαντας ἀγαθοὺς ποιήσει || γιατί καμιά παραίνεση δεν είναι τόσο αποτελεσματική που [= ώστε] να μπορεί να κάνει γενναίους εκείνους που δεν είναι [γενναίοι] την ημέρα ακριβώς που θα την ακούσουν.

ΠΛ Φαιδ 88d πάνυ δέομαι πάλιν, ὥσπερ ἐξ ἀρχῆς, ἄλλου τινὸς λόγου ὅς με πείσει || πάλι αισθάνομαι μεγάλη ανάγκη, όπως στην αρχή, να ακούσω κάποιο άλλο επιχείρημα που θα μπορέσει να με πείσει.

ΔΗΜ 24.17 θαυμάζω γὰρ ἔγωγε, εἴ τίς ἐστιν πρόφασις παρ' ὑμῖν ἢ σκῆψις ηὑρημένη δι' ἥν, ἂν ὑβρίζων τις ἐξελέγχηται καὶ τύπτων, δίκην οὐ δώσει || εγώ τουλάχιστον απορώ αν έχει βρεθεί κάποια πρόφαση ή δικαιολογία ώστε, αν κάποιος έχει αποδειχτεί ότι προσβάλλει και βιαιοπραγεί, να μπορεί να μη λογοδοτεί στο δικαστήριο.

Η δυνητική ευκτική χρησιμοποιείται, όπως και και στις κύριες προτάσεις, όταν το συμπέρασμα που δηλώνει η εξαρτημένη αναφορική πρόταση παρουσιάζεται ως κάτι που μπορεί να συμβεί:

ΞΕΝ ΚΠαιδ 6.1.15 τίς οὕτως ἀγαθὸς ἢ τίς οὕτως ἰσχυρὸς ὃς λιμῷ καὶ ῥίγει δύναιτ' ἂν μαχόμενος στρατεύεσθαι; || ποιος λοιπόν είναι τόσο γενναίος ή τόσο δυνατός που [= ώστε] να μπορέσει να εκστρατεύσει για να πολεμήσει μέσα στην πείνα και το κρύο;

ΠΛ Πολ 360b οὐδεὶς ἂν γένοιτο, ὡς δόξειεν, οὕτως ἀδαμάντινος, ὃς ἂν μείνειεν ἐν τῇ δικαιοσύνῃ καὶ τολμήσειεν ἀπέχεσθαι τῶν ἀλλοτρίων καὶ μὴ ἅπτεσθαι || κανένας, όπως φαίνεται, δεν θα αποδεικνυόταν τόσο αδαμάντινος χαρακτήρας ώστε να μπορέσει να επιμείνει στη δικαιοσύνη και να έχει το θάρρος να κρατιέται μακριά από ό,τι ανήκει στους άλλους και να μην το πειράζει.

ΙΣΟΚΡ 9.35 οὐδεὶς γάρ ἐστιν οὕτω ῥᾴθυμος, ὅστις ἂν δέξαιτο παρὰ τῶν προγόνων τὴν ἀρχὴν ταύτην παραλαβεῖν μᾶλλον ἢ κτησάμενος ὥσπερ ἐκεῖνος τοῖς παισὶ τοῖς αὑτοῦ καταλιπεῖν || κανένας βέβαια δεν είναι τόσο νωθρός, ώστε να προτιμούσε να δεχτεί από τους προγόνους του την εξουσία αντί να την αποκτήσει ο ίδιος και να την κληροδοτήσει στα παιδιά του, όπως εκείνος [ο Ευαγόρας].

Η οριστική ιστορικού χρόνου με το ἂν χρησιμοποιείται, επίσης όπως και στις κύριες προτάσεις, όταν η εξαρτημένη αναφορική πρόταση δηλώνει ένα συμπέρασμα ή ένα επακόλουθο, το οποίο θα μπορούσε υπό ορισμένους όρους να πραγματοποιηθεί, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε επειδή οι όροι αυτοί δεν εκπληρώθηκαν (πρόκειται δηλαδή για κάτι "μη πραγματικό"):

ΛΥΚΟΥΡΓ Λεωκ 39 τίς δ' ἦν οὕτως ἢ μισόδημος τότε ἢ μισαθήναιος, ὅστις ἐδυνήθη ἂν ἄτακτον αὑτὸν ὑπομεῖναι ἰδεῖν, ἡνίκα ἡ ἧττα καὶ τὸ γεγονὸς πάθος προσηγγέλετο ποιος ήταν δυνατόν να μισούσε τότε τόσο πολύ τον λαό ή την Αθήνα, ώστε να μπορούσε να αντέξει να δει τον εαυτό του έξω από τις τάξεις του στρατού, την ώρα που έφτανε το μήνυμα της ήττας και της συμφοράς που είχε συντελεστεί.

§12.40. Υποθετικές αναφορικές προτάσεις. Ισοδυναμούν με μιαν εισαγόμενη με το εἰ (ἐάν) υποθετική επιρρηματική πρόταση, και ειδικότερα με την "υπόθεση" ή την "πρόταση" ενός υποθετικού λόγου, ενώ η κύρια πρόταση από την οποίαν εξαρτάται η δευτερεύουσα "υποθετικο-αναφορική" λειτουργεί ως "απόδοση".

Οι υποθετικο-αναφορικές επιρρηματικές προτάσεις ακολουθούν τις εξαρτημένες υποθετικές προτάσεις και ως προς την διαφοροποίηση στα είδη των υποθετικών λόγων, την εκφορά και την άρνηση (βλ. τις υποθετικές προτάσεις).

Η αναφορική αντωνυμία, με την οποίαν εισάγονται οι υποθετικο-αναφορικές προτάσεις δεν δηλώνει ένα ορισμένο αντικείμενο, αλλά έχει έναν καθολικό ή γενικό και αόριστο χαρακτήρα. Το ὃς (ὅστις) ισοδυναμεί εδώ δηλαδή με το εἴ τις, το ὃς ἂν (ὅστις ἂν) με το ἐάν τις. Στο αοριστολογικό χαρακτήρα των εν λόγω αντωνυμιών στις υποθετικο-αναφορικές προτάσεις οφείλεται και το γεγονός ότι συχνά απουσιάζει από την κύρια πρόταση κάποια λέξη, με την οποία θα μπορούσαν να συσχετιστούν. Τούτο συμβαίνει προπαντός στην περίπτωση γενικής ισχύος εκφράσεων ή αποφθεγμάτων.

• Το πραγματικό (η εξαρτημένη υποθετικο-αναφορική πρόταση, δηλαδή η υπόθεση εκφέρεται με εἰ και οριστική οποιουδήποτε χρόνου, η κύρια πρόταση ως απόδοση συνήθως με οριστική, αλλά και με άλλες εγκλίσεις. Η άρνηση είναι μή):

ΘΟΥΚ 2.90.5 ἄνδρας τε τῶν Ἀθηναίων ἀπέκτειναν ὅσοι μὴ ἐξένευσαν αὐτῶν || σκότωσαν τους Αθηναίους όσοι [= εφόσον, αν] δεν τους ξέφυγαν κολυμπώντας.

ΞΕΝ Ελλ 6.1.5 παρ' ἐμοὶ δὲ οὐδεὶς μισθοφορεῖ, ὅστις μὴ ἱκανός ἐστιν [= εἴ τις μὴ ἱκανός ἔστιν] ἐμοὶ ἴσα πονεῖν || εγώ δεν έχω κανέναν μισθοφόρο που να μην [= παρά μόνο αν] έχει την ίδια αντοχή με μένα.

ΞΕΝ ΚΑναβ 3.2.9 καὶ ὅτῳ δοκεῖ ταῦτ', ἔφη, ἀνατεινάτω τὴν χεῖρα || και όποιος [= αν κάποιος] συμφωνεί με αυτά, είπε, ας σηκώσει το χέρι.

ΠΛ Απολ 21d ἃ μὴ οἶδα [= εἴ τι(να) μὴ οἶδα] οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι || όσα δεν γνωρίζω [= αν δεν γνωρίζω κάτι ή κάποια πράγματα], δεν νομίζω ότι τα [το] γνωρίζω.

ΠΛ Γοργ 522e αὐτὸ μὲν γὰρ τὸ ἀποθνῄσκειν οὐδεὶς φοβεῖται, ὅστις μὴ παντάπασιν ἀλόγιστός τε καὶ ἄνανδρός ἐστιν, τὸ δὲ ἀδικεῖν φοβεῖται || αυτό καθαυτό το να πεθάνει δεν το φοβάται κανένας, παρά μόνο αν δεν έχει καθόλου λογισμό και ανδρεία, το να αδικεί όμως το φοβάται.

ΠΛ Φαιδ 65a καὶ δοκεῖ γέ που, ὦ Σιμμία, τοῖς πολλοῖς τῶν ἀνθρώπων, ᾧ μηδὲν ἡδὺ τῶν τοιούτων μηδὲ μετέχει αὐτῶν, οὐκ ἄξιον εἶναι ζῆν || και είναι αλήθεια, Σιμμία, ότι η πλειονότητα των ανθρώπων νομίζει πως εκείνος που [= αν κάποιος] δεν βρίσκει ευχαρίστηση σε τέτοια πράγματα και ούτε συμμετέχει σε αυτά, δεν αξίζει να ζει.

Το μη πραγματικό (η υποθετικο-αναφορική πρόταση εκφέρεται με οριστική ιστορικού χρόνου, η απόδοση στην κύρια πρόταση με δυνητική οριστική. Η άρνηση είναι μή):

ΠΛ Χαρμ 171e οὔτε γὰρ ἂν αὐτοὶ ἐπεχειροῦμεν πράττειν [= εἴ τινα] μὴ ἠπιστάμεθα || ούτε εμείς θα επιχειρούσαμε να κάνουμε αυτά που δεν θα καταλαβαίναμε [= να κάνουμε κάποια πράγματα αν δεν τα καταλαβαίναμε].

ΛΥΣ 12.98 οἱ δὲ παῖδες ὑμῶν, ὅσοι [= εἴ τινες] ἐνθάδε ἦσαν, ὑπὸ τούτων ἂν ὑβρίζοντο || και τα παιδιά σας, όσα [= αν] θα βρίσκονταν εδώ, θα ατιμάζονταν από αυτούς.

Το πιθανό ("απλή σκέψη του λέγοντος"). Η υποθετικο-αναφορική πρόταση εκφέρεται με ευκτική, η απόδοση συνήθως με δυνητική ευκτική, σπανιότερα με οριστική αρχικού χρόνου, προστακτική ή ισοδύναμο ρηματικό τύπο. Η άρνηση είναι μή):

ΣΟΦ Αντ 666 ἀλλ' ὃν πόλις στήσειε[= εἴ τινα πόλις στήσειε], τοῦδε χρὴ κλύειν || όποιον όμως επιλέξει [= αν όμως ενδεχομένως επιλέξει κάποιον] η πόλη πρέπει να τον υπακούει κανείς.

ΞΕΝ ΚΑναβ 1.3.17 ἐγὼ γὰρ ὀκνοίην μὲν ἂν εἰς τὰ πλοῖα ἐμβαίνειν ἡμῖν [Κῦρος] δοίη [= εἴ τινα ἡμῖν δοίη] || εγώ τουλάχιστον θα δίσταζα να μπω στα πλοία που [= αν] ενδεχομένως θα μας τα έδινε ο Κύρος.

ΞΕΝ ΚΠαιδ 2.4.10 οὓς [= εἴ τινας] δὲ δὴ τῶν εἰς τὸν πόλεμον ἔργων ποιήσασθαί τις βούλοιτο συνεργοὺς προθύμους, τούτους παντάπασιν ἔμοιγε δοκεῖ ἀγαθοῖς θηρατέον εἶναι καὶ λόγοις καὶ ἔργοις || όσους πάλι θέλει κάποιος να τους κάνει [= αν πάλι θα ήθελε κάποιος να κάνει ορισμένους] ικανούς συνεργάτες στις πολεμικές επιχειρήσεις, αυτούς νομίζω πρέπει να τους προσελκύει προπαντός με καλά λόγια και έργα.

Το προσδοκώμενο (η υποθετικο-αναφορική πρόταση εκφέρεται με υποτακτική και το ἄν, η απόδοση με οριστική μέλλοντα ή άλλη έγκλιση με σημασία μέλλοντα. Η άρνηση είναι μή):

ΟΜ Οδ 1.351-352 τὴν γὰρ ἀοιδὴν μᾶλλον ἐπικλείουσ' ἄνθρωποι, ἥ τις [= ἐάν] ἀϊόντεσσι νεωτάτη ἀμφιπέληται || οι άνθρωποι προτιμούν πάντα εκείνο το τραγούδι που τους φαίνεται, ακούγοντάς το, το πιο καινούριο [όχι ένα ορισμένο, αλλά γενικά κάθε τραγούδι, εάν και εφόσον τους φανεί πως έχει την ιδιότητα του "νέου"].

ΘΟΥΚ 2.62.4 αὔχημα μὲν γὰρ καὶ ἀπὸ ἀμαθίας εὐτυχοῦς καὶ δειλῷ τινὶ ἐγγίγνεται, καταφρόνησις δὲ ὃς ἂν [= ἐάν τις] καὶ γνώμῃ πιστεύῃ τῶν ἐναντίων προύχειν || γιατί οίηση μπορεί να αισθανθεί και ένας δειλός από ανοησία που στάθηκε τυχερή, καταφρόνηση όμως αισθάνεται όποιος [= εάν κανείς] έχει την πεποίθηση ότι υπερτερεί και στη σύνεση των αντιπάλων του.

ΞΕΝ ΚΑναβ 1.3.15 τῷ ἀνδρὶ ὃν ἂν [= ἐάν τινα] ἕλησθε πείσομαι ᾗ δυνατὸν μάλιστα || σε εκείνον που θα εκλέξετε [= αν εκλέξετε κάποιον] στρατηγό θα υπακούσω απόλυτα.

ΠΛ Πολ 402d ὅτου ἂν συμπίπτῃἔν τε τῇ ψυχῇ καλὰ ἤθη ἐνόντα καὶ ἐν τῷ εἴδει ὁμολογοῦντα ἐκείνοις καὶ συμφωνοῦντα, τοῦ αὐτοῦ μετέχοντα τύπου, τοῦτ' ἂν εἴη κάλλιστον θέαμα τῷ δυναμένῳ θεᾶσθαι || εάν σε κάποιον συμβαίνει και στην ψυχή του να ενυπάρχουν καλές διαθέσεις και η όψη του να συμφωνεί και να εναρμονίζεται με εκείνες, επειδή συμμετέχει στο ίδιο πρότυπο, τούτο θα ήταν το πιο ωραίο θέαμα για όποιον μπορεί να βλέπει.

ΠΛ Συμπ 196e πᾶς γοῦν ποιητὴς γίγνεται, κἂν ἄμουσος ᾖ τὸ πρίν, οὗ ἂν Ἔρως ἅψηται ο καθένας μεταβάλλεται σε ποιητή, έστω κι αν του ήταν ξένη πριν η Μούσα, εάν τον αγγίξει ο Έρωτας.

• Οι υποθετικο-αναφορικές επιρρηματικές προτάσεις ενδέχεται τέλος να δηλώνουν αφενός:

αόριστη επανάληψη (η υποθετικο-αναφορική πρόταση εκφέρεται με υποτακτική και το ἄν, η απόδοση με οριστική ενεστώτα ή ισοδύναμο ρηματικό τύπο):

ΞΕΝ ΚΠαιδ 1.2.7 [οἱ Πέρσαι] οὓς δ' ἂν[= ἐάν τινας] γνῶσι τούτων τι ἀδικοῦντας, τιμωροῦνται. κολάζουσι δὲ καὶ ὃν ἂν [= ἐάν τινα] ἀδίκως ἐγκαλοῦντα εὑρίσκωσι […] καὶ ὃν ἂν γνῶσι δυνάμενον μὲν χάριν ἀποδιδόναι, μὴ ἀποδιδόντα δέ, κολάζουσι καὶ τοῦτον ἰσχυρῶς || οι Πέρσες εκείνους που ανακαλύψουν [= εάν ανακαλύψουν κάποιους] πως διέπραξαν κάποιο από αυτά τα αδικήματα, τους τιμωρούν. Τιμωρούν όμως και εκείνον που θα ανακαλύψουν [= αν ανακαλύψουν κάποιον] πως άδικα κατηγορεί άλλον. […] Και εκείνον που καταλάβουν πως [= και αν καταλάβουν πως κάποιος] μπορεί να ανταποδώσει την ευεργεσία που δέχτηκε, αλλά δεν την ανταποδίδει, τον τιμωρούν και αυτόν αυστηρά.

αφετέρου:

επανάληψη στο παρελθόν (ηυποθετικο-αναφορική πρόταση εκφέρεται με ευκτική, η απόδοση με παρατατικό οριστικής ή ισοδύναμο ρηματικό τύπο):

ΘΟΥΚ 2.67.4 πάντας γὰρ δὴ κατ' ἀρχὰς τοῦ πολέμου Λακεδαιμόνιοι ὅσους [= εἴ τινας] λάβοιεν ἐν τῇ θαλάσσῃ ὡς πολέμιους διέφθειρον || γιατί στην αρχή του πολέμου οι Λακεδαιμόνιοι σκότωναν ως εχθρούς όλους όσους έπιαναν στη θάλασσα [= αν έπιαναν κάποιους τους σκότωναν στη θάλασσα].

ΘΟΥΚ 8.66.1 ἐβούλευον δὲ οὐδὲν ὅτι [= εἴ τι] μὴ τοῖς ξυνεστῶσι δοκοίη || δεν συζητούσαν τίποτα που να μην [= αν δεν] το έχουν εγκρίνει οι συνωμότες.

ΞΕΝ ΚΑναβ 2.6.13 οἵτινες [= εἴ τινες] δὲ ἢ ὑπὸ πόλεως τεταγμένοι ἢ ὑπὸ τοῦ δεῖσθαι ἢ ἄλλῃ τινὶ ἀνάγκῃ κατεχόμενοι παρείησαν αὐτῷ, [Κλέαρχος] σφόδρα πειθομένοις ἐχρῆτο || όποιοι [= αν κάποιοι] πάλι είτε κατά διαταγή της πολιτείας τους είτε από ένδεια είτε πιεσμένοι από κάποιαν άλλη ανάγκη βρίσκονταν υπό την εξουσία του, αυτούς [ο Κλέαρχος] τους είχε υπό αυστηρή πειθαρχία.

ΠΛ Απολ 21a ἴστε δὴ οἷος ἦν Χαιρεφῶν, ὡς σφοδρὸς [ἦν] ἐφ' ὅτι ὁρμήσειεν || ξέρετε βέβαια τι χαρακτήρας ήταν ο Χαιρεφώντας, πόσο ανυπόμονος ήταν σε ό,τι ξεκινούσε [= εάν (ή, χρονικο-υποθετικά: όταν) ξεκινούσε κάτι].

§12.41. Αναφορικές παραβολικέςσυγκριτικές ή ομοιωματικές ή παρομοιαστικές) ονομάζονται οι προτάσεις που εκφράζουν παρομοίωση ή σύγκριση. Πιο συγκεκριμένα, το περιεχόμενο μιας αναφορικής παραβολικής πρότασης συγκρίνεται ή παρομοιάζεται με το περιεχόμενο μιας άλλης, της προσδιοριζόμενης. Μέσω αυτής της σύγκρισης διαπιστώνεται ομοιότητα (ή διαφορά) ανάμεσά τους ως προς το ποσό, το ποιόν (δηλ. κάποια ιδιότητα) ή τον τρόπο.

ΑΝΔΟΚ 1.140-150 ὃς πρῶτον μὲν ἐκ πολλοῦ πλούτου, ὅσον ὑμεῖς ἴστε, οὐ δι' ἐμαυτὸν ἀλλὰ διὰ τὰς τῆς πόλεως συμφορὰς εἰς πενίαν πολλὴν καὶ ἀπορίαν κατέστην εγώ που αρχικά διέθετα (τόσο) μεγάλη περιουσία, όση εσείς γνωρίζετε, βρέθηκα σε μεγάλη φτώχεια και έλλειψη των αναγκαίων, όχι από δική μου ευθύνη, αλλά εξαιτίας των συμφορών που βρήκαν την πόλη.

ΞΕΝ Απομν 4.8.11 ἐμοὶ μὲν δή, τοιοῦτος ὢν οἷον ἐγὼ διήγημαι, […] ἐδόκει τοιοῦτος εἶναι οἷος ἂν εἴη ἄριστός τε ἀνὴρ καὶ εὐδαιμονέστατος σε εμένα, λοιπόν, επειδή ήταν τέτοιος που εγώ έχω διηγηθεί, […] φαινόταν ότι διέθετε το ποιόν ενός ανθρώπου και άριστου και πάρα πολύ ευτυχισμένου. (Στο χωρίο που παραλείπεται, παρατίθενται οι ηθικές αρετές του Σωκράτη).

ΞΕΝ ΚΑναβ 2.6.12 ὥστε διέκειντο πρὸς αὐτὸν οἱ στρατιῶται ὥσπερ παῖδες πρὸς διδάσκαλον [ενν. διάκεινται] || κι έτσι, οι στρατιώτες ένιωθαν γι' αυτόν, όπως ακριβώς τα παιδιά απέναντι στον δάσκαλο.

Σημείωση: Όπως φάνηκε από τo τελευταίο παράδειγμα, είναι πολύ πιθανό να εννοείται το ρήμα της αναφορικής παραβολικής πρότασης, ιδίως όταν είναι το ίδιο με το ρήμα της προσδιοριζόμενης πρότασης.

§12.42. Οι αναφορικές παραβολικές προτάσεις εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες ή αναφορικά επιρρήματα. Ενώ οι υπόλοιπες αναφορικές προτάσεις αναφέρονται και προσδιορίζουν οποιονδήποτε όρο κάποιας άλλης πρότασης, οι αναφορικές παραβολικές αναφέρονται οπωσδήποτε σε μια συσχετική δεικτική αντωνυμία ή επίρρημα (που υπάρχει ή εννοείται ― πρβ. το πρώτο και το τρίτο από τα παραπάνω παραδείγματα, όπου θα μπορούσαν να εννοηθούν τα τόσου/τόσον, οὕτω(ς), αντίστοιχα) της προσδιοριζόμενης πρότασης και συγκρίνονται μ' αυτήν/ό. Οι δεικτικές αυτές αντωνυμίες ή επιρρήματα σχηματίζουν με τις εισαγωγικές λέξεις των αναφορικών παραβολικών προτάσεων τα λεγόμενα παραβολικά ζεύγη (γεγονός που βοηθά τόσο στον εντοπισμό μιας αναφορικής παραβολικής πρότασης όσο και στη διαπίστωση της σχέσεως που εκφράζεται μέσω αυτής.).

Τα πιο εύχρηστα παραβολικά ζεύγη είναι:

• για την έννοια της ποιότητας:

τοιοῦτος - οἷος / ὁποῖος

τοιόσδε - οἷος

• για την έννοια της ποσότητας:

τοσοῦτος - ὅσος/ὁπόσος (και τα αντίστοιχα τοσοῦτον - ὅσον / ὅσῳ, τοσοῦτῳ - ὅσῳ)

τόσος / τοσόσδε - ὅσος (και τα αντίστοιχα τόσον - ὅσον / ὅσῳ, τόσῳ - ὅσῳ)

τηλικοῦτος - ἡλίκος / ὅσος

• για την έννοια του τρόπου:

οὕτω - ὡς / ὥσπερ / οἷον/οἷα

ὧδε - ὡς

ταύτῃ - ᾗ / ᾗπερ

(α) ΔΗΜ 18.10 εἰμὲν ἴστε με τοιοῦτον οἷον οὗτος ᾐτιᾶτο […], μηδὲ φωνὴν ἀνάσχησθε || εάν γνωρίζετε ότι είμαι άνθρωπος τέτοιος, όπως με παρουσίασε αυτός με τις κατηγορίες του, […] μην ανεχθήτε ούτε έναν φθόγγο να προφέρω.

(β) ΛΥΣ 31.12 ὅστις οὖν ὅσον δυνατὸς ἦν ὠφελεῖν, τοσοῦτον κακὸς ἦν, πῶς οὐκ ἂν εἰκότως ὑπὸ πάντων ὑμῶν μισοῖτο; || πώς, λοιπόν, δεν θα μισούνταν δικαιολογημένα από όλους σας αυτός που, όση δυνατότητα διέθετε να ωφελεί, τόσο άθλιος ήταν.

(γ) ΞΕΝ ΚΠαιδ 3.1.19 σὲ δὲοἶδεν, ἃ μὲν ἐβουλήθης ἐξαπατῆσαι αὐτόν, οὕτως ἐξαπατήσαντα ὥσπερ ἄν τις τυφλοὺς καὶκωφοὺς καὶ μηδ' ὁτιοῦν φρονοῦντας ἐξαπατήσειεν || ξέρει, ωστόσο, πως σε όσα εσύ θέλησες να τον εξαπατήσεις, τον εξαπάτησες έτσι όπως θα μπορούσε κάποιος να εξαπατήσει τυφλούς ή κουφούς ή τελείως ανόητους.

§12.43. Οι αναφορικές παραβολικές προτάσεις εκφέρονται: α). (συνήθως) με οριστική, όταν το περιεχόμενο τους είναι (ή θεωρείται) πραγματικό. β) με τις δυνητικές εγκλίσεις, την υποτακτική + ἄν και την ευκτική, όταν το περιεχόμενό τους είναι υποτιθέμενο ή δυνατό.

Πιο συγκεκριμένα, εκφέρονται:

(α) μεοριστική, όταν το περιεχόμενο τους είναι (ή θεωρείται) πραγματικό.

ΑΡΙΣΤ ΗΝικ 1104b13 διὸ δεῖἦχθαί πως εὐθὺς ἐκ νέων, ὡς ὁΠλάτων φησίν, ὥστε χαίρειν τε καὶ λυπεῖσθαι οἷς δεῖ· γι' αυτό πρέπει να έχουμε πάρει, όπως λέει ο Πλάτωνας, από τη νεαρή ηλικία την αγωγή που θα μας κάνει να ευχαριστιόμαστε και να λυπούμαστε με αυτά που πρέπει.

(β) με δυνητική οριστική, όταν δηλώνουν ότι κάτι ήταν δυνατό ή πιθανό στο παρελθόν υπό κάποιες προϋποθέσεις, επομένως όταν δηλώνουν το μη πραγματικό.

ΙΣΟΚΡ 10.49 οἱ δὲ βάρβαροι τοσοῦτον ἐφρόνησαν, ὅσον περ ἂν [ενν. ἐφρόνουν] εἰ πάντων ἡμῶν ἐκράτησαν || και το φρόνημα των βαρβάρων ανυψώθηκε τόσο όσο (θα ανυψωνόταν) αν μας είχαν νικήσει όλους.

(γ) με δυνητική ευκτική, όταν δηλώνουν ότι κάτι είναι δυνατό ή πιθανό στο παρόν ή στο μέλλον κάτω από κάποιες προϋποθέσεις.

ΠΛ Πρωτ 344c-d ὥσπερ οὖν οὐ τὸν κείμενόν τις ἂν καταβάλοι, ἀλλὰ τὸν μὲν ἑστῶτά ποτε καταβάλοι ἄν τις ὥστε κείμενον ποιῆσαι, τὸν δὲ κείμενον οὔ, οὕτω καὶ τὸν εὐμήχανον ὄντα ποτὲ ἀμήχανος ἂν συμφορὰ καθέλοι, τὸν δὲ ἀεὶ ἀμήχανον ὄντα οὔ || όπως, λοιπόν, δεν μπορεί κάποιος να ρίξει κάτω έναν ξαπλωμένο, αλλά αυτόν που στέκεται όρθιος μπορεί κανείς κάποτε να τον σπρώξει και να τον ξαπλώσει κάτω, τον ξαπλωμένο όμως όχι, έτσι και αυτόν που βρίσκει λύσεις μπορεί κάποια φορά μια αξεπέραστη συμφορά να τον καταβάλει, όχι όμως κι αυτόν που δεν είναι εφευρετικός.

(δ) με υποτακτική + ἄν, όταν δηλώνουν κάτι υποτιθέμενο.

ΔΗΜ 27.1-3 ποιήσομαι δ' ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων τοὺς λόγους || θα μιλήσω όσο μπορώ πιο σύντομα.

(ε) με ευκτική, όταν δηλώνουν κάτι υποτιθέμενο (ή απροσδιόριστο) ή από εξάρτηση από ιστορικό χρόνο (ή έλξη από άλλη ευκτική).

ΠΛ Πολ 360b εἰοὖν δύο τοιούτω δακτυλίω γενοίσθην, καὶ τὸν μὲν ὁ δίκαιος περιθεῖτο, τὸν δὲ ὁἄδικος, οὐδεὶς ἂν γένοιτο, ὡς δόξειεν, οὕτως ἀδαμάντινος, ὃς ἂν μείνειεν ἐν τῇ δικαιοσύνῃ || αν, λοιπόν, υπήρχαν δύο τέτοια δαχτυλίδια και φορούσε το ένα ο δίκαιος και το άλλο ο άδικος, κανείς δεν θα αποδεικνυόταν, όπως φαίνεται, με τόσο ατσαλένιο χαρακτήρα, ώστε να παραμείνει δίκαιος.

§12.44. Όπως προαναφέρθηκε, συχνά παραλείπεται το ρήμα της αναφορικής παραβολικής πρότασης. Μετά την παράλειψη ρημάτων που δηλώνουν συνήθεια ή επανάληψη (συμβαίνει, γίγνεται, ἐποίησαν, ποιεῖ τις κ.τ.ο.), προέκυψαν και κάποιες στερεότυπες βραχυλογικές εκφράσεις, όπως οι παρακάτω:

ὥσπερ τις καὶ ἄλλος / ὥς τις καὶ ἄλλος (= όσο κανένας άλλος)

ὡς ἕκαστος / ἑκάτεροι (=ο καθένας/ο καθένας από τους δυο)

ὡς τὸ πολὺ / ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ / ὡς πάνυ (=ως επί το πλείστον)

ΞΕΝ ΚΑναβ 2.6.8 ἱκανὸς μὲν γὰρ ὥς τις καὶ ἄλλος φροντίζειν ἦν ὅπως ἔχοι ἡ στρατιὰ αὐτῷτὰ ἐπιτήδεια || ήταν ικανός δηλαδή, περισσότερο από κάθε άλλον, να μεριμνά πώς θα εφοδιαστεί ο στρατός του.

ΘΟΥΚ 1.67.4 καὶ ἄλλοι τε παριόντες ἐγκλήματα ἐποιοῦντο ὡς ἕκαστοι || και πολλοί άλλοι ανέβηκαν στο βήμα και έκανε ο καθένας τα παράπονά του.

ΠΛ Πολιτ 294e ἀλλὰπαχύτερον οἴονται δεῖν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ καὶ ἐπὶπολλοὺς τὴν τοῦ λυσιτελοῦντος τοῖς σώμασι ποιεῖσθαι τάξιν || αλλά πιστεύουν ότι, ως επί το πλείστον, πρέπει να ορίζουν σε αδρές γραμμές και σε σχέση με τους πολλούς εκείνο που είναι ωφέλιμο για τα σώματα.

§12.45. Από σύμπτυξη των υποθετικών και των αναφορικών παραβολικών προήλθαν στερεότυπες βραχυλογικές εκφράσεις που λειτουργούν επιρρηματικά εκφράζοντας παρομοίωση: Πρόκειται για τα ὥσπερ εἰ, ὥσπερ ἄν εἰ, ὥσπερ ἄν, ὡς εἰ, ὡς ἄν εἰ, ὡς ἄν , που συχνά γράφονται και ως μία λέξη, και συχνά συνοδεύουν μετοχή ή όνομα

ΔΗΜ 54. 20 καὶ κραυγὴ καὶ βοὴ τῶν γυναικῶν τοσαύτη παρ' ἡμῖν ἦν ὡσπερανεὶ τεθνεῶτός τινος, ὥστε τῶν γειτόνων τινὰς πέμψαι πρὸς ἡμᾶς ἐρησομένους || και οι γυναίκες στο σπίτι φώναζαν και κραύγαζαν τόσο, σαν να είχε πεθάνει κάποιος, με αποτέλεσμα μερικοί γείτονες να στείλουν να μας ρωτήσουν.

ΔΗΜ 23.65 τὸ ἐν Ἀρείῳ πάγῳ δικαστήριον, ὑπὲρ οὗ τοσαῦτ' ἔστιν εἰπεῖν καλὰ παραδεδομένα […] ὅσα περὶ οὐδενὸς ἄλλου δικαστηρίου· ὧν ὡσπερεὶ δείγματος εἵνεκ' ἄξιόν ἐστιν ἓν ἢ δύ' ἀκοῦσαι το δικαστήριο του Αρείου Πάγου, για το οποίο είναι δυνατό να απαριθμήσει κανείς τόσες ωραίες παραδόσεις […] όσες για κανένα άλλο δικαστήριο. Από αυτές, ως παράδειγμα, αξίζει να ακούσετε μία ή δύο.

Τελευταία Ενημέρωση: 05 Ιούν 2012, 10:18