Περιμένουμε τα σχόλια σας

Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία 1821-1833

«Οι εκστρατείες που έκαναν οι Τούρκοι το 1822 και το 1823 απέβλεπαν κυρίως στην ανακούφιση και την ενίσχυση των μουσουλμανικών φρουρών στα κάστρα της Μεθώνης, της Κορώνης, της Πάτρας, του Ρίου, του Αντίρριου, του Ναυπλίου, του Νεγρεπόντε (Χαλκίδας), της Καρύστου, της Βόνιτσας, του Ζητουνίου (Λαμίας) και της Αθήνας. […] Ο τουρκικός στόλος όμως δεν ήταν καθόλου κατάλληλος γι' αυτή τη δουλειά. Ο Σουλτάνος ήταν σε θέση, βέβαια, να παρατάξει στη θάλασσα γύρω στα ογδόντα πλοία, ανάμεσα στα οποία και έξι ή επτά μεγάλα πολεμικά. τα τουρκικά πληρώματα όμως, καθώς είχαν ναυτολογηθεί όπως όπως για να αντικαταστήσουν τους Έλληνες, με τους oποίους οι Τούρκοι αντιμετώπιζαν στο παρελθόν τις ναυτιλιακές ανάγκες τους, ήταν εντελώς ακατάλληλα. Εν πάση περιπτώσει, για να εξασφαλιστεί η προστασία των φρουρίων, έπρεπε να χρησιμοποιηθούν, αναγκαστικά, μεγάλες δυνάμεις ξηράς για να σπάσουν τους κάπως πρόχειρους κλοιούς των Ελλήνων άτακτων. Υπήρχε έτσι η ελπίδα, οι τουρκικές αυτές δυνάμεις, σε συνδυασμό με εξόδους που θα επιχειρούσαν οι ενισχυμένες φρουρές των φρουρίων, να αναγκάσουν τους Έλληνες να καταφύγουν στα βουνά, να εμποδίσουν την επέκταση της εξέγερσης και τελικά να αποκαταστήσουν πάλι την εξουσία του Σουλτάνου. Η εξασφάλιση τέτοιων δυνάμεων δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Μολονότι ο Αλή-πασάς είχε ηττηθεί, χρειαζόταν πολύς καιρός και μεγάλη υπομονή για να στρατολογηθούν Αλβανοί και να σταλούν σε εκστρατεία, και παρόλο που οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία είχαν βελτιωθεί, ήταν ακόμη απαραίτητο να διατηρείται ασιατικός στρατός στα βόρεια σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.»

Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου (1822-1824)

«H 1η Ιανουαρίου 1822 βρήκε τους επαναστάτες να διακηρύσσουν "την πολιτικήν ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν" του ελληνικού έθνους. Η σύγκληση της Α' Εθνοσυνέλευσης, η ψήφιση Συντάγματος και η δημιουργία οργάνων Διοίκησης συναρτώνται με τη στρατιωτική επικράτηση της Επανάστασης περίπου δέκα μήνες μετά την εκδήλωσή της. Τούτο συνέβη ιδίως στη Ρούμελη, την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου, δηλαδή στις περιοχές από όπου προερχόταν η συντριπτική πλειονότητα των "παραστατών" στην Πιάδα (Επίδαυρο). Οι στρατιωτικές επιτυχίες στις εν λόγω περιοχές, ιδίως εκείνες που διαφύλαξαν την Επανάσταση από μια πρόωρη καταστολή, δηλαδή οι μάχες για τον έλεγχο του Μακρυνόρους στη δυτική Ρούμελη, η μάχη στα Βασιλικά στην ανατολική Ρούμελη, οι μάχες στο Βαλτέτσι και τα Δολιανά και κυρίως η άλωση της Τριπολιτσάς στην Πελοπόννησο, επέτρεψαν στους επαναστάτες να ελέγξουν έναν πρωταρχικό εδαφικό πυρήνα, βάσει του οποίου οργανώθηκαν πολιτικά, δηλαδή συγκρότησαν θεσμούς διοίκησης και μηχανισμούς εξουσίας.»

Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου (1822-1824)

«Απομονωμένοι ήταν και οι επαναστάτες στη Σάμο και την Κρήτη, όχι όμως και στα νησιά του Αιγαίου. Τα εξοπλισμένα εμπορικά πλοία, στην πλειονότητα τους μπρίκια, που αποτελούσαν τον ελληνικό στόλο, ιδίως της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών, συνέδεαν τις εξεγέρσεις στα νησιά με τις εξελίξεις στη στεριά συμμετέχοντας σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, όπως στον αποκλεισμό του Ναυπλίου και άλλων φρουρίων, στην πολιορκία της Τριπολιτσάς και της Ακρόπολης των Αθηνών. Η απουσία οθωμανικών φρουρών και πληθυσμών στα περισσότερα από τα νησιά του Αιγαίου και η ασθενής παρουσία του οθωμανικού στόλου διευκόλυναν την εξάπλωση της Επανάστασης, παρότι οι καπετάνιοι των πλοίων δύσκολα κατόρθωναν να ομονοήσουν και να συντονίσουν τη δράση τους.»

Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου (1822-1824)

«Στην Πελοπόννησο, παρά την παράδοση του Ακροκορίνθου στα τέλη Ιανουαρίου, οι Οθωμανοί διατηρούσαν τον έλεγχο σημαντικών οχυρών: την Πάτρα και το Ρίο στα βορειοδυτικά, τη Μεθώνη και την Κορώνη στα νοτιοανατολικά και, τέλος, το ισχυρό συγκρότημα του Ναυπλίου στα ανατολικά. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, οι επαρχίες ελέγχονταν από τους ενόπλους της Επανάστασης, τους εξεγερμένους χωρικούς αλλά και τους κατοίκους των πόλεων, που μέσα σε λίγους μήνες είχαν μετατραπεί σε πολεμιστές υπό την καθοδήγηση οπλαρχηγών όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Αναγνωσταράς, ο Πλαπούτας κ.ά. […]. Οι οθωμανικές δυνάμεις στην Πελοπόννησο ήταν λοιπόν κλεισμένες στα περιφερειακά φρούρια, αποκομμένες μεταξύ τους και αδύναμες να εξορμήσουν στην ύπαιθρο. […]

Στη Ρούμελη η κατάσταση ήταν διαφορετική, περισσότερο ρευστή και αβέβαιη. Στα ανατολικά, οι Οθωμανοί διατηρούσαν τον έλεγχο της Ακρόπολης των Αθηνών, την οποία πολιορκούσαν οι επαναστατημένοι Αθηναίοι και νησιώτες. Διατηρούσαν ακόμη τον έλεγχο των κάστρων της Ευβοίας (Χαλκίδα και Κάρυστος) […], καθώς και τη Λαμία […]. Στις περιοχές αυτές, καθώς και στο σύνολο του ορεινού χώρου, κυριαρχούσαν τα σώματα των αρματολών και των οπλαρχηγών της περιοχής, που στην πλειονότητά τους συσπειρώνονταν γύρω από το πρόσωπο του Οδυσσέα Ανδρούτσου. […]

Στη δυτική Ρούμελη, η κατάσταση ήταν ακόμη πιο περίπλοκη. Εκεί, η επικράτηση και η εξάπλωση της Επανάστασης συνδέθηκαν εκ των πραγμάτων με την έκβαση των οθωμανικών επιχειρήσεων εναντίον του Αλή πασά. Το Μεσολόγγι είχε μετατραπεί ήδη από το καλοκαίρι του 1821 σε κέντρο της επαναστατικής οργάνωσης και δράσης, η οποία κάλυπτε το σύνολο της Αιτωλοακαρνανίας, με εξαίρεση τα οχυρά της Ναυπάκτου και του Αντιρρίου, και έφθανε έως τους ορεινούς όγκους του Καρπενησίου, των Αγράφων και των ορεινών επαρχιών της Άρτας. Βορειότερα, οι Σουλιώτες δρούσαν από την ορεινή περιοχή τους με στόχο την Άρτα, την Πάργα και την Πρέβεζα […].»

Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου (1822-1824)

«Στη Μακεδονία, η Επανάσταση που πυροδότησε η δράση του Εμμανουήλ Παππά δεν μπόρεσε να στεριώσει. Στις αρχές Ιανουαρίου του 1822, ο Παππάς και μερικές εκατοντάδες υποστηρικτές του είχαν καταφύγει στο Άγιον Όρος […]. Την ίδια εποχή, επαναστατική κινητικότητα εκδηλωνόταν στη δυτική Μακεδονία (Κοζάνη, Νάουσα, Βέροια) και νοτιότερα στις οροσειρές του Βερμίου, των Πιερίων και του Ολύμπου, με τη συμμετοχή αρματολών και οπλαρχηγών των περιοχών αυτών αλλά και φιλελλήνων εθελοντών, που είχαν σταλεί από την Πελοπόννησο. Η κινητικότητα αυτή μετατράπηκε σε επαναστατική έκρηξη στις αρχές του 1822 αλλά τα κινήματα που αναπτύχθηκαν ήταν ασθενικά και αντιμετωπίστηκαν με ευκολία από τις οθωμανικές δυνάμεις τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1822. Μόνο στο Τρίκερι διατηρούνταν επαναστατική εστία, καθώς εκεί, όπως και στις Βόρειες Σποράδες, είχαν καταφύγει πολλοί από τους κυνηγημένους οπλαρχηγούς της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας μετά την καταστολή της εξέγερσης στις περιοχές τους. Σύντομα όμως συνθηκολόγησαν (Αύγουστος 1822) και κατέφυγαν στις Βόρειες Σποράδες.»

1821 Η γέννηση ενός κράτους-έθνους

«Στις αρχές του 1822 στάλθηκε στη νότια Ελλάδα ο Δράμαλης για να καταπνίξει τις επαναστατικές εστίες. Η είδηση της καθόδου του προκάλεσε αναταραχή στους Έλληνες. Η επαναστατική κυβέρνηση εγκατέλειψε το Ναύπλιο και επιβιβάστηκε σε πλοία. Πολλοί στρατιώτες δείλιασαν και άρχισαν να εγκαταλείπουν τους καπεταναίους.

Μπροστά στη γενικευμένη σύγχυση, ο κίνδυνος εκφυλισμού της Επανάστασης ήταν ορατός. […]

Γνωρίζοντας τα σαφή μειονεκτήματα μιας ενδεχόμενης απευθείας αναμέτρησης με τις υπέρμετρες οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις, ο Κολοκοτρώνης επέλεξε να οχυρωθεί στα Δερβενάκια, ένα στενό πέρασμα ανάμεσα στους ορεινούς όγκους που χωρίζουν την Κόρινθο από την αργολική πεδιάδα και το Ναύπλιο. Εκεί, πίστευε πως θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους Οθωμανούς έχοντας στρατηγικό πλεονέκτημα. Ταυτόχρονα, εφαρμόζοντας την τακτική της "καμένης γης", διέταξε να ανάψουν φωτιές προκειμένου να καταστραφούν τα σπαρτά και να περιοριστούν οι δυνατότητες των Οθωμανών για ανεφοδιασμό.»

Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου (1822-1824)

«Η πρώτη προσπάθεια αντίστασης στην κάθοδο του Δράμαλη έγινε γύρω από το φρούριο του Αργούς. Εκεί, η φρουρά πολέμησε σθεναρά για αρκετές ημέρες, έως τις 24 Ιουλίου, οπότε πραγματοποίησε έξοδο. Στο μεταξύ, στο διάστημα των δύο και πλέον εβδομάδων από τότε που ο Δράμαλης διάβηκε τον Ισθμό, ο Κολοκοτρώνης, οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Υψηλάντης και άλλοι οπλαρχηγοί δραστηριοποιούνταν, από την Τριπολιτσά, για τη συγκέντρωση ενόπλων, τη σύσταση στρατοπέδων και την κατάληψη επίκαιρων θέσεων σε στενά περάσματα μεταξύ Κορίνθου, Αργούς, Ναυπλίου και Τριπολιτσάς, δηλαδή τις πιθανές διαδρομές που θα ακολουθούσε ο Δράμαλης. Η αντίσταση της φρουράς του Αργούς, παρά τις σημαντικές απώλειες που είχε, καθυστέρησε τον αντίπαλο και περιόρισε τη δράση του στην περιοχή αυτή. Ταυτόχρονα, πραγματοποιούνταν σχετικά μικρές αλλά συνεχείς συγκρούσεις με τμήματα του στρατού του Δράμαλη στην ευρύτερη περιοχή της Αργολίδας, στο πλαίσιο των οποίων οι Έλληνες και οι Οθωμανοί διερευνούσαν ο ένας τις επιχειρησιακές δυνατότητες του άλλου. Τέλος, οργανώθηκε συστηματική καταστροφή της σοδειάς, με προφανή στόχο τη φυσική εξάντληση των αντιπάλων, η οποία επιτεινόταν από τις κλιματικές συνθήκες αλλά και από τον κακό συντονισμό με τον οθωμανικό στόλο, που αντί να εφοδιάσει το στρατό του Δράμαλη έπλευσε προς το Μεσολόγγι. Ο καύσωνας που έπληττε την Πελοπόννησο τη χρονιά εκείνη στάθηκε πολύτιμος σύμμαχος της ελληνικής πλευράς. Ο στρατός του Δράμαλη απαρτιζόταν σε μεγάλο μέρος του από ιππείς και η έλλειψη νερού πολλαπλασίαζε τα προβλήματα και έπληττε ανεπανόρθωτα την επιχειρησιακή τους ικανότητα.»

Η Ελληνική Επανάσταση και η Καποδιστριακή Περίοδος

«Μέσα στη γενική σύγχυση ανέλαβε πρωτοβουλία και πάλι ο Κολοκοτρώνης και οργάνωσε το σχέδιο της άμυνας. Με την έγκριση και άλλων οπλαρχηγών, σε σύσκεψη που έγινε στον Αχλαδόκαμπο, στις 10 Ιουλίου, αποφασίστηκε να καταληφθούν επίκαιρα σημεία, ώστε να απομονωθεί ο Δράμαλης στην Αργολίδα, να καταληφθεί το κάστρο του Αργούς, ώστε να απασχοληθούν στο σημείο αυτό δυνάμεις του Δράμαλη και να αποκλειστούν οι δρόμοι εφοδιασμού τουρκικού στρατού με τροφές.

Ο Κολοκοτρώνης για μια ακόμη φορά δικαιώθηκε. Η πολιορκία του κάστρου του Αργούς από τον Δράμαλη κράτησε έως τις 23 Ιουλίου, όταν οι πολιορκημένοι Έλληνες κατόρθωσαν να διαφύγουν, ενώ στο μεταξύ οργανώθηκε η άμυνα σε άλλα σημεία. Ο Δράμαλης, μολονότι διαπίστωνε ότι ήταν αδύνατο να προχωρήσει στο εσωτερικό, επιχείρησε να παγιδεύσει τους Έλληνες με παραπλανητικές κινήσεις των δυνάμεων του. Ο Κολοκοτρώνης, που αντιλήφθηκε τις προθέσεις του Τούρκου στρατάρχη, κατέλαβε επίκαιρες θέσεις και στις 26 Ιουλίου στα Δερβενάκια, όπου βρισκόταν το μεγαλύτερο μέρος της τουρκικής στρατιάς, ο Δράμαλης είδε τη δύναμή του να αποδεκατίζεται: από τη διασταύρωση ειδήσεων, απομνημονευμάτων και εγγράφων οι Τούρκοι νεκροί και τραυματίες υπολογίζονταν σε 2.500-3.000.

Ο Δράμαλης, που κατόρθωσε με πολλή δυσκολία να διαφύγει στην Κόρινθο, αποκλείστηκε και εκεί από τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους οπλαρχηγούς και η προσπάθειά του να ανασυντάξει το στρατό του και να κατευθυνθεί στο Κιάτο ή να ανοίξει πέρασμα στα στενά της Μεγαρίδας απέτυχε. Στα τέλη Οκτωβρίου (ή κατ' άλλους τον Νοέμβριο) πέθανε στην Κόρινθο, και τη διοίκηση των λειψάνων της στρατιάς του ανέλαβε ο Ντελή Αχμέτ. Έμμεση συνέπεια της ήττας του Δράμαλη υπήρξε και η κάμψη του ηθικού των πολιορκουμένων Τούρκων στα φρούρια του Ναυπλίου, γεγονός που συνέβαλε στην κατάληψή τους από τους Έλληνες στις 3 Νοεμβρίου.»

Η Ελληνική Επανάσταση και η Καποδιστριακή Περίοδος

«Μετά τις θεαματικές επιτυχίες του ελληνικού στόλου τους πρώτους μήνες της Επανάστασης, σημειώθηκε κάμψη στις ναυτικές επιχειρήσεις. Οι πληροφορίες για την ετοιμασία ισχυρού τουρκικού στόλου επιβεβαιώθηκαν, και στις 24 Ιανουαρίου 1822 η τουρκική αρμάδα με 4.000 άνδρες βγήκε από τον Ελλήσποντο και κατευθύνθηκε προς την Πελοπόννησο. Τα τουρκικά πλοία στην πορεία τους προς το Ιόνιο ανεφοδίασαν το φρούριο της Μεθώνης, αποβίβασαν άνδρες στο Νεόκαστρο και στις 15 Φεβρουαρίου βρίσκονταν μεταξύ Ζακύνθου και Πάτρας. Ο ελληνικός στόλος, που τον αποτελούσαν 63 υδραίικα, σπετσιωτικά και ψαριανά πλοία, είχε σπεύσει στην περιοχή, και ήταν η πρώτη φορά που τόσο μεγάλος αριθμός ελληνικών πλοίων θα αντιμετώπιζε τη ναυτική τουρκική δύναμη. Στις 20 Φεβρουαρίου η ναυμαχία της Πάτρας έληξε με περίλαμπρη νίκη. Ο Μιαούλης, που διηύθυνε την επιχείρηση, αλλά και οι αρχηγοί των ναυτικών μοιρών των Σπετσών και των Ψαρών, απέδειξαν με την επιτυχία αυτή, ότι όχι μόνο με επιδρομές πυρπολικών, αλλά και κατά παράταξη μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον εχθρό.»

1821 Η γέννηση ενός κράτους-έθνους

«Οι εξελίξεις στο Ελληνικό Ζήτημα πήραν αρνητική τροπή από τις αρχές του 1822, λόγω της ήττας του Αλή πασά και της αποδέσμευσης των οθωμανικών στρατευμάτων υπό τον Χουρσίτ πασά, οι οποίες μπορούσαν τώρα να κινηθούν στο σύνολο τους νοτιότερα. Τα νέα δεδομένα γεύτηκαν πρώτοι οι Σουλιώτες, οι οποίοι στις αρχές του καλοκαιριού βρέθηκαν υπό ασφυκτική πολιορκία χιλιάδων Οθωμανών στρατιωτών. Την ίδια στιγμή οι εξεγερμένοι Έλληνες είχαν εισέλθει στη δίνη των πολιτικών αντιπαραθέσεων και των πολλών κέντρων πολιτικής εκπροσώπησης. Τελικά, ύστερα από παλινωδίες και καθυστερήσεις, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος αντιλήφθηκε πως έπρεπε να συγκεντρώσει από μόνος του στρατιωτικές δυνάμεις και να τις αποστείλει αρχικά στη Ρούμελη και στη συνέχεια στην Ήπειρο για να συνδράμουν τους Σουλιώτες. […]

Το πρωί της 4ης Ιουλίου 1822 πολυπληθές οθωμανικό στράτευμα, αποτελούμενο από 9.000 περίπου άνδρες με επικεφαλής τον Μεχμέτ Ρεσίτ πασά (Κιουταχή), στάθηκε απέναντι στις ελληνικές δυνάμεις. Η σύγκρουση που ακολούθησε είχε ολέθρια αποτελέσματα για τους Έλληνες και τους φιλέλληνες. Περίπου τα 3/4 των στρατιωτών του τάγματος των φιλελλήνων σκοτώθηκαν, οι δε υπόλοιποι με δυσκολία κατόρθωσαν να διαφύγουν. Ο ανθός της ευρωπαϊκής νεολαίας, που με τόσο ρομαντισμό είχε στρατευθεί στην ελληνική υπόθεση, κείτονταν νεκρός λίγο έξω από την Άρτα.»

Σταθεροποίηση της Επαναστάσεως 1822-1823

«Στις 10 Οκτωβρίου ο Ομέρ Βρυώνης, αφού είχε εξασφαλισθή η υποταγή των οπλαρχηγών του Ξηρόμερου και του Βάλτου έφυγε από την Άρτα και συναντήθηκε με τα στρατεύματα του Κιουταχή. Μια τεράστια δύναμη 7.000 ή 8.000 ανδρών απειλούσε τώρα όχι μόνο την Αιτωλία, αλλά και όλη την Επανάσταση, καθώς καμμιά αντίσταση δεν φαινόταν πιθανή στον δρόμο των δύο στρατηγών. Το ηθικό των Ελλήνων είχε σημαντικά καταπέσει και έτσι τα ελληνικά σώματα δεν μπόρεσαν να καταλάβουν καίριες θέσεις, από τις οποίες θα αναχαίτιζαν την πορεία των Τούρκων. […]

Ο Μαυροκορδάτος, στις 20 Οκτωβρίου, από το Μεσολόγγι που είχε πάει για να οργανώση την άμυνα της πόλεως, έκανε έκκληση στους Υδραίους να βοηθήσουν στέλνοντας πλοία, εκφράζοντας την ανησυχία του για την κρισιμότητα της καταστάσεως, κυρίως επειδή στην πόλη δεν υπήρχαν ούτε τρόφιμα ούτε στρατός, και διατυπώνοντας τον φόβο ότι οι Τούρκοι μετά το Μεσολόγγι θα προχωρούσαν προς τη Ναύπακτο και από εκεί θα διαπεραιώνονταν στην Πελοπόννησο.»

Η Ελληνική Επανάσταση και η Καποδιστριακή Περίοδος

«Την άμυνα οργάνωσε ο Μαυροκορδάτος, ενώ πλαστές διαπραγματεύσεις ("καπάκια") του Μάρκου Μπότσαρη με τους Τούρκους έδωσαν τη δυνατότητα στους πολιορκημένους να επισκευάσουν τις οχυρώσεις που είχαν καταστραφεί από τον κανονιοβολισμό των πρώτων ημερών. Στις 8 Νοεμβρίου, οκτώ υδραιοσπετσιώτικα πλοία αποβίβασαν στο Μεσολόγγι 700 Πελοποννησίους με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τον Ανδρέα Ζαΐμη και τον Κανέλλο Δεληγιάννη και λίγες μέρες αργότερα έφτασαν οπλαρχηγοί της δυτικής Στερεάς με τους άνδρες τους. Στο μεταξύ, ο βαρύς χειμώνας ταλαιπωρούσε το τουρκικό στρατόπεδο και είχε δημιουργηθεί "μέγας γογγυσμός κατά των πασάδων και εψιθυρίζετο η διάλυσίς του". Η μόνη λύση που απέμενε στον Κιουταχή και τον Ομέρ Βρυώνη ήταν να επιχειρηθεί έφοδος, που πραγματοποιήθηκε τη νύχτα της 25ης Δεκεμβρίου. Οι Έλληνες, που είχαν πληροφορηθεί για το τουρκικό σχέδιο, αντιμετώπισαν με αποτελεσματική άμυνα την τουρκική επίθεση και οι δύο πασάδες αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία στις 31 Δεκεμβρίου, αφού είχαν χάσει εκατοντάδες άνδρες.»