«Μετά τον εμφύλιο πόλεμο του 1832, έχει γίνει πια σαφές σε όλους, ακόμη και στους φανατικότερους Έλληνες δημοκράτες, ότι μόνο μια ξένη μοναρχία μπορούσε να εμποδίσει την αυτοκαταστροφή, που θα επέφερε ο αδελφοκτόνος σπαραγμός. Μέσα σε αυτό το πνεύμα, το Φεβρουάριο του 1832, αποφασίζεται η εκλογή Βασιλιά για την Ελλάδα. Με τη Συνθήκη της 7ης Μαΐου 1832, που έθεσε τέρμα στην Ελληνική Επανάσταση και σε μια σειρά από μεταβαλλόμενα Πρωτόκολλα, το ελεύθερο, πια, ελληνικό κράτος απέκτησε την οριστική του νομική υπόσταση. Η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία προσέφεραν το στέμμα της Ελλάδας στο δευτερότοκο γιο του φιλέλληνα βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου Α'. Το ελληνικό κράτος, που δεν είχε ακόμη αναγνωριστεί διεθνώς ως κυρίαρχη οντότητα και δεν διέθετε καν κυβέρνηση με αδιαφιλονίκητη αναγνώριση στο εσωτερικό, δεν υπέγραψε τη συνθήκη και δεν έλαβε καν μέρος στις διαπραγματεύσεις, που κατέληξαν σε αυτήν. Οι τρεις Δυνάμεις λοιπόν, για τις οποίες η ελληνική ιστοριογραφία και οι ίδιοι οι Έλληνες υιοθέτησαν τον όρο "προστάτιδες", υπέγραψαν, με τη Βαυαρία ως τέταρτο μέλος, τη συνθήκη, σύμφωνα με την οποία ο δεκαεπτάχρονος Όθων οριζόταν κληρονομικός μονάρχης με τον τίτλο του Βασιλιά.»