Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ
Ἱστορίαι (3.52.1-3.54.1)
[3.52.1] Ὑπὸ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους τοῦ θέρους τούτου καὶ οἱ Πλαταιῆς οὐκέτι ἔχοντες σῖτον οὐδὲ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι ξυνέβησαν τοῖς Πελοποννησίοις τοιῷδε τρόπῳ. [3.52.2] προσέβαλλον αὐτῶν τῷ τείχει, οἱ δὲ οὐκ ἐδύναντο ἀμύνεσθαι. γνοὺς δὲ ὁ Λακεδαιμόνιος ἄρχων τὴν ἀσθένειαν αὐτῶν βίᾳ μὲν οὐκ ἐβούλετο ἑλεῖν (εἰρημένον γὰρ ἦν αὐτῷ ἐκ Λακεδαίμονος, ὅπως, εἰ σπονδαὶ γίγνοιντό ποτε πρὸς Ἀθηναίους καὶ ξυγχωροῖεν ὅσα πολέμῳ χωρία ἔχουσιν ἑκάτεροι ἀποδίδοσθαι, μὴ ἀνάδοτος εἴη ἡ Πλάταια ὡς αὐτῶν ἑκόντων προσχωρησάντων), προσπέμπει δὲ αὐτοῖς κήρυκα λέγοντα, εἰ βούλονται παραδοῦναι τὴν πόλιν ἑκόντες τοῖς Λακεδαιμονίοις καὶ δικασταῖς ἐκείνοις χρήσασθαι, τούς τε ἀδίκους κολάζειν, παρὰ δίκην δὲ οὐδένα. [3.52.3] τοσαῦτα μὲν ὁ κῆρυξ εἶπεν· οἱ δέ (ἦσαν γὰρ ἤδη ἐν τῷ ἀσθενεστάτῳ) παρέδοσαν τὴν πόλιν. καὶ τοὺς Πλαταιᾶς ἔτρεφον οἱ Πελοποννήσιοι ἡμέρας τινάς, ἐν ὅσῳ οἱ ἐκ τῆς Λακεδαίμονος δικασταὶ πέντε ἄνδρες ἀφίκοντο. [3.52.4] ἐλθόντων δὲ αὐτῶν κατηγορία μὲν οὐδεμία προυτέθη, ἠρώτων δὲ αὐτοὺς ἐπικαλεσάμενοι τοσοῦτον μόνον, εἴ τι Λακεδαιμονίους καὶ τοὺς ξυμμάχους ἐν τῷ πολέμῳ τῷ καθεστῶτι ἀγαθόν [τι] εἰργασμένοι εἰσίν. [3.52.5] οἱ δ᾽ ἔλεγον αἰτησάμενοι μακρότερα εἰπεῖν καὶ προτάξαντες σφῶν αὐτῶν Ἀστύμαχόν τε τὸν Ἀσωπολάου καὶ Λάκωνα τὸν Αἰειμνήστου πρόξενον ὄντα Λακεδαιμονίων· καὶ ἐπελθόντες ἔλεγον τοιάδε. |
[3.52.1] Το ίδιο καλοκαίρι, την ίδια περίπου εποχή, οι Πλαταιείς, που δεν είχαν πια τρόφιμα και δεν μπορούσαν ν᾽ ανθέξουν στην πολιορκία, παραδόθηκαν στους Πελοποννησίους μετά από τ᾽ ακόλουθα περιστατικά. [3.52.2] Οι Πελοποννήσιοι έκαναν μιαν επίθεση εναντίον του τείχους και φάνηκε πως δεν μπορούσαν ν᾽ αμυνθούν. Ο αρχηγός των Λακεδαιμονίων κατάλαβε την αδυναμία τους, αλλά δεν θέλησε να κυριέψει την πολιτεία με έφοδο, γιατί του είχαν πει από την Σπάρτη ότι, αν ποτέ γινόταν συνθήκη ειρήνης με τους Αθηναίους σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε ν᾽ αποδοθούν από τα δυο μέρη όλες οι πολιτείες που θα είχαν κυριευτεί με τα όπλα, δεν θα αποδίδαν την Πλάταια, αν οι Πλαταιείς παραδίδονταν εκούσια. Τους έστειλε, λοιπόν, κήρυκα που τους είπε ότι, αν ήθελαν να παραδώσουν την πολιτεία στους Λακεδαιμονίους και αν δέχονταν να δικαστούν απ᾽ αυτούς, τότε θα τιμωρούσαν τους ενόχους, αλλά ότι κανένας δεν θα τιμωρηθεί χωρίς να κριθεί. [3.52.3] Αυτά είπε ο κήρυκας και οι Πλαταιείς που είχαν φτάσει στο έσχατο σημείο της εξάντλησης, παράδωσαν την πόλη. Οι Λακεδαιμόνιοι τους έθρεψαν μερικές μέρες, ώσπου να φτάσουν από την Σπάρτη οι δικαστές, πέντε τον αριθμό. [3.52.4] Όταν έφτασαν, δεν διατύπωσαν κανένα κατηγορητήριο, αλλά τους κάλεσαν και τους ρώτησαν τούτο μόνο: αν σ᾽ όλη την διάρκεια του πολέμου είχαν προσφέρει καμιά υπηρεσία στους Λακεδαιμονίους ή στους συμμάχους τους. [3.52.5] Οι Πλαταιείς αποκρίθηκαν ζητώντας να μιλήσουν εκτενέστερα και όρισαν αντιπροσώπους τους τον Αστύμαχο του Ασωπολάου και τον Λάκωνα του Αειμνήστου, που ήταν πρόξενος των Λακεδαιμονίων. Προχώρησαν και είπαν, περίπου, τα εξής: |