Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ
Ἱστορίαι (3.59.1-3.61.2)
[3.59.1] «Οὐ πρὸς τῆς ὑμετέρας δόξης, ὦ Λακεδαιμόνιοι, τάδε, οὔτε ἐς τὰ κοινὰ τῶν Ἑλλήνων νόμιμα καὶ ἐς τοὺς προγόνους ἁμαρτάνειν οὔτε ἡμᾶς τοὺς εὐεργέτας ἀλλοτρίας ἕνεκα ἔχθρας μὴ αὐτοὺς ἀδικηθέντας διαφθεῖραι, φείσασθαι δὲ καὶ ἐπικλασθῆναι τῇ γνώμῃ οἴκτῳ σώφρονι λαβόντας, μὴ ὧν πεισόμεθα μόνον δεινότητα κατανοοῦντας, ἀλλ᾽ οἷοί τε ἂν ὄντες πάθοιμεν καὶ ὡς ἀστάθμητον τὸ τῆς ξυμφορᾶς ᾧτινί ποτ᾽ ἂν καὶ ἀναξίῳ ξυμπέσοι. [3.59.2] ἡμεῖς τε, ὡς πρέπον ἡμῖν καὶ ὡς ἡ χρεία προάγει, αἰτούμεθα ὑμᾶς, θεοὺς τοὺς ὁμοβωμίους καὶ κοινοὺς τῶν Ἑλλήνων ἐπιβοώμενοι, πεῖσαι τάδε· προφερόμενοι ὅρκους οὓς οἱ πατέρες ὑμῶν ὤμοσαν μὴ ἀμνημονεῖν ἱκέται γιγνόμεθα ὑμῶν τῶν πατρῴων τάφων καὶ ἐπικαλούμεθα τοὺς κεκμηκότας μὴ γενέσθαι ὑπὸ Θηβαίοις μηδὲ τοῖς ἐχθίστοις φίλτατοι ὄντες παραδοθῆναι. ἡμέρας τε ἀναμιμνῄσκομεν ἐκείνης ᾗ τὰ λαμπρότατα μετ᾽ αὐτῶν πράξαντες νῦν ἐν τῇδε τὰ δεινότατα κινδυνεύομεν παθεῖν. [3.59.3] ὅπερ δὲ ἀναγκαῖόν τε καὶ χαλεπώτατον τοῖς ὧδε ἔχουσι, λόγου τελευτᾶν, διότι καὶ τοῦ βίου ὁ κίνδυνος ἐγγὺς μετ᾽ αὐτοῦ, παυόμενοι λέγομεν ἤδη ὅτι οὐ Θηβαίοις παρέδομεν τὴν πόλιν (εἱλόμεθα γὰρ ἂν πρό γε τούτου τῷ αἰσχίστῳ ὀλέθρῳ λιμῷ τελευτῆσαι), ὑμῖν δὲ πιστεύσαντες προσήλθομεν (καὶ δίκαιον, εἰ μὴ πείθομεν, ἐς τὰ αὐτὰ καταστήσαντας τὸν ξυντυχόντα κίνδυνον ἐᾶσαι ἡμᾶς αὐτοὺς ἑλέσθαι), [3.59.4] ἐπισκήπτομέν τε ἅμα μὴ Πλαταιῆς ὄντες οἱ προθυμότατοι περὶ τοὺς Ἕλληνας γενόμενοι Θηβαίοις τοῖς ἡμῖν ἐχθίστοις ἐκ τῶν ὑμετέρων χειρῶν καὶ τῆς ὑμετέρας πίστεως ἱκέται ὄντες, ὦ Λακεδαιμόνιοι, παραδοθῆναι, γενέσθαι δὲ σωτῆρας ἡμῶν καὶ μὴ τοὺς ἄλλους Ἕλληνας ἐλευθεροῦντας ἡμᾶς διολέσαι.» |
[3.59.1] »Αλλά αυτά, Λακεδαιμόνιοι, είναι ανάξια της μεγάλης σας φήμης. Αυτά είναι και αντίθετα στα νόμιμα των Ελλήνων και περιφρονητικά προς τους προγόνους σας, αν θανατώστε εμάς τους ευεργέτες σας, για να ικανοποιήστε το μίσος άλλων, χωρίς να έχετε πάθει, σεις, τίποτε. Χαρίστε μας τη ζωή και κρίνετέ μας με συνετή επιείκεια και μην είστε άκαμπτοι. Σκεφθείτε όχι μόνο την τρομερή μοίρα που μας περιμένει εμάς, αλλά και ποιοί είμαστε εμείς που πρόκειται να την υποστούμε. Ξέρετε πόσο απρόβλεπτη είναι η μοίρα και ότι κανείς, ακόμα κι ο αθώος, δεν μπορεί να την αποφύγει. [3.59.2] Εμείς, λοιπόν, καθώς μας το επιβάλλει η ανάγκη και καθώς ταιριάζει στη θέση μας, παρακαλούμε τους κοινούς θεούς των Ελλήνων, που τους τιμούν όλοι στους ίδιους βωμούς, να μας ακούσουν και σας εξορκίζομε να μας ακούστε κι εσείς. Κάνομε επίκληση στους όρκους που έκαναν οι πατέρες σας. Μην τους λησμονείτε! Πέφτομε ικέτες στους τάφους των πατέρων σας για να μην παραδώστε στους Θηβαίους, που ήσαν οι χειρότεροι εχθροί τους, εμάς που είμαστε οι καλύτεροι φίλοι τους. Σας θυμίζομε την ημέρα εκείνη που λάβαμε κι εμείς μέρος στα λαμπρά τους κατορθώματα, εμείς που τώρα κινδυνεύομε την έσχατη συμφορά. [3.59.3] Πρέπει τώρα να τελειώσομε, αν και τούτο είναι πάρα πολύ δύσκολο για ανθρώπους που βρίσκονται στη θέση μας, γιατί με το τέλος του λόγου μας πλησιάζει και ο κίνδυνος να τελειώσει η ζωή μας. Τελειώνοντας, σας δηλώνομε ότι δεν παραδώσαμε την πολιτεία μας στους Θηβαίους (θα είχαμε προτιμήσει να πεθάνομε απ᾽ τον εξευτελιστικότερο θάνατο, από πείνα), αλλ᾽ ότι ήρθαμε σε σας έχοντας εμπιστοσύνη και είναι δίκαιο, αν δεν σας έχομε πείσει, να μας αφήστε να γυρίσομε στην πόλη και να διαλέξομε, εμείς οι ίδιοι, τον τρόπο που θα πεθάνομε. [3.59.4] Σας εξορκίζομε, Λακεδαιμόνιοι, να μην μας παραδώστε σεις με τα ίδια σας τα χέρια, εμάς τους Πλαταιείς που με τόση προθυμία βοηθήσαμε πάντα τους Έλληνες και είμαστε τώρα ικέτες σας, στους χειρότερους εχθρούς μας, τους Θηβαίους. Γίνετε σωτήρες μας και μην μας αφανίστε, σεις που αγωνίζεστε για την ελευθερία των Ελλήνων». |