Έτσι μιλώντας η θεά, σήκωσε τη νεφέλη κι ο τόπος φανερώθηκε.
Πλημμύρισε τότε χαρά βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
χαρούμενος σκύβει στη γη, το κάρπιμό της χώμα φίλησε,
αμέσως σήκωσε τα χέρια του ψηλά κι ευχήθηκε στις Νύμφες:
«Νύμφες ναϊάδες, θυγατέρες του Διός, έλεγα πως ποτέ μου πια
δεν θα σας ξαναδώ· μα να που τώρα ευφρόσυνα υποδέχεστε
τις φιλικές μου ευχές. Θα σας προσφέρουμε, όπως και πρώτα,
δώρα, φτάνει να δώσει πρόθυμη του Δία η κόρη, που της αρμόζει
360η λεία του πολέμου, εγώ να ζω κι ο γιος μου να προκόψει.»
Ανταποκρίθηκε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας:
«Θάρρος, και μην αφήνεις να βασανίζουν τέτοιες έγνοιες
την ψυχή σου. Πρώτα τα δώρα ας κρύψουμε
στα βάθη της θεσπέσιας σπηλιάς — εκεί να στέκουν σώα κι ασφαλή.
Μετά να στοχαστούμε οι δυο μας πώς η υπόθεση αυτή
θα βρει την πιο καλή της άκρη.»
Είπε η θεά, και στη θολή σπηλιά βυθίζεται
ψάχνοντας γύρω της κρυψώνες. Ο Οδυσσέας από κοντά
όλα με τη σειρά τα κουβαλούσε· χρυσάφι, ακατάλυτο χαλκό,
εξαίσια ρούχα — όσα του χάρισαν οι Φαίακες.
370Εκεί τα τοποθέτησε καλά κι ασφάλισε με πέτρα το άνοιγμα της σπηλιάς
η ίδια η Αθηνά Παλλάδα, κόρη του αιγίοχου Δία.
Ύστερα κάθησαν οι δυο στης ιερής ελιάς τον λάκκο,
όπου και πήραν να στοχάζονται τον όλεθρο των αλαζονικών μνηστήρων.
Πρώτη η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, μιλώντας είπε:
«Ω διογέννητε Λαερτιάδη, Οδυσσέα πολύστροφε,
καιρός σου να σκεφτείς το πώς θα βάλεις χέρι
στους αλαζονικούς μνηστήρες, που τρία τώρα χρόνια
καταπατούν το αρχοντικό σου· ορέγονται το ισόθεο ταίρι σου,
τάζουνε και γαμήλια δώρα.
Όμως εκείνη αν μέσα της οδύρεται τον γυρισμό σου,
380έξω σκορπά ελπίδες και υποσχέσεις στον καθένα
με τα μηνύματα που στέλνει — ωστόσο ο νους της
άλλα μελετά.»
Της αποκρίθηκε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Απελπισία με πιάνει που το σκέφτομαι· μέλλονταν και σ᾽ εμένα
η μοίρα του Αγαμέμνονα, του Ατρείδη ο όλεθρος μες στο παλάτι,
εάν εσύ, θεά, δεν εξηγούσες τα καθέκαστα με τη σωστή σειρά τους.
Να πλέξεις όμως τώρα τη βουλή σου, το πώς αυτούς θα εκδικηθώ·
μόνο να μείνεις στο πλευρό μου, θάρρος παράτολμο μέσα μου
να σταλάξεις, μ᾽ εκείνο ανάλογο της Τροίας,
όταν τις απαστράπτουσες επάλξεις καταλύσαμε.
Αν με την ίδια ορμή και τώρα μου παρασταθείς, γλαυκόματη,
390και με τρακόσους άντρες θα μπορούσα να τα βάλω,
φτάνει να έχω εσένα πλάι μου, δέσποινα και θεά μου,
να μου προσφέρεις πάντα πρόθυμη τη βοήθειά σου.»
|