Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΗΡΟΔΟΤΟΣ

Ἱστορίαι (4.1.1-4.4.1)

ΒΙΒΛΙΟ Δ: ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ


[4.1.1] Μετὰ δὲ τὴν Βαβυλῶνος αἵρεσιν ἐγένετο ἐπὶ Σκύθας αὐτοῦ Δαρείου ἔλασις. ἀνθεύσης γὰρ τῆς Ἀσίης ἀνδράσι καὶ χρημάτων μεγάλων συνιόντων ἐπεθύμησε ὁ Δαρεῖος τείσασθαι Σκύθας, ὅτι ἐκεῖνοι πρότεροι ἐσβαλόντες ἐς τὴν Μηδικὴν καὶ νικήσαντες μάχῃ τοὺς ἀντιουμένους ὑπῆρξαν ἀδικίης. [4.1.2] τῆς γὰρ ἄνω Ἀσίης ἦρξαν, ὡς καὶ πρότερόν μοι εἴρηται, Σκύθαι ἔτεα δυῶν δέοντα τριήκοντα. Κιμμερίους γὰρ ἐπιδιώκοντες ἐσέβαλον ἐς τὴν Ἀσίην, καταπαύοντες τῆς ἀρχῆς Μήδους· οὗτοι γὰρ πρὶν ἢ Σκύθας ἀπικέσθαι ἦρχον τῆς Ἀσίης. [4.1.3] τοὺς δὲ Σκύθας ἀποδημήσαντας ὀκτὼ καὶ εἴκοσι ἔτεα καὶ διὰ χρόνου τοσούτου κατιόντας ἐς τὴν σφετέρην ἐξεδέξατο οὐκ ἐλάσσων πόνος τοῦ Μηδικοῦ· εὗρον γὰρ ἀντιουμένην σφι στρατιὴν οὐκ ὀλίγην· αἱ γὰρ τῶν Σκυθέων γυναῖκες, ὥς σφι οἱ ἄνδρες ἀπῆσαν χρόνον πολλόν, ἐφοίτων παρὰ τοὺς δούλους. [4.2.1] τοὺς δὲ δούλους οἱ Σκύθαι πάντας τυφλοῦσι τοῦ γάλακτος εἵνεκεν τοῦ πίνουσι, ποιεῦντες ὧδε· ἐπεὰν φυσητῆρας λάβωσι ὀστεΐνους, αὐλοῖσι προσεμφερεστάτους, τούτους ἐσθέντες ἐς τῶν θηλέων ἵππων τὰ ἄρθρα φυσῶσι τοῖσι στόμασι, ἄλλοι δὲ ἄλλων φυσώντων ἀμέλγουσι. φασὶ δὲ τοῦδε εἵνεκα τοῦτο ποιέειν· τὰς φλέβας πίμπλασθαι φυσωμένας τῆς ἵππου καὶ τὸ οὖθαρ κατίεσθαι. [4.2.2] ἐπεὰν δὲ ἀμέλξωσι τὸ γάλα, ἐσχέαντες ἐς ξύλινα ἀγγήια κοῖλα καὶ περιστίξαντες κατὰ τὰ ἀγγήια τοὺς τυφλοὺς δονέουσι τὸ γάλα, καὶ τὸ μὲν αὐτοῦ ἐπιστάμενον ἀπαρύσαντες ἡγεῦνται εἶναι τιμιώτερον, τὸ δ᾽ ὑπιστάμενον ἧσσον τοῦ ἑτέρου. τούτων μὲν εἵνεκα ἅπαντα τὸν ἂν λάβωσι οἱ Σκύθαι ἐκτυφλοῦσι· οὐ γὰρ ἀρόται εἰσὶ ἀλλὰ νομάδες. [4.3.1] ἐκ τούτων δὴ ὦν σφι τῶν δούλων καὶ τῶν γυναικῶν ἐπετράφη νεότης, οἳ ἐπείτε ἔμαθον τὴν σφετέρην γένεσιν, ἠντιοῦντο αὐτοῖσι κατιοῦσι ἐκ τῶν Μήδων. [4.3.2] καὶ πρῶτα μὲν τὴν χώρην ἀπετάμοντο, τάφρον ὀρυξάμενοι εὐρέαν κατατείνουσαν ἐκ τῶν Ταυρικῶν ὀρέων ἐς τὴν Μαιῆτιν λίμνην, τῇ πέρ ἐστι μεγίστη· μετὰ δὲ πειρωμένοισι ἐσβάλλειν τοῖσι Σκύθῃσι ἀντικατιζόμενοι ἐμάχοντο. [4.3.3] γινομένης δὲ μάχης πολλάκις καὶ οὐ δυναμένων οὐδὲν πλέον ἔχειν τῶν Σκυθέων τῇ μάχῃ, εἷς αὐτῶν ἔλεξε τάδε· Οἷα ποιεῦμεν, ἄνδρες Σκύθαι. δούλοισι τοῖσι ἡμετέροισι μαχόμενοι αὐτοί τε κτεινόμενοι ἐλάσσονες γινόμεθα καὶ ἐκείνους κτείνοντες ἐλασσόνων τὸ λοιπὸν ἄρξομεν. [4.3.4] νῦν ὦν μοι δοκέει αἰχμὰς μὲν καὶ τόξα μετεῖναι, λαβόντα δὲ ἕκαστον τοῦ ἵππου τὴν μάστιγα ἰέναι ἆσσον αὐτῶν. μέχρι μὲν γὰρ ὥρων ἡμέας ὅπλα ἔχοντας, οἱ δὲ ἐνόμιζον ὅμοιοί τε καὶ ἐξ ὁμοίων ἡμῖν εἶναι· ἐπεὰν δὲ ἴδωνται μάστιγας ἀντὶ ὅπλων ἔχοντας, μαθόντες ὡς εἰσὶ ἡμέτεροι δοῦλοι καὶ συγγνόντες τοῦτο οὐκ ὑπομενέουσι. [4.4.1] ταῦτα ἀκούσαντες οἱ Σκύθαι ἐποίευν ἐπιτελέα· οἱ δ᾽ ἐκπλαγέντες τῷ γινομένῳ τῆς μάχης τε ἐπελάθοντο καὶ ἔφευγον. οὕτως οἱ Σκύθαι τῆς τε Ἀσίης ἦρξαν καὶ ἐξελασθέντες αὖτις ὑπὸ Μήδων κατῆλθον τρόπῳ τοιούτῳ ἐς τὴν σφετέρην. τῶν δὲ εἵνεκα ὁ Δαρεῖος τείσασθαι βουλόμενος συνήγειρε ἐπ᾽ αὐτοὺς στράτευμα.

ΒΙΒΛΙΟ Δ: ΜΕΛΠΟΜΕΝΗ


[4.1.1] Την άλωση της Βαβυλώνας ακολούθησε η εκστρατεία που έκανε εναντίον των Σκυθών ο Δαρείος, ο ίδιος του. Γιατί, καθώς η Ασία έδινε καλές σοδειές αντρών και συγκεντρωνόταν χρήμα πολύ, ο Δαρείος ένιωσε την επιθυμία να πάρει εκδίκηση από τους Σκύθες, επειδή εκείνοι, με το να κάνουν πρωτύτερα εισβολή στη Μηδία και να νικήσουν σε πόλεμο το στρατό που βγήκε να τους αντισταθεί, έκαναν την αρχή της αδικίας. [4.1.2] Γιατί, όπως και παραπάνω έχω πει, οι Σκύθες εξουσίασαν την Άνω Ασία είκοσι οχτώ χρόνια. Δηλαδή, καταδιώκοντας τους Κιμμερίους, έκαναν εισβολή στην Ασία και κατέλυσαν το κράτος των Μήδων· γιατί αυτοί εξουσίαζαν την Ασία, πριν φτάσουν οι Σκύθες. [4.1.3] Λοιπόν, τους Σκύθες που έλειψαν από τη χώρα τους είκοσι οχτώ χρόνια και γύρισαν ύστερ᾽ από τόσο καιρό στα μέρη τους, τους περίμενε αγώνας καθόλου μικρότερος από τον αγώνα με τους Μήδους· γιατί συνάντησαν αντίσταση από στράτευμα πολυάριθμο, καθώς οι γυναίκες των Σκυθών, επειδή οι άντρες τους ήταν φευγάτοι για πολύ καιρό, έσμιγαν συχνά με τους δούλους τους.
[4.2.1] Τους δούλους τους οι Σκύθες τούς τυφλώνουν όλους, κι αιτία είναι το γάλα που πίνουν· και νά πώς κάνουν: παίρνουν για φυσερά κούφια κόκαλα, ολόιδια με φλογέρα, κι αφού τα χώσουν στο αιδοίο της φοράδας, φυσούν με το στόμα τους· και την ώρα που ο ένας φυσά, ο άλλος αρμέγει. Και λένε πως ο λόγος του κάνουν αυτό είναι ο εξής· με το φύσημα και οι φλέβες της φοράδας φουσκώνουν και τα μαστάρια κατεβαίνουν. [4.2.2] Κι αφού αρμέξουν το γάλα, το χύνουν σε βαθουλωτά ξύλινα αγγειά, στήνουν τους τυφλούς γύρω γύρω απ᾽ τ᾽ αγγειά και τους βάζουν να χτυπούν το γάλα· κι απ᾽ αυτό, όσο στέκεται πάνω πάνω, το μαζεύουν και το ᾽χουν για ανώτερο, κι όσο μένει στον πάτο το ᾽χουν για κατώτερο από τ᾽ άλλο. Γι᾽ αυτούς λοιπόν τους λόγους οι Σκύθες καθέναν που θα πέσει στα χέρια τους τον τυφλώνουν, γιατί δεν αποζούν από τ᾽ αλέτρι, αλλά απ᾽ τα κοπάδια.
[4.3.1] Λοιπόν από τούτους τους δούλους και τις γυναίκες τους τούς ξεπρόβαλε μια νέα γενιά, που, αφού έμαθαν το πώς γεννήθηκαν, τους πρόβαλαν αντίσταση, όταν αυτοί γυρνούσαν στην πατρίδα τους από τη Μηδία. [4.3.2] Και πρώτα πρώτα έκοψαν τους δρόμους που έφερναν στη χώρα τους σκάβοντας μια πλατιά τάφρο, που τραβούσε από τα βουνά της χώρας των Ταύρων ίσαμε τη λίμνη τη Μαιήτιδα, εκεί που αυτή έχει το μεγαλύτερο πλάτος· και κατόπι, καθώς οι Σκύθες προσπαθούσαν να μπουν στη χώρα τους, αυτοί στρατοπέδευσαν απέναντι και τους πολεμούσαν. [4.3.3] Κι ύστερ᾽ από πολλές μάχες οι Σκύθες δε βλέπανε κανένα όφελος από τη μάχη, οπότε ένας τους είπε τα εξής: «Τί ᾽ναι αυτά που κάνουμε, Σκύθες; Με το να δίνουμε μάχη με τους δούλους μας, από τη μια εμείς οι ίδιοι σκοτωνόμαστε και λιγοστεύουμε, κι από την άλλη σκοτώνοντας εκείνους αποδώ και πέρα θα ᾽χουμε λιγότερους υποταχτικούς. [4.3.4] Λοιπόν προτείνω ν᾽ αφήσουμε τώρα τις λόγχες και τα τόξα κι ο καθένας μας να πάρει το καμτσίκι που έχει για το άλογο και να προχωρήσουμε προς το μέρος τους. Γιατί, όσο μας έβλεπαν να κρατάμε όπλα, ετούτοι νόμιζαν πως είναι της ίδιας σειράς με μας κι από πατεράδες της ίδια σειράς· όμως, όταν μας δουν να κρατάμε καμτσίκια, κι όχι όπλα, θ᾽ αντιληφτούν ότι είναι δούλοι μας και θα το νιώσουν καλά και δε θα προβάλουν αντίσταση».
[4.4.1] Τ᾽ άκουσαν αυτά οι Σκύθες και τα ᾽καναν πράξη· κι οι άλλοι σάστισαν μ᾽ αυτό που έβλεπαν, άφησαν κάθε σκέψη για μάχη και το ᾽βαλαν στα πόδια. Έτσι οι Σκύθες εξουσίασαν την Ασία και, όταν κατόπιν τους απόδιωξαν οι Μήδοι, μ᾽ αυτό τον τρόπο γύρισαν στον τόπο τους. Γι᾽ αυτό το λόγο λοιπόν ο Δαρείος, θέλοντας να πάρει εκδίκηση, έκανε επιστράτευση για να εκστρατεύσει εναντίον τους.