Μόλις τον άκουσε τον λόγο του Διός ο κοσμοσείστης Ποσειδών,
160προς τη Σχερία ορμήθηκε, όπου και ζουν οι Φαίακες —
εκεί περίμενε. Στην ώρα του πλησίαζε, όλο και πιο κοντά,
το ποντοπόρο πλοίο, λες και το κυνηγούσαν· τότε ο θεός
ο Ποσειδώνας, που τη γη σαλεύει, στάθηκε πλάι του,
κατέβασε το χέρι πάνω του κι ευθύς το πέτρωσε,
το ρίζωσε να γίνει βράχος — αργά μετά απομακρύνθηκε.
Εκείνοι, οι Φαίακες με τα μακριά κουπιά, θαλασσινοί με φήμη,
το θαύμα βλέποντας επήραν μεταξύ τους να αγορεύουν λόγια του ανέμου,
μιλώντας ένας στον άλλον, καθένας με τον διπλανό του:
«Ω θε μου! Ποιος το γρήγορο καράβι μας το ρίζωσε στη θάλασσα,
την ώρα που γυρνούσε στην πατρίδα, όταν φαινόταν πια
ακέραιο το σκαρί.»
170Έτσι ο καθένας τους μιλούσε, δίχως να ξέρει πώς και τι συμβαίνει.
Οπότε ο Αλκίνοος πήρε τον λόγο μεταξύ τους και τους είπε:
«Αλίμονο, πώς τα παλιά μαντεύματα αληθεύουν! Εκείνα
του πατέρα μου, που έλεγε και ξανάλεγε πως θα θυμώσει κάποτε
ο Ποσειδών μαζί μας, αφού γινόμαστε, με δίχως βλάβη,
του καθενός οι συνοδοί. Προφήτεψε λοιπόν πως το περίκαλλο καράβι
των Φαιάκων, την ώρα της επιστροφής από την προπομπή,
θα το ρημάξει ο θεός στο θολωμένο πέλαγος· πως όρος μέγα
θα καλύψει την πόλη γύρω.
Αυτά ο γέροντας αγόρευε και να που τώρα όλα συντελούνται.
Αλλά τον νου σας τι θα πω, ας υπακούσουμε όλοι:
180να σταματήσει πια του καθενός η προπομπή, όποιος μας τύχει
φτάνοντας στην πόλη· στον Ποσειδώνα ταύρους δώδεκα
ξεχωριστούς να σφάξουμε, μήπως μας ελεήσει, μήπως και δεν καλύψει
την πόλη γύρω μας μ᾽ ένα βουνό μεγάλο κι αψηλό.»
Τόσα τους είπε, τα σεβάστηκαν κι ετοίμασαν τους ταύρους.
Τώρα προσεύχονταν στον άνακτα θεό, στον Ποσειδώνα οι Φαίακες,
του δήμου οι άρχοντες κι οι σύμβουλοί του,
στημένοι γύρω στον βωμό.
Τότε κι ο Οδυσσέας ξυπνά από τον ύπνο που κοιμόταν
στα χώματά του· κι ωστόσο δεν την αναγνώρισε την πατρική του γη,
τόσον καιρό που έλειψε στα ξένα. Την είχε η θεά,
190η Αθηνά Παλλάδα, περιβάλει με θολή νεφέλη, του Δία η κόρη,
θέλοντας να τον κάνει και τον ίδιο αγνώριστο,
να του εξηγήσει τα καθέκαστα· ότι δεν έπρεπε να τον αναγνωρίσουν
γυναίκα και δικοί μήτε κι οι άνθρωποι της πόλης,
προτού με την εκδίκησή του τιμωρήσει τους μνηστήρες
για την ασύστολη ανομία τους.
Γι᾽ αυτό του φάνταξαν του βασιλιά όλα τριγύρω αλλόκοτα·
τα μακρινά φιδίσια μονοπάτια, φιλόξενα λιμάνια, βράχια
απόκρημνα και δέντρα θαλερά.
Πάνω πετάχτηκε και, προσηλώνοντας το βλέμμα του
στην ίδια την πατρίδα του, έβγαλε στεναγμό βαρύ,
μετά χτυπούσε τα μεριά του με χέρια σαν σπαθιά,
τέλος ολοφυρόμενος μίλησε κι είπε:
200«Αλίμονο, σε ποιων ανθρώπων έφτασα πάλι τη χώρα!
Είναι αλαζόνες, άγριοι κι άδικοι; ή μήπως τη φιλοξενία γνωρίζουν
κι ο νους τους σέβεται τα θεία;
Δεν ξέρω καν πού να τα πάω τα τόσα δώρα μου, ο ίδιος
πού να πλανηθώ. Καλύτερα στη χώρα εκείνη να ᾽χα μείνει
των Φαιάκων· μια μέρα θα ᾽φτανα σε κάποιον άλλο βασιλιά,
θα ᾽ταν πονόψυχος, φιλόξενα θα με δεχόταν, να με στείλει πίσω στην πατρίδα.
Τώρα δεν έχω πού να τ᾽ ακουμπήσω αυτά· μήτε και πρέπει
να τ᾽ αφήσω εδώ, γιατί μπορεί να μου τ᾽ αρπάξουν άλλοι,
να κάνουνε φτερά.
Α, βέβαια όχι· δεν ήσαν όλοι οι Φαίακες και λογικοί και δίκαιοι,
210οι άρχοντες κι οι σύμβουλοί τους, που μ᾽ έφεραν αλλού,
σε ξένη χώρα· κι ας έλεγαν θα με οδηγήσουν
στην περίβλεπτη Ιθάκη — όμως δεν τήρησαν τον λόγο τους.
Ο ικέσιος Δίας ας τους τιμωρήσει, εκείνος που εφορά
τους πάντες, που τιμωρεί όποιον κι αν σφάλλει.
Αλλά τον νου μου τώρα, να μετρήσω τ᾽ αγαθά μου, να δω
μήπως και πήραν δρόμο αυτοί κρατώντας κάτι για λογαριασμό τους
στο κοίλο τους καράβι.»
|