«Μετά την ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία και τη διαπεραίωσή του στην Ελλάδα, χιλιάδες ήταν οι πρόσφυγες που τον ακολούθησαν επιβιβαζόμενοι σε πλοία στα λιμάνια της Σμύρνης, του Τσεσμέ, του Αϊβαλί, της Πανόρμου, της Αρτάκης, των Μουδανιών, της Κίου, του Λικελί και σε άλλα μικρότερα.
Σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής των Μουδανιών το Σεπτέμβριο του 1922, η οποία έθεσε τέρμα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, δόθηκε προθεσμία ενός μηνός στους κατοίκους της ανατολικής Θράκης για να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Όσοι Έλληνες είχαν απομείνει στην ανατολική Θράκη, περίπου 160.000, επωφελήθηκαν από αυτό και πέρασαν τον ποταμό Έβρο μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου συναποκομίζοντας το μεγαλύτερο μέρος της κινητής περιουσίας τους. Οι περίπου 25.000 Έλληνες της χερσονήσου της Καλλίπολης αναχώρησαν αργότερα, μέχρι τις 11 Νοεμβρίου.
Μετά την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου ένα τμήμα του ελληνικού πληθυσμού του Πόντου κατέφυγε στα λιμάνια της Σαμψούντας, της Κερασούντος και αλλού προσδοκώντας να επιβιβασθεί σε πλοία για την Ελλάδα. Με τη μεσολάβηση των συμμαχικών αρχών στην Κωνσταντινούπολη επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής κυβέρνησης για τη μεταφορά τους με τουρκικά πλοία στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί με ελληνικά στην Ελλάδα. Η όλη επιχείρηση κράτησε από τα τέλη του 1922 έως τα μέσα του 1923. Ένα τμήμα των Ελλήνων του Πόντου κατέφυγε, όπως και κατά τη διάρκεια του πρώτου διωγμού, στον Καύκασο και τη νότια Ρωσία. Τέλος, κατά τη διάρκεια των ετών 1923 και 1924 μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα 190.000 περίπου πρόσφυγες από την κεντρική και ανατολική Μικρά Ασία και τον Πόντο με τη φροντίδα της Μεικτής Επιτροπής Ανταλλαγής. Με τον ίδιο τρόπο έφθασαν στην Ελλάδα οι Έλληνες της Τσατάλτζας και ένα μέρος του ελληνικού πληθυσμού από το νομό της Κωνσταντινούπολης.»