Υποδοχή και εγκατάσταση προσφύγων

Λογοτεχνία

▲▲

Ανάμισης ντενεκές

(απόσπασμα)


Μόλις ηρέμησε λίγο η ατμόσφαιρα, ο Φώτης άρχισε να διαβάζει τις πρώτες λέξεις· βαθιά σιγή έπεσε στο καφενείο:

«Αισχροκέρδεια παντού. Οργιάζει, δύναται τις να πει, η βδελυρά αυτή επιδημία μεταξύ όλων των επαγγελμάτων και όλων των τάξεων. Ο πτωχός λαός στένει υπό την επήρειάν της».

«Επιτέλους, το πήρανε χαμπάρι» ακούστηκε μια φωνή από το βάθος του καφενείου. Ύστερα κι άλλη:

«Τόσες μέρες πάω για ψωμί κι ευτό που αγοράζω είναι σκέτο πίτουρο και κάθε μέρα παίρνει απάνω. Να τους κλείσουνε όλους και να μας δίνουνε το αλεύρι, να φτιάχνομε το ψωμί μονάχοι μας» πρότεινε ο μπακιρτζής φωναχτά.

«Δεν είν' κατάσταση αυτή· σε λιγάκι ε θα μπορούμε ούτε τον καφέ μας να πιούμε. Ακούς, Κούβακα;»

«Ακούω, ακούω» ψέλλισε ο καφετζής και έγειρε μπροστά το κεφάλι, έχωσε αμήχανα τους καρπούς μες στη μεγάλη τσέπη της άσπρης του ποδιάς, ήθελε λες να φυλάξει τα κέρματα κι έτρεξε να μπει πίσω από το τεζιάκι· σκυφτός πέρασε ανάμεσα από τον Φώτη και τους ακροατές του.

Ο Φώτης συνέχισε:

«Από σήμερον άρχονται αι επισκευαί της οδού Χίου-Καρδαμύλων. Αι εργασίαι, αίτινες θα απασχολήσωσι προς το παρόν περί τους οκτακόσιους πρόσφυγες εργατικούς, θέλουσι αρχίσει εις τα περί τον Αλμυρόν μέρη της οδού, όπου πλην των επιδιορθώσεων των βλαβών και της επιχωματώσεως αυτής, πρόκειται να υψωθεί, κατά τας γενομένας μελέτας, κατά εν και ήμισι μέτρον, όπως αυτή καταστεί βατή εις αμάξας».

«Άντε, Γιαννακό! Για σένα δουλεύει η προσφυγιά!» έσκισε μια φωνή την ησυχία, απευθύνθηκε προς τον απόντα χασάπη, πριν ακόμα ο Φώτης προλάβει να τελειώσει τη φράση του. «Ο Γιαννακός, ρε παιδιά, που πάει κι έρκεται κάθε τόσο στα Καρδάμυλα, ε θα φχαριστηθεί άμα φτιάξει ο δρόμος; Πόσες φορές μας είπε και μας ξανάπε για τον Αρμυρό και πως α τονε περάσει σέρνοντας από πίσω του και τα σφάγια; Τώρα α του κάμουνε ολάκερη λεωφόρο. Να βάζει κάρο για να κουβαλά τα ζα». Γέλια αντήχησαν παντού.

Μια εξαγριωμένη φωνή μπήχτηκε σαν καρφί στην αλαφρότητα:

«Πόσοι πρόσφυγες λέει ότι θα δουλέψουνε;»

«Οχτακόσιοι» ξαναδιάβασε ο Φώτης.

«Ορίστε» συνέχισε η ίδια φωνή, πιο εξαγριωμένη ακόμα. «Να, το κράτος μας ποιο είναι. Νοιάζεται να δώκει δουλειά στους τουρκομερίτες κι εμάς εδώ μας κατατρώει η αισχροκέρδεια κι η ανεργία. Βρε ίντα την εθέλαμε εμείς την Απελευτέρωση. Καλά εν ήτανε με τα τουρκιά;»

«Έχει δίκιο ο Παντελής» συμφώνησε ένας ακόμα, στριμωγμένος ανάμεσα στην πόρτα και στο τεζιάκι. «Με τους Τούρκους ήμεστεν αρχόντοι. Αφ' τον καιρό που λευτερωθήκαμε, εν έχομε δει άσπρη μέρα. Φόροι, ακρίβεια, πολέμοι, πρόσφυγες, πείνα. Κι ίντα θα δούμε ακόμα. Και η κυβέρνηση το μόνο που σκέφτεται είναι οι πρόσφυγες. Εμείς εγίναμε της Παλιάς Ελλάδας· απότομα».

Το ακροατήριο έπεσε σε σκέψεις. Οι πιο πολλοί ήσαν βενιζελικοί, συμβάδιζαν με τα οράματα της Ελλάδας, θύματα της κυρίαρχης εθνικής παράκρουσης, μα δεν είχαν τι να παραθέσουν για ν' αντιταχθούν. Δεν έβλεπαν τίποτα καλό να γίνεται στη ζωή τους. Κοιτούσαν από πάνω τους τα λιγδιασμένα από τη νικοτίνη κάντρα των ηγεμόνων, έσφιγγαν τα χείλη και κουνούσαν τα κεφάλια τους στενάζοντας με απογοήτευση.

Βιβλιογραφικά

Γιάννης Μακριδάκης, Ανάμισης ντενεκές, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2008, σ. 60-62.

Μεταδεδομένα

< Χίος > < Πρόσφυγες > < Μικρασιατική καταστροφή > < Διάλογος >

▲▲

Γαλήνη

(απόσπασμα)


Στην κατασκήνωση των προσφύγων έγινε μικρή κίνηση. Οι άνθρωποι σηκώνονταν όρθιοι, ο ένας έδειχνε στον άλλο κατά το μέρος της μικρής χαράδρας που άνοιγε ανάμεσα στους δυο λόφους.

—Κοιτάξτε! Έρχουνται άνθρωποι! Ποιοι να 'ναι;

Ήταν μια πομπή δεκαπέντε ίσαμε είκοσι Βλάχοι, νέοι και γέροντες. Με τα λιοκαμένα πρόσωπα, όλα με μακριές γενειάδες, με τις κάπες τους και τις γκλίτσες στα χέρια, πλησίαζαν σιωπηλά, μ' επισημότητα, φιγούρες ερχόμενες από παμπάλαιους χρόνους. Το αργό περπάτημα και η σιωπή τους σκόρπισε μονομιάς ένα απροσδιόριστο αίσθημα φόβου στο κοπάδι των Φωκιανών.

Όλοι μαζευτήκαν ασυναίσθητα στο ίδιο μέρος, στο κέντρο της κατασκήνωσής τους. Σα να θέλαν να συγκεντρώσουν τη δύναμή τους.

—Ώρα καλή! είπε ο πρώτος βοσκός, ένας αψηλός γέροντας, ο πιο σεβάσμιος απ' όλους, ο ίδιος που ο αναγνώστης θυμάται, τη χτεσινή νύχτα, στην κορφή του βουνού. Ώρα καλή! είπε κι έφερε ένα γύρο τη ματιά του.

Από δεξιά κι από ζερβά κι από πίσω του σταθήκαν οι άλλοι οι δικοί του, οι βοσκοί, ακουμπώντας με τις μασχάλες στις γκλίτσες τους.

—Καλώς τους! αποκριθήκαν πολλά στόματα οι πρόσφυγες.

—Τι είσαστε; είπε πάλι αργά ο γέροντας.

—Πρόσφυγες είμαστε! Πατρίδα μας ήταν οι Φώκες!

—Και τώρα πούθε ερχόσαστε;

—Ένα χρόνο περιπλανηθήκαμε στα μέρη της Πελοπόννησος κι υποφέραμε πολύ. Τώρα μας δώσαν τη γη εδώ, για να μείνουμε.

Ανάμεσα στις στερεωμένες γκλίτσες των βοσκών έγινε μικρή κίνηση. Μετακινηθήκαν, σάλεψαν λίγο, πάλι ησυχάσαν. Κανένας δε μίλησε άλλος απ' το γέροντα.

—Σας δώσαν, είπες, τη γη αυτή; κι η φωνή του άρχισε να γίνεται τραχιά. Ποιος σας την έδωσε; Ποια γη;

—Το Κράτος μάς είπε: «Δική σας είναι η γη της Ανάβυσσος». Μας είπε να 'ρθουμε και να την πάρουμε!

—Σας είπε να 'ρθετε και να την πάρετε; Και πού 'ναι τα κοπάδια σας, τα ζωντανά σας;

—Δεν έχουμε κοπάδια. Δεν είμαστε βοσκοί. Θα ξεχερσώσουμε τη γη, και θα φυτέψουμε αμπέλια, και θα σπείρουμε σιτάρι.

—Τι μιλάς, άνθρωπε, για σιτάρι και για αμπέλια που θα φυτέψετε σ' αυτή τη γη! φωνάζει έξαλλος ο γέροντας. Τήρα λοιπόν κατά κει!

Σήκωσε το χέρι που βαστούσε το ραβδί του κι έγραψε έναν κύκλο σ' όλο το μικρό κάμπο τον κλεισμένο απ' τους λόφους. Χωρίς να το θέλουν, όλα τα μάτια ακολούθησαν τον κύκλο, υποταγμένα στην προσταγή της χειρονομίας.

—Από τότες που είμαστε εμείς εδώ, λέει η αυστηρή φωνή, κι από τότες που ήταν οι πατέρες μας, κι οι πατέρες τους, σ' ετούτη τη γη μοναχά βούρλα και πουρνάρι βλασταίνουν, και τίποτ' άλλο δεν έζησε εδώ εξόν τα κοπάδια μας! Λοιπόν, για τι σιτάρι και για τι αμπέλια μου μιλάς!

Είχε το βαρύ, το ακατάλυτο και ανελέητο των παμπάλαιων πραγμάτων, της μοίρας ή του θανάτου, η βαθιά φωνή που ερχόταν από μακρινούς χρόνους να υπερασπίσει τη γη τους απ' τους βαρβάρους.

—Μοναχά τα κοπάδια μας, σου είπα, κι εμείς μπορούμε να κάμουμε στον έρημο τούτον τόπο, γιατί έτσι το βρήκαμε απ' τους γονιούς μας! Μοναχά εμείς μπορούμε να βαστάξουμε εδώ, γιατί μας φωνάζει το χώμα, αυτό κι όχι άλλο! Λοιπόν, τι γυρεύετε εσείς, φουκαράδες, στα μέρη μας;

Έλεγε, έλεγε, κι η φωνή του έτρεμε, σα να προαισθανόταν πως η προσπάθεια ήταν μάταιη.

—Θα πεθάνετε στη δίψα! έλεγε. Πηγή νερό δε βρίσκεται εδώ. Κι αν σκάψετε βαθιά και βρείτε φλέβα, το νερό θα 'ναι γλυφό σα θάλασσα. Θα σας ρημάξουν οι πυρετοί, κι ο αγέρας κι ο άμμος. Αν γίνει και φυτρώσει σπαρτό, ο άμμος θα κάθεται απάνω στο φύλλο του και στον καρπό του και θα τον ξεραίνει. Πριν δείτε σοδειά, θα 'χετε πεθάνει, εσείς και τα παιδιά σας. Λοιπόν, φύγετε, σου λέω!

Το επανάλαβε ξερά, άγρια, τραχιά:

—Φύγετε, είπα, από δω!

Είπε, σώπασε, κι ακούμπησε το ραβδί του, κοιτάζοντας μες στα μάτια το κοπάδι τους Φωκιανούς.

Ένα σούσουρο έγινε τότε ανάμεσα στους πρόσφυγες. Η φωνή του τόπου, που μιλούσε μέσω του γέροντα, τα δεινά και το όραμα του θανάτου, φοβερού και βέβαιου, που έσυρε πάνω απ' τα κεφάλια τους, τους είχε μουδιάσει, σκόρπισε μέσα τους το φόβο, πυκνό σύννεφο σε γυμνό ουρανό. Στέκαν βουβοί, γυμνά δέντρα, γυμνές ρίζες που σαλεύουν στα τυφλά, μπλέκουν μες στον αγέρα τα πλοκάμια τους, τυραννισμένα και βίαια, γυρεύοντας, με το ένστιχτο των πραγμάτων, χώμα.

Στέκαν, ίσαμε που το αγέρι του Σαρωνικού που φύσησε τράβηξε από πάνω τους το πνεύμα του πανικού. Τότε, το ίδιο άγρια, σκληρά, μ' όλες τις σκοτεινές δυνάμεις των κορμιών που γύρευαν πια ν' ακουμπήσουν στέρεα, στην αρχή μια φωνή, ύστερα άλλη, ύστερα όλες μαζί, γυναίκες και γερόντοι και άντρες του κοπαδιού, άρχισαν να ουρλιάζουν:

—Δε φεύγουμε από δω! Ποτές πια! Μας δώσαν τη γη και θα μείνουμε! Θα μείνουμε! Θα μείνουμε!

Ο άνεμος πήρε τις φωνές και τις σκόρπισε, τις χτύπησε στις πλαγιές του βουνού και τις δυνάμωσε. Ένα σύννεφο άμμος σηκώθηκε και τους τύλιξε μέσα του. Αλάλαζαν και κουνούσαν τα χέρια τους ψηλά, μες στο θολό σύννεφο, θολοί σαν τέρατα του βυθού.

—Θα μείνουμε δω, κι ας πεθάνουμε! Θα μείνουμε πια, κι ας πεθάνουμε!

Τότε ο θυμός που φούσκωνε ξέσπασε και στην άλλη μεριά, στους Βλάχους.

—Ε, λοιπόν! φώναζε ο γέροντας, φωνάζαν τώρα κι οι άλλοι βοσκοί. Μείνετε, λοιπόν, και θα δούμε ποιος θα στεριώσει σ' αυτή τη γη! Θα σας χτυπήσουμε όπου σας βρούμε, θα σκοτώσουμε τα ζωντανά σας αν τύχει και κάμετε, θα πατήσουμε τα σπαρτά σας αν ριζώσουν! Χάρη ποτέ σας δε θα βρείτε σ' εμάς και στα παιδιά μας, ίσαμε που να ξεκληριστεί η φύτρα σας και να σβήσει!

Είχαν χαθεί μες στη χαράδρα, απ' όπου είχαν έρθει, κι ακόμα ακούγονταν οι φοβερές φωνές τους.

Τότε το σύννεφο ο άμμος χαμήλωσε και κατακάθισε στη γη. Αμίλητο, βαρύ, πιεσμένο απ' το στυφό κύμα το φόβο, έγειρε και το κοπάδι των Φωκιανών στη γη.

Βιβλιογραφικά

Ηλίας Βενέζης, Γαλήνη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 261991 (1939), σσ. 45-48.

Δείτε επίσης:

Μεταδεδομένα

< Βενέζης > < Διάλογος > < Πρόσφυγες > < Μικρασιατική καταστροφή >

Ιστορία

Γραπτές πηγές

  1. Οι πρόσφυγες
  2. Οι πρόσφυγες

    «Μετά την ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρά Ασία και τη διαπεραίωσή του στην Ελλάδα, χιλιάδες ήταν οι πρόσφυγες που τον ακολούθησαν επιβιβαζόμενοι σε πλοία στα λιμάνια της Σμύρνης, του Τσεσμέ, του Αϊβαλί, της Πανόρμου, της Αρτάκης, των Μουδανιών, της Κίου, του Λικελί και σε άλλα μικρότερα.

    Σύμφωνα με τους όρους της ανακωχής των Μουδανιών το Σεπτέμβριο του 1922, η οποία έθεσε τέρμα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο, δόθηκε προθεσμία ενός μηνός στους κατοίκους της ανατολικής Θράκης για να εγκαταλείψουν τις εστίες τους. Όσοι Έλληνες είχαν απομείνει στην ανατολική Θράκη, περίπου 160.000, επωφελήθηκαν από αυτό και πέρασαν τον ποταμό Έβρο μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου συναποκομίζοντας το μεγαλύτερο μέρος της κινητής περιουσίας τους. Οι περίπου 25.000 Έλληνες της χερσονήσου της Καλλίπολης αναχώρησαν αργότερα, μέχρι τις 11 Νοεμβρίου.

    Μετά την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου ένα τμήμα του ελληνικού πληθυσμού του Πόντου κατέφυγε στα λιμάνια της Σαμψούντας, της Κερασούντος και αλλού προσδοκώντας να επιβιβασθεί σε πλοία για την Ελλάδα. Με τη μεσολάβηση των συμμαχικών αρχών στην Κωνσταντινούπολη επιτεύχθηκε συμφωνία μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής κυβέρνησης για τη μεταφορά τους με τουρκικά πλοία στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί με ελληνικά στην Ελλάδα. Η όλη επιχείρηση κράτησε από τα τέλη του 1922 έως τα μέσα του 1923. Ένα τμήμα των Ελλήνων του Πόντου κατέφυγε, όπως και κατά τη διάρκεια του πρώτου διωγμού, στον Καύκασο και τη νότια Ρωσία. Τέλος, κατά τη διάρκεια των ετών 1923 και 1924 μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα 190.000 περίπου πρόσφυγες από την κεντρική και ανατολική Μικρά Ασία και τον Πόντο με τη φροντίδα της Μεικτής Επιτροπής Ανταλλαγής. Με τον ίδιο τρόπο έ­φθασαν στην Ελλάδα οι Έλληνες της Τσατάλτζας και ένα μέρος του ελληνικού πληθυσμού από το νομό της Κωνσταντινούπολης.»

  3. Καταγραφή και χαρτογράφηση προσφυγικών οικισμών
  4. Καταγραφή και χαρτογράφηση προσφυγικών οικισμών

    «Η Μικρασιατική Καταστροφή που ακολούθησε αποτελεί ένα από τα δραματικότερα γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Το 1922, όπως ξέρουμε, φτάνουν στις ελληνικές ακτές 1.200.000 πρόσφυγες, το 1/4 περίπου του πληθυσμού της χώρας τότε.

    Η χώρα, απροετοίμαστη ν' αντιμετωπίσει τη δημογραφική αυτή αλλαγή, βρέθηκε μπροστά σε πολλαπλά προβλήματα που είχαν να κάνουν, πέραν της οικονομικής και στεγαστική: υποκατάστασης, κυρίως με την κοινωνική ένταξη του τεράστιου σε όγκου προσφυγικού πληθυσμού στην ελληνική κοινωνία. […]

    Από το σύνολο των προσφύγων, οι μισοί περίπου ή το 47% εγκαταστάθηκαν σε αγροτικές περιοχές και οι υπόλοιποι, το 53%, σε αστικές. Τρομακτική ήταν η άνοδος του πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στην Αθήνα, όπου εγκαταστάθηκε το μισό περίπου ή το 48% του αστικού προσφυγικού πληθυσμού.»

  5. Μαρτυρία Ελένης Μαναήλογλου
  6. Μαρτυρία Ελένης Μαναήλογλου

    «Το ταξίδι κράτησε δεκαέξι μέρες. Μετά τη Ρόδο πιάσαμε Πειραιά, μετά φτάσαμε στην Κέρκυρα. Ήταν παραμονή του Αγίου Σπυρίδωνος, 11 Δεκεμβρίου 1922. Έβρεχε. Βγήκαμε στην παραλία με καΐκια. Λένε: "θα σας πάμε με αραμπάδες σ' ένα χωριό". Μας πήγαν στο χωριό Σταυρός. κάναμε τέσσερις ώρες ώσπου να φτάσουμε εκεί. Εμείς πηγαίναμε πεζή, τα πράγματα μόνο σε αραμπάδες. Και να βρεχόμαστε σ' όλο αυτό το διάστημα…

    Άλλους έβαλαν στην εκκλησία του χωριού, άλλους στο σχολείο, άλλους σε σπίτια. Δεν ρωτάει κανένας: "Ποιοι είστε, τι θέλετε;" Μια αδιαφορία. Δεν μας έδωσαν τίποτα να φάμε. Δεν είχαν κι αυτοί, τι να μας δώσουν; Μια "καλημέρα" μόνο μας έλεγαν. Καλή ήταν κι αυτή. Ευτυχώς είχαμε μαζί μας ψωμί….

    Μας έφεραν στην Κέρκυρα, μας έβαλαν στο φρούριο, στις εκεί παράγκες. Μεγάλο Σάββατο ήτανε. Έρχεται ένας αέρας και τις παίρνει τις παράγκες. Τi να κάνουμε; Πήγαμε στην εκκλησία του Αι-Γιώργη, εκεί κοντά….

    Στην αρχή δεν ταιριάζαμε με τους Κερκυραίους. Άλλες συνήθειες αυτοί, άλλες συνήθειες εμείς. Γλώσσα δεν ξέραμε, δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε μαζί τους. Μετά όμως τα φτιάξαμε. Πολλά συνοικέσια έγιναν, Κερκυραίοι πήραν προσφυγοπούλες.»

  7. Μαρτυρία του Απόστολου Μυκονιάτη
  8. Μαρτυρία του Απόστολου Μυκονιάτη

    «Εμείς οι άλλοι περιμέναμε τρεις μέρες, ώσπου μπήκαμε σε καΐκια και μπαρκάραμε για τη Μυτιλήνη. Ώσπου να πατήσει το ποδάρι του ο τούρκικος στρατός στο χωριό, άραζαν καΐκια και μας παίρναν. Πίσω-πίσω στη Μυτιλήνη δεν μας δέχουνταν. Δεν είναι και πλούσιος τόπος. από ένα μαξούλι [=σοδειά] περιμένει. Βασανιστήκαμε, κακοκοιμηθήκαμε, κακοφάγαμε, μεγάλη συμφορά πάθαμε. Και ποιος δεν έκλαψε νεκρούς; Και ποιος δεν κακοπάθησε και ποιος δεν κλαίει ακόμα; Μονάχα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ, τ' ακούνε σαν ψεύτικα παραμύθια.»

  9. Μαρτυρία Καλλισθένης Καλλίδου
  10. Μαρτυρία Καλλισθένης Καλλίδου

    «Από τον Άι-Γιώργη, απ' τον Πειραιά, μας βάλανε στο βαπόρι, στη Θεσσαλονίκη μάς φέρανε. Μας βγάλανε και μας αφήσανε. Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης μάς αφήσανε. Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης πεταμένοι ήμαστε. Έτσι ξαπλωμένοι, μέσα στα σοκάκια. Περνούσε κόσμος και μας έβλεπε. Αμάν, ρεζιλίκι!

    Πέρασε ένας άντρας, ένας τρανός. Μας πέταξε μια πεντάρα. Έπιασα την πεντάρα, φώναζα, έκλαιγα:

    - Εμείς έχομε λεφτά! Εμείς έχομε να φάμε! Αφήσαμε τα σπίτια μας, τόσα αμπέλια αφήσαμε! Δεν είμαστε ζητιάνοι εμείς!
    - Άσε την πεντάρα.

    Ησύχασε έλεγε η μητέρα μου. Η μάνα μου άρρωστη ήταν. Ένα κουβάρι μαζεμένη καθότανε.

    Περνούσε ο κόσμος. Μας βλέπανε από μακριά. Δεν ερχόντανε κοντά μας: - Προσφυγιά! προσφυγιά! λέγανε και περνούσανε…»

  11. Απόσπασμα ομιλίας του Ελευθέριου Βενιζέλου
  12. Απόσπασμα ομιλίας του Ελευθέριου Βενιζέλου

    «Είναι γνωστόν, κύριοι, ότι η δεκαετής πολεμική μας προσπάθεια, η Μικρασιατική καταστροφή και η συρροή ενός και ημίσεος εκατομμυρίου προσφύγων εις το έδαφός μας, εδημιούργησαν μίαν τρομεράν οικονομικήν κρίσιν εις την Ελλάδα. Αλλά, ο πλέον αίσιος οιωνός διά το μέλλον είναι το γεγονός ότι ο προσφυγικός πληθυσμός, ο οποίος, κατά τα πρώτα έτη απετέλεσεν εν βάρος διά την χωράν και διά τον οποίον συνεχίζονται να γίνονται πολλαί θυσίαι, ήρχισε να αποτελεί ενεργητικόν. Και αν σκεφθώμεν, κύριοι, το υπέροχον ανθρώπινον υλικόν, από το οποίον συντίθεται ο πληθυσμός αυτός, δυνάμεθα να είμεθα βέβαιοι ότι η Ελλάς, με την σημερινήν σύνθεσιν του λαού της, δύναται να ατενίζει μετ' εμπιστοσύνης εις το μέλλον…».

    Απόσπασμα ομιλίας του Ελευθέριου Βενιζέλου στο Ελληνικό Κοινοβούλιο, στις 22 Οκτωβρίου 1928.

  13. Απόσπασμα της εφ. Θεσσαλία
  14. Απόσπασμα της εφ. Θεσσαλία

    «Η χθεσινή ημέρα ήτο τραγικών συγκινήσεων, διά την πόλιν μας. Εις τον λιμένα μας έφθασαν τα πρώτα κύματα της μικρα­σιατικής συμφοράς. Και οι συμπολίται μας που μόνο από τας εφημερίδας και τας αφηγήσεις ως τώρα γνώριζαν το μέγεθος της επελθούσης καταστροφής, ευρέθησαν χθες διά να ιδούν με τα ίδια τους τα μάτια την απερίγραπτον τραγικότητά της. Από το μεσονύκτιον ήδη είχε καταπλεύσει εις τον λιμένα το υπερωκειάνειον η "Μεγάλη Ελλάς" με το θλιβερόν φορτίον 3.000 προσφύγων. Κατά τας πρωϊνάς ώρας κατέπλευσεν ο "Μιλτιάδης" και κατόπιν η "Βιθυνία" με χιλιάδες πρόσφυγες και τέλος, περί του απογεύματος ο "Μαίανδρος" με 2800 άλλους πρόσφυγες. […] Από τα πρωϊνάς ώρας άρχισε η αποβίβασις των προσφύγων διά λέμβων, διά φορτηγίδων και μικρό ατμόπλοιον. Οι αποβιβα­ζόμενοι, άλλοι έκλαιγαν, άλλοι εσταυροκοπούντο, άλλοι εφίλουν τo χώμα που τους εδέχετο και εις άλλων τα πρόσωπα ερόδιζε ένα συναίσθημα ανακουφίσεως ότι ετερματίσθη η φρικώδης κατάστασις των απερίγραπτων βασάνων του τελευταίου μηνός. Με την τραγικότητα των αγρίων ημερών που επέρασαν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό τους, κουρέλια ανθρώπινα άρχισαν εντός ολίγου να πυκνώνουν το κεφαλόσκαλο και ολοένα πληθυνόμενοι και απλωνόμενοι εις όλην την παραλία. Έπειτα οι κάθετοι δρόμοι τούς εδέχοντο και όλα τα πεζοδρόμια των πρώτων παραλιακών τετραγώ­νων, εδέχθησαν προχείρως προσφυγικές εγκατα­στάσεις με τα ολίγα μπογαλάκια που έφερον μαζί τους. Η μεγαλύτερα όμως κίνηση ήτο εις το κεφαλόσκαλο όπου είχαν πλευρίσει και αποβίβαζαν το θλιβερόν φορτίο ο "Μιλτιάδης" και η "Βιθυνία".»

    Εφ. Θεσσαλία, 20 Σεπτεμβρίου 1922.

  15. Η δημοσιονομική αντιμετώπισις του προσφυγικού προβλήματος
  16. Η δημοσιονομική αντιμετώπισις του προσφυγικού προβλήματος

    ΧΡΟΝΟΣ ΕΛΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

    1918-192070.0005,7%
    1920-192281.8926,7%
    1922-1923696.03957%
    1923-1928373.91830,6%
    Σύνολο1.221.849100%
  17. Αριθμός προσφύγων
  18. Αριθμός προσφύγων

    ΑΡΙΘΜΟΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ

    ΤΟΠΟΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣΠΡΙΝ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΜΕΤΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣΥΝΟΛΟ
    Μικρά Ασία37.728589.226626.954
    Θράκη27.057229.578256.635
    Πόντος17.528164.641182.169
    Βουλγαρία20.97728.05049.027
    Καύκασος32.42114.67047.091
    Κωνσταντινούπολη4.10935.34938.458
    Ρωσία5.2146.22111.435
    Σερβία4.6111.4466.057
    Αλβανία1.6008982.498
    Διάφοροι6478781.525
    ΣΥΝΟΛΟ151.8921.069.9571.211.849

    Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδος, 1930, σ.41.

  19. Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής
  20. Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής

    ΟΙ ΔΕΚΑ ΔΗΜΟΙ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΕ ΤΗ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΑΝΑΛΟΓΙΑ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΠΛΗΘΥΣΜΟ ΤΟΥΣ

    ΔΗΜΟΣΠΟΣΟΣΤΟ
    Δράμα70,2%
    Καβάλα56,9%
    Σέρρες 50,4%
    Θεσσαλονίκη 47,8%
    Μυτιλήνη46,8%
    Ξάνθη 41,4%
    Πειραιάς 40,0%
    Ηράκλειο35,9%
    Χίος 35,7%
    Κομοτηνή 34,1%

Οπτικό υλικό

  1. Έλληνες πρόσφυγες από την περιοχή της Τραπεζούντας
  2. Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία στο καράβι για την Μυτιλήνη
  3. Πρόχειρος καταυλισμός Ελλήνων προσφύγων
  4. Πρόσφυγες από τον Πόντο μετά την αποβίβασή τους στην Κέρκυρα
  5. Σκηνές προσφύγων σε πλατεία του Πειραιά
  6. Καταγγελία προσφύγων
  7. Πρόχειρος καταυλισμός προσφύγων στο Θησείο
  8. Πρόχειρη εγκατάσταση προσφύγων στο ναό της Αχειροποιήτου
  9. Πρόχειρη εγκατάσταση προσφύγων στην Αττική
  10. Παλιά Κοκκινιά
  11. Προσφυγοπούλα στην κατασκευή πρόχειρης κατοικίας
  12. Η Νέα Σίνασος χτίζεται στην Εύβοια
  13. Προσφυγικός οικισμός Βύρωνα
  14. Κατανομή προσφύγων
  15. Στήλη διά τους πρόσφυγας

Ακουστικό υλικό

  1. Μνήμες από τη Μικρά Ασία
  2. Τι σε μέλλει εσένανε
  3. Μάνα μου Ελλάς

Οπτικοακουστικό υλικό

  1. Το χρονικό της προσφυγιάς
  2. Χιλιάδες πρόσφυγες
  3. Αντίκτυπος της καταστροφής
  4. Εγκατάλειψη της Ανατολικής Θράκης
  5. Η συνθήκη της Λωζάνης
  6. Ανταλλαγή των πληθυσμών
  7. Πρόσφυγες. Η νέα πατρίδα
  8. Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων