ΟΡΕΣΤΗΣ
- Παιδικά χρόνια - Εκδίκηση για τον φόνο του Αγαμέμνονα
- Καθαρμός από τον φόνο
- Η συνέχεια του δράματος
- Ορέστης και Ιφιγένεια
- Γάμος και θάνατος
Παιδικά χρόνια - Εκδίκηση για τον φόνο του Αγαμέμνονα
Ο Ορέστης είναι γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Στον Όμηρο εμφανίζεται ως εκδικητής του φόνου του πατέρα του, όχι όμως και ως φονιάς της μητέρας του Κλυταιμνήστρας. Αυτό θα συμπληρωθεί από τους τρεις τραγικούς.
Στην ήδη βεβαρυμένη με τον φόνο του Αγαμέμνονα Κλυταιμνήστρα, ο Ευριπίδης θα φορτώσει και το γεγονός ότι ο Τήλεφος χρησιμοποίησε τον μικρό Ορέστη ως όμηρο στον βωμό, όπου είχε προσπέσει ικέτης, προκειμένου να πείσει τους Αχαιούς να του γιατρέψουν την παλιά πληγή από το δόρυ του Αχιλλέα. Το επεισόδιο αυτό τοποθετείται στην Αυλίδα, όταν ο στρατός των Αχαιών είχε συγκεντρωθεί για δεύτερη φορά μετά την αποτυχημένη πρώτη φορά, που είχαν καταλήξει στο βασίλειο του Τήλεφου στη Μυσία, αντί για την Τροία. Εκεί και τότε τον είχε τραυματίσει ο Αχιλλέας. Ο Ευριπίδης, πάλι, θέλει τον Ορέστη στην Αυλίδα, όταν με δόλο έφερε ο Αγαμέμνονας τη γυναίκα του και την κόρη τους Ιφιγένεια, προκειμένου να τη θυσιάσει στην Άρτεμη. (Εικ. 177, 178, 179, 180, 181, 182, 183, 184)
Νήπιο ο Ορέστης είχε μεταφερθεί στη Φωκίδα, όπου και ανατράφηκε. Σύμφωνα με τον 11ο Πυθιόνικο του Πινδάρου (στ. 16-37) ο Ορέστης σώθηκε χάρη στην πιστή τροφό του Αρσινόη, η οποία τον απέσυρε από τη σκηνή του φόνου του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας και τον έστειλε στον Στρόφιο, βασιλιά της Φωκίδας. Σύμφωνα με τους τραγικούς η Ηλέκτρα έσωσε τον Ορέστη και τον παρέδωσε στον παιδαγωγό και εκείνος στον Στρόφιο που τον μεγάλωσε με τον γιο του Πυλάδη. (Εικ. 161)
Ο Απόλλωνας διέταξε τον Ορέστη να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο του πατέρα του, ενώ σύμφωνα με άλλες εκδοχές η Ηλέκτρα τον παρακίνησε και ο θεός έδωσε την άδεια.
Η αναγνώριση του Ορέστη από την Ηλέκτρα γίνεται στον τάφο του πατέρα τους Αγαμέμνονα. Σημεία αναγνώρισης ήταν ο κομμένος βόστρυχος του Ορέστη και το χρώμα των μαλλιών, κοινό στους Ατρείδες (Αισχ., Χοηφ., στ. 176· πρβ. Σοφ., Ηλ., στ. 900-909), και ένα υφαντό με παράσταση κυνηγιού που είχε κεντήσει η Ηλέκτρα και το είχε δώσει στον Ορέστη (Αισχ., Χοηφ., στ. 230-232). Στην Ηλέκτρα του Σοφοκλή (στ. 1222) ο Ορέστης αναφέρει ως σημείο αναγνώρισης σφραγῖδα πατρός, δαχτυλίδι με σφραγιδόλιθο. Στον Ευριπίδη μεσολαβεί ένας γέροντας για την αναγνώριση. (Εικ. 162, 163, 164, 165, 166, 167, 168, 169, 170, 171, 172, 173, 174, 175, 176)
Όταν ήρθε η ώρα της εκδίκησης, εμφανίζεται στο παλάτι ως απεσταλμένος του Στρόφιου, προκειμένου να αναγγείλει τον θάνατο του Ορέστη και να ρωτήσει αν η στάχτη του νεκρού θα έπρεπε να μεταφερθεί στο Άργος ή να μείνει στην Κίρρα (της Φωκίδας). (Εικ. 185, 186, 187, 188) Η Κλυταιμνήστρα απαλλαγμένη από τον φόβο της εκδίκησης του Ορέστη, καλεί τον Αίγισθο να επιστρέψει στο παλάτι, καθώς εκείνος απουσίαζε εκείνη την περίοδο. Τότε τον σκοτώνει ο Ορέστης. Τις κραυγές του ακούει η βασίλισσα, η οποία εμφανίζεται με σπαθί στο χέρι. Όταν εκείνος σήκωσε το δικό του σπαθί για να τη σκοτώσει, η Κλυταιμνήστρα επικαλέστηκε την ιδιότητά της ως μητέρας και του έδειξε γυμνό τον μαστό, απ' όπου τον είχε θηλάσει. Ο δισταγμός του Ορέστη υπερνικήθηκε, όταν ο Πυλάδης του θύμισε την εντολή του Απόλλωνα, επομένως τον θεϊκό χαρακτήρα της τιμωρίας. (Εικ. 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47)
Σύμφωνα με την ευριπίδεια εκδοχή, ο Ορέστης σκότωσε τον Αίγισθο την ώρα που πρόσφερε θυσία στις Νύμφες στον κήπο του. Οι φύλακες του βασιλιά διστάζουν να επιτεθούν στον δολοφόνο Ορέστη, τον γιο του Αγαμέμνονα.
Καθαρμός από τον φόνο
Όπως οι περισσότεροι φονιάδες, ο Ορέστης τρελαίνεται, πολύ περισσότερο που ως φονιάς της μητέρας του τον κυνηγούν οι Ερινύες, ήδη από την ημέρα της ταφής της. Όπως κάθε φονιάς, θα πρέπει και αυτός να καθαρθεί.
Οι στίχοι του Αισχύλου στις Χοηφόρες «Και τα ποτάμια αν θα 'σμιγαν / όλα τους σ' ένα τρέξιμο / μάταια τα χέρια θα 'πλεναν / τα που λερώνει φονικό» (72-74) φανερώνουν τη δυσκολία να γίνει ο καθαρμός του Ορέστη, που τελέστηκε με διάφορα μέσα. Πιο συγκεκριμένα: Όταν ο Ορέστης έφτασε στην Τροιζήνα, τιμωρημένος από τον Απόλλωνα με ένα χρόνο εξορία, αφού παρέμεινε αρκετές μέρες σε σκηνή μπροστά από το ιερό του θεού, καθάρθηκε από τους Τροιζήνιους με νερό από την πηγή τους Ιπποκρήνη πάνω στον Ιερό Βράχο· μόνο τότε του επέτρεψαν να μπαίνει στα σπίτια τους (Παυσ. 2.31.4. και 31.8-9. Αισχύλ., Ευμενίδες 235 και 445). Ωστόσο, επειδή το έγκλημα ήταν βαρύ, χρειάστηκε να επιχειρηθεί καθαρμός και με αίμα.
Ικέτης στον Απόλλωνα ο Ορέστης, προσπέφτει στον ομφαλό των Δελφών, προκειμένου να απαλλαγεί από τις Ερινύες. Ο χορός στις Χοηφόρες του Αισχύλου λέει στον Ορέστη:
«Ένας ο καθαρμός σου, ν' αγγίξεις τον Λοξία
και θα σ' ελευθερώσει απ' αυτά τα μαρτύρια» (στ. 1059-60),
«Και τώρα κοιτάξτε με πώς μ' αυτό το κλαδί ελιάς
το στολισμένο με μαλλί θα ξεκινήσω
για τον μεσόμφαλο ναό, την κατοικία του Λοξία,
όπου λαμπυρίζει το άφθαρτο φέγγος της πυράς,
για να ξεφύγω απ' το αίμα της μητέρας·» (Αισχ., Χοηφ., 1034-1038).
Η ίδια η Κλυταιμνήστρα [ Εικ. 189], το φάντασμά της, προσπαθεί να αφυπνίσει τις Ερινύες που, καθώς ο Ορέστης προσπέφτει ικέτης στον ομφαλό, αποκοιμιούνται, και να καταδιώξουν τον δολοφόνο γιο της. Ο ίδιος ο Απόλλωνας θα σφάξει ένα γουρουνάκι και με το αίμα του νεοσφαγμένου ζώου θα περιλούσει τον Ορέστη, πιθανόν σε μια σκηνή αναπαράστασης του φόνου μέσω της οποίας επέρχεται η παραδοχή της πράξης. Στη συνέχεια, το αίμα θα ξεπλυθεί με νερό της πηγής σε ένα πραγματικό αλλά και συμβολικό λουτρό απαλλαγής από τους πραγματικούς ρύπους αλλά και τους ρύπους της ενοχής που τρέλαιναν τον Ορέστη:
«το μητροκτόνο αίμα ξεπλύθηκε και φεύγει·
ήταν νωπό όταν το έδιωξα με χοιροκτόνους καθαρμούς
που προσέφερα στον βωμό του θεού Φοίβου·» (Ευμ., στ. 280-283).
«είναι νόμος να μη μιλάει ο ένοχος φόνου
μέχρι να σφάξει κάποιος νεογέννητο βόσκημα
και με το αίμα του καθαρίσει το άλλο αίμα» (στ. 448-450).
Η τραγωδία Χοηφόροι τελειώνει, όμως στις Ευμενίδες φαίνεται ότι για τον καθαρμό του Ορέστη δεν ήταν αρκετό το άγγιγμα του Λοξία. Θα χρειαστεί και ένα πολιτικό σώμα να αποφανθεί για την αθώωση του Ορέστη, ο Άρειος Πάγος, απόφαση που σφραγίζει το τέλος της σειράς των εκδικήσεων μέσα στους οίκους και την ανάληψη της ευθύνης για την απονομή της δικαιοσύνης από όργανα της πόλεως. Ήταν η πρώτη δικαστική απόφαση του Αρείου Πάγου. (Εικ. 207)
Η συνέχεια του δράματος
Σύμφωνα με τον Ευριπίδη ο μητροκτόνος θα ταλαιπωρηθεί, μέχρις εξαντλήσεως, από τις Ερινύες. Η Ηλέκτρα του συμπαραστέκεται, χωρίς όμως να μπορεί να απαλύνει την επίθεση που δέχεται ο Ορέστης από τις τύψεις του. Τη φυσική αποστροφή των Αργείων για τον φόνο της μητέρας συνδαυλίζει ο παππούς του Ορέστη και πατέρας της Κλυταιμνήστρας Τυνδάρεος. Η πιθανή τιμωρία που θα τους επιβληθεί από το δικαστήριο που θα τους δικάσει είναι θάνατος με λιθοβολισμό, ώστε κανένας Αργείος να μην μολυνθεί από την επαφή με τα δύο αδέλφια, τα οποία εναποθέτουν τις ελπίδες τους στον θείο τους Μενέλαο που μόλις είχε προσαράξει με τα πλοία του στο Ναύπλιο. Πρώτη μέριμνα του Σπαρτιάτη βασιλιά είναι νύχτα να στείλει την Ελένη στο παλάτι του Αγαμέμνονα, για να την προφυλάξει από την πιθανή εκδικητική μανία κάποιου πατέρα που θα ήθελε να εκδικηθεί τον θάνατο του γιου του στην Τροία εξαιτίας της. Στις ικεσίες των δύο αδελφών στέκεται διστακτικός, πόσο μάλλον που σκέφτεται ότι με τον παραμερισμό του Ορέστη μπορεί να επεκταθεί η εξουσία του και στο Άργος. Υπόσχεται μόνο να ζητήσει την επιείκεια των Αργείων, κάτι όμως που, την ώρα της δίκης, δεν έπραξε. Οι Αργείοι αποφασίζουν τον θάνατο των δύο αδελφών, όμως με το δικό τους χέρι. Ακολουθώντας την πρόταση του Πυλάδη, και στη συνέχεια ακόμη μία της Ηλέκτρας, ο Ορέστης αποφασίζει να μπουν στο παλάτι και να σκοτώσουν την Ελένη ή να βάλουν φωτιά στο παλάτι· στη συνέχεια, να πιάσουν αιχμάλωτη την Ερμιόνη και να απειλήσουν τον πατέρα της, ώστε αυτός με τη σειρά του να ζητήσει από τους Αργείους να τους αφήσουν ελεύθερους. Και είναι ο Απόλλωνας, που με προσταγή του Δία, σώζει την Ελένη από τα σπαθιά των δύο φίλων, την υψώνει στους αιθέρες, όπου η Ελένη θα ζήσει αθάνατη δίπλα στα αδέλφια της τους Διόσκουρους, παραστέκοντάς τους στο έργο τους για την προστασία των ταξιδιωτών της θάλασσας. Ο Απόλλωνας, πάλι, θα δώσει λύση στο αδιέξοδο, καθώς οι δυο φίλοι και η Ηλέκτρα κρατούν αιχμάλωτη την Ερμιόνη, εκβιάζοντας τον Μενέλαο για τη μεσολάβησή του στους Αργείους, και αποφασίζουν το κάψιμο του παλατιού. Ο θεός ανακοινώνει την τύχη της Ελένης, προστάζει τον Ορέστη να μείνει εξόριστος στην Αρκαδία για ένα χρόνο, μετά να πορευτεί στην Αθήνα, όπου θα δικαστεί από τους θεούς και θα αθωωθεί. Η τελική εντολή αφορά στον γάμο του Ορέστη και του Πυλάδη, με την Ερμιόνη και την Ηλέκτρα. Έτσι, ο ένοχος εντάσσεται και πάλι στο κοινωνικό σύστημα, καθαρμένος από το έγκλημα αλλά και προσφέροντας απογόνους, επομένως συνέχεια, στην κοινότητα.
Ορέστης και Ιφιγένεια
Με την Ιφιγένεια στην Ταυρίδα ο Ευριπίδης προσθέτει ένα ακόμη κεφάλαιο στη διαδικασία θεραπείας του Ορέστη από την τρέλα των ενοχών. Σύμφωνα με χρησμό που πήρε ο Ορέστης θα έπρεπε να φέρει το άγαλμα της θεάς Άρτεμης από την Ταυρίδα. Όμως:
«[…] Και ο λαός εδώ και πέρα
την Άρτεμη ας δοξάζει την Ταυριώτισσα.
Και τη γιορτή της ο λαός όταν γιορτάζει,
για της σφαγής σου ξαγορά, τάξε, ιερέας
ν' αγγίζει με σπαθί το λαιμό κάποιου
και να ματώνει τον έτσι για τη χάρη
για προσκύνημα της θεάς» (Ευριπίδης, Ιφιγένεια εν Ταύροις, 1456-1461).
Γάμος και θάνατος
Αρραβωνιασμένος από τον πατέρα του Αγαμέμνονα με την εξαδέλφη του Ερμιόνη από παιδιά, χρειάστηκε να την απαγάγει όταν γύρισε από την Ταυρίδα, γιατί ο Μενέλαος στην Τροία αθέτησε τον λόγο του και έδωσε την κόρη του στον Νεοπτόλεμο. Σκότωσε μάλιστα τον Νεοπτόλεμο στους Δελφούς, με προτροπή της Ερμιόνης. Απέκτησαν ένα γιο, τον Τισαμενό και βασίλεψε εβδομήντα χρόνια. Πέθανε ενενήντα χρονών και έδειχναν τον τάφο του στην Τεγέα, όπου του απέδιδαν θεϊκές τιμές, αφού πρώτα έστειλε αποίκους στη Μικρά Ασία για να αποκαταστήσουν τις κατεστραμμένες από τον Τρωικό πόλεμο πόλεις και τα ιερά τους. Και τούτο γιατί λοιμός κατέστρεψε το βασίλειό του λίγο καιρό πριν πεθάνει. Με τον τελευταίο αυτό μύθο σηματοδοτείται η παρακμή του μυνηναϊκού πολιτισμού και η απαρχή του αποικισμού. (Εικ. 209, 210, 211, 212, 213)