ΔΕΣΜΟΙ
- Αδελφοκτονίες και «αδελφοκτονίες»
- Αιμομειξίες
- Αναγνωρίσεις
- Εγκατάλειψη, απομάκρυνση, εξορία παιδιών
- ΕΝΔΕΚΑΤΟΣ ΠΥΘΙΟΝΙΚΟΣ: ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΡΑΣΥΔΑΙΟ ΤΟΝ ΘΗΒΑΙΟ, ΝΙΚΗΤΗ ΣΕ ΑΓΩΝΑ ΑΓΟΡΙΩΝ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΩΝ
- Ειρηνική διαδοχή
- Ενδογαμίες
- Ενδοοικογενειακές μοιχείες
- Ηφαιστότευκτο σκήπτρο
- Κατάρες (Αραί)
- Μητροκτονία
- Παιδοκτονίες
- Δέρας
- Συζυγοκτονία
- ΕΝΔΕΚΑΤΟΣ ΠΥΘΙΟΝΙΚΟΣ: ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΡΑΣΥΔΑΙΟ ΤΟΝ ΘΗΒΑΙΟ, ΝΙΚΗΤΗ ΣΕ ΑΓΩΝΑ ΑΓΟΡΙΩΝ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΩΝ
- Φάντασμα Κλυταιμνήστρας
- ΕΝΔΕΚΑΤΟΣ ΠΥΘΙΟΝΙΚΟΣ: ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΡΑΣΥΔΑΙΟ ΤΟΝ ΘΗΒΑΙΟ, ΝΙΚΗΤΗ ΣΕ ΑΓΩΝΑ ΑΓΟΡΙΩΝ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΩΝ
- Οι γάμοι της Ερμιόνης και του Νεοπτόλεμου στη Σπάρτη
- Τα βότανα της Ελένης
- Ο Αχιλλέας για τον Αγαμέμνονα
- Προφητεία Κασσάνδρας
- Η αγριότητα της Κλυταιμνήστρας
- Καθαρμός
- Εξωτερική εμφάνιση Αγαμέμνονα
- Ενδοοικογενειακή ειρήνη
- Ο οίκος του Κατρέα: Αερόπη, Κλυμένη, Απημοσύνη, Αλθαιμένης
- Ο Αίγισθος θυμάται τα Θυέστεια δείπνα και αιτιολογεί τον φόνο του Αγαμέμνονα
- ΗΛΕΚΤΡΑ (προς τον Αίγισθον)
- Ο Τηλέμαχος στο παλάτι του Μενέλαου και της Ελένης στη Σπάρτη
Αδελφοκτονίες και «αδελφοκτονίες»
1. Θυέστης και Ατρέας σκότωσαν τον νόθο γιο του πατέρα τους Πέλοπα, τον Χρύσιππο, επειδή φοβήθηκαν ότι ο πατέρας τους, από αγάπη για αυτόν τον νόθο γιο, θα του παραχωρούσε την εξουσία.
2. Θυέστης και Ατρέας, στη διαμάχη τους για την απόκτηση του πατρικού θρόνου, πολλές φορές συνωμότησαν ο ένας εναντίον του άλλου. Ο Θυέστης, με συνεργό τη γυναίκα του Ατρέα Αερόπη, προσπάθησε να αποκτήσει τα σύμβολα της εξουσίας. Αν και δεν το κατάφερε, ο Ατρέας θέλησε να εκδικηθεί τον αδελφό του, σκοτώνοντας τα παιδιά του, τα ανίψια του δηλαδή, παρόλο που είχαν προσπέσει ικέτες στον βωμό του Δία. Αργότερα, συνέλαβε τον Θυέστη και τον φυλάκισε. Τον ίδιο όμως τον σκότωσε ο ανιψιός του Αίγισθος και ανέβασε στον θρόνο τον πατέρα του Θυέστη.
Αιμομειξίες
Σύμφωνα με χρησμό ο μόνος τρόπος για να πάρει εκδίκηση ο Θυέστης για τον χαμό των παιδιών του από τον Ατρέα ήταν να αποκτήσει παιδί από την ίδια του την κόρη Πελοπία. Παραλλαγές του μύθου παρουσιάζουν την ένωση αυτή άλλοτε να γίνεται με τη θέληση της κόρης, άλλοτε εν αγνοία και των δυο για την ταυτότητά τους, άλλοτε ως βιασμό της Πελοπίας, την ώρα που η κόρη προσέφερε θυσία στον βωμό της Αθηνάς στη Σικυώνα. Από την ένωση προέκυψε ένα παιδί, ο Αίγισθος.
Αναγνωρίσεις
1. Αίγισθος: Είτε έκθετος και νόθος, είτε σαν θετό παιδί του Ατρέα ο Αίγισθος μπήκε στην υπηρεσία του βασιλιά, ο οποίος του ζήτησε, σαν πιο έμπιστό του, να σκοτώσει τον φυλακισμένο Θυέστη. Όμως εκείνος αναγνώρισε στον νέο τον γιο του από το σπαθί που κρατούσε για να το σκοτώσει. Ήταν το ίδιο εκείνο σπαθί που κρατούσε ο Θυέστης και του είχε πέσει στον τόπο του βιασμού της Πελοπίας. Εκείνη το φύλαξε και παρέδωσε στον γιο της ως κάτι που θα μπορούσε να συντελέσει στην αναγνώριση πατέρα και γιου.[1]
2. Ορέστης: Η αναγνώριση του Ορέστη από την Ηλέκτρα έγινε στον τάφο του πατέρα τους Αγαμέμνονα. Σημεία αναγνώρισης ήταν ο κομμένος βόστρυχος του Ορέστη και το χρώμα των μαλλιών, κοινό στους Ατρείδες (Αισχ., Χοηφ., στ. 176· πρβ. Σοφ., Ηλ., στ. 900-909), και ένα υφαντό με παράσταση κυνηγιού που είχε κεντήσει η Ηλέκτρα και το είχε δώσει στον Ορέστη (Αισχ., Χοηφ., στ. 230-232). Στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή (στ. 1222) ο Ορέστης αναφέρει ως σημείο αναγνώρισης δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο, σφραγῖδα πατρός. Στον Ευριπίδη μεσολαβεί ένας γέροντας για την αναγνώριση (Ευρ., Ηλ. 509-546).
1. Ο αναγνωρισμός του Αίγισθου από τον Θυέστη παρουσιάζει αναλογίες με τον αναγνωρισμό του Θησέα από τον Αιγέα.
Εγκατάλειψη, απομάκρυνση, εξορία παιδιών
1. Αίγισθος: Εξόριστος από τη γη της Αργολίδας ο Θυέστης ενώθηκε με την κόρη του Πελοπία. Στην εκδοχή που θέλει η ένωση να υπήρξε αποτέλεσμα βιασμού της κόρης από τον πατέρα στον βωμό της Αθηνάς στη Σικυώνα, η μητέρα εγκατέλειψε το βρέφος αμέσως μόλις γεννήθηκε στο βουνό, όπου το έθρεψε με το γάλα της μια αίγα, γι' αυτό και ονόμασαν το παιδί Αίγισθο. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή η ένωση έγινε, ανεπίγνωστα για την ταυτότητα των δύο εραστών, στο παλάτι του βασιλιά Θεσπρωτού, όπου η Πελοπία είχε βρει προστασία μετά την απομάκρυνση της οικογένειας του Θυέστη από την Αργολίδα. Διαδοχικά ανέλαβε την προστασία της και το μεγάλωμα του παιδιού της ο Ατρέας, χωρίς να γνωρίζει την ταυτότητα των δύο προσώπων, ότι δηλαδή ήταν η κόρη του αδελφού του και ο γιος του αδελφού του από την ίδια του την κόρη.
2. Ορέστης: Νήπιο ο Ορέστης είχε μεταφερθεί στη Φωκίδα, όπου και ανατράφηκε. Σύμφωνα με την Ορέστεια του Στησιχόρου ο Ορέστης σώθηκε χάρη στην πιστή τροφό του Λαοδάμεια, που στον Πίνδαρο ονομάζεται Αρσινόη (11ος Πυθιόνικος, στ. 16-37), η οποία τον απέσυρε από τη σκηνή του φόνου του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας και τον έστειλε στον Στρόφιο, βασιλιά της Φωκίδας και θείο των παιδιών από αγχιστεία. Σύμφωνα με τους τραγικούς, η Ηλέκτρα έσωσε τον Ορέστη και τον παρέδωσε στον παιδαγωγό, και εκείνος με τη σειρά του στον Στρόφιο που τον μεγάλωσε με τον γιο του Πυλάδη. Τέλος, σύμφωνα με μεταγενέστερους συγγραφείς (Νικόλαος Δαμασκηνός, 1ος αι. π.Χ.), η σωτηρία του δεκάχρονου παιδιού οφειλόταν στον κήρυκα του Αγαμέμνονα Ταλθύβιο και όχι σε μια παραμάνα, η ύπαρξη της οποίας ήταν αταίριαστη για την ηλικία του διαδόχου.
ΕΝΔΕΚΑΤΟΣ ΠΥΘΙΟΝΙΚΟΣ: ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΡΑΣΥΔΑΙΟ ΤΟΝ ΘΗΒΑΙΟ, ΝΙΚΗΤΗ ΣΕ ΑΓΩΝΑ ΑΓΟΡΙΩΝ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΩΝ
Iα
Του Κάδμου κόρες, ω Σεμέλη εσύ,
που γειτονεύεις με του Ολύμπου τις θεές,
κι ω Λευκοθέα Ινώ,
συθάλαμη με τις Νεράιδες του γιαλού,
πάρτε την αριστογέννα μάνα του Ηρακλή
κι ελάτε στη Μελία, [4]
μες στο άδυτο του θησαυρού με τα χρυσά τριπόδια,
που απ' τους άλλους πιότερο τον τίμησε ο Λοξίας [5]
Ιβ
και Ισμήνιο τον είπε,
τον θώκο των αλάθητων των μάντεων.
Εκεί και τώρα σας καλεί ο θεός, της Αρμονίας ω κόρες,
να συναχθείτε όλες μαζί, ο ντόπιος στρατός των ηρωίδων,
τη δίκαιη τάξη την ιερή να υμνήσετε και την Πυθώ [9]
και τον δικαιοκρίτη ομφαλό της γης, [10]
την ώρα την εσπερινή,
Iγ
τιμώντας την εφτάπυλη τη Θήβα
και της Κίρρας τους αγώνες,
εκεί που ο Θρασυδαίος τη μνήμη της εστίας
της πατρικής ζωντάνεψε και τρίτο της χάρισε στεφάνι,
σαν νίκησε στις εύφορες πεδιάδες του Πυλάδη [15]
που τον Ορέστη τον Λάκωνα είχε για φίλο·
IIα
αυτόν, που όταν σκοτώναν τον πατέρα του,
τον άρπαξε απ' τα σκληρά της Κλυταιμήστρας χέρια
η Αρσινόη, η παραμάνα του,
και τον εγλίτωσε απ' τη φριχτή συνωμοσία,
την ώρα που του Δαρδανίδη Πριάμου την κόρη, την Κασσάνδρα,
την έστελνε, απ' τον αστραφτερό χαλκό χτυπημένη, [20]
με την ψυχή του Αγαμέμνονα αντάμα,
στις βαθύσκιωτες όχτες του Αχέροντα
IIβ
η άσπλαχνη γυναίκα. Κι ήτανε τάχα η Ιφιγένεια,
σαν σφάχτηκε στον Εύριπο μακριά απ' την πατρίδα,
που τέτοιο χόλιασμα τρομαχτικό τής έφερε,
ή πόθος άλλος την εδάμασε και παραστράτησε
σε νύχτιο ερωτικό κρεβάτι; [25]
Δεν έχει παραστράτημα πιο άσκημο για νέα και παντρεμένη,
και δεν υπάρχει τρόπος να κρατηθεί μακριά
IIγ
από τα στόματα των άλλων·
ο κόσμος είναι κακόγλωσσος.
Γιατί διόλου μικρός δεν είναι ο φθόνος
που γεννά η μεγάλη ευτυχία·
τον ταπεινό, ακόμα κι αν βροντοφωνεί, κανείς δεν τον ακούει. [30]
Σκοτώθηκε λοιπόν ο ήρωας Ατρείδης,
μετά καιρό σαν γύρισε στις ένδοξες Αμύκλες,
IIIα
την κόρη την προφήτισσα παίρνοντας στον λαιμό του
κι αφού για χάρη της Ελένης επυρπόλησε
των Τρώων τα σπίτια και την ευδαιμονία τους εχάλασε. [34]
Όμως ο Ορέστης, το νιο το παλικάρι, στον γέρο φίλο του
έφτασε, στον Στρόφιο, που κατοικούσε [35]
στου Παρνασσού τα ριζοβούνια· [36]
και σαν επέρασε καιρός, με τη βοήθεια του Άρη
τη μάνα του τη σκότωσε
κι έπνιξε τον Αίγιστο στο αίμα.
IIIβ
Ωστόσο, φίλοι, μήπως παρασύρθηκα
και τρίστρατο μπλεγμένο πήρα,
ενώ πρωτύτερα σε ίσιο τραβούσα δρόμο;
ή μήπως κάποιος άνεμος έξω απ' την πορεία μ' έριξε
σαν βάρκα μες στο πέλαγο; [40]
Όσο για σένα, Μούσα, αν με αμοιβή
συμφώνησες να δίνεις τη φωνή σου,
κι έργο σου είναι κάθε φορά
τούτο ή τ' άλλο ν' ανακινείς μ' ασημωμένη γλώσσα,
IIIγ
τώρα είναι η σειρά του Πυθόνικου, του πατέρα,
και του Θρασυδαίου, που δόξα τούς λαμπρύνει κι ευφροσύνη. [45]
Από καιρό με το άρμα τους εκέρδισαν τη νίκη
στης Ολυμπίας τους ξακουστούς αγώνες
κι απόχτησαν με τ' άτια τους της φήμης την αχτίδα
που γοργά τριγύρω απλώνεται.
IVα
Και στην Πυθώ κατέβηκαν γυμνοί δρομείς στο στάδιο
και με τη γρηγοράδα των ποδιών τους
ντροπιάσαν όλη των Ελλήνων τη στρατιά. [50]
Άμποτε να επιθυμώ όσα αγαθά οι θεοί δίνουν
και πάντα να ποθώ ό, τι στην ηλικία μου είναι εφικτό.
Γιατί μέσα στην πόλη βρίσκω
πως οι μετρημένοι μακρότερα χαίρονται την ευτυχία·
των τυράννων τη μοίρα δεν ζηλεύω·
IVβ
ποθώ τις αρετές που για όλων είναι το καλό,
ενώ οι φθονεροί τις πολεμούνε.
Την κορυφή τους αν κανείς αγγίξει, [55]
γαλήνια ζώντας κι αποφεύγοντας την άγρια υπεροψία,
στο τέρμα του μελανού θανάτου καλύτερα θα φτάσει
και στην ευτυχισμένη του γενιά για χτήμα θε ν' αφήσει
όνομα καλό, το πιο ακριβό αγαθό.
IVγ
Για τούτο και τον Ιόλαο, του Ιφικλή το τέκνο, [60]
παντού ανυμνούν και την αντρεία του Κάστορα,
και σένα άρχοντα Πολυδεύκη, παιδιά θεών,
που τη μια μέρα στη Θεράπνη ζείτε,
και στου Ολύμπου τα παλάτια την άλλη κατοικείτε.
(Μετ. Γιάννης Οικονομίδης)
Ειρηνική διαδοχή
Τότε ο Αγαμέμνονας ασκώθη ο πρωταφέντης,
κρατώντας το ραβδί στο χέρι του, τρανή του Ηφαίστου τέχνη·
στο Δία, το γιο του Κρόνου, κάποτε το 'χε χαρίσει εκείνος,
κι ο Δίας του Αργοφονιά το εχάρισε, του ψυχοπερατάρη,
κι ο Ερμής το χάρισε στον Πέλοπα τον αλογάρη πάλε,
κι ο Πέλοπας του Ατρέα το χάρισε του πρωτοστρατολάτη,
και στο Θυέστη ο Ατρέας πεθαίνοντας το βαριοκοπαδάρη,
κι ο Θυέστης πάλε του Αγαμέμνονα κλερονομιά το αφήκε,
πλήθος νησιά και την Αργίτικη για ν' αφεντεύει χώρα.
Ενδογαμίες
Πρώτος σύζυγος της Κλυταιμνήστρας υπήρξε ο γιος του Θυέστη Τάνταλος. Τον σκότωσε ο γιος του Ατρέα Αγαμέμνων, όταν με τη βοήθεια του πατέρα της Κλυταιμνήστρας, του Τυνδάρεου, ξαναπήρε τον θρόνο ως νόμιμος κληρονόμος, εξόρισε τον Θυέστη και τον γιο του Αίγισθο στα Κύθηρα.
Ενδοοικογενειακές μοιχείες
1. Θυέστης: Ο Θυέστης συνήψε κρυφά σχέσεις με τη γυναίκα του αδελφού του Ατρέα, την Αερόπη και την έπεισε να του δώσει τη χρυσή προβιά, που αποτελούσε το σύμβολο εξουσίας. Έτσι, με δόλο η βασιλεία περιήλθε στην εξουσία του.
2. Κλυταιμνήστρα: Απάτησε τον άνδρα της Αγαμέμνονα με τον εξάδελφό του Αίγισθο, γιο του Θυέστη από την κόρη του Πελοπία και δολοφόνο του Ατρέα, πατέρα του Αγαμέμνονα. Μετά τον φόνο του Αγαμέμνονα, Κλυταιμνήστρα και Αίγισθος κυβέρνησαν στις Μυκήνες για επτά χρόνια, μέχρι την έλευση του νόμιμου διάδοχου, του Ορέστη, και τον φόνο και των δύο.
Ηφαιστότευκτο σκήπτρο
Λέγεται ότι, φτάνοντας στη χώρα της Φωκίδας η Ηλέκτρα, η κόρη του Αγαμέμνονα, έχασε το σκήπτρο, το οποίο βρέθηκε αργότερα στα σύνορα Χαιρώνειας και Πανοπέα μαζί με χρυσάφι. Οι κάτοικοι του Πανοπέα πήραν το χρυσάφι, της Χαιρώνειας το σκήπτρο. Ο Παυσανίας παραδίδει τα εξής: «Από τους θεούς οι Χαιρωνείς τιμούν περισσότερο το σκήπτρο που έφτιαξε κατά τον Όμηρο ο Ήφαιστος για τον Δία· απ' αυτόν το πήρε ο Ερμής και το έδωσε στον Πέλοπα, ο Πέλοπας το άφησε στον Ατρέα, ο Ατρέας στον Θυέστη και από τον Θυέστη το έχει ο Αγαμέμνονας. Αυτό το σκήπτρο λατρεύουν, λοιπόν, και το ονομάζουν Δόρυ. Ότι αυτό το σκήπτρο έχει κάτι το κατ' εξοχήν θείο φαίνεται καθαρά από τη δόξα που φέρνει στους Χαιρωνείς. Λένε ότι βρέθηκε στα σύνορα της χώρας τους με την περιοχή των Πανοπέων στη Φωκίδα και ότι μαζί με αυτό ο Φωκείς βρήκαν και χρυσάφι και ήταν πολύ ευχαριστημένοι που πήραν το σκήπτρο αντί για τον χρυσό. Είμαι της γνώμης ότι το έφερε στη Φωκίδα η Ηλέκτρα, η κόρη του Αγαμέμνονα. Δημόσιος ναός για το σκήπτρο δεν έχει κτιστεί αλλά ο ιερέας φυλάει το σκήπτρο για ένα χρόνο σε ένα σπίτι. Και προσφέρονται θυσίες κάθε μέρα και δίπλα του είναι μια τράπεζα γεμάτη από κρέατα κάθε είδους και γλυκίσματα» (Παυσανίας 9.40.11-12)
Κατάρες (Αραί)
1. Πέλοπας: Ο Πέλοπας καταράστηκε τους γιους του Ατρέα και Θυέστη, καθώς και τη μητέρα τους Ιπποδάμεια, διότι σκότωσαν τον ετεροθαλή αδελφό τους και αγαπημένο γιο του πατέρα τους Χρύσιππο που ο Πέλοπας είχε αποκτήσει από τη νύφη Αξιόχη. Εξόριστοι κατέφυγαν στις Μυκήνες, στον Ευρυσθέα ή μάλλον στον πατέρα του Ευρυσθέα Σθένελο.
2. Θυέστης: Ο Θυέστης εξέφερε «βαρείαν αράν» εναντίον των Ατρειδών, όταν αντιλήφθηκε ότι το γεύμα που του παρέθεσε ο αδελφός του Ατρέας αποτελούνταν από τις σάρκες των παιδιών του.
Δια της αράς, το κακό μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά, σαν ένα είδος κληρονομικότητας.
Μητροκτονία
Ο Ορέστης, μεγαλωμένος στην εξορία, επέστρεψε στο Άργος, όπου, μετά τον θάνατο του πατέρα του, βασίλευε ο Αίγισθος με τη μητέρα του Κλυταιμνήστρα επί επτά έτη. Με εντολή του Απόλλωνα, σκότωσε τη μοιχαλίδα και τον εραστή της. Κυνηγήθηκε από τις Ερινύες μέχρι που αθωώθηκε για το έγκλημά του από τον Άρειο Πάγο και την Αθηνά στην Αθήνα, καθώς θεωρήθηκε η συζυγοκτονία που διέπραξε η Κλυταιμνήστρα βαρύτερο έγκλημα από τη μητροκτονία -φυσική απόφαση για μια κοινωνία που έθετε σταδιακά στο περιθώριο και στη μόνωση τον κόσμο των γυναικών.
Παιδοκτονίες
1. Τάνταλος: Γιος του Δία και της κόρης του Κρόνου Πλουτώς ο Τάνταλος, βασιλιάς στην περιοχή ανατολικά της Σμύρνης, με πρωτεύουσα τη Σίπυλο ή Τανταλίδα, πλούσιος, δυνατός, ευνοούμενος και φίλος των θεών. Τιμήθηκε από τους θεούς που τον κατέστησαν ομοτράπεζό τους και του προσέφεραν τη θεϊκή τροφή. Ανταποδίδοντάς τους την τιμή και τη φιλοξενία, θέλοντας όμως και να τους δοκιμάσει, έσφαξε τον γιο του, από την κόρη του Άτλαντα Διώνη, τον Πέλοπα, τον διαμέλισε, τον μαγείρεψε και τον προσέφερε στους καλεσμένους του. Οι θεοί, εκτός από τη Δήμητρα, αντιλήφθηκαν το αποτρόπαιο έγκλημα, συνέλεξαν τα μέλη του Πέλοπα και τα ξαναέβρασαν. Από τον λέβητα αναπήδησε ένας νέος Πέλοπας, πιο δυνατός και πιο ωραίος, με τον ώμο του μόνο να αστράφτει περισσότερο, καθώς το είχαν φτιάξει οι θεοί από ελεφαντοστό, προκειμένου να αντικατασταθεί το κομμάτι που είχε φάει η Δήμητρα, παρασυρμένη από τη λύπη της για τον χαμό της κόρης της.
2. Ατρέας: Προκειμένου ο Ατρέας να εκδικηθεί τον αδελφό του Θυέστη, όχι τόσο γιατί του διαφιλονικούσε τον θρόνο όσο για τις παράνομες σχέσεις που ανέπτυξε με τη γυναίκα του Αερόπη, έσφαξε -αν και είχαν προσπέσει ικέτες στον βωμό του Δία- και διαμέλισε τα παιδιά του και του πρόσφερε σε γεύμα τις ψημένες σάρκες τους. Τα κεφάλια και τα χέρια των παιδιών που ο Ατρέας είχε διαφυλάξει και τα οποία παρουσίασε στον Θυέστη ο Ατρέας, αποκάλυψαν την αποτρόπαιη πράξη. Ο Θυέστης αντέδρασε με τον τρόπο του Δία σε αντίστοιχο δείπνο από τον βασιλιά Λυκάονα της Αρκαδίας: αναποδογύρισε με μια κλωτσιά το τραπέζι κι έφυγε τρέχοντας, αφού πρώτα εξέφερε «βαρείαν αράν», δηλαδή καταράστηκε τους Ατρείδες. Αυτά ήταν τα περίφημα θυέστεια δείπνα, εξαιτίας των οποίων ο ήλιος, όπως διηγούνταν κάποιοι, απέστρεψε το πρόσωπό του και άλλαξε πορεία. Όπως ακριβώς είχε δύσει στην ανατολή, σύμφωνα με τη βούληση του Δία, προκειμένου ο Ατρέας να ξανακερδίσει το βασίλειό του, που το είχε χάσει όταν ο Θυέστης απέκτησε με δόλιο τρόπο το σύμβολο της εξουσίας, τη χρυσή προβιά.
3. Αγαμέμνων: α) Πρώτος σύζυγος της Κλυταιμνήστρας ήταν ο γιος του Θυέστη Τάνταλος, με τον οποίο απέκτησε ένα γιο. Ο Αγαμέμνων σκότωσε τον Τάνταλο και το νεογέννητο, αποσπώντας το από το στήθος της Κλυταιμνήστρας και χτυπώντας το στο έδαφος (Ευρ., Ιφιγένεια εν Αυλίδι 1150-1152), κάτι που θυμίζει μία από τις εκδοχές για τη δολοφονία του Αστυάνακτα, γιου του Έκτορα και της Ανδρομάχης, από τον Νεοπτόλεμο, γιο του Αχιλλέα. β) Δυσάρεστο «σημείον» για την αρχή του Τρωικού πολέμου ήταν οι ενάντιοι άνεμοι που έστειλε η θεά Άρτεμη στην Αυλίδα, όπου είχε συγκεντρωθεί ο στόλος των Αχαιών από διάφορα μέρη της Ελλάδας, εμποδίζοντας με αυτόν τον τρόπο τον απόπλου. Ο Κάλχας ερμήνευσε το «σημείον» και με υπόδειξή του ο Αγαμέμνων θυσίασε την κόρη του Ιφιγένεια. Ο χορός και η Κλυταιμνήστρα εγκαλούν τον αρχιστράτηγο, γιατί με μεγάλη ευκολία δέχτηκε και τέλεσε τη θυσία.
Δέρας
Το δέρας, η προβιά, παραπέμπει στον ποιμένα βασιλιά και σε εποχές που πηγή πλούτου για τον βασιλιά ήταν τα κοπάδια του και η κλοπή ζώων που απαύξανε την περιουσία του. Επίσης, η χρυσή προβιά παραπέμπει στον τρόπο με τον οποίο συλλεγόταν ο χρυσός από τα νερά ποταμών: «οἱ ἐγχώριοι ἀρύονται δέρματα αἰγῶν κείραντες καὶ καθιέντες εἰς τὸ ὓδωρ» (Etym. Mag.), έριχναν, δηλαδή, γιδοπροβιές στα νερά του ποταμού και αγκίστρωναν τα ψήγματα του πολύτιμου μετάλλου στην τριχωτή πλευρά τους.
Σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου η συγκεκριμένη προβιά, το δέρας, προέκυψε ως εξής: Αν και ο Ατρέας είχε τάξει το ωραιότερο ζώο του κοπαδιού του στην Άρτεμη, ωστόσο, όταν βρήκε στο κοπάδι του ένα αρνί με χρυσόμαλλο δέρας δεν το θυσίασε στη θεά αλλά κράτησε για λογαριασμό του το δέρας και το φύλαξε μέσα σε λάρνακα. Κρυφά το παρέδωσε η σύζυγός του Αερόπη στον εραστή της Θυέστη, ο οποίος το ανέδειξε σε σύμβολο εξουσίας, καθώς πρότεινε να ανακηρυχθεί βασιλιάς των Μυκηνών αυτός που θα παρουσίαζε ένα χρυσόμαλλο δέρμα. Ο Ατρέας, μη γνωρίζοντας την κλοπή του δέρατος από τη γυναίκα του, δέχτηκε. Ο Θυέστης νίκησε. Όμως με παρέμβαση του Δία μέσω του Ερμή, ο Ατρέας συμφώνησε να κρατήσει την εξουσία ο Θυέστης, εκτός αν ο ήλιος έδυε στην Ανατολή. Το θαύμα συντελέστηκε, ο Ατρέας έγινε βασιλιάς των Μυκηνών και ο Θυέστης εξορίστηκε.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του μύθου η προβιά είχε δοθεί από τον ίδιο τον Ερμή στον Ατρέα. Η εμπλοκή του ποιμένα θεού Ερμή στον μύθο παραπέμπει στον μύθο της αρπαγής της εγγονής του Μίνωα και της Πασιφάης Απημοσύνης από τον Ερμή. Σύμφωνα με τον μύθο, ο θεός ερωτεύτηκε το κορίτσι, αλλά αυτή συνέχεια του ξεγλιστρούσε. Για να την πιάσει, ο Ερμής έστρωσε φρεσκοδαρμένα τομάρια στον δρόμο απ' όπου θα περνούσε η κοπέλα κουβαλώντας νερό. Η κοπέλα γλίστρησε και ο Ερμής την έπιασε. Ο μύθος παραπέμπει στον αρχέγονο μύθο του κατακλυσμού, που έχει συνδεθεί με τελετουργίες για τη σπορά και την αρχή του νέου χρόνου, του ετήσιου κύκλου των εργασιών της κοινότητας. Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να κατανοήσουμε τον μύθο εκείνο σύμφωνα με τον οποίο οι Μούσες, κατά τη διάρκεια της πορείας τους υπό βροχή από τον Ελικώνα στον Παρνασσό, βρίσκουν κατάλυμα στο παλάτι του βασιλιά Πυρηνέα στη Δαυλίδα, ο οποίος πρόσφερε φιλοξενία, με απώτερο σκοπό να τις βιάσει (Οβ., Μεταμ. 5.275 κ.ε.).
Συζυγοκτονία
Κατά την απουσία του Αγαμέμνονα στην Τροία η σύζυγός του Κλυταιμνήστρα συνήψε σχέσεις με τον εξάδελφο του άνδρα της, αδελφό του πρώτου άνδρα της Τάνταλου και γιο του Θυέστη, τον Αίγισθο, που είχε επιστρέψει από τα ξένα, για να εκδικηθεί τη σφαγή των αδελφών του από τον Ατρέα, πατέρα του Αγαμέμνονα. Σχεδίασε (μόνη της[2] ή σε συνεργασία με τον Αίγισθο[3] ή μόνος ο Αίγισθος[4]) τη δολοφονία του άνδρα της, αμέσως μετά την επιστροφή του από την Τροία, καθώς και την προφήτισσα Κασσάνδρα, αιχμάλωτη, κόρη του Πριάμου, λάφυρο του άνδρα της. Ως κίνητρά της εμφανίζονται στην τραγωδία η θυσία της Ιφιγένειας αλλά και το γεγονός ότι ο άνδρας της φέρνει μαζί του την Κασσάνδρα, στον Όμηρο όμως, σε αντίθεση με τους Ησιοδικούς Καταλόγους[5], δεν είναι γνωστή η θυσία της Ιφιγένειας, επομένως τα κίνητρά της είναι μόνο η μοιχεία και δεν έχουν κανένα ηθικό έρεισμα, ενώ αυτό λανθάνει στον 11ο Πυθιόνικο του Πινδάρου (στ. 16-37).
Σημειώσεις:
2. Οδ.., λ 430, ω 199-200.
3. Οδ., α 409-420.
4. Οδ. Α 36, γ 249-250, 304-305, δ 534-535.
5. Βλ. Παυσ. 1.1.43.
ΕΝΔΕΚΑΤΟΣ ΠΥΘΙΟΝΙΚΟΣ: ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΡΑΣΥΔΑΙΟ ΤΟΝ ΘΗΒΑΙΟ, ΝΙΚΗΤΗ ΣΕ ΑΓΩΝΑ ΑΓΟΡΙΩΝ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΩΝ
Iα
Του Κάδμου κόρες, ω Σεμέλη εσύ,
που γειτονεύεις με του Ολύμπου τις θεές,
κι ω Λευκοθέα Ινώ,
συθάλαμη με τις Νεράιδες του γιαλού,
πάρτε την αριστογέννα μάνα του Ηρακλή
κι ελάτε στη Μελία, [4]
μες στο άδυτο του θησαυρού με τα χρυσά τριπόδια,
που απ' τους άλλους πιότερο τον τίμησε ο Λοξίας [5]
Ιβ
και Ισμήνιο τον είπε,
τον θώκο των αλάθητων των μάντεων.
Εκεί και τώρα σας καλεί ο θεός, της Αρμονίας ω κόρες,
να συναχθείτε όλες μαζί, ο ντόπιος στρατός των ηρωίδων,
τη δίκαιη τάξη την ιερή να υμνήσετε και την Πυθώ [9]
και τον δικαιοκρίτη ομφαλό της γης, [10]
την ώρα την εσπερινή,
Iγ
τιμώντας την εφτάπυλη τη Θήβα
και της Κίρρας τους αγώνες,
εκεί που ο Θρασυδαίος τη μνήμη της εστίας
της πατρικής ζωντάνεψε και τρίτο της χάρισε στεφάνι,
σαν νίκησε στις εύφορες πεδιάδες του Πυλάδη [15]
που τον Ορέστη τον Λάκωνα είχε για φίλο·
IIα
αυτόν, που όταν σκοτώναν τον πατέρα του,
τον άρπαξε απ' τα σκληρά της Κλυταιμήστρας χέρια
η Αρσινόη, η παραμάνα του,
και τον εγλίτωσε απ' τη φριχτή συνωμοσία,
την ώρα που του Δαρδανίδη Πριάμου την κόρη, την Κασσάνδρα,
την έστελνε, απ' τον αστραφτερό χαλκό χτυπημένη, [20]
με την ψυχή του Αγαμέμνονα αντάμα,
στις βαθύσκιωτες όχτες του Αχέροντα
IIβ
η άσπλαχνη γυναίκα. Κι ήτανε τάχα η Ιφιγένεια,
σαν σφάχτηκε στον Εύριπο μακριά απ' την πατρίδα,
που τέτοιο χόλιασμα τρομαχτικό τής έφερε,
ή πόθος άλλος την εδάμασε και παραστράτησε
σε νύχτιο ερωτικό κρεβάτι; [25]
Δεν έχει παραστράτημα πιο άσκημο για νέα και παντρεμένη,
και δεν υπάρχει τρόπος να κρατηθεί μακριά
IIγ
από τα στόματα των άλλων·
ο κόσμος είναι κακόγλωσσος.
Γιατί διόλου μικρός δεν είναι ο φθόνος
που γεννά η μεγάλη ευτυχία·
τον ταπεινό, ακόμα κι αν βροντοφωνεί, κανείς δεν τον ακούει. [30]
Σκοτώθηκε λοιπόν ο ήρωας Ατρείδης,
μετά καιρό σαν γύρισε στις ένδοξες Αμύκλες,
IIIα
την κόρη την προφήτισσα παίρνοντας στον λαιμό του
κι αφού για χάρη της Ελένης επυρπόλησε
των Τρώων τα σπίτια και την ευδαιμονία τους εχάλασε. [34]
Όμως ο Ορέστης, το νιο το παλικάρι, στον γέρο φίλο του
έφτασε, στον Στρόφιο, που κατοικούσε [35]
στου Παρνασσού τα ριζοβούνια· [36]
και σαν επέρασε καιρός, με τη βοήθεια του Άρη
τη μάνα του τη σκότωσε
κι έπνιξε τον Αίγιστο στο αίμα.
IIIβ
Ωστόσο, φίλοι, μήπως παρασύρθηκα
και τρίστρατο μπλεγμένο πήρα,
ενώ πρωτύτερα σε ίσιο τραβούσα δρόμο;
ή μήπως κάποιος άνεμος έξω απ' την πορεία μ' έριξε
σαν βάρκα μες στο πέλαγο; [40]
Όσο για σένα, Μούσα, αν με αμοιβή
συμφώνησες να δίνεις τη φωνή σου,
κι έργο σου είναι κάθε φορά
τούτο ή τ' άλλο ν' ανακινείς μ' ασημωμένη γλώσσα,
IIIγ
τώρα είναι η σειρά του Πυθόνικου, του πατέρα,
και του Θρασυδαίου, που δόξα τούς λαμπρύνει κι ευφροσύνη. [45]
Από καιρό με το άρμα τους εκέρδισαν τη νίκη
στης Ολυμπίας τους ξακουστούς αγώνες
κι απόχτησαν με τ' άτια τους της φήμης την αχτίδα
που γοργά τριγύρω απλώνεται.
IVα
Και στην Πυθώ κατέβηκαν γυμνοί δρομείς στο στάδιο
και με τη γρηγοράδα των ποδιών τους
ντροπιάσαν όλη των Ελλήνων τη στρατιά. [50]
Άμποτε να επιθυμώ όσα αγαθά οι θεοί δίνουν
και πάντα να ποθώ ό, τι στην ηλικία μου είναι εφικτό.
Γιατί μέσα στην πόλη βρίσκω
πως οι μετρημένοι μακρότερα χαίρονται την ευτυχία·
των τυράννων τη μοίρα δεν ζηλεύω·
IVβ
ποθώ τις αρετές που για όλων είναι το καλό,
ενώ οι φθονεροί τις πολεμούνε.
Την κορυφή τους αν κανείς αγγίξει, [55]
γαλήνια ζώντας κι αποφεύγοντας την άγρια υπεροψία,
στο τέρμα του μελανού θανάτου καλύτερα θα φτάσει
και στην ευτυχισμένη του γενιά για χτήμα θε ν' αφήσει
όνομα καλό, το πιο ακριβό αγαθό.
IVγ
Για τούτο και τον Ιόλαο, του Ιφικλή το τέκνο, [60]
παντού ανυμνούν και την αντρεία του Κάστορα,
και σένα άρχοντα Πολυδεύκη, παιδιά θεών,
που τη μια μέρα στη Θεράπνη ζείτε,
και στου Ολύμπου τα παλάτια την άλλη κατοικείτε.
(Μετ. Γιάννης Οικονομίδης)
Φάντασμα Κλυταιμνήστρας
«Ο άνθρωπος που πέθανε με βίαιο θάνατο έχοντας ζήσει ελεύθερος, μόλις πεθάνει είναι γεμάτος φόβο για τη βιαιότητα που υπέστη και νιώθει αγανάκτηση για τον δράστη. Απεχθάνεται να τον βλέπει να κυκλοφορεί ελεύθερος και με τη σειρά του τρομάζει τόσο τον ίδιο όσο και τις ενέργειές του, έχοντας για σύμμαχο τις αναμνήσεις που βασανίζουν τον φονιά. Γι' αυτό ο δράστης πρέπει να εξαφανιστεί από τα μάτια του θύματός του όλες τις εποχές του χρόνου, μένοντας μακριά από τα μέρη όπου ζούσε ο σκοτωμένος.» (Πλάτων, Νόμοι 865e).
ΕΝΔΕΚΑΤΟΣ ΠΥΘΙΟΝΙΚΟΣ: ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΡΑΣΥΔΑΙΟ ΤΟΝ ΘΗΒΑΙΟ, ΝΙΚΗΤΗ ΣΕ ΑΓΩΝΑ ΑΓΟΡΙΩΝ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΩΝ
Iα
Του Κάδμου κόρες, ω Σεμέλη εσύ,
που γειτονεύεις με του Ολύμπου τις θεές,
κι ω Λευκοθέα Ινώ,
συθάλαμη με τις Νεράιδες του γιαλού,
πάρτε την αριστογέννα μάνα του Ηρακλή
κι ελάτε στη Μελία, [4]
μες στο άδυτο του θησαυρού με τα χρυσά τριπόδια,
που απ' τους άλλους πιότερο τον τίμησε ο Λοξίας [5]
Ιβ
και Ισμήνιο τον είπε,
τον θώκο των αλάθητων των μάντεων.
Εκεί και τώρα σας καλεί ο θεός, της Αρμονίας ω κόρες,
να συναχθείτε όλες μαζί, ο ντόπιος στρατός των ηρωίδων,
τη δίκαιη τάξη την ιερή να υμνήσετε και την Πυθώ [9]
και τον δικαιοκρίτη ομφαλό της γης, [10]
την ώρα την εσπερινή,
Iγ
τιμώντας την εφτάπυλη τη Θήβα
και της Κίρρας τους αγώνες,
εκεί που ο Θρασυδαίος τη μνήμη της εστίας
της πατρικής ζωντάνεψε και τρίτο της χάρισε στεφάνι,
σαν νίκησε στις εύφορες πεδιάδες του Πυλάδη [15]
που τον Ορέστη τον Λάκωνα είχε για φίλο·
IIα
αυτόν, που όταν σκοτώναν τον πατέρα του,
τον άρπαξε απ' τα σκληρά της Κλυταιμήστρας χέρια
η Αρσινόη, η παραμάνα του,
και τον εγλίτωσε απ' τη φριχτή συνωμοσία,
την ώρα που του Δαρδανίδη Πριάμου την κόρη, την Κασσάνδρα,
την έστελνε, απ' τον αστραφτερό χαλκό χτυπημένη, [20]
με την ψυχή του Αγαμέμνονα αντάμα,
στις βαθύσκιωτες όχτες του Αχέροντα
IIβ
η άσπλαχνη γυναίκα. Κι ήτανε τάχα η Ιφιγένεια,
σαν σφάχτηκε στον Εύριπο μακριά απ' την πατρίδα,
που τέτοιο χόλιασμα τρομαχτικό τής έφερε,
ή πόθος άλλος την εδάμασε και παραστράτησε
σε νύχτιο ερωτικό κρεβάτι; [25]
Δεν έχει παραστράτημα πιο άσκημο για νέα και παντρεμένη,
και δεν υπάρχει τρόπος να κρατηθεί μακριά
IIγ
από τα στόματα των άλλων·
ο κόσμος είναι κακόγλωσσος.
Γιατί διόλου μικρός δεν είναι ο φθόνος
που γεννά η μεγάλη ευτυχία·
τον ταπεινό, ακόμα κι αν βροντοφωνεί, κανείς δεν τον ακούει. [30]
Σκοτώθηκε λοιπόν ο ήρωας Ατρείδης,
μετά καιρό σαν γύρισε στις ένδοξες Αμύκλες,
IIIα
την κόρη την προφήτισσα παίρνοντας στον λαιμό του
κι αφού για χάρη της Ελένης επυρπόλησε
των Τρώων τα σπίτια και την ευδαιμονία τους εχάλασε. [34]
Όμως ο Ορέστης, το νιο το παλικάρι, στον γέρο φίλο του
έφτασε, στον Στρόφιο, που κατοικούσε [35]
στου Παρνασσού τα ριζοβούνια· [36]
και σαν επέρασε καιρός, με τη βοήθεια του Άρη
τη μάνα του τη σκότωσε
κι έπνιξε τον Αίγιστο στο αίμα.
IIIβ
Ωστόσο, φίλοι, μήπως παρασύρθηκα
και τρίστρατο μπλεγμένο πήρα,
ενώ πρωτύτερα σε ίσιο τραβούσα δρόμο;
ή μήπως κάποιος άνεμος έξω απ' την πορεία μ' έριξε
σαν βάρκα μες στο πέλαγο; [40]
Όσο για σένα, Μούσα, αν με αμοιβή
συμφώνησες να δίνεις τη φωνή σου,
κι έργο σου είναι κάθε φορά
τούτο ή τ' άλλο ν' ανακινείς μ' ασημωμένη γλώσσα,
IIIγ
τώρα είναι η σειρά του Πυθόνικου, του πατέρα,
και του Θρασυδαίου, που δόξα τούς λαμπρύνει κι ευφροσύνη. [45]
Από καιρό με το άρμα τους εκέρδισαν τη νίκη
στης Ολυμπίας τους ξακουστούς αγώνες
κι απόχτησαν με τ' άτια τους της φήμης την αχτίδα
που γοργά τριγύρω απλώνεται.
IVα
Και στην Πυθώ κατέβηκαν γυμνοί δρομείς στο στάδιο
και με τη γρηγοράδα των ποδιών τους
ντροπιάσαν όλη των Ελλήνων τη στρατιά. [50]
Άμποτε να επιθυμώ όσα αγαθά οι θεοί δίνουν
και πάντα να ποθώ ό, τι στην ηλικία μου είναι εφικτό.
Γιατί μέσα στην πόλη βρίσκω
πως οι μετρημένοι μακρότερα χαίρονται την ευτυχία·
των τυράννων τη μοίρα δεν ζηλεύω·
IVβ
ποθώ τις αρετές που για όλων είναι το καλό,
ενώ οι φθονεροί τις πολεμούνε.
Την κορυφή τους αν κανείς αγγίξει, [55]
γαλήνια ζώντας κι αποφεύγοντας την άγρια υπεροψία,
στο τέρμα του μελανού θανάτου καλύτερα θα φτάσει
και στην ευτυχισμένη του γενιά για χτήμα θε ν' αφήσει
όνομα καλό, το πιο ακριβό αγαθό.
IVγ
Για τούτο και τον Ιόλαο, του Ιφικλή το τέκνο, [60]
παντού ανυμνούν και την αντρεία του Κάστορα,
και σένα άρχοντα Πολυδεύκη, παιδιά θεών,
που τη μια μέρα στη Θεράπνη ζείτε,
και στου Ολύμπου τα παλάτια την άλλη κατοικείτε.
(Μετ. Γιάννης Οικονομίδης)
Οι γάμοι της Ερμιόνης και του Νεοπτόλεμου στη Σπάρτη
Την κόρη στον υγιό την έστελνε του φοβερού Αχιλλέα·
απ΄ τον καιρό στην Τροία που βρίσκουνταν ακόμα το ΄χε τάξει
να του τη δώσει· τώρα ετέλευαν οι αθάνατοι το γάμο.
Την έστελνε λοιπόν με αλόγατα κι αμάξια για το κάστρο
των Μυρμιδόνων το περίλαμπρο, που αφέντευε ο γαμπρός του.
(Οδ., δ 5-9)
Τα βότανα της Ελένης
Και τότε η Ελένη άλλα στοχάστηκε, του γιου του Κρόνου η κόρη·
κάποιο βοτάνι επήρε κι έριξε μες στο κρασί που επίναν,
ξαρρωστικό του πόνου, ανέχολο, λησμονικό της πίκρας·
μες στο κροντήρι σαν το σύσμιγαν και το 'πινε κανένας,
απ' την αυγή ως το βράδυ θα 'μενε με αδάκρυτα τα μάτια,
ακόμα κι αν τυχόν του πέθαιναν μητέρα και πατέρας,
το γιο του ακόμα για το αδέρφι του μπροστά του εκεί αν σκότωναν
με το χαλκό, και με τα μάτια του τα ίδια θωρούσε εκείνος.
Τέτοιας λογής βοτάνια φύλαγε θαματουργά η Ελένη,
ξαρρωστικά· τα 'χε απ' την Αίγυπτο, της Πολυδάμνας δώρο,
της γυναικός του Θώνα· αρίφνητα φυτρώνει η γης κει πέρα,
μισά ξαρρωστικά, αξεδιάλεχτα, μισά φαρμακωμένα.
Εκεί γιατρός είναι καθένας τους, και τους ανθρώπους όλους
περνούν στην τέχνη αυτή, τι η φύτρα τους απ' τον Παιήονα σέρνει.
Ο Αχιλλέας για τον Αγαμέμνονα
μήτε ποτέ με τον λαόν ν' αρματωθείς για μάχην,
μήτε εις καρτέρι να οδηγείς τους πρώτους πολεμάρχους
ετόλμησες· σου φαίνονται τρόμος θανάτου εκείνα·
καλύτερα στο στράτευμα των Αχαιών σ' αρέσει
όποιος σ' εσένα αντιλογά, να του αφαιρείς τα δώρα·
τωόντι αχρείους κυβερνάς, λαοφάγε βασιλέα!
(Ιλ. Α 225-231· μετ. Ι. Πολυλάς)
Προφητεία Κασσάνδρας
Κι εμένα θα με πετάξουν
γυμνή, σαν το ψοφίμι,
στις ρεματιές και στα φαράγγια
και κάποιος καταρράχτης
θα με φέρει
κοντά στον τάφο του γαμπρού [του Αγαμέμνονα],
και κει θα με σπαράξουν
τα σκυλιά, εμένα, την ιέρεια του θεού.
(Ευρ., Τρωάδες 448-450)
Η αγριότητα της Κλυταιμνήστρας
Πώς να δεχθεί [ο Αγαμέμνων] από αυτήν Δώρο
μέσα στον τάφο του ο Νεκρός-
Από Αυτήν!
Που άτιμα τον σκότωσε
Και σαν εχθρό το άψυχό του Σώμα επετσόκοψε
Κι ύστερα
Καθαρίστηκε από τα αίματά του
- Τα σκούπισε από πάνω της
με τα ίδια του τα μαλλιά!
(Σοφ., Ηλ. 442-446· μετ. Γ. Χειμωνάς)
Καθαρμός
Η λέξη καθαρμός εμφανίζεται για πρώτη φορά ως τίτλος συγγράμματος του Εμπεδοκλή, και μάλιστα στον πληθυντικό αριθμό. Το διδακτικό αυτό ποίημα, κεντρικό θέμα του οποίου είναι η ανθρώπινη ψυχή, συνάπτεται με την πυθαγορική διδασκαλία σχετικά με τη μετενσάρκωση της ψυχής σε συνεχώς νέες μορφές, με τη σύνδεση ενοχής και τιμωρίας, με τις μακρές περιόδους κάθαρσης και εξαγνισμού και με τις βαθμίδες εξέλιξης προς κάτι ανώτερο. Οπωσδήποτε ο καθαρμός προϋποθέτει ένα μίασμα που μπορεί να αποτελεί μεταφυσική έκφραση της κοινωνικής ρήξης, που προκαλεί, λ.χ., η διάπραξη ενός φόνου, και ιδιαίτερα της ρήξης μεταξύ δύο γενών.
Καθαρμός επιβάλλεται πριν από τις σπονδές, τις θυσίες, την προσευχή, τη μύηση, την προσωπική αφιέρωση, τη χρησμοδότηση, τόσο σε αυτόν που δίνει χρησμό όσο και σε αυτόν που τον δέχεται. Επιβάλλεται δηλαδή πριν από την επαφή με το ιερό, όπως λ.χ. ο Ευχίδας που, πριν να φέρει τη νέα φωτιά από τον βωμό των Δελφών στις Πλαταιές, καθαρίστηκε στο σώμα, ραντίστηκε με αγιασμό και φόρεσε δάφνινο στεφάνι (Πλoύτ. Αριστ. 20, 4). Επιβάλλεται ακόμη μετά από λοιμό, φόνο (Απόλλων, Ορέστης, Οιδίπους, Δαναΐδες, Ηρακλής), παραφροσύνη (Μελάμπους, Προιτίδες), σεξουαλική επαφή. Τέλος, επιβάλλεται πριν από τον γάμο και στον θάνατο.
Τα μέσα καθαρμού ήταν το νερό, το θυμίαμα, η φωτιά, το αίμα, το χώμα (σε ορισμένα μυστήρια ο μυούμενος αλειφόταν με ένα μείγμα πηλού και πίτουρων), το κάνιστρο των δημητριακών με την παλινδρομική κίνηση πάνω από το κεφάλι του μυουμένου και τον αέρα που ξεσηκώνει, η σκίλλα, δηλαδή το κρεμμύδι που ξεφλουδίζεται, μέχρι που δεν μένει τίποτε, η εκδίωξη (του πιο άσχημου ή φτωχού, του ξένου, του βασιλιά, της πιο εκλεκτής παρθένου), ή η ρίψη στη θάλασσα. Μεταγενέστερες παρατηρήσεις επισημαίνουν ότι τα μέσα αυτά συμπεριλαμβάνουν τα τέσσερα στοιχεία (Serv. Verg. Aen. ad 6.741).
Στις περισσότερες των περιπτώσεων ο καθαρμός με το νερό, κυρίως πόσιμο, σπανιότερα θαλασσινό, προηγείται κάθε άλλου μέσου, όταν δεν αποτελεί το μόνο μέσο ή αυτοδύναμη σκηνή μέσα σε ένα ευρύτερο τελετουργικό.
Εξωτερική εμφάνιση Αγαμέμνονα
Και όπως εύκολα γιδιών κοπάδια σκορπισμένα
και στην βοσκήν ανάμεικτα χωρίζουν οι ποιμένες,
ομοίως εις τον πόλεμον εσύνταζαν τα πλήθη
οι αρχηγοί και ανάμεσα ο κραταιός Ατρείδης
στα μάτια και στην κεφαλήν αστραποφόρος Δίας
στην ζώσιν Άρης έδειχνε και Ποσειδών στα στήθη.
Κι όπως σ΄ αγέλην έξοχος απ΄ όλους είναι ο ταύρος,
και στην βοσκήν διακρίνεται, ομοίως τον Ατρείδην
ο Βροντητής ηθέλησεν εκείνην την ημέραν
λαμπρόν να κάμει κι έξοχον στο πλήθος των ηρώων.
Όμ., Ιλ. 474-483, μετ. Ι. Πολυλάς)
Ἤτοι μὲν κρατέων Ἀγαμέμνων, κοίρανος ἀνδρῶν,
Λευκός ἔην, μέγας εὐρυπώγων, κυανοχαίτης,
Ἠϋγένης, εὐπαίδευτος, μακάρεσσιν ὁμοῖος.
Ήταν λευκός και αψηλός, με μεγαλόπρεπη γενειάδα και χαίτη μαύρη
μ' όμορφα γένια, καλογυμνασμένος, όμοιος με τους μακάριους.
(Τζέτζης, Μεθομ. 654 κ.ε.)
Ενδοοικογενειακή ειρήνη
Το πόσο σημαντική είναι η διατήρηση της ενδοοικογενειακής ειρήνης φαίνεται από τα λόγια του Πλάτωνα (Νόμοι 729c):
«[αυτός που] τιμά και σέβεται τους συγγενείς του, που έχουν κοινό αίμα στις φλέβες τους και λατρεύουν τους ίδιους εφέστιους θεούς, αυτός είναι λογικό να ελπίζει ότι οι θεοί θα προσέχουν και θα προστατεύουν τα παιδιά του».
Ο οίκος του Κατρέα: Αερόπη, Κλυμένη, Απημοσύνη, Αλθαιμένης
Από τον Κατρέα, τον γιο του Μίνωα, γεννήθηκαν η Αερόπη, η Κλυμένη, η Απημοσύνη και ένας γιος, ο Αλθαιμένης. Όταν ο Κατρέας ζήτησε χρησμό για το πώς θα τελειώσει η ζωή του, 3.13 ο θεός του απάντησε ότι θα πέθαινε από κάποιο από τα παιδιά του. Και ο Κατρέας κράτησε μυστικό τον χρησμό, τον έμαθε όμως ο Αλθαιμένης και επειδή φοβήθηκε μήπως γίνει φονιάς του πατέρα του, απέπλευσε από την Κρήτη μαζί με την αδελφή του Απημοσύνη, προσάραξε σε κάποια περιοχή της Ρόδου, την οποία, αφού κατέλαβε, την ονόμασε Κρητινία. Ύστερα, σκαρφάλωσε στο βουνό που ονομαζόταν Αταβύριο και ατένισε τα γύρω νησιά· ανάμεσά τους ξεχώρισε και την Κρήτη, και καθώς έφερε στο μυαλό του τους πατρογονικούς θεούς, ίδρυσε βωμό προς τιμή 3.14 του Διός Αταβυρίου. Ύστερα από λίγο καιρό σκότωσε την αδελφή του με τα ίδια του τα χέρια. Όταν, δηλαδή, ο Ερμής την ερωτεύτηκε, καθώς εκείνη ξεγλιστρούσε και δεν μπορούσε να την πιάσει (διότι τον ξεπερνούσε σε ταχύτητα), κάλυψε τον δρόμο με φρεσκογδαρμένα δέρματα, πάνω στα οποία γλίστρησε η κοπέλα γυρνώντας από την κρήνη· και τότε, ο θεός τη βίασε. Και αυτή φανέρωσε το γεγονός στον αδελφό της· αυτός όμως, επειδή θεώρησε ότι η ιστορία με τον θεό ήταν πρόφαση, όρμηξε επάνω της και τη σκότωσε χτυπώντας την με κλωτσιές. 3.15 Όσο για την Αερόπη και την Κλυμένη ο Κατρέας τις έδωσε στον Ναύπλιο για να τις πουλήσει σε ξένα μέρη. Τη μία από αυτές, την Αερόπη, την παντρεύτηκε ο Πλεισθένης και έκανε δυο γιους, τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο, ενώ την Κλυμένη την παντρεύτηκε ο Ναύπλιος και έγινε πατέρας αγοριών, του Οίακα και του Παλαμήδη. Αργότερα, σε βαθιά γεράματα ο Κατρέας επιθυμούσε να παραδώσει την εξουσία στον γιο του Αλθαιμένη, και γι' αυτόν τον λόγο 3.16 ήλθε στη Ρόδο. Όταν μαζί με τα παλικάρια του αποβιβάστηκε σε κάποιο ερημικό σημείο του νησιού, κυνηγήθηκε από βοσκούς που πίστεψαν ότι είχαν εισβάλει ληστές, μια και δεν μπορούσαν να τον ακούσουν που τους έλεγε την αλήθεια, γιατί τα σκυλιά γαύγιζαν δυνατά· του επιτέθηκαν, λοιπόν, κι εκείνοι, και ο Αλθαιμένης που έφθασε έριξε το ακόντιό του και σκότωσε τον Κατρέα χωρίς να ξέρει ποιος είναι. Όταν, κατόπιν, το έμαθε, προσευχήθηκε και κρύφθηκε μέσα σε ένα χάσμα της γης. (Απολλόδωρος 3.12-16)
Ο Αίγισθος θυμάται τα Θυέστεια δείπνα και αιτιολογεί τον φόνο του Αγαμέμνονα
ΑΙΓΙΣΘΟΣ
Ω φως φαιδρόν ημέρας, που έφερε τη Δίκη!
τώρα μπορώ να πω, πως δεν αφήνουν έτσι
απλέρωτα οι θεοί και γνοιάζονται στ' αλήθεια
τα κακουργήματα της γης από κει πάνω,
αφού είδα, μες στων Ερινύων τα πλεχτά βρόχια
να κοίτεται αυτός εδώ - χαρά, χαρά μου,
και να πλερώνη του πατέρα του το κρίμα.
Γιατί ο Ατρέας, βασιλιάς αυτής της χώρας,
πατέρας αυτουνού, το δικό μου πατέρα
Θυέστη, κι αδελφό του - για να καταλάβης -
εξ αφορμής του θρόνου εξώρισε απ' τη χώρα.
Κι όταν εξαναγύρισε κ' έπεσε ικέτης
στην εστία, την γλύτωσε, αλήθεια, ο ίδιος
ο άθλιος Θυέστης μη σφαχτή κ' αιματοβρέξη
το πατρικό του χώμα· μ' αυτουνού ο πατέρας,
πώς τάχα, ο άθεος, ήθελε το γυρισμό του
μ' ένα πλούσιο χαράς τραπέζι να γιορτάση,
δείπνο του ετοίμασε τα κρέατα των παιδιών του·
τα πόδια και τα χτένια των χεριώ είχε κόψη
παράμερα, που να μην καταλάβουν και οι άλλοι,
καθώς καθόταν χωριστά, μα εκείνος παίρνει
κι ανίδεος καθώς είτανε, τρώει από κείνο
τάσωστ', όπως θωρείς, φαΐ για όλο το γένος.
Μα έπειτα μόλις τόνοιωσε το άθεο πράμα
έσκουζε κ' έπεσε ξερνώντας τα σφαχτάρια,
κι ευχιέται μοίρ' ασύντυχη στους Πελοπίδες,
με την κατάρα δίνοντας κλωτσιά στο δείπνος,
έτσι να πάη όλ' η γενιά και του Κλεισθένη.
Γι' αυτά 'ναι πούπεσε κι αυτός καθώς το βλέπεις
κ' είχαν το δίκιο εγώ το φόνο του να υφάνω
γιατί κι εμέ, τρίτο παιδί του αθλίου πατέρα,
μ' έδιωξε, βρέφος μες στα σπάργανα, μαζί του.
Μα ετράνεψα και μ' έφερε οπίσω η Δίκη·
και δίχως νάμαι εμπρός το χέρι μου έχω βάλη
κι όλο το σχέδιο της κακής του ύφανα μοίρας.
Έτσι κι ο θάνατος γλυκύς Θα μου είταν τώρα,
μια που τον είδα αυτόν μες στης Δίκης τα δίχτυα.
(Αισχ., Αγαμ. 1577-1611, μετ. Ι. Γρυπάρης)
ΗΛΕΚΤΡΑ (προς τον Αίγισθον)
Λοιπόν έστω! Από πού όμως ν' αρχίσω και πού να τελειώσω; Δεν επέρασεν ημέρα που να μη σκεφθώ με την αυγήν όσα ήθελα να σου ειπώ, αν μια ημέρα δεν σ' εφοβούμην πια και τώρα δεν σε φοβούμαι και θα σου τις ειπώ τις βρισιές που επιθυμούσα να σου έλεγα ενόσω ήσουν ζωντανός.
Μας κατέστρεψες, εμένα και τον αδελφό μου, και μας έκαμες ορφανούς από πατέρα αγαπημένον, ενώ δεν σε εβλάψαμεν εις τίποτε. Υπανδρεύθηκες άνομα την μητέρα μας και εσκότωσες τον άνδρα της, τον στρατηλάτη των Ελλήνων, ενώ εσύ δεν επήγες ποτέ να πολεμήσης τους Φρύγας. Και είχες τόσα μυαλά, ώστε ενόμιζες, όταν ατίμαζες τον πατέρα μου ότι, αν έπαιρνες γυναίκα την μητέρα μου, μ' εσένα θα ήτο πιστή! Ας ηξεύρη όμως ο καθένας που παραπλανά ατίμως την γυναίκα άλλου και κατόπιν αναγκάζεται να την πάρη, πως απατάται, αν νομίζη ότι, ενώ δεν ημπορούσε να είναι φρόνιμη με τον άλλο, θα είναι φρόνιμη μαζύ μ' αυτόν!
Εζούσες ζωήν ελεεινή και ενόμιζες μόνον ότι έζης ευτυχής, διότι και συ εννοούσες ότι ο γάμος σου ήτο έγκλημα, και η μητέρα μου ότι είχε άνδρα κακούργο. Και οι δύο κακούργοι εφέρατε μαζύ το βάρος του εγκλήματός σας, και άκουες από όλους τους Αργείους: «Αυτός είναι ο άνδρας της γυναίκας του!» και όχι «Αυτή είναι η γυναίκα του ανδρός της!» Τίποτε δεν είναι πιο αξιοπεριφρόνητον από ένα σπίτι όπου κυβερνά η γυναίκα και όχι ο άνδρας, και η ψυχή μου αισθάνεται αποστροφή για τα παιδιά, που τα λέγουν εις την πόλιν παιδιά της μητέρας των και όχι του πατέρα των.
Ο άνδρας που νυμφεύεται γυναίκα επίσημη και από μεγαλύτερο γένος, γίνεται μηδενικό, διότι μόνο για την γυναίκα γίνεται λόγος!
Ό,τι όμως εκολάκευε προπάντων την ανοησία σου, είναι ότι ενόμιζες πως είσαι κάτι με τα πλούτη που είχες, σαν να μένουν αιώνια μαζύ μας. Στερεό πράγμα είναι μόνον ο χαρακτήρ και όχι τα χρήματα, επειδή αυτός μένει πάντοτε μαζύ μας και μας βοηθεί εις τας δυσκόλους περιστάσεις, ενώ ο άδικος πλούτος εις τα χέρια κακών ανθρώπων μόνον ολίγον καιρόν ανθίζει, και αμέσως χάνεται.
Τώρα για την άτιμη διαγωγή σου με τας γυναίκας σωπαίνω, επειδή δεν αρμόζει μια κόρη να λέγη τέτοια πράγματα∙ με ολίγα λόγια όμως θα δώσω να εννοηθή ό,τι ήθελα να ειπώ.
Ήσουν αλαζών, επειδή ήσουν βασιλεύς και υπερήφανος, επειδή ήσουν όμορφος. Εγώ όμως δεν θα ήθελα άνδρα με παρθενικό πρόσωπο, αλλά άνδρα αληθινό. Μόνον τέτοιου ανθρώπου τα παιδιά έχουν γενναία ψυχήν, ενώ του άλλου είναι στόλισμα μόνο για τους χορούς!
Πήγαινε εις τα κομμάτια λοιπόν τώρα, ανόητε, που δεν εσκέπτεσο ότι μια μέρα θα έδιδες λόγο για ό,τι έκαμες! Εις το εξής κανείς κακούργος να μη νομίση ότι εξέφυγε την τιμωρία του, έστω και αν πηγαίνη καλά εις τας αρχάς, πριν φθάση το τέλος και τα υστερνά της ζωής του!
(Ευρ., Ηλ. 907-956, μετ. Άγγελος Τανάγρας, 1910)
Ο Τηλέμαχος στο παλάτι του Μενέλαου και της Ελένης στη Σπάρτη
[Η Ελένη] Κάθισε απάνω σε θρονί που ᾽χε σκαμνί από κάτω,
κι έτσι με λόγια της γλυκά τον άντρα της ρωτούσε·
«Το ξέρουμε, θεόθρεφτε καλέ Μενέλαε, τώρα
ποια να ᾽ναι τ' αρχοντόπουλα στο σπίτι που μας ήρθαν;
Θα σφάλω τάχα ή, θα το βρω; Μα προνογά η ψυχή μου.
Γιατί δεν είδα ακόμα εγώ, ούτε άντρα ούτε γυναίκα,
-θάμπος με πιάνει να θωρώ- καθώς αυτός να μοιάζει
με τον Τηλέμαχο το γιο του ξακουστού Δυσσέα,
που σπίτι του τον άφησε βυζασταρούδι ακόμα,
όταν για μένα οι Αχαιοί την κακομοιριασμένη
ήρθαν στην Τροία, πρόθυμοι το αίμα τους να χύσουν».
Τότ' έτσι απάντησε ο ξανθός Μενέλαος και της είπε˙
«Έτσι όπως, φως μου, το θαρρείς κι εγώ το κρίνω τώρα.
Τέτοια κι εκείνου φαίνονταν τα πόδια του, τα χέρια
και των ματιών του οι αστραπές κι η κεφαλή κι η κόμη.
Και τώρα που θυμήθηκα κι είπα για το Δυσσέα,
όσους για μένα τράβηξε ταλαιπωριές και κόπους,
αυτού πικρά στο πρόσωπο τα δάκρυα του κυλούσαν
και σκέπασε τα μάτια του με τ' άλικό του ρούχο».
[…]
«Ω, θε μου, φίλου μου ακριβού στο σπίτι μου ήρθε ο γιος του,
που τράβηξε για χάρη μου ταλαιπωριές μεγάλες,
κι αυτόν απ' όλους έλεγα πιο πάνω ν' ανταμείψω
σαν έρθει, αν μες στα πέλαγα ο βροντολάλος Δίας
το γυρισμό μας χάριζε με τα γοργά καράβια.
Μια πόλη θα του χάριζα κι ένα παλάτι στ' Άργος
κι εδώ απ' το Θιάκι θα ᾽φερνα κι αυτόν με τ' αγαθά του,
το γιο του κι όλο το λαό, αδειάζοντας, μια πόλη
απ' όσες έχω ολόγυρα μες στην υποταγή μου.
Και τότε εδώ θα σμίγαμε συχνά πυκνά κι οι δυο μας,
κι άλλο δε θα μας χώριζε να ζούμε αγαπημένα,
πριν μας σκεπάσει το βαθύ σκοτάδι του θανάτου.
Μα κάποιος έμελλε θεός αυτά να τα φθονέσει,
κι αρνήθηκε το γυρισμό μόνο σ' αυτόν τον έρμο».
Είπε, και σ' όλους, άναψε τον πόθο να θρηνήσουν.
Έκλαιγε η θεογέννητη Αργίτισσα Ελένη,
έκλαιγε κι ο Τηλέμαχος κι ο ξακουστός Μενέλαος,
(Οδ. δ 136-154, 169-185, μετ. Ζ. Σιδέρης)