Ραψωδία ν Ὀδυσσέως ἀπόπλους παρὰ Φαιάκων καὶ ἄφιξις εἰς Ἰθάκην
Εκείνος τη διήγησή του τέλειωσε, κι αυτοί σαν μαγεμένοι,
βουβοί κι αμίλητοι, κάτω απ᾽ τον ίσκιο της μεγάλης αίθουσας.
Ώσπου ο Αλκίνοος μιλώντας έκοψε τη σιωπή:
«Ω Οδυσσέα, αφότου βρέθηκες σε τούτο το ψηλόροφο παλάτι
και πάτησες το χάλκινο κατώφλι, αληθινά πιστεύω πως
δεν σε περιμένει κι άλλη περιπλάνηση, πως
θα νοστήσεις στο νησί σου, μετά από τόσα πάθη.
Τώρα σ᾽ εσάς, όσοι στο αρχοντικό μου κάθε μέρα
κρασί βασιλικό, σπινθηροβόλο πίνετε μαζί μου
κι ακούτε απολαμβάνοντας τον αοιδό,
έχω για τον καθένα σας να πω τον ορισμό μου.
10Βρίσκονται κιόλας σε κασέλα σκαλιστή ασφαλισμένα
για τον φιλοξενούμενό μας ρούχα, περίτεχνα μαλάματα, αλλά
και τ᾽ άλλα δώρα, όσα μας έφεραν οι βουληφόροι Φαίακες.
Κι όμως προτείνω να του δώσουμε επιπλέον μεγάλο τρίποδα
με το λεβέτι του, καθένας κι έναν. Μετά μαζεύουμε
κι απ᾽ τον λαό το μερτικό του· αλλιώς βαρύ θα αποδειχτεί το χάρισμα,
αν όλο πέσει μόνο στη μια μεριά.»
Έτσι ο Αλκίνοος τους μίλησε, κι εκείνοι δέχτηκαν ευχάριστα
τον λόγο του· ύστερα τράβηξε καθένας σπίτι του, να κοιμηθούν.
Κι όταν, την άλλη μέρα ξημερώνοντας, ρόδισε η Αυγή τον ουρανό,
κατέβηκαν γοργά στο πλοίο, φορτωμένοι τον αντρίκειο τους χαλκό.
20Κι εκεί καλά τον βόλεψε ο Αλκίνοος, γενναία ψυχή·
ήλθε ο ίδιος και τον έστησε κάτω από τα ζυγά του καραβιού,
για να μη γίνει εμπόδισμα σε κάποιον κωπηλάτη,
όταν με τα κουπιά τους θ᾽ άνοιγαν θαλάσσιο δρόμο.
Κι ευθύς πήγαν εκείνοι στου Αλκινόου το παλάτι, φροντίζοντας το γεύμα τους.
Τότε ο Αλκίνοος, γενναία ψυχή, τους σφάζει βόδι,
θυσία στον Κρονίδη Δία, παντοδύναμο, που τον σκεπάζει η μελανή νεφέλη.
Έκαψαν πρώτα τα μεριά, μοιράστηκαν μετά με απόλαυση το πλούσιο γεύμα,
κι ανάμεσά τους τραγουδούσε, τιμημένος του λαού,
ο θείος αοιδός Δημόδοκος.
30Ο Οδυσσέας μόνος είχε το βλέμμα του στραμμένο συνεχώς στον πάμφωτο ήλιο, προσμένοντας με αγωνία να δύσει, γιατί τον έτρωγε ο καημός του νόστου.
Πόσο και πώς πεθύμησε το δείπνο ο γεωργός —
όλη τη μέρα τα δυο βόδια, στο χρώμα του κρασιού,
το αλέτρι του έσυραν σε χώμα σβωλιασμένο, κι εκείνος
βλέπει με αγαλλίαση να δύει ο ήλιος χαμηλώνοντας το φως,
να φτάνει η ώρα για το βραδινό του, οπότε ξεκινώντας
νιώθει μια κούραση γλυκιά στα γόνατά του που λυγίζουν·
τόση αγαλλίαση το φως του ήλιου χαμηλώνοντας
χάρισε και στον Οδυσσέα.
Κι ευθύς στους Φαίακες, που έχουν χαρά τους το κουπί,
θέλησε να ακουστεί, αλλά τον λόγο του φανέρωσε μιλώντας στον Αλκίνοο:
«Αλκίνοε βασιλιά, που τόσο ξεχωρίζεις στον λαό σου,
σταλάξετε τώρα σπονδή, να με ξεπροβοδίσετε μετά κι εμένα δίχως βλάβη.
40Σας αποχαιρετώ. Γιατί έχουν πια συντελεστεί
όσα πεθύμησε η ψυχή μου· οι συνοδοί μου και τα φιλικά σας δώρα.
Είθε οι ουράνιοι θεοί να ευλογούνε τα αγαθά σας, κι εγώ γυρίζοντας
στο σπίτι μου, να βρω γερούς την άψογη γυναίκα μου και τους δικούς μου.
Αλλά κι εσείς που θα απομείνετε, καθένας ας ευφραίνει
το ακριβό του ταίρι και τα τέκνα του. Εύχομαι
κάθε ενάρετο καλό να σας χαρίζουν οι θεοί,
κακό κανένα να μην πέσει στον λαό σας.»
Τόσα τους είπε, κι εκείνοι ολόψυχα τον επαινούσαν,
συμφώνησαν τον ξένο να προπέμψουν, που τους εμίλησε καλά.
Τότε ο γενναίος Αλκίνοος φώναξε προς τον κήρυκα:
50«Ποντόνοε, συγκέρασε κρασί μες στον κρατήρα,
κέρασε όλους στο παλάτι· να υψώσουμε στον Δία πατέρα
την ευχή μας, να στείλουμε τον ξένο στην πατρική του γη.»
Έτσι τους μίλησε, και το γλυκόπιοτο κρασί συγκέρασε ο Ποντόνοος,
μετά, ζυγώνοντας έναν προς έναν, τους το μοίρασε,
κι αυτοί στάλαξαν τη σπονδή στους μάκαρες θεούς
που κυβερνούν στους ουρανούς ενθρονισμένοι.
Όρθιος τότε ο θείος Οδυσσέας πήρε μια κούπα δίγουβη,
την έβαλε στο χέρι της Αρήτης, κι όπως την προσφωνούσε,
τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Χαίρε, βασίλισσα, αδιάκοπη η χαρά σου, ως τα γεράματα
60και ως τον θάνατο — κλήρος αυτός διπλός του ανθρώπου.
Εγώ γυρίζω τώρα στην πατρίδα μου, αλλά κι εσύ
ευφρόσυνα να ζεις σ᾽ αυτό το σπίτι, με τα παιδιά σου, τον λαό σου,
τον βασιλέα Αλκίνοο.»
Μ᾽ αυτά τα λόγια πέρασε ο θείος Οδυσσέας το κατώφλι,
ενώ ο γενναίος Αλκίνοος παράγγειλε να πάει ο κήρυκας
μπροστά, να γίνει ο οδηγός του στο γρήγορο καράβι,
κάτω στο περιγιάλι.
Στην ώρα της η Αρήτη έκανε νόημα να ακολουθήσουν
τρεις από τις σκλάβες της· η μια κρατώντας πανωφόρι
και χιτώνα πεντακάθαρο, η άλλη κουβαλώντας μια γερή κασέλα, η τρίτη
έφερε ψωμί και κόκκινο κρασί.
|