Πρώτη πολιορκία Μεσολογγίου

Λογοτεχνία

Μάγκας

(απόσπασμα)


ΜΕΣΟΛΟΓΓΙ

Στο Μεσολόγγι, είπε η Γιαγιά, πήγε ο Μανόλης στην αρχή της πρώτης πολιορκίας, τον Οκτώβριο του 1822, με τον Μάρκο Μπότσαρη, που μαζί του συγγένευε. Οι Τούρκοι κατέβαιναν να το πάρουν με δυο μεγάλους αρχηγούς, τον Κιουταχή και τον Ομέρ Βρυώνη. Για να κερδίσουν καιρό και να προφθάσουν να μαζέψουν τις σκόρπιες δυνάμεις τους, οι Έλληνες αρχηγοί είχαν στείλει έναν τους, τον Βαρνακιώτη, μ΄ εντολή ν΄ αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους, τάχα πως σκέπτονται να παραδοθούν.

Είχε παραγγελιά ο Βαρνακιώτης να σύρει τα πράματα, ώσπου να ετοιμαστούν αυτοί για την αντίσταση. Μα ο Βαρνακιώτης, που δυστυχώς ζούλευε τους άλλους αρχηγούς ή, χειρότερα, ήθελε πλούτη, καλοπέραση και χρυσάφι, σαν πήγε στον Ομέρ Βρυώνη, πρόδωσε τους συντρόφους του, και προσκύνησε τον Τούρκο, καταστρέφοντας έτσι το σχέδιο και βάζοντας το Μεσολόγγι σε κίνδυνο να πέσει στα χέρια του εχθρού με την πρώτη προσβολή. Αποκαρδιωμένοι, νομίζοντας τα πάντα χαμένα, σκόρπισαν τότε οι αρχηγοί στα βουνά. Δυο όμως παλικάρια, που το ΄λεγε περισσότερο η καρδιά τους, και που έβαλαν τον πατριωτισμό τους πάνω απ΄ όλα, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και ο Μάρκος Μπότσαρης, ορκίστηκαν να σώσουν το Μεσολόγγι ή να πεθάνουν.

Κλείστηκε ο Μαυροκορδάτος μέσα στους μισογκρεμισμένους τοίχους της πόλεως, έβγαλε από μέσα όλα τα γυναικόπαιδα, που ήταν στόματα περιττά, και τα έστειλε στην Πελοπόννησο, μάζεψε γύρω του όλους τους άντρες, πήρε από τα γειτονικά χωριά όσα κοπάδια και τροφές βρήκε, και βιαστικά άρχισε να ξαναχτίζει τα χαλασμένα οχυρώματα.

—Και οι Τούρκοι τον άφηναν; ρώτησε ο Λουκάς.

—Δε θα τον άφηναν, βέβαια, και θα κατέστρεφαν το Μεσολόγγι, και θα έσφαζαν ως τον τελευταίο Χριστιανό, αποκρίθηκε η Γιαγιά. Μα ενόσω, μέσα, οχύρωνε ο Μαυροκορδάτος το Μεσολόγγι, ο Μάρκος Μπότσαρης με 600 Σουλιώτες είχε βγει στα βουνά. Σκοπός του να σταματήσει τον Κιουταχή. Αυτές είναι από τις ηρωικότερες σελίδες της Επαναστάσεως, και να τις θυμάστε, παιδιά μου. Άκουσα τον καπετάν–Μανόλη να τις διηγείται, και να τρέμει ακόμα η φωνή του και να ηλεκτρίζεται όλος, μόνο που αναπολούσε κείνες τις μέρες.

—Και τον σταμάτησε, Γιαγιά, τον Κιουταχή; ρώτησε η Άννα, ανυπόμονα.

—Δεν τον σταμάτησε, παιδί μου, αφού κατέβηκε αυτός και πολιόρκησε το Μεσολόγγι. Αλλά τον χασομέρησε για τέσσερα ολόκληρα ημερόνυχτα, και άφησε καιρό στον Μαυροκορδάτο να οργανώσει την αντίσταση.

—Μπράβο του! Αναφώνησε μ΄ ενθουσιασμό η Άννα.

—Ναι, μπράβο του! Είπε η Γιαγιά. Αλλά ν΄ ακούσεις τι εστοίχισε το χασομέρι του Κιουταχή. Ανάμεσα στους 600 που πολέμησαν με τον Μάρκο Μπότσαρη, ήταν και ο μικρός τότε, δεκατεσσάρων-δεκαπέντε χρονών, Μανόλης. Μου διηγήθηκε ο ίδιος πώς κατόρθωσε να βγει από το Μεσολόγγι με τον Μάρκο Μπότσαρη, και να πιάσουν τις κλεισούρες. Και άλλοι αρχηγοί είχαν προσπαθήσει πρωτύτερα να σταματήσουν τον εχθρό. Μα μπρος στα αμέτρητα πλήθη των Τούρκων υποχώρησαν. Και πολλοί σκόρπισαν στα βουνά. Τότε αποφάσισε να βγει ο Μάρκος Μπότσαρης. Μαζί του ζήτησε να βγει και ο Μανόλης. Μα του το αρνήθηκε ο Μάρκος Μπότσαρης, λέγοντας πως ήταν ακόμα μικρός για τέτοια κουραστική όσο και επικίνδυνη επιχείρηση. Καθώς λοιπόν, το σούρουπο, βγήκε ο Μάρκος Μπότσαρης με τους 600, χώθηκε και ο μικρός ανάμεσα στους στρατιώτες, και, τυλιγμένος μέσα σε μια κάπα, πέρασε απαρατήρητος. Ανάμεσα στους 600 Σουλιώτες ήταν κι ένας παπάς. Τους πήρε όλους ο Μπότσαρης, τους οδήγησε στο Κεφαλόβρυσο, βόρεια από τη λίμνη της Τριχωνίας, κι εκεί ετοιμάστηκαν για να πεθάνουν.

Σαν τους αρχαίους Σπαρτιάτες, που, πριν βγουν στη μάχη, καλλωπίζουνταν για να κατέβουν καλοντυμένοι και καθαροί στον Άδη, αν τους έπαιρνε ο Χάρος, έτσι και οι 600 Σουλιώτες στολίστηκαν για τον θάνατο. Γδύθηκαν, πλύθηκαν στην πηγή, φόρεσαν ό,τι πολυτιμότερα είχαν, έλουσαν και χτένισαν τα μακριά μαλλιά τους, που οι Σουλιώτες τ' άφηναν να πέφτουν ως τους ώμους χωρίς να τα κόβουν, και αρματωμένοι, έτοιμοι πια για το θάνατο, στάθηκαν όλοι στη σειρά. Τότε σίμωσε ο παπάς με τον σταυρό, τους ξεμολόγησε, τους έδωσε την ευχή του, τους μετάλαβε. Και όλοι, μαζί και ο Μάρκος Μπότσαρης, έδωσαν τον όρκο της αδελφοποιήσεως. Έλεγε ο καθένας: «Η ζωή μου ζωή σου, και η ψυχή μου ψυχή σου», δηλαδή έδιναν όρκο να πεθάνουν ο ένας για τον άλλο, ως τον τελευταίο, αλλά να μη φύγει κανένας.

Και τότε όλοι αλληλοφιλήθηκαν. Στο φίλημα απάνω, αναγνώρισε ο Μάρκος Μπότσαρης τον μικρό εξάδελφό του. Μια στιγμή κοντοστάθηκε.

—«Εδώ είσαι, παλιόπαιδο;» του λέγει χαμηλόφωνα. Και τον αρπά στο στήθος του και τον φιλεί.

Ο μικρός, που περίμενε ξύλο, πήγε να τα χάσει. Έπεσε στα γόνατα και φίλησε το χέρι του αρχηγού του.

—«Άφησέ μου την τιμή να πεθάνω κοντά σου», παρακάλεσε.

Και να ήθελε τώρα ο Μάρκος Μπότσαρης, δεν μπορούσε πια να τον διώξει, μιας και είχε δοθεί ο όρκος της αδελφοποιήσεως.

—«Εμπρός λοιπόν», του είπε. «Μη φοβηθείς μόνο, μη λιγοψυχήσεις. Γιατί θα σε σκοτώσω.»

Και δείχνοντάς του τους λόγους πίσω από τους οποίους στέκουνταν οι Τούρκοι:

—«Από δω είναι ο θάνατος», πρόσθεσε.

Και τωόντι, κανένας δεν ήλπιζε να γλιτώσει και να ξαναδεί το Μεσολόγγι.

Από τα ξημερώματα άρχισε το τουφεκίδι. Από τον Ανατολικό, που όπως το λέγει τ ‘ όνομά του, είναι ανατολικά από τη Λιμνοθάλασσα και από το Μεσολόγγι, ο Μαυροκορδάτος και οι δικοί του έβλεπαν μακριά, σαν αστραπές, τις φλόγες των τουφεκιών, άκουαν τη βροντή της μάχης. Ο Μάρκος Μπότσαρης είχε αποφασίσει τη ζωή του να τη δώσει. Το ίδιο και οι σύντροφοί του. Σα λεοντάρια ρίχνουνταν στους Τούρκους, επιτίθουνταν στα πλευρά τους, τους έκοβαν τη φόρα προς το Μεσολόγγι, και τους υποχρέωναν να σταματήσουν, να υποχωρήσουν, τους βαστούσαν άγρυπνους μέρα-νύχτα, στιγμή ησυχίας δεν τους άφηναν. Τους είχαν αλαλιάσει.

Τέσσερα ημερόνυχτα τους βάσταξαν έτσι. Οι Τούρκοι όμως ήταν πολλοί, οι δικοί μας λίγοι. Κάθε μάχη τους δεκάτιζε, τα φυσίγγιά τους τελείωναν, ένας–ένας έπεφτε. Στο τέλος, μια χούφτα πια έμειναν, χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς μπαρούτι, αφανισμένοι από την κούραση και την αγρυπνιά.

Μου διηγήθηκε ο μπαρμπα-Μανόλης πώς, μισοπεθαμένος από την πείνα και την εξάντληση, πληγωμένος και γεμάτος αίματα, είχε ξαπλωθεί σ΄ ένα χαντάκι για να πεθάνει. Πώς τον είδε ο Μάρκος Μπότσαρης, και με όλη του την κούραση, τον φόρτωσε στη ράχη του. Και μου είπε, πώς τη νύχτα, μπήκε στο Μεσολόγγι με τους τελευταίους άντρες του.

Είχε βγει ο Μάρκος Μπότσαρης με 600 Σουλιώτες. Ξαναγύρισε με είκοσι δύο, και ο Μάρκος Μπότσαρης είκοσι τρεις. Όλοι οι άλλοι είχαν πέσει.

[…]

Τους είδαν λοιπόν οι Μεσολογγίτες, που κατάφθαναν, 23 σκιές, στα χαρακώματα, διηγήθηκε η Γιαγιά, σκονισμένοι, αιματωμένοι, μαύροι από το μπαρούτι, αγριεμένοι από την κούραση και τη δίψα και τους άνοιξαν και τους έμπασαν στα προχώματα, όπου ήλθαν κι έπεσαν σαν πτώματα. Ούτε να μιλήσουν πια δεν είχαν δύναμη.

Και όμως, μόλις παρουσιάστηκαν οι Τούρκοι, αυτές οι ίδιες σκιές, τ΄ ατρόμητα παλικάρια, βρέθηκαν πάνω στα προχώματα, πρώτοι πάλι και καλύτεροι, έτοιμοι να ξαναχύσουν το αίμα τους για να σώσουν τη χώρα.

—Και την έσωσαν, Γιαγιά; ρώτησε η Άννα.

—Και βέβαια την έσωσαν, αποκρίθηκε ο Λουκάς, που ήξερε και αυτός ιστορία. Βέβαια την έσωσαν. Και όταν έφθασαν οι Τούρκοι, και ζήτησαν από τον Μάρκο Μπότσαρη να τους παραδώσει το Μεσολόγγι, εκείνος τους αποκρίθηκε: «Ελάτε να το πάρετε». Δεν είναι έτσι, Γιαγιά;

—Ναι. Τους είπε: «Αν θέλετε τον τόπο μας, ελάτε να τον πάρετε!» επαναλαμβάνοντας, ύστερα από χιλιάδες χρόνια, το αθάνατο «Μολών λαβέ» του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες.

—Και ο Μαυροκορδάτος; Πού ήταν; ρώτησε η Λίζα.

—Ήταν μέσα στο Μεσολόγγι. Και ήταν και άλλοι αρχηγοί. Μα οι Τούρκοι είχαν τόση εμπιστοσύνη στο λόγο του Μάρκου Μπότσαρη, που δεν είχε πει ποτέ ψέματα, ώστε είχαν ζητήσει με αυτό να συνθηκολογήσουν. Εκείνος όμως έσυρε τις διαπραγματεύσεις, τάχα πως θα παραδώσει τη χώρα. Ως την ώρα που ήταν πια έτοιμοι, και τότε έγραψε στους Τούρκους:

«Αν θέλετε τον τόπο μας, ελάτε να τον πάρετε.»

Βιβλιογραφικά

Π. Σ. Δέλτα, Μάγκας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1991, σ. 139-144.

Δείτε επίσης:

Μεταδεδομένα

< Πολεμική σκηνή > < Τούρκοι > < Δέλτα > < Μεσολόγγι >

Ιστορία

Γραπτές πηγές

  1. Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία 1821-1833
  2. Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία 1821-1833

    «Οι εκστρατείες που έκαναν οι Τούρκοι το 1822 και το 1823 απέβλεπαν κυρίως στην ανακούφιση και την ενίσχυση των μουσουλμανικών φρουρών στα κάστρα της Μεθώνης, της Κορώνης, της Πάτρας, του Ρίου, του Αντίρριου, του Ναυπλίου, του Νεγρεπόντε (Χαλκίδας), της Καρύστου, της Βόνιτσας, του Ζητουνίου (Λαμίας) και της Αθήνας. […] Ο τουρκικός στόλος όμως δεν ήταν καθόλου κατάλληλος γι' αυτή τη δουλειά. Ο Σουλτάνος ήταν σε θέση, βέβαια, να παρατάξει στη θάλασσα γύρω στα ογδόντα πλοία, ανάμεσα στα οποία και έξι ή επτά μεγάλα πολεμικά. τα τουρκικά πληρώματα όμως, καθώς είχαν ναυτολογηθεί όπως όπως για να αντικαταστήσουν τους Έλληνες, με τους oποίους οι Τούρκοι αντιμετώπιζαν στο παρελθόν τις ναυτιλιακές ανάγκες τους, ήταν εντελώς ακατάλληλα. Εν πάση περιπτώσει, για να εξασφαλιστεί η προστασία των φρουρίων, έπρεπε να χρησιμοποιηθούν, αναγκαστικά, μεγάλες δυνάμεις ξηράς για να σπάσουν τους κάπως πρόχειρους κλοιούς των Ελλήνων άτακτων. Υπήρχε έτσι η ελπίδα, οι τουρκικές αυτές δυνάμεις, σε συνδυασμό με εξόδους που θα επιχειρούσαν οι ενισχυμένες φρουρές των φρουρίων, να αναγκάσουν τους Έλληνες να καταφύγουν στα βουνά, να εμποδίσουν την επέκταση της εξέγερσης και τελικά να αποκαταστήσουν πάλι την εξουσία του Σουλτάνου. Η εξασφάλιση τέτοιων δυνάμεων δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Μολονότι ο Αλή-πασάς είχε ηττηθεί, χρειαζόταν πολύς καιρός και μεγάλη υπομονή για να στρατολογηθούν Αλβανοί και να σταλούν σε εκστρατεία, και παρόλο που οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Ρωσία είχαν βελτιωθεί, ήταν ακόμη απαραίτητο να διατηρείται ασιατικός στρατός στα βόρεια σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.»

  3. Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου (1822-1824)
  4. Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου (1822-1824)

    «H 1η Ιανουαρίου 1822 βρήκε τους επαναστάτες να διακηρύσσουν "την πολιτικήν ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν" του ελληνικού έθνους. Η σύγκληση της Α' Εθνοσυνέλευσης, η ψήφιση Συντάγματος και η δημιουργία οργάνων Διοίκησης συναρτώνται με τη στρατιωτική επικράτηση της Επανάστασης περίπου δέκα μήνες μετά την εκδήλωσή της. Τούτο συνέβη ιδίως στη Ρούμελη, την Πελοπόννησο και τα νησιά του Αιγαίου, δηλαδή στις περιοχές από όπου προερχόταν η συντριπτική πλειονότητα των "παραστατών" στην Πιάδα (Επίδαυρο). Οι στρατιωτικές επιτυχίες στις εν λόγω περιοχές, ιδίως εκείνες που διαφύλαξαν την Επανάσταση από μια πρόωρη καταστολή, δηλαδή οι μάχες για τον έλεγχο του Μακρυνόρους στη δυτική Ρούμελη, η μάχη στα Βασιλικά στην ανατολική Ρούμελη, οι μάχες στο Βαλτέτσι και τα Δολιανά και κυρίως η άλωση της Τριπολιτσάς στην Πελοπόννησο, επέτρεψαν στους επαναστάτες να ελέγξουν έναν πρωταρχικό εδαφικό πυρήνα, βάσει του οποίου οργανώθηκαν πολιτικά, δηλαδή συγκρότησαν θεσμούς διοίκησης και μηχανισμούς εξουσίας.»

  5. Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου (1822-1824)
  6. Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου (1822-1824)

    «Απομονωμένοι ήταν και οι επαναστάτες στη Σάμο και την Κρήτη, όχι όμως και στα νησιά του Αιγαίου. Τα εξοπλισμένα εμπορικά πλοία, στην πλειονότητα τους μπρίκια, που αποτελούσαν τον ελληνικό στόλο, ιδίως της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών, συνέδεαν τις εξεγέρσεις στα νησιά με τις εξελίξεις στη στεριά συμμετέχοντας σε στρατιωτικές επιχειρήσεις, όπως στον αποκλεισμό του Ναυπλίου και άλλων φρουρίων, στην πολιορκία της Τριπολιτσάς και της Ακρόπολης των Αθηνών. Η απουσία οθωμανικών φρουρών και πληθυσμών στα περισσότερα από τα νησιά του Αιγαίου και η ασθενής παρουσία του οθωμανικού στόλου διευκόλυναν την εξάπλωση της Επανάστασης, παρότι οι καπετάνιοι των πλοίων δύσκολα κατόρθωναν να ομονοήσουν και να συντονίσουν τη δράση τους.»

  7. Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου (1822-1824)
  8. Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου (1822-1824)

    «Στην Πελοπόννησο, παρά την παράδοση του Ακροκορίνθου στα τέλη Ιανουαρίου, οι Οθωμανοί διατηρούσαν τον έλεγχο σημαντικών οχυρών: την Πάτρα και το Ρίο στα βορειοδυτικά, τη Μεθώνη και την Κορώνη στα νοτιοανατολικά και, τέλος, το ισχυρό συγκρότημα του Ναυπλίου στα ανατολικά. Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, οι επαρχίες ελέγχονταν από τους ενόπλους της Επανάστασης, τους εξεγερμένους χωρικούς αλλά και τους κατοίκους των πόλεων, που μέσα σε λίγους μήνες είχαν μετατραπεί σε πολεμιστές υπό την καθοδήγηση οπλαρχηγών όπως ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Αναγνωσταράς, ο Πλαπούτας κ.ά. […]. Οι οθωμανικές δυνάμεις στην Πελοπόννησο ήταν λοιπόν κλεισμένες στα περιφερειακά φρούρια, αποκομμένες μεταξύ τους και αδύναμες να εξορμήσουν στην ύπαιθρο. […]

    Στη Ρούμελη η κατάσταση ήταν διαφορετική, περισσότερο ρευστή και αβέβαιη. Στα ανατολικά, οι Οθωμανοί διατηρούσαν τον έλεγχο της Ακρόπολης των Αθηνών, την οποία πολιορκούσαν οι επαναστατημένοι Αθηναίοι και νησιώτες. Διατηρούσαν ακόμη τον έλεγχο των κάστρων της Ευβοίας (Χαλκίδα και Κάρυστος) […], καθώς και τη Λαμία […]. Στις περιοχές αυτές, καθώς και στο σύνολο του ορεινού χώρου, κυριαρχούσαν τα σώματα των αρματολών και των οπλαρχηγών της περιοχής, που στην πλειονότητά τους συσπειρώνονταν γύρω από το πρόσωπο του Οδυσσέα Ανδρούτσου. […]

    Στη δυτική Ρούμελη, η κατάσταση ήταν ακόμη πιο περίπλοκη. Εκεί, η επικράτηση και η εξάπλωση της Επανάστασης συνδέθηκαν εκ των πραγμάτων με την έκβαση των οθωμανικών επιχειρήσεων εναντίον του Αλή πασά. Το Μεσολόγγι είχε μετατραπεί ήδη από το καλοκαίρι του 1821 σε κέντρο της επαναστατικής οργάνωσης και δράσης, η οποία κάλυπτε το σύνολο της Αιτωλοακαρνανίας, με εξαίρεση τα οχυρά της Ναυπάκτου και του Αντιρρίου, και έφθανε έως τους ορεινούς όγκους του Καρπενησίου, των Αγράφων και των ορεινών επαρχιών της Άρτας. Βορειότερα, οι Σουλιώτες δρούσαν από την ορεινή περιοχή τους με στόχο την Άρτα, την Πάργα και την Πρέβεζα […].»

  9. Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου (1822-1824)
  10. Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου (1822-1824)

    «Στη Μακεδονία, η Επανάσταση που πυροδότησε η δράση του Εμμανουήλ Παππά δεν μπόρεσε να στεριώσει. Στις αρχές Ιανουαρίου του 1822, ο Παππάς και μερικές εκατοντάδες υποστηρικτές του είχαν καταφύγει στο Άγιον Όρος […]. Την ίδια εποχή, επαναστατική κινητικότητα εκδηλωνόταν στη δυτική Μακεδονία (Κοζάνη, Νάουσα, Βέροια) και νοτιότερα στις οροσειρές του Βερμίου, των Πιερίων και του Ολύμπου, με τη συμμετοχή αρματολών και οπλαρχηγών των περιοχών αυτών αλλά και φιλελλήνων εθελοντών, που είχαν σταλεί από την Πελοπόννησο. Η κινητικότητα αυτή μετατράπηκε σε επαναστατική έκρηξη στις αρχές του 1822 αλλά τα κινήματα που αναπτύχθηκαν ήταν ασθενικά και αντιμετωπίστηκαν με ευκολία από τις οθωμανικές δυνάμεις τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 1822. Μόνο στο Τρίκερι διατηρούνταν επαναστατική εστία, καθώς εκεί, όπως και στις Βόρειες Σποράδες, είχαν καταφύγει πολλοί από τους κυνηγημένους οπλαρχηγούς της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας μετά την καταστολή της εξέγερσης στις περιοχές τους. Σύντομα όμως συνθηκολόγησαν (Αύγουστος 1822) και κατέφυγαν στις Βόρειες Σποράδες.»

  11. 1821 Η γέννηση ενός κράτους-έθνους
  12. 1821 Η γέννηση ενός κράτους-έθνους

    «Στις αρχές του 1822 στάλθηκε στη νότια Ελλάδα ο Δράμαλης για να καταπνίξει τις επαναστατικές εστίες. Η είδηση της καθόδου του προκάλεσε αναταραχή στους Έλληνες. Η επαναστατική κυβέρνηση εγκατέλειψε το Ναύπλιο και επιβιβάστηκε σε πλοία. Πολλοί στρατιώτες δείλιασαν και άρχισαν να εγκαταλείπουν τους καπεταναίους.

    Μπροστά στη γενικευμένη σύγχυση, ο κίνδυνος εκφυλισμού της Επανάστασης ήταν ορατός. […]

    Γνωρίζοντας τα σαφή μειονεκτήματα μιας ενδεχόμενης απευθείας αναμέτρησης με τις υπέρμετρες οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις, ο Κολοκοτρώνης επέλεξε να οχυρωθεί στα Δερβενάκια, ένα στενό πέρασμα ανάμεσα στους ορεινούς όγκους που χωρίζουν την Κόρινθο από την αργολική πεδιάδα και το Ναύπλιο. Εκεί, πίστευε πως θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τους Οθωμανούς έχοντας στρατηγικό πλεονέκτημα. Ταυτόχρονα, εφαρμόζοντας την τακτική της "καμένης γης", διέταξε να ανάψουν φωτιές προκειμένου να καταστραφούν τα σπαρτά και να περιοριστούν οι δυνατότητες των Οθωμανών για ανεφοδιασμό.»

  13. Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου (1822-1824)
  14. Οι εξελίξεις στα μέτωπα του πολέμου (1822-1824)

    «Η πρώτη προσπάθεια αντίστασης στην κάθοδο του Δράμαλη έγινε γύρω από το φρούριο του Αργούς. Εκεί, η φρουρά πολέμησε σθεναρά για αρκετές ημέρες, έως τις 24 Ιουλίου, οπότε πραγματοποίησε έξοδο. Στο μεταξύ, στο διάστημα των δύο και πλέον εβδομάδων από τότε που ο Δράμαλης διάβηκε τον Ισθμό, ο Κολοκοτρώνης, οι Μαυρομιχαλαίοι, ο Υψηλάντης και άλλοι οπλαρχηγοί δραστηριοποιούνταν, από την Τριπολιτσά, για τη συγκέντρωση ενόπλων, τη σύσταση στρατοπέδων και την κατάληψη επίκαιρων θέσεων σε στενά περάσματα μεταξύ Κορίνθου, Αργούς, Ναυπλίου και Τριπολιτσάς, δηλαδή τις πιθανές διαδρομές που θα ακολουθούσε ο Δράμαλης. Η αντίσταση της φρουράς του Αργούς, παρά τις σημαντικές απώλειες που είχε, καθυστέρησε τον αντίπαλο και περιόρισε τη δράση του στην περιοχή αυτή. Ταυτόχρονα, πραγματοποιούνταν σχετικά μικρές αλλά συνεχείς συγκρούσεις με τμήματα του στρατού του Δράμαλη στην ευρύτερη περιοχή της Αργολίδας, στο πλαίσιο των οποίων οι Έλληνες και οι Οθωμανοί διερευνούσαν ο ένας τις επιχειρησιακές δυνατότητες του άλλου. Τέλος, οργανώθηκε συστηματική καταστροφή της σοδειάς, με προφανή στόχο τη φυσική εξάντληση των αντιπάλων, η οποία επιτεινόταν από τις κλιματικές συνθήκες αλλά και από τον κακό συντονισμό με τον οθωμανικό στόλο, που αντί να εφοδιάσει το στρατό του Δράμαλη έπλευσε προς το Μεσολόγγι. Ο καύσωνας που έπληττε την Πελοπόννησο τη χρονιά εκείνη στάθηκε πολύτιμος σύμμαχος της ελληνικής πλευράς. Ο στρατός του Δράμαλη απαρτιζόταν σε μεγάλο μέρος του από ιππείς και η έλλειψη νερού πολλαπλασίαζε τα προβλήματα και έπληττε ανεπανόρθωτα την επιχειρησιακή τους ικανότητα.»

  15. Η Ελληνική Επανάσταση και η Καποδιστριακή Περίοδος
  16. Η Ελληνική Επανάσταση και η Καποδιστριακή Περίοδος

    «Μέσα στη γενική σύγχυση ανέλαβε πρωτοβουλία και πάλι ο Κολοκοτρώνης και οργάνωσε το σχέδιο της άμυνας. Με την έγκριση και άλλων οπλαρχηγών, σε σύσκεψη που έγινε στον Αχλαδόκαμπο, στις 10 Ιουλίου, αποφασίστηκε να καταληφθούν επίκαιρα σημεία, ώστε να απομονωθεί ο Δράμαλης στην Αργολίδα, να καταληφθεί το κάστρο του Αργούς, ώστε να απασχοληθούν στο σημείο αυτό δυνάμεις του Δράμαλη και να αποκλειστούν οι δρόμοι εφοδιασμού τουρκικού στρατού με τροφές.

    Ο Κολοκοτρώνης για μια ακόμη φορά δικαιώθηκε. Η πολιορκία του κάστρου του Αργούς από τον Δράμαλη κράτησε έως τις 23 Ιουλίου, όταν οι πολιορκημένοι Έλληνες κατόρθωσαν να διαφύγουν, ενώ στο μεταξύ οργανώθηκε η άμυνα σε άλλα σημεία. Ο Δράμαλης, μολονότι διαπίστωνε ότι ήταν αδύνατο να προχωρήσει στο εσωτερικό, επιχείρησε να παγιδεύσει τους Έλληνες με παραπλανητικές κινήσεις των δυνάμεων του. Ο Κολοκοτρώνης, που αντιλήφθηκε τις προθέσεις του Τούρκου στρατάρχη, κατέλαβε επίκαιρες θέσεις και στις 26 Ιουλίου στα Δερβενάκια, όπου βρισκόταν το μεγαλύτερο μέρος της τουρκικής στρατιάς, ο Δράμαλης είδε τη δύναμή του να αποδεκατίζεται: από τη διασταύρωση ειδήσεων, απομνημονευμάτων και εγγράφων οι Τούρκοι νεκροί και τραυματίες υπολογίζονταν σε 2.500-3.000.

    Ο Δράμαλης, που κατόρθωσε με πολλή δυσκολία να διαφύγει στην Κόρινθο, αποκλείστηκε και εκεί από τον Κολοκοτρώνη και τους άλλους οπλαρχηγούς και η προσπάθειά του να ανασυντάξει το στρατό του και να κατευθυνθεί στο Κιάτο ή να ανοίξει πέρασμα στα στενά της Μεγαρίδας απέτυχε. Στα τέλη Οκτωβρίου (ή κατ' άλλους τον Νοέμβριο) πέθανε στην Κόρινθο, και τη διοίκηση των λειψάνων της στρατιάς του ανέλαβε ο Ντελή Αχμέτ. Έμμεση συνέπεια της ήττας του Δράμαλη υπήρξε και η κάμψη του ηθικού των πολιορκουμένων Τούρκων στα φρούρια του Ναυπλίου, γεγονός που συνέβαλε στην κατάληψή τους από τους Έλληνες στις 3 Νοεμβρίου.»

  17. Η Ελληνική Επανάσταση και η Καποδιστριακή Περίοδος
  18. Η Ελληνική Επανάσταση και η Καποδιστριακή Περίοδος

    «Μετά τις θεαματικές επιτυχίες του ελληνικού στόλου τους πρώτους μήνες της Επανάστασης, σημειώθηκε κάμψη στις ναυτικές επιχειρήσεις. Οι πληροφορίες για την ετοιμασία ισχυρού τουρκικού στόλου επιβεβαιώθηκαν, και στις 24 Ιανουαρίου 1822 η τουρκική αρμάδα με 4.000 άνδρες βγήκε από τον Ελλήσποντο και κατευθύνθηκε προς την Πελοπόννησο. Τα τουρκικά πλοία στην πορεία τους προς το Ιόνιο ανεφοδίασαν το φρούριο της Μεθώνης, αποβίβασαν άνδρες στο Νεόκαστρο και στις 15 Φεβρουαρίου βρίσκονταν μεταξύ Ζακύνθου και Πάτρας. Ο ελληνικός στόλος, που τον αποτελούσαν 63 υδραίικα, σπετσιωτικά και ψαριανά πλοία, είχε σπεύσει στην περιοχή, και ήταν η πρώτη φορά που τόσο μεγάλος αριθμός ελληνικών πλοίων θα αντιμετώπιζε τη ναυτική τουρκική δύναμη. Στις 20 Φεβρουαρίου η ναυμαχία της Πάτρας έληξε με περίλαμπρη νίκη. Ο Μιαούλης, που διηύθυνε την επιχείρηση, αλλά και οι αρχηγοί των ναυτικών μοιρών των Σπετσών και των Ψαρών, απέδειξαν με την επιτυχία αυτή, ότι όχι μόνο με επιδρομές πυρπολικών, αλλά και κατά παράταξη μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον εχθρό.»

  19. 1821 Η γέννηση ενός κράτους-έθνους
  20. 1821 Η γέννηση ενός κράτους-έθνους

    «Οι εξελίξεις στο Ελληνικό Ζήτημα πήραν αρνητική τροπή από τις αρχές του 1822, λόγω της ήττας του Αλή πασά και της αποδέσμευσης των οθωμανικών στρατευμάτων υπό τον Χουρσίτ πασά, οι οποίες μπορούσαν τώρα να κινηθούν στο σύνολο τους νοτιότερα. Τα νέα δεδομένα γεύτηκαν πρώτοι οι Σουλιώτες, οι οποίοι στις αρχές του καλοκαιριού βρέθηκαν υπό ασφυκτική πολιορκία χιλιάδων Οθωμανών στρατιωτών. Την ίδια στιγμή οι εξεγερμένοι Έλληνες είχαν εισέλθει στη δίνη των πολιτικών αντιπαραθέσεων και των πολλών κέντρων πολιτικής εκπροσώπησης. Τελικά, ύστερα από παλινωδίες και καθυστερήσεις, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος αντιλήφθηκε πως έπρεπε να συγκεντρώσει από μόνος του στρατιωτικές δυνάμεις και να τις αποστείλει αρχικά στη Ρούμελη και στη συνέχεια στην Ήπειρο για να συνδράμουν τους Σουλιώτες. […]

    Το πρωί της 4ης Ιουλίου 1822 πολυπληθές οθωμανικό στράτευμα, αποτελούμενο από 9.000 περίπου άνδρες με επικεφαλής τον Μεχμέτ Ρεσίτ πασά (Κιουταχή), στάθηκε απέναντι στις ελληνικές δυνάμεις. Η σύγκρουση που ακολούθησε είχε ολέθρια αποτελέσματα για τους Έλληνες και τους φιλέλληνες. Περίπου τα 3/4 των στρατιωτών του τάγματος των φιλελλήνων σκοτώθηκαν, οι δε υπόλοιποι με δυσκολία κατόρθωσαν να διαφύγουν. Ο ανθός της ευρωπαϊκής νεολαίας, που με τόσο ρομαντισμό είχε στρατευθεί στην ελληνική υπόθεση, κείτονταν νεκρός λίγο έξω από την Άρτα.»

  21. Σταθεροποίηση της Επαναστάσεως 1822-1823
  22. Σταθεροποίηση της Επαναστάσεως 1822-1823

    «Στις 10 Οκτωβρίου ο Ομέρ Βρυώνης, αφού είχε εξασφαλισθή η υποταγή των οπλαρχηγών του Ξηρόμερου και του Βάλτου έφυγε από την Άρτα και συναντήθηκε με τα στρατεύματα του Κιουταχή. Μια τεράστια δύναμη 7.000 ή 8.000 ανδρών απειλούσε τώρα όχι μόνο την Αιτωλία, αλλά και όλη την Επανάσταση, καθώς καμμιά αντίσταση δεν φαινόταν πιθανή στον δρόμο των δύο στρατηγών. Το ηθικό των Ελλήνων είχε σημαντικά καταπέσει και έτσι τα ελληνικά σώματα δεν μπόρεσαν να καταλάβουν καίριες θέσεις, από τις οποίες θα αναχαίτιζαν την πορεία των Τούρκων. […]

    Ο Μαυροκορδάτος, στις 20 Οκτωβρίου, από το Μεσολόγγι που είχε πάει για να οργανώση την άμυνα της πόλεως, έκανε έκκληση στους Υδραίους να βοηθήσουν στέλνοντας πλοία, εκφράζοντας την ανησυχία του για την κρισιμότητα της καταστάσεως, κυρίως επειδή στην πόλη δεν υπήρχαν ούτε τρόφιμα ούτε στρατός, και διατυπώνοντας τον φόβο ότι οι Τούρκοι μετά το Μεσολόγγι θα προχωρούσαν προς τη Ναύπακτο και από εκεί θα διαπεραιώνονταν στην Πελοπόννησο.»

  23. Η Ελληνική Επανάσταση και η Καποδιστριακή Περίοδος
  24. Η Ελληνική Επανάσταση και η Καποδιστριακή Περίοδος

    «Την άμυνα οργάνωσε ο Μαυροκορδάτος, ενώ πλαστές διαπραγματεύσεις ("καπάκια") του Μάρκου Μπότσαρη με τους Τούρκους έδωσαν τη δυνατότητα στους πολιορκημένους να επισκευάσουν τις οχυρώσεις που είχαν καταστραφεί από τον κανονιοβολισμό των πρώτων ημερών. Στις 8 Νοεμβρίου, οκτώ υδραιοσπετσιώτικα πλοία αποβίβασαν στο Μεσολόγγι 700 Πελοποννησίους με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τον Ανδρέα Ζαΐμη και τον Κανέλλο Δεληγιάννη και λίγες μέρες αργότερα έφτασαν οπλαρχηγοί της δυτικής Στερεάς με τους άνδρες τους. Στο μεταξύ, ο βαρύς χειμώνας ταλαιπωρούσε το τουρκικό στρατόπεδο και είχε δημιουργηθεί "μέγας γογγυσμός κατά των πασάδων και εψιθυρίζετο η διάλυσίς του". Η μόνη λύση που απέμενε στον Κιουταχή και τον Ομέρ Βρυώνη ήταν να επιχειρηθεί έφοδος, που πραγματοποιήθηκε τη νύχτα της 25ης Δεκεμβρίου. Οι Έλληνες, που είχαν πληροφορηθεί για το τουρκικό σχέδιο, αντιμετώπισαν με αποτελεσματική άμυνα την τουρκική επίθεση και οι δύο πασάδες αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία στις 31 Δεκεμβρίου, αφού είχαν χάσει εκατοντάδες άνδρες.»

Οπτικό υλικό

  1. Ναυμαχία στον Πατραϊκό κόλπο
  2. Χάρτης της εκστρατείας του Δράμαλη στην Πελοπόννησο
  3. Τα στενά των Δερβενακίων
  4. Ο πασάς Κιοσέ Μαχμούτ (Δράμαλης)
  5. Φιλέλληνες που συνέτρεξαν στον Αγώνα των Ελλήνων
  6. Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς)
  7. Ο θάνατος του Μάρκου Μπότσαρη
  8. Η εκστρατεία του Δράμαλη στην Πελοπόννησο
  9. Ο Δημήτριος Υψηλάντης υπερασπίζεται το Άργος
  10. Ο γέρος του Μοριά
  11. Μάρκος Μπότσαρης και γυναίκες του Μεσολογγίου