«Στην Πελοπόννησο, παρά την παράδοση του Ακροκορίνθου στα τέλη Ιανουαρίου, οι Οθωμανοί διατηρούσαν τον έλεγχο σημαντικών οχυρών: την Πάτρα και το Ρίο στα βορειοδυτικά, τη Μεθώνη και την Κορώνη στα νοτιοανατολικά και, τέλος, το ισχυρό συγκρότημα του Ναυπλίου στα ανατολικά. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, οι επαρχίες ελέγχονταν από τους ενόπλους της Επανάστασης, τους εξεγερμένους χωρικούς αλλά και τους κατοίκους των πόλεων, που μέσα σε λίγους μήνες είχαν μετατραπεί σε πολεμιστές υπό την καθοδήγηση οπλαρχηγών όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Αναγνωσταράς, ο Πλαπούτας κ.ά. […]. Οι οθωμανικές δυνάμεις στην Πελοπόννησο ήταν λοιπόν κλεισμένες στα περιφερειακά φρούρια, αποκομμένες μεταξύ τους και αδύναμες να εξορμήσουν στην ύπαιθρο. […]
Στη Ρούμελη η κατάσταση ήταν διαφορετική, περισσότερο ρευστή και αβέβαιη. Στα ανατολικά, οι Οθωμανοί διατηρούσαν τον έλεγχο της Ακρόπολης των Αθηνών, την οποία πολιορκούσαν οι επαναστατημένοι Αθηναίοι και νησιώτες. Διατηρούσαν ακόμη τον έλεγχο των κάστρων της Ευβοίας (Χαλκίδα και Κάρυστος) […], καθώς και τη Λαμία […]. Στις περιοχές αυτές, καθώς και στο σύνολο του ορεινού χώρου, κυριαρχούσαν τα σώματα των αρματολών και των οπλαρχηγών της περιοχής, που στην πλειονότητά τους συσπειρώνονταν γύρω από το πρόσωπο του Οδυσσέα Ανδρούτσου. […]
Στη δυτική Ρούμελη, η κατάσταση ήταν ακόμη πιο περίπλοκη. Εκεί, η επικράτηση και η εξάπλωση της Επανάστασης συνδέθηκαν εκ των πραγμάτων με την έκβαση των οθωμανικών επιχειρήσεων εναντίον του Αλή πασά. Το Μεσολόγγι είχε μετατραπεί ήδη από το καλοκαίρι του 1821 σε κέντρο της επαναστατικής οργάνωσης και δράσης, η οποία κάλυπτε το σύνολο της Αιτωλοακαρνανίας, με εξαίρεση τα οχυρά της Ναυπάκτου και του Αντιρρίου, και έφθανε έως τους ορεινούς όγκους του Καρπενησίου, των Αγράφων και των ορεινών επαρχιών της Άρτας. Βορειότερα, οι Σουλιώτες δρούσαν από την ορεινή περιοχή τους με στόχο την Άρτα, την Πάργα και την Πρέβεζα […].»