Στην ώρα τότε φέρνει μήνυμα στον Υπερίονα Ήλιο
η Λαμπετώ με τον μακρύ της πέπλο, πως σφάξαμε, εμείς, τα βόδια του.
Εκείνος, χολωμένος και βαρύς, μίλησε κι έλεγε στους αθανάτους:
«Δία πατέρα και θεοί μακαρισμένοι, αιώνιοι,
εκδίκηση! Να το πληρώσουν του Λαερτιάδη οι σύντροφοι,
που πήγαν κι έσφαξαν, δίχως ντροπή και μέτρο, τα δικά μου βόδια·
380μ᾽ αυτά που εγώ ευφραινόμουν, όποτε ανέβαινα τον έναστρο ουρανό,
κι όποτε πάλι, τον ουρανό κατηφορίζοντας, στη γη ακουμπούσα.
Αν όμως δεν πληρώσουν για τα βόδια μου τη δίκαιη τιμωρία,
θα κατεβώ στον Άδη, θα φέγγω μόνο στους νεκρούς.»
Κι ο Δίας τότε, που τα σύννεφα συνάζει, είπε κι ανταποκρίθηκε:
«Ήλιε, μη σταματάς να φέγγεις στους αθάνατους
και στους θνητούς βροτούς πάνω στη γη,
που μας χαρίζει τα γεννήματά της·
κι εγώ, το υπόσχομαι, θα ρίξω στο γοργό καράβι τους πυρφόρο κεραυνό,
θα το συντρίψω σε κομμάτια, καταμεσής στο μπλάβο πέλαγος.»
(Τ᾽ άκουσα αυτά από την Καλυψώ με την εξαίσια κόμη·
390είπε πως τα άκουσε κι αυτή από τον προπομπό Ερμή.)
Όταν κατέβηκα φτάνοντας στο καράβι και στο περιγιάλι,
έβαλα τις φωνές ελέγχοντας τον έναν και τον άλλο· μάταια όμως,
δεν χωρούσε πια καμιά γιατρειά, ήσαν τα βόδια σκοτωμένα.
Τότε τους φανερώνουν κι οι θεοί σημεία και τέρατα:
σάλευαν τα τομάρια καταγής· στις σούβλες μούγκριζαν τα κρέατα,
τα ωμά και τα ψημένα· κι ανέβαινε φωνή σαν από βόδια ζωντανά.
Για έξι μέρες στη σειρά οι ακριβοί μου εταίροι
έσερναν κι έτρωγαν τα βόδια του Ήλιου, τα καλύτερα.
Την έβδομη όμως μέρα, που έδωσε κι έφεξε ο Κρονίδης Δίας,
400μεμιάς ο άνεμος σταμάτησε, που πριν λυσσομανούσε.
Τότε ανεβήκαμε κι εμείς γρήγορα στο καράβι, κι αμέσως ανοιχτήκαμε
στα απέραντα πελάγη, στήνοντας το κατάρτι ορθό, με τεντωμένα
τα λευκά πανιά.
Είχαμε αφήσει πίσω το νησί και δεν φαινόταν στον ορίζοντα
άλλη στεριά, μόνο ουρανός και θάλασσα.
Ξάφνου νεφέλη μαύρη κρέμασε στο κοίλο μας καράβι ο Δίας,
που βύθισε το πέλαγος στο σκότος.
Και δεν αρμένισε το πλοίο μας πολύ· πουνέντες ξέσπασε
μουγκρίζοντας και μανιασμένη λαίλαπα μεγάλη·
σύντριψε η θύελλα τα μπροστινά μας ξάρτια,
410και τα δυο, έπεσε πίσω το κατάρτι, κι όλα μας τ᾽ άρμενα
βρέθηκαν στο αμπάρι κάτω, μέσα στα απόνερα·
κι όπως γκρεμίστηκε ο ιστός στου καραβιού την πρύμη,
χτύπησε κατακέφαλα τον κυβερνήτη, λιώνοντας τα οστά της κεφαλής του,
κι αυτός σαν δύτης βούτηξε πάνω από το κατάστρωμα,
το σώμα του έμεινε άψυχο.
Τότε κι ο Δίας βροντά, ρίχνει στο πλοίο αστροπελέκι·
γύρισε αυτό σαν σβούρα σύγκορμο, μόλις το χτύπησε ο κεραυνός του Δία,
γέμισε θειάφι ο τόπος, κι οι σύντροφοί μου βρέθηκαν στη θάλασσα·
σαν τις κουρούνες, γύρω στο μαύρο μας πλεούμενο,
στο κύμα παραδόθηκαν· έτσι ο θεός τούς στέρησε τον νόστο.
420Εγώ γυρόφερνα στο πλοίο ακόμη, ώσπου η καταιγίδα έλυσε
τα πλευρά του — έμεινε μόνη πια η καρίνα, έρμαιο στο κύμα.
Για μια στιγμή πέφτει και το κατάρτι πάνω της· κι όπως η σκότα,
καμωμένη από βοδίσιο δέρμα, κρεμόταν στον ιστό,
πιάνω τα δυο μαζί και τα ᾽δεσα, καρίνα και κατάρτι·
κάθησα τότε πάνω τους κι αφέθηκα στη δίνη
των δεινών ανέμων.
Κάποια στιγμή σταμάτησε ο πουνέντες κι η λυσσασμένη λαίλαπα·
βίαιος τώρα ξέσπασε νοτιάς — καινούργιο βάσανο για μένα,
που μ᾽ έφερνε να μετρηθώ με την καταραμένη Χάρυβδη.
Όλη τη νύχτα με παρέσυρε το κύμα, κι όταν επήρε ο ήλιος να ανατέλλει,
430βρέθηκα πάλι στον σκόπελο της Σκύλλας, στον σκόπελο της Χάρυβδης.
Πάνω στην ώρα που αναρροφούσε το αλμυρό νερό της θάλασσας·
οπότε εγώ, πρώτα μετέωρος, μετά κρεμάστηκα στην αγριοσυκιά, όπου
και πιάστηκα γερά, σαν νυχτερίδα· αλλά δεν είχα πού
να στηριχτούν τα πόδια μου, μήτε μπορούσα ν᾽ ανεβώ ψηλότερα
για να καθήσω· ήταν μακριά οι ρίζες της και τα κλαδιά
απλησίαστα, μεγάλα κι απλωμένα, ρίχνοντας
τη βαριά σκιά στη Χάρυβδη.
Δεν έμενε άλλο, παρά να περιμένω κρεμασμένος, ώσπου ξανά
καράβι και καρίνα να ξεράσει, κάτι που τόσο επιθυμούσα,
όμως εκείνο αργούσε.
Ποιαν ώρα από την αγορά σηκώνεται ο κριτής για δείπνο,
440αφού στο μεταξύ το δίκιο μοίραζε σε τσούρμο νέους
που φιλονικούσαν, τόσο αργά αναφάνηκαν τα ξύλα
από της Χάρυβδης το στόμα.
Αμέσως τότε χέρια και πόδια αμόλησα, πηδώντας
βρόντηξα στη μέση, κοντά σ᾽ εκείνα τα μακριά μαδέρια,
κάθησα πάνω τους, κι έκανα τα χέρια μου κουπιά.
Τη Σκύλλα, ευτύχημά μου, ο Δίας δεν άφησε, πατέρας θεών κι ανθρώπων,
μπροστά μου πάλι να τη δω· αλλιώς δεν γλίτωνα
από τον βέβαιο όλεθρο.
Μέρες εννιά το κύμα με παρέσυρε· τη δέκατη, μέσα στη νύχτα ακόμη,
με πλησιάζουν οι θεοί στης Ωγυγίας το νησί· το κατοικούσε
η Καλυψώ, καλλίκομη, δαιμονική θεά, ανθρώπινη μιλιά —
450αυτή μ᾽ αγάπησε, αυτή με φρόντισε. Όμως τι κάθομαι κι ανιστορώ;
Εχτές ακόμη τα διηγήθηκα σε τούτο το παλάτι,
για σένα και την έξοχη γυναίκα σου. Το βρίσκω αλήθεια
αταίριαστο και πληκτικό, λόγια ειπωμένα και ξεκάθαρα,
να τα διηγούμαι δεύτερη φορά.»
|