Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (3.43.1-3.45.7)

[3.43.1] «Ὧν ἡμεῖς τἀναντία δρῶμεν, καὶ προσέτι ἤν τις καὶ ὑποπτεύηται κέρδους μὲν ἕνεκα τὰ βέλτιστα δὲ ὅμως λέγειν, φθονήσαντες τῆς οὐ βεβαίου δοκήσεως τῶν κερδῶν τὴν φανερὰν ὠφελίαν τῆς πόλεως ἀφαιρούμεθα. [3.43.2] καθέστηκε δὲ τἀγαθὰ ἀπὸ τοῦ εὐθέος λεγόμενα μηδὲν ἀνυποπτότερα εἶναι τῶν κακῶν, ὥστε δεῖν ὁμοίως τόν τε τὰ δεινότατα βουλόμενον πεῖσαι ἀπάτῃ προσάγεσθαι τὸ πλῆθος καὶ τὸν τὰ ἀμείνω λέγοντα ψευσάμενον πιστὸν γενέσθαι. [3.43.3] μόνην τε πόλιν διὰ τὰς περινοίας εὖ ποιῆσαι ἐκ τοῦ προφανοῦς μὴ ἐξαπατήσαντα ἀδύνατον· ὁ γὰρ διδοὺς φανερῶς τι ἀγαθὸν ἀνθυποπτεύεται ἀφανῶς πῃ πλέον ἕξειν. [3.43.4] χρὴ δὲ πρὸς τὰ μέγιστα καὶ ἐν τῷ τοιῷδε ἀξιοῦν τι ἡμᾶς περαιτέρω προνοοῦντας λέγειν ὑμῶν τῶν δι᾽ ὀλίγου σκοπούντων, ἄλλως τε καὶ ὑπεύθυνον τὴν παραίνεσιν ἔχοντας πρὸς ἀνεύθυνον τὴν ὑμετέραν ἀκρόασιν. [3.43.5] εἰ γὰρ ὅ τε πείσας καὶ ὁ ἐπισπόμενος ὁμοίως ἐβλάπτοντο, σωφρονέστερον ἂν ἐκρίνετε· νῦν δὲ πρὸς ὀργὴν ἥντινα τύχητε ἔστιν ὅτε σφαλέντες τὴν τοῦ πείσαντος μίαν γνώμην ζημιοῦτε καὶ οὐ τὰς ὑμετέρας αὐτῶν, εἰ πολλαὶ οὖσαι ξυνεξήμαρτον.
[3.44.1] «Ἐγὼ δὲ παρῆλθον οὔτε ἀντερῶν περὶ Μυτιληναίων οὔτε κατηγορήσων. οὐ γὰρ περὶ τῆς ἐκείνων ἀδικίας ἡμῖν ὁ ἀγών, εἰ σωφρονοῦμεν, ἀλλὰ περὶ τῆς ἡμετέρας εὐβουλίας. [3.44.2] ἤν τε γὰρ ἀποφήνω πάνυ ἀδικοῦντας αὐτούς, οὐ διὰ τοῦτο καὶ ἀποκτεῖναι κελεύσω, εἰ μὴ ξυμφέρον, ἤν τε καὶ ἔχοντάς τι ξυγγνώμης † εἶεν †, εἰ τῇ πόλει μὴ ἀγαθὸν φαίνοιτο. [3.44.3] νομίζω δὲ περὶ τοῦ μέλλοντος ἡμᾶς μᾶλλον βουλεύεσθαι ἢ τοῦ παρόντος. καὶ τοῦτο ὃ μάλιστα Κλέων ἰσχυρίζεται, ἐς τὸ λοιπὸν ξυμφέρον ἔσεσθαι πρὸς τὸ ἧσσον ἀφίστασθαι θάνατον ζημίαν προθεῖσι, καὶ αὐτὸς περὶ τοῦ ἐς τὸ μέλλον καλῶς ἔχοντος ἀντισχυριζόμενος τἀναντία γιγνώσκω. [3.44.4] καὶ οὐκ ἀξιῶ ὑμᾶς τῷ εὐπρεπεῖ τοῦ ἐκείνου λόγου τὸ χρήσιμον τοῦ ἐμοῦ ἀπώσασθαι. δικαιότερος γὰρ ὢν αὐτοῦ ὁ λόγος πρὸς τὴν νῦν ὑμετέραν ὀργὴν ἐς Μυτιληναίους τάχ᾽ ἂν ἐπισπάσαιτο· ἡμεῖς δὲ οὐ δικαζόμεθα πρὸς αὐτούς, ὥστε τῶν δικαίων δεῖν, ἀλλὰ βουλευόμεθα περὶ αὐτῶν, ὅπως χρησίμως ἕξουσιν.
[3.45.1] «Ἐν οὖν ταῖς πόλεσι πολλῶν θανάτου ζημίαι πρόκεινται, καὶ οὐκ ἴσων τῷδε, ἀλλ᾽ ἐλασσόνων ἁμαρτημάτων· ὅμως δὲ τῇ ἐλπίδι ἐπαιρόμενοι κινδυνεύουσι, καὶ οὐδείς πω καταγνοὺς ἑαυτοῦ μὴ περιέσεσθαι τῷ ἐπιβουλεύματι ἦλθεν ἐς τὸ δεινόν. [3.45.2] πόλις τε ἀφισταμένη τίς πω ἥσσω τῇ δοκήσει ἔχουσα τὴν παρασκευὴν ἢ οἰκείαν ἢ ἄλλων ξυμμαχίᾳ τούτῳ ἐπεχείρησεν; [3.45.3] πεφύκασί τε ἅπαντες καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ ἁμαρτάνειν, καὶ οὐκ ἔστι νόμος ὅστις ἀπείρξει τούτου, ἐπεὶ διεξεληλύθασί γε διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν οἱ ἄνθρωποι προστιθέντες, εἴ πως ἧσσον ἀδικοῖντο ὑπὸ τῶν κακούργων. καὶ εἰκὸς τὸ πάλαι τῶν μεγίστων ἀδικημάτων μαλακωτέρας κεῖσθαι αὐτάς, παραβαινομένων δὲ τῷ χρόνῳ ἐς τὸν θάνατον αἱ πολλαὶ ἀνήκουσιν· καὶ τοῦτο ὅμως παραβαίνεται. [3.45.4] ἢ τοίνυν δεινότερόν τι τούτου δέος εὑρετέον ἐστὶν ἢ τόδε γε οὐδὲν ἐπίσχει, ἀλλ᾽ ἡ μὲν πενία ἀνάγκῃ τὴν τόλμαν παρέχουσα, ἡ δ᾽ ἐξουσία ὕβρει τὴν πλεονεξίαν καὶ φρονήματι, αἱ δ᾽ ἄλλαι ξυντυχίαι ὀργῇ τῶν ἀνθρώπων ὡς ἑκάστη τις κατέχεται ὑπ᾽ ἀνηκέστου τινὸς κρείσσονος ἐξάγουσιν ἐς τοὺς κινδύνους. [3.45.5] ἥ τε ἐλπὶς καὶ ὁ ἔρως ἐπὶ παντί, ὁ μὲν ἡγούμενος, ἡ δ᾽ ἐφεπομένη, καὶ ὁ μὲν τὴν ἐπιβουλὴν ἐκφροντίζων, ἡ δὲ τὴν εὐπορίαν τῆς τύχης ὑποτιθεῖσα, πλεῖστα βλάπτουσι, καὶ ὄντα ἀφανῆ κρείσσω ἐστὶ τῶν ὁρωμένων δεινῶν. [3.45.6] καὶ ἡ τύχη ἐπ᾽ αὐτοῖς οὐδὲν ἔλασσον ξυμβάλλεται ἐς τὸ ἐπαίρειν· ἀδοκήτως γὰρ ἔστιν ὅτε παρισταμένη καὶ ἐκ τῶν ὑποδεεστέρων κινδυνεύειν τινὰ προάγει, καὶ οὐχ ἧσσον τὰς πόλεις, ὅσῳ περὶ τῶν μεγίστων τε, ἐλευθερίας ἢ ἄλλων ἀρχῆς, καὶ μετὰ πάντων ἕκαστος ἀλογίστως ἐπὶ πλέον τι αὑτὸν ἐδόξασεν. [3.45.7] ἁπλῶς τε ἀδύνατον καὶ πολλῆς εὐηθείας, ὅστις οἴεται τῆς ἀνθρωπείας φύσεως ὁρμωμένης προθύμως τι πρᾶξαι ἀποτροπήν τινα ἔχειν ἢ νόμων ἰσχύι ἢ ἄλλῳ τῳ δεινῷ.

[3.43.1] »Εμείς, όμως, όχι μόνο κάνομε ακριβώς τα αντίθετα, αλλά και αν κανείς μάς δίνει σωστές συμβουλές, είναι όμως ύποπτος για δωροδοκία, αποκρούομε την γνώμη του με την απλή αυτή υποψία και στερούμε την πολιτεία από την βέβαιη ωφέλεια που θα είχε αν τον άκουγε. [3.43.2] Καταντήσαμε στο σημείο οι σωστές συμβουλές, που δίνονται χωρίς περιστροφές, να είναι το ίδιο ύποπτες με τις κακές. Το αποτέλεσμα είναι ότι, όπως εκείνος που θέλει να παρασύρει τον λαό σε καταστροφικές αποφάσεις, πρέπει να τον εξαπατήσει, έτσι κι εκείνος που προσπαθεί να δώσει την καλύτερη συμβουλή πρέπει να μεταχειριστεί το ψέμα για να πείσει τον λαό. [3.43.3] Από την πολλή μας ευφυΐα η πολιτεία μας είναι η μόνη που δεν μπορεί κανείς να την εξυπηρετήσει μιλώντας απλά, αλλά χρειάζεται να μεταχειριστεί τεχνάσματα. Αν κανείς προσπαθεί, χωρίς τεχνάσματα, να ωφελήσει την πολιτεία, τον υποπτεύεστε ότι επιδιώκει κάποιο κρυφό κέρδος. [3.43.4] Είναι όμως ανάγκη, σ᾽ εξαιρετικές περιστάσεις, όπως στην σημερινή, ν᾽ απαιτείτε από εμάς τους ρήτορες να δείχνομε μεγαλύτερη οξυδέρκεια από σας που δεν έχετε καιρό να μελετάτε τα ζητήματα. Εμείς, άλλωστε, που σας μιλούμε έχομε ευθύνη, ενώ εσείς μας ακούτε χωρίς ν᾽ αναλαμβάνετε ευθύνη. [3.43.5] Αν όσοι δίνουν συμβουλές και όσοι τις ακολουθούν κινδύνευαν να τιμωρηθούν το ίδιο, τότε θα εκρίνατε με πολύ περισσότερη σωφροσύνη. Ενώ τώρα, αν τύχει και πάρετε μια σφαλερή απόφαση, σας παρασύρει ο θυμός και τιμωρείτε εκείνον που σας συμβούλεψε και δεν κατακρίνετε τους εαυτούς σας, παρόλον ότι είσαστε πολλοί και σφάλατε το ίδιο.
[3.44.1] »Εγώ όμως δεν ανέβηκα στο βήμα για να αναιρέσω τα όσα άλλοι είπαν εναντίον των Μυτιληναίων, ούτε για να τους κατηγορήσω. Και τούτο επειδή, αν είμαστε σώφρονες, δεν πρέπει ν᾽ ασχοληθούμε με το αν μας αδίκησαν ή όχι, αλλά να πάρομε την συμφερότερη για μας απόφαση. [3.44.2] Κι αν ακόμα σας αποδείξω ότι μας έκαναν αδικία μεγάλη, δεν θα σας συμβούλευα, γι᾽ αυτό, να τους σκοτώσομε παρά μόνο αν τούτο είναι το συμφέρον μας. Αλλά και αν είχαν κάποια δικαιολογία, πάλι δεν θα σας συμβούλευα να τους συγχωρήσετε αν δεν ήταν το συμφέρον μας. [3.44.3] Νομίζω ότι πρέπει να σκεφτούμε πολύ περισσότερο το μέλλον παρά το παρόν. Το κύριο επιχείρημα στο οποίο επιμένει ο Κλέων είναι ότι πρέπει να επιβάλετε την ποινή του θανάτου για ν᾽ αποθαρρύνετε στο μέλλον τις αποστασίες. Αλλά επειδή κι εγώ σκέπτομαι ακριβώς την μελλοντική μας ασφάλεια, έχω την αντίθετη γνώμη. [3.44.4] Και ζητώ από σας να μην παρασυρθείτε απ᾽ την ελκυστική επιχειρηματολογία του περιφρονώντας την απλότητα της δικής μου. Σας κατέχει αυτή τη στιγμή ο θυμός εναντίον των Μυτιληναίων και ίσως σας παρασύρει η αγόρευση του Κλέωνος που σας προτρέπει να πάρτε το δίκιο σας, αλλά εμείς δεν είμαστε δικαστές για να εξετάσομε την άποψη του δικαίου. Συσκεπτόμαστε για να πάρομε για τους Μυτιληναίους μιαν απόφαση που εξυπηρετεί το συμφέρον μας.
[3.45.1] »Στις περισσότερες πολιτείες πολλά εγκλήματα, ελαφρότερα απ᾽ αυτό που κρίνομε, τιμωρούνται με την ποινή του θανάτου. Αλλά οι άνθρωποι αψηφούν τον κίνδυνο της τιμωρίας, γιατί ελπίζουν να την αποφύγουν και κανείς ποτέ δεν αποπειράθηκε να κάνει έγκλημα χωρίς να πιστεύει ότι θ᾽ αποφύγει την τιμωρία. [3.45.2] Και από τις πολιτείες, ποιά απ᾽ όλες επιχείρησε ποτέ να επαναστατήσει χωρίς να έχει την πεποίθηση ότι οι δυνάμεις που διαθέτει, είτε δικές της είτε συμμαχικές, είναι αρκετές για το εγχείρημα; [3.45.3] Όλοι οι άνθρωποι και όλες οι πολιτείες έχουν έμφυτη την τάση προς την αδικία και δεν υπάρχει νόμος που να μπορεί να τους συγκρατήσει, αφού οι άνθρωποι δοκίμασαν να επιβάλουν όλων των ειδών τις ποινές με την ελπίδα ότι, επιτείνοντάς τις, θα προστατευτούν καλύτερα από τα εγκλήματα των κακούργων. Ίσως, μάλιστα, τον παλιό καιρό οι ποινές για τα βαρύτερα εγκλήματα να ήσαν πιο ελαφρές, αλλ᾽ επειδή εξακολουθούσαν οι παρανομίες, με τον καιρό όλες οι ποινές καταλήξαν να είναι ο θάνατος. Και παρ᾽ όλα αυτά, τα εγκλήματα εξακολουθούν. [3.45.4] Πρέπει, λοιπόν, ή να βρούμε μια ποινή τρομερότερη απ᾽ τον θάνατο ή να παραδεχτούμε ότι τίποτε δεν προλαμβάνει το έγκλημα, γιατί πότε η τόλμη της απελπισίας του φτωχού, πότε η υπεροψία και η πλεονεξία του εξουσιαστή, πότε οι άλλες δυστυχίες της ζωής που ανάβουν πάθη τα οποία κυριαρχούν τους ανθρώπους, τους οδηγούν στην παρανομία. [3.45.5] Πάντοτε, άλλωστε, ο πόθος κι η ελπίδα (ο πρώτος προηγείται, η δεύτερη ακολουθεί, ο πρώτος προσχεδιάζει την κακή πράξη, η δεύτερη υποβάλλει την σκέψη ότι θα βοηθήσει η τύχη) προκαλούν το μεγαλύτερο κακό· κι επειδή είναι αόρατα στοιχεία είναι πιο ισχυρά από τον φανερό κίνδυνο. [3.45.6] Αλλά και η τύχη μπορεί κι αυτή να παρασύρει σε αλόγιστες πράξεις, γιατί καμιά φορά ευνοεί απροσδόκητα και κάνει τους ανθρώπους να επιχειρούν κάτι ανώτερο από τα μέσα που διαθέτουν. Τούτο συμβαίνει ακόμα πιο πολύ με τις πολιτείες, γιατί εκεί πρόκειται για τα σπουδαιότερα αγαθά ή την ελευθερία ή την κατάκτηση εξουσίας επάνω στους άλλους και, τότε, ο κάθε πολίτης, ενεργώντας ομαδικά με τους συμπολίτες του, υπερτιμάει τις δυνάμεις του. [3.45.7] Με λίγα λόγια είναι πολύ ανόητος εκείνος που νομίζει ότι είναι δυνατόν, όταν η φύση του ανθρώπου τον σπρώχνει με πάθος σε μια πράξη, να τον συγκρατήσει είτε ο νόμος είτε άλλος κανείς φόβος.