Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (13.352-13.391)


Ὣς εἰποῦσα θεὰ σκέδασ᾽ ἠέρα, εἴσατο δὲ χθών·
γήθησέν τ᾽ ἄρ᾽ ἔπειτα πολύτλας δῖος Ὀδυσσεὺς
χαίρων ᾗ γαίῃ, κύσε δὲ ζείδωρον ἄρουραν.
355 αὐτίκα δὲ νύμφῃς ἠρήσατο χεῖρας ἀνασχών·
«νύμφαι νηϊάδες, κοῦραι Διός, οὔ ποτ᾽ ἐγώ γε
ὄψεσθ᾽ ὔμμ᾽ ἐφάμην· νῦν δ᾽ εὐχωλῇς ἀγανῇσι
χαίρετ᾽· ἀτὰρ καὶ δῶρα διδώσομεν, ὡς τὸ πάρος περ,
αἴ κεν ἐᾷ πρόφρων με Διὸς θυγάτηρ ἀγελείη
360 αὐτόν τε ζώειν καί μοι φίλον υἱὸν ἀέξῃ.»
Τὸν δ᾽ αὖτε προσέειπε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη
«θάρσει, μή τοι ταῦτα μετὰ φρεσὶ σῇσι μελόντων·
ἀλλὰ χρήματα μὲν μυχῷ ἄντρου θεσπεσίοιο
θείομεν αὐτίκα νῦν, ἵνα περ τάδε τοι σόα μίμνῃ·
365 αὐτοὶ δὲ φραζώμεθ᾽ ὅπως ὄχ᾽ ἄριστα γένηται.»
Ὣς εἰποῦσα θεὰ δῦνε σπέος ἠεροειδές,
μαιομένη κευθμῶνας ἀνὰ σπέος· αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
ἄσσον πάντ᾽ ἐφόρει, χρυσὸν καὶ ἀτειρέα χαλκὸν
εἵματά τ᾽ εὐποίητα, τά οἱ Φαίηκες ἔδωκαν.
370 καὶ τὰ μὲν εὖ κατέθηκε, λίθον δ᾽ ἐπέθηκε θύρῃσι
Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διὸς αἰγιόχοιο.
Τὼ δὲ καθεζομένω ἱερῆς παρὰ πυθμέν᾽ ἐλαίης
φραζέσθην μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισιν ὄλεθρον.
τοῖσι δὲ μύθων ἄρχε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη··
375 «διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾽ Ὀδυσσεῦ,
φράζευ ὅπως μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσεις,
οἳ δή τοι τρίετες μέγαρον κάτα κοιρανέουσι,
μνώμενοι ἀντιθέην ἄλοχον καὶ ἕδνα διδόντες·
ἡ δὲ σὸν αἰεὶ νόστον ὀδυρομένη κατὰ θυμὸν
380 πάντας μὲν ἔλπει καὶ ὑπίσχεται ἀνδρὶ ἑκάστῳ,
ἀγγελίας προϊεῖσα, νόος δέ οἱ ἄλλα μενοινᾷ.»
Τὴν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς·
«ὢ πόποι, ἦ μάλα δὴ Ἀγαμέμνονος Ἀτρεΐδαο
φθίσεσθαι κακὸν οἶτον ἐνὶ μεγάροισιν ἔμελλον,
385 εἰ μή μοι σὺ ἕκαστα, θεά, κατὰ μοῖραν ἔειπες.
ἀλλ᾽ ἄγε μῆτιν ὕφηνον, ὅπως ἀποτίσομαι αὐτούς·
πὰρ δέ μοι αὐτὴ στῆθι, μένος πολυθαρσὲς ἐνεῖσα,
οἷον ὅτε Τροίης λύομεν λιπαρὰ κρήδεμνα.
αἴ κέ μοι ὣς μεμαυῖα παρασταίης, γλαυκῶπι,
390 καί κε τριηκοσίοισιν ἐγὼν ἄνδρεσσι μαχοίμην
σὺν σοί, πότνα θεά, ὅτε μοι πρόφρασσ᾽ ἐπαρήγοις.»


Έτσι μιλώντας η θεά, σήκωσε τη νεφέλη κι ο τόπος φανερώθηκε.
Πλημμύρισε τότε χαρά βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,
χαρούμενος σκύβει στη γη, το κάρπιμό της χώμα φίλησε,
αμέσως σήκωσε τα χέρια του ψηλά κι ευχήθηκε στις Νύμφες:
«Νύμφες ναϊάδες, θυγατέρες του Διός, έλεγα πως ποτέ μου πια
δεν θα σας ξαναδώ· μα να που τώρα ευφρόσυνα υποδέχεστε
τις φιλικές μου ευχές. Θα σας προσφέρουμε, όπως και πρώτα,
δώρα, φτάνει να δώσει πρόθυμη του Δία η κόρη, που της αρμόζει
360η λεία του πολέμου, εγώ να ζω κι ο γιος μου να προκόψει.»
Ανταποκρίθηκε η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας:
«Θάρρος, και μην αφήνεις να βασανίζουν τέτοιες έγνοιες
την ψυχή σου. Πρώτα τα δώρα ας κρύψουμε
στα βάθη της θεσπέσιας σπηλιάς — εκεί να στέκουν σώα κι ασφαλή.
Μετά να στοχαστούμε οι δυο μας πώς η υπόθεση αυτή
θα βρει την πιο καλή της άκρη.»
Είπε η θεά, και στη θολή σπηλιά βυθίζεται
ψάχνοντας γύρω της κρυψώνες. Ο Οδυσσέας από κοντά
όλα με τη σειρά τα κουβαλούσε· χρυσάφι, ακατάλυτο χαλκό,
εξαίσια ρούχα — όσα του χάρισαν οι Φαίακες.
370Εκεί τα τοποθέτησε καλά κι ασφάλισε με πέτρα το άνοιγμα της σπηλιάς
η ίδια η Αθηνά Παλλάδα, κόρη του αιγίοχου Δία.
Ύστερα κάθησαν οι δυο στης ιερής ελιάς τον λάκκο,
όπου και πήραν να στοχάζονται τον όλεθρο των αλαζονικών μνηστήρων.
Πρώτη η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, μιλώντας είπε:
«Ω διογέννητε Λαερτιάδη, Οδυσσέα πολύστροφε,
καιρός σου να σκεφτείς το πώς θα βάλεις χέρι
στους αλαζονικούς μνηστήρες, που τρία τώρα χρόνια
καταπατούν το αρχοντικό σου· ορέγονται το ισόθεο ταίρι σου,
τάζουνε και γαμήλια δώρα.
Όμως εκείνη αν μέσα της οδύρεται τον γυρισμό σου,
380έξω σκορπά ελπίδες και υποσχέσεις στον καθένα
με τα μηνύματα που στέλνει — ωστόσο ο νους της
άλλα μελετά.»
Της αποκρίθηκε μιλώντας ο Οδυσσέας πολύγνωμος:
«Απελπισία με πιάνει που το σκέφτομαι· μέλλονταν και σ᾽ εμένα
η μοίρα του Αγαμέμνονα, του Ατρείδη ο όλεθρος μες στο παλάτι,
εάν εσύ, θεά, δεν εξηγούσες τα καθέκαστα με τη σωστή σειρά τους.
Να πλέξεις όμως τώρα τη βουλή σου, το πώς αυτούς θα εκδικηθώ·
μόνο να μείνεις στο πλευρό μου, θάρρος παράτολμο μέσα μου
να σταλάξεις, μ᾽ εκείνο ανάλογο της Τροίας,
όταν τις απαστράπτουσες επάλξεις καταλύσαμε.
Αν με την ίδια ορμή και τώρα μου παρασταθείς, γλαυκόματη,
390και με τρακόσους άντρες θα μπορούσα να τα βάλω,
φτάνει να έχω εσένα πλάι μου, δέσποινα και θεά μου,
να μου προσφέρεις πάντα πρόθυμη τη βοήθειά σου.»