Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΟΜΗΡΟΣ

Ὀδύσσεια (12.374-12.453)


Ὠκέα δ᾽ Ἠελίῳ Ὑπερίονι ἄγγελος ἦλθε,
375 Λαμπετίη τανύπεπλος, ὅ οἱ βόας ἔκταμεν ἡμεῖς.
αὐτίκα δ᾽ ἀθανάτοισι μετηύδα χωόμενος κῆρ·
«Ζεῦ πάτερ ἠδ᾽ ἄλλοι μάκαρες θεοὶ αἰὲν ἐόντες,
τῖσαι δὴ ἑτάρους Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος,
οἵ μευ βοῦς ἔκτειναν ὑπέρβιον, ᾗσιν ἐγώ γε
380 χαίρεσκον μὲν ἰὼν εἰς οὐρανὸν ἀστερόεντα,
ἠδ᾽ ὁπότ᾽ ἂψ ἐπὶ γαῖαν ἀπ᾽ οὐρανόθεν προτραποίμην.
εἰ δέ μοι οὐ τίσουσι βοῶν ἐπιεικέ᾽ ἀμοιβήν,
δύσομαι εἰς Ἀΐδαο καὶ ἐν νεκύεσσι φαείνω.»
Τὸν δ᾽ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
385 «Ἠέλι᾽, ἦ τοι μὲν σὺ μετ᾽ ἀθανάτοισι φάεινε
καὶ θνητοῖσι βροτοῖσιν ἐπὶ ζείδωρον ἄρουραν·
τῶν δέ κ᾽ ἐγὼ τάχα νῆα θοὴν ἀργῆτι κεραυνῷ
τυτθὰ βαλὼν κεάσαιμι μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ.»
Ταῦτα δ᾽ ἐγὼν ἤκουσα Καλυψοῦς ἠϋκόμοιο·
390 ἡ δ᾽ ἔφη Ἑρμείαο διακτόρου αὐτὴ ἀκοῦσαι.
Αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾽ ἐπὶ νῆα κατήλυθον ἠδὲ θάλασσαν,
νείκεον ἄλλοθεν ἄλλον ἐπισταδόν, οὐδέ τι μῆχος
εὑρέμεναι δυνάμεσθα· βόες δ᾽ ἀποτέθνασαν ἤδη.
τοῖσιν δ᾽ αὐτίκ᾽ ἔπειτα θεοὶ τέραα προὔφαινον·
395 ἕρπον μὲν ῥινοί, κρέα δ᾽ ἀμφ᾽ ὀβελοῖσι μεμύκει,
ὀπταλέα τε καὶ ὠμά· βοῶν δ᾽ ὣς γίγνετο φωνή.
Ἑξῆμαρ μὲν ἔπειτα ἐμοὶ ἐρίηρες ἑταῖροι
δαίνυντ᾽ Ἠελίοιο βοῶν ἐλάσαντες ἀρίστας·
ἀλλ᾽ ὅτε δὴ ἕβδομον ἦμαρ ἐπὶ Ζεὺς θῆκε Κρονίων,
400 καὶ τότ᾽ ἔπειτ᾽ ἄνεμος μὲν ἐπαύσατο λαίλαπι θύων,
ἡμεῖς δ᾽ αἶψ᾽ ἀναβάντες ἐνήκαμεν εὐρέϊ πόντῳ,
ἱστὸν στησάμενοι ἀνά θ᾽ ἱστία λεύκ᾽ ἐρύσαντες.
Ἀλλ᾽ ὅτε δὴ τὴν νῆσον ἐλείπομεν, οὐδέ τις ἄλλη
φαίνετο γαιάων, ἀλλ᾽ οὐρανὸς ἠδὲ θάλασσα,
405 δὴ τότε κυανέην νεφέλην ἔστησε Κρονίων
νηὸς ὕπερ γλαφυρῆς, ἤχλυσε δὲ πόντος ὑπ᾽ αὐτῆς.
ἡ δ᾽ ἔθει οὐ μάλα πολλὸν ἐπὶ χρόνον· αἶψα γὰρ ἦλθε
κεκληγὼς Ζέφυρος μεγάλῃ σὺν λαίλαπι θύων,
ἱστοῦ δὲ προτόνους ἔρρηξ᾽ ἀνέμοιο θύελλα
410 ἀμφοτέρους, ἱστὸς δ᾽ ὀπίσω πέσεν, ὅπλα τε πάντα
εἰς ἄντλον κατέχυνθ᾽· ὁ δ᾽ ἄρα πρυμνῇ ἐνὶ νηῒ
πλῆξε κυβερνήτεω κεφαλήν, σὺν δ᾽ ὀστέ᾽ ἄραξε
πάντ᾽ ἄμυδις κεφαλῆς· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἀρνευτῆρι ἐοικὼς
κάππεσ᾽ ἀπ᾽ ἰκριόφιν, λίπε δ᾽ ὀστέα θυμὸς ἀγήνωρ.
415 Ζεὺς δ᾽ ἄμυδις βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνόν·
ἡ δ᾽ ἐλελίχθη πᾶσα Διὸς πληγεῖσα κεραυνῷ,
ἐν δὲ θεείου πλῆτο· πέσον δ᾽ ἐκ νηὸς ἑταῖροι.
οἱ δὲ κορώνῃσιν ἴκελοι περὶ νῆα μέλαιναν
κύμασιν ἐμφορέοντο, θεὸς δ᾽ ἀποαίνυτο νόστον.
420Αὐτὰρ ἐγὼ διὰ νηὸς ἐφοίτων, ὄφρ᾽ ἀπὸ τοίχους
λῦσε κλύδων τρόπιος· τὴν δὲ ψιλὴν φέρε κῦμα.
ἐκ δέ οἱ ἱστὸν ἄραξε ποτὶ τρόπιν· αὐτὰρ ἐπ᾽ αὐτῷ
ἐπίτονος βέβλητο, βοὸς ῥινοῖο τετευχώς.
τῷ ῥ᾽ ἄμφω συνέεργον ὁμοῦ τρόπιν ἠδὲ καὶ ἱστόν,
425 ἑζόμενος δ᾽ ἐπὶ τοῖς φερόμην ὀλοοῖς ἀνέμοισιν.
Ἔνθ᾽ ἦ τοι Ζέφυρος μὲν ἐπαύσατο λαίλαπι θύων,
ἦλθε δ᾽ ἐπὶ Νότος ὦκα, φέρων ἐμῷ ἄλγεα θυμῷ,
ὄφρ᾽ ἔτι τὴν ὀλοὴν ἀναμετρήσαιμι Χάρυβδιν.
παννύχιος φερόμην, ἅμα δ᾽ ἠελίῳ ἀνιόντι
430 ἦλθον ἐπὶ Σκύλλης σκόπελον δεινήν τε Χάρυβδιν.
ἡ μὲν ἀνερρύβδησε θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ·
αὐτὰρ ἐγὼ ποτὶ μακρὸν ἐρινεὸν ὑψόσ᾽ ἀερθεὶς
τῷ προσφὺς ἐχόμην ὡς νυκτερίς· οὐδέ πῃ εἶχον
οὔτε στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδον οὔτ᾽ ἐπιβῆναι·
435 ῥίζαι γὰρ ἑκὰς εἶχον, ἀπήωροι δ᾽ ἔσαν ὄζοι,
μακροί τε μεγάλοι τε, κατεσκίαον δὲ Χάρυβδιν.
νωλεμέως δ᾽ ἐχόμην, ὄφρ᾽ ἐξεμέσειεν ὀπίσσω
ἱστὸν καὶ τρόπιν αὖτις· ἐελδομένῳ δέ μοι ἦλθον
ὄψ᾽· ἦμος δ᾽ ἐπὶ δόρπον ἀνὴρ ἀγορῆθεν ἀνέστη
440 κρίνων νείκεα πολλὰ δικαζομένων αἰζηῶν,
τῆμος δὴ τά γε δοῦρα Χαρύβδιος ἐξεφαάνθη.
ἧκα δ᾽ ἐγὼ καθύπερθε πόδας καὶ χεῖρε φέρεσθαι,
μέσσῳ δ᾽ ἐνδούπησα παρὲξ περιμήκεα δοῦρα,
ἑζόμενος δ᾽ ἐπὶ τοῖσι διήρεσα χερσὶν ἐμῇσι.
445 Σκύλλην δ᾽ οὐκέτ᾽ ἔασε πατὴρ ἀνδρῶν τε θεῶν τε
εἰσιδέειν· οὐ γάρ κεν ὑπέκφυγον αἰπὺν ὄλεθρον.
Ἔνθεν δ᾽ ἐννῆμαρ φερόμην, δεκάτῃ δέ με νυκτὶ
νῆσον ἐς Ὠγυγίην πέλασαν θεοί, ἔνθα Καλυψὼ
ναίει ἐϋπλόκαμος, δεινὴ θεὸς αὐδήεσσα,
450 ἥ μ᾽ ἐφίλει τ᾽ ἐκόμει τε. τί τοι τάδε μυθολογεύω;
ἤδη γάρ τοι χθιζὸς ἐμυθεόμην ἐνὶ οἴκῳ
σοὶ καὶ ἰφθίμῃ ἀλόχῳ· ἐχθρὸν δέ μοί ἐστιν
αὖτις ἀριζήλως εἰρημένα μυθολογεύειν.»


Στην ώρα τότε φέρνει μήνυμα στον Υπερίονα Ήλιο
η Λαμπετώ με τον μακρύ της πέπλο, πως σφάξαμε, εμείς, τα βόδια του.
Εκείνος, χολωμένος και βαρύς, μίλησε κι έλεγε στους αθανάτους:
«Δία πατέρα και θεοί μακαρισμένοι, αιώνιοι,
εκδίκηση! Να το πληρώσουν του Λαερτιάδη οι σύντροφοι,
που πήγαν κι έσφαξαν, δίχως ντροπή και μέτρο, τα δικά μου βόδια·
380μ᾽ αυτά που εγώ ευφραινόμουν, όποτε ανέβαινα τον έναστρο ουρανό,
κι όποτε πάλι, τον ουρανό κατηφορίζοντας, στη γη ακουμπούσα.
Αν όμως δεν πληρώσουν για τα βόδια μου τη δίκαιη τιμωρία,
θα κατεβώ στον Άδη, θα φέγγω μόνο στους νεκρούς.»
Κι ο Δίας τότε, που τα σύννεφα συνάζει, είπε κι ανταποκρίθηκε:
«Ήλιε, μη σταματάς να φέγγεις στους αθάνατους
και στους θνητούς βροτούς πάνω στη γη,
που μας χαρίζει τα γεννήματά της·
κι εγώ, το υπόσχομαι, θα ρίξω στο γοργό καράβι τους πυρφόρο κεραυνό,
θα το συντρίψω σε κομμάτια, καταμεσής στο μπλάβο πέλαγος.»
(Τ᾽ άκουσα αυτά από την Καλυψώ με την εξαίσια κόμη·
390είπε πως τα άκουσε κι αυτή από τον προπομπό Ερμή.)
Όταν κατέβηκα φτάνοντας στο καράβι και στο περιγιάλι,
έβαλα τις φωνές ελέγχοντας τον έναν και τον άλλο· μάταια όμως,
δεν χωρούσε πια καμιά γιατρειά, ήσαν τα βόδια σκοτωμένα.
Τότε τους φανερώνουν κι οι θεοί σημεία και τέρατα:
σάλευαν τα τομάρια καταγής· στις σούβλες μούγκριζαν τα κρέατα,
τα ωμά και τα ψημένα· κι ανέβαινε φωνή σαν από βόδια ζωντανά.
Για έξι μέρες στη σειρά οι ακριβοί μου εταίροι
έσερναν κι έτρωγαν τα βόδια του Ήλιου, τα καλύτερα.
Την έβδομη όμως μέρα, που έδωσε κι έφεξε ο Κρονίδης Δίας,
400μεμιάς ο άνεμος σταμάτησε, που πριν λυσσομανούσε.
Τότε ανεβήκαμε κι εμείς γρήγορα στο καράβι, κι αμέσως ανοιχτήκαμε
στα απέραντα πελάγη, στήνοντας το κατάρτι ορθό, με τεντωμένα
τα λευκά πανιά.
Είχαμε αφήσει πίσω το νησί και δεν φαινόταν στον ορίζοντα
άλλη στεριά, μόνο ουρανός και θάλασσα.
Ξάφνου νεφέλη μαύρη κρέμασε στο κοίλο μας καράβι ο Δίας,
που βύθισε το πέλαγος στο σκότος.
Και δεν αρμένισε το πλοίο μας πολύ· πουνέντες ξέσπασε
μουγκρίζοντας και μανιασμένη λαίλαπα μεγάλη·
σύντριψε η θύελλα τα μπροστινά μας ξάρτια,
410και τα δυο, έπεσε πίσω το κατάρτι, κι όλα μας τ᾽ άρμενα
βρέθηκαν στο αμπάρι κάτω, μέσα στα απόνερα·
κι όπως γκρεμίστηκε ο ιστός στου καραβιού την πρύμη,
χτύπησε κατακέφαλα τον κυβερνήτη, λιώνοντας τα οστά της κεφαλής του,
κι αυτός σαν δύτης βούτηξε πάνω από το κατάστρωμα,
το σώμα του έμεινε άψυχο.
Τότε κι ο Δίας βροντά, ρίχνει στο πλοίο αστροπελέκι·
γύρισε αυτό σαν σβούρα σύγκορμο, μόλις το χτύπησε ο κεραυνός του Δία,
γέμισε θειάφι ο τόπος, κι οι σύντροφοί μου βρέθηκαν στη θάλασσα·
σαν τις κουρούνες, γύρω στο μαύρο μας πλεούμενο,
στο κύμα παραδόθηκαν· έτσι ο θεός τούς στέρησε τον νόστο.
420Εγώ γυρόφερνα στο πλοίο ακόμη, ώσπου η καταιγίδα έλυσε
τα πλευρά του — έμεινε μόνη πια η καρίνα, έρμαιο στο κύμα.
Για μια στιγμή πέφτει και το κατάρτι πάνω της· κι όπως η σκότα,
καμωμένη από βοδίσιο δέρμα, κρεμόταν στον ιστό,
πιάνω τα δυο μαζί και τα ᾽δεσα, καρίνα και κατάρτι·
κάθησα τότε πάνω τους κι αφέθηκα στη δίνη
των δεινών ανέμων.
Κάποια στιγμή σταμάτησε ο πουνέντες κι η λυσσασμένη λαίλαπα·
βίαιος τώρα ξέσπασε νοτιάς — καινούργιο βάσανο για μένα,
που μ᾽ έφερνε να μετρηθώ με την καταραμένη Χάρυβδη.
Όλη τη νύχτα με παρέσυρε το κύμα, κι όταν επήρε ο ήλιος να ανατέλλει,
430βρέθηκα πάλι στον σκόπελο της Σκύλλας, στον σκόπελο της Χάρυβδης.
Πάνω στην ώρα που αναρροφούσε το αλμυρό νερό της θάλασσας·
οπότε εγώ, πρώτα μετέωρος, μετά κρεμάστηκα στην αγριοσυκιά, όπου
και πιάστηκα γερά, σαν νυχτερίδα· αλλά δεν είχα πού
να στηριχτούν τα πόδια μου, μήτε μπορούσα ν᾽ ανεβώ ψηλότερα
για να καθήσω· ήταν μακριά οι ρίζες της και τα κλαδιά
απλησίαστα, μεγάλα κι απλωμένα, ρίχνοντας
τη βαριά σκιά στη Χάρυβδη.
Δεν έμενε άλλο, παρά να περιμένω κρεμασμένος, ώσπου ξανά
καράβι και καρίνα να ξεράσει, κάτι που τόσο επιθυμούσα,
όμως εκείνο αργούσε.
Ποιαν ώρα από την αγορά σηκώνεται ο κριτής για δείπνο,
440αφού στο μεταξύ το δίκιο μοίραζε σε τσούρμο νέους
που φιλονικούσαν, τόσο αργά αναφάνηκαν τα ξύλα
από της Χάρυβδης το στόμα.
Αμέσως τότε χέρια και πόδια αμόλησα, πηδώντας
βρόντηξα στη μέση, κοντά σ᾽ εκείνα τα μακριά μαδέρια,
κάθησα πάνω τους, κι έκανα τα χέρια μου κουπιά.
Τη Σκύλλα, ευτύχημά μου, ο Δίας δεν άφησε, πατέρας θεών κι ανθρώπων,
μπροστά μου πάλι να τη δω· αλλιώς δεν γλίτωνα
από τον βέβαιο όλεθρο.
Μέρες εννιά το κύμα με παρέσυρε· τη δέκατη, μέσα στη νύχτα ακόμη,
με πλησιάζουν οι θεοί στης Ωγυγίας το νησί· το κατοικούσε
η Καλυψώ, καλλίκομη, δαιμονική θεά, ανθρώπινη μιλιά —
450αυτή μ᾽ αγάπησε, αυτή με φρόντισε. Όμως τι κάθομαι κι ανιστορώ;
Εχτές ακόμη τα διηγήθηκα σε τούτο το παλάτι,
για σένα και την έξοχη γυναίκα σου. Το βρίσκω αλήθεια
αταίριαστο και πληκτικό, λόγια ειπωμένα και ξεκάθαρα,
να τα διηγούμαι δεύτερη φορά.»