[3.118.1] Ο Ινταφρένης τώρα, ένας από τους επτά άνδρες που είχαν επαναστατήσει κατά του Μάγου, ευθύς μετά την επανάσταση τα πράγματα το έφεραν να θανατωθεί, επειδή έκανε πράξη προσβλητική, την ακόλουθη: θέλησε να μπει στα ανάκτορα για να κουβεντιάσει με τον βασιλιά· και πράγματι έτσι ήταν ο νόμος: αυτοί που είχαν κάνει την επανάσταση κατά του Μάγου να μπορούν να βλέπουν τον βασιλιά χωρίς να αναγγέλλονται, εκτός αν ο βασιλιάς τύχαινε να σμίγει εκείνη την ώρα με γυναίκα. [3.118.2] Ο Ινταφρένης λοιπόν, επικαλούμενος το δικαίωμά του να μην τον αναγγέλλει κανένας, αφού ήταν ένας από τους επτά, ήθελε να μπει· αλλά ο φρουρός της πύλης και ο αγγελιαφόρος δεν τον άφηναν λέγοντάς του ότι ο βασιλιάς ήταν με γυναίκα. Ο Ινταφρένης πάλι, νομίζοντας ότι του λένε ψέματα, κάνει το εξής: τραβάει το σπαθί του, τους κόβει αυτιά και μύτη, τα κάνει αρμαθιά στο χαλινάρι του αλόγου του, τους τα δένει γύρω στον λαιμό και τους ξαποστέλνει. [3.119.1] Αυτοί πάνε και δείχνουν στον βασιλιά τί έπαθαν, και του λένε την αιτία. Ο Δαρείος πάλι, ανησυχώντας μήπως οι έξι είχαν κάνει τη δουλειά συνεννοημένοι μεταξύ τους, στέλνει και τους καλεί έναν–έναν για να τους βολιδοσκοπήσει αν επιδοκιμάζουν αυτό που είχε γίνει. [3.119.2] Και όταν βεβαιώθηκε πως ο Ινταφρένης δεν είχε ενεργήσει σε συνεννόηση με τους άλλους, ο Δαρείος συνέλαβε τον ίδιο, τους γιους του και όλους τους συγγενείς του, γιατί είχε πολλές υποψίες ότι ο Ινταφρένης μαζί με τους συγγενείς του συνωμοτούσαν για να κάνουν επανάσταση εναντίον του, και αφού τους συνέλαβε, τους έβαλε στη φυλακή για να τους θανατώσει. [3.119.3] Η γυναίκα του Ινταφρένη τώρα πήγαινε συχνά στην πόρτα του βασιλιά και έκλαιγε και οδυρόταν, και επαναλαμβάνοντάς το αυτό συνέχεια έκανε το Δαρείο να τη λυπηθεί και να της στείλει αγγελιαφόρο και να της πει τα εξής: «Γυναίκα, ο βασιλιάς Δαρείος σού δίνει το δικαίωμα να σώσεις έναν από τους φυλακισμένους συγγενείς σου, όποιον απ᾽ όλους θέλεις». [3.119.4] Εκείνη σκέφτηκε λίγο και απάντησε ως εξής: «Αν πράγματι ο βασιλιάς μού χαρίζει τη ζωή ενός, τότε απ᾽ όλους διαλέγω τον αδελφό μου». [3.119.5] Το άκουσε αυτό ο Δαρείος, απόρησε με τα λόγια της και της έστειλε αγγελιαφόρο και της είπε: «Γυναίκα, σε ρωτάει ο βασιλιάς πώς σκέφτηκες για να εγκαταλείψεις άνδρα και παιδιά, και να διαλέξεις να σωθεί ο αδελφός σου, που σου είναι και πιο ξένος απ᾽ όσο τα παιδιά σου και λιγότερο αγαπητός απ᾽ όσο ο άνδρας σου;» [3.119.6] Τότε εκείνη απάντησε με τούτα τα λόγια: «Βασιλιά μου, άνδρα θα βρω άλλον, αν θέλει ο θεός, και παιδιά θα κάνω άλλα, αν χάσω τούτα· μια όμως που ο πατέρας και η μητέρα μου δεν ζουν πια, άλλον αδελφό δεν γίνεται να κάνω. Έτσι σκέφτηκα, και είπα ό,τι είπα». [3.119.7] Του Δαρείου λοιπόν του φάνηκαν σωστά τα λόγια της γυναίκας και της χάρισε και εκείνον που είχε ζητήσει αλλά και τον μεγαλύτερον από τους γιους της, επειδή τη συμπάθησε, ενώ όλους τους άλλους τους σκότωσε. Με τον τρόπο που είπα λοιπόν χάθηκε γρήγορα ένας από τους επτά. [3.120.1] Ωστόσο, την εποχή περίπου της αρρώστιας του Καμβύση είχαν συμβεί τα εξής. Διοικητής των Σάρδεων, διορισμένος από τον Κύρο, ήταν ο Οροίτης, Πέρσης. Τούτος καταλήφθηκε από την επιθυμία να κάνει ανόσια πράξη· ενώ δηλαδή ούτε κακό κανένα είχε πάθει από αυτόν ούτε άπρεπη κουβέντα είχε ακούσει ούτε τον είχε δει ποτέ του, επιθύμησε να βάλει στο χέρι τον Πολυκράτη τον Σάμιο και να τον ξεκάνει, και η αιτία, όπως λένε πολλοί, ήταν η εξής: [3.120.2] κάθονταν κάποτε έξω από την πόρτα του βασιλιά ο Οροίτης και ένας άλλος Πέρσης, Μιτροβάτης τ᾽ όνομά του, διοικητής του νομού του Δασκυλείου, και από κουβέντα σε κουβέντα έπεσαν σε καυγά· και ενώ συγκρίνονταν ο ένας με τον άλλο στην ανδρεία, ο Μιτροβάτης πρόσβαλε τον Οροίτη λέγοντάς του: [3.120.3] «Εσένα βρε, να λογαριάσουμε για άνδρα, που ούτε το νησί τη Σάμο, τόσο κοντά στην περιοχή σου, δεν κατάκτησες για λογαριασμό του βασιλιά, κι ας ήταν τόσο εύκολο να τη βάλει κανείς στο χέρι, αφού ένας ντόπιος με δεκαπέντε ενόπλους έκανε κίνημα και την πήρε και τώρα είναι τύραννός της;» [3.120.4] Λένε λοιπόν μερικοί ότι σαν τ᾽ άκουσε αυτά ο Οροίτης, του κακοφάνηκε η προσβολή και θέλησε όχι τόσο να εκδικηθεί εκείνον που τα είπε, όσο να εξοντώσει οπωσδήποτε τον Πολυκράτη, που εξαιτίας του άκουσε βαριές κουβέντες. [3.121.1] Άλλοι τώρα, λιγότεροι αυτοί, λένε ότι έστειλε κάποτε ο Οροίτης κήρυκα στη Σάμο για να ζητήσει κατιτί (κανένας ωστόσο δεν λέει τί ήταν αυτό), και ο Πολυκράτης έτυχε να είναι ξαπλωμένος στον ανδρωνίτη και δίπλα του να βρίσκεται ο Ανακρέων από την Τέω· [3.121.2] άγνωστο πώς, είτε από σκοπού, για να δείξει περιφρόνηση απέναντι στον Οροίτη, είτε κατά σύμπτωση, τα πράγματα έγιναν έτσι ώστε, όταν μπήκε ο κήρυκας του Οροίτη και άρχισε να μιλάει, ο Πολυκράτης, που ήταν στραμμένος προς τον τοίχο, ούτε γύρισε καθόλου ούτε του απάντησε τίποτε. [3.122.1] Αυτές λοιπόν λέγεται ότι υπήρξαν οι δυο αιτίες του θανάτου του Πολυκράτη, και ο καθένας είναι ελεύθερος να πιστέψει όποια θέλει από αυτές. Παραμένοντας ωστόσο ο Οροίτης στη Μαγνησία, που είναι χτισμένη πάνω από τον ποταμό Μαίανδρο, έστειλε στη Σάμο τον Μύρσο του Γύγη, από τη Λυδία, να πάει μήνυμα — είχε εν τω μεταξύ μάθει τις προθέσεις του Πολυκράτη: [3.122.2] ο Πολυκράτης δηλαδή είναι ο πρώτος που ξέρουμε από τους Έλληνες ο οποίος έβαλε στον νου του να κυριαρχήσει στη θάλασσα, εκτός από τον Μίνωα από την Κνωσό κι από κανέναν άλλο ίσως που κυριάρχησε στη θάλασσα πριν από εκείνον — πάντως από τη λεγόμενη ανθρώπινη γενιά ο Πολυκράτης ήταν ο πρώτος, και είχε πολλές ελπίδες να εξουσιάσει την Ιωνία και τα νησιά. [3.122.3] Μαθαίνοντας λοιπόν ο Οροίτης ότι αυτά είχε κατά νου ο Πολυκράτης, του έστειλε μήνυμα και του είπε τα ακόλουθα: «Ο Οροίτης λέει στον Πολυκράτη τα εξής: Μαθαίνω ότι σχεδιάζεις μεγάλα πράγματα αλλά ότι δεν έχεις χρήματα ανάλογα με τα σχέδιά σου. Αν όμως κάνεις τα παρακάτω, και ο ίδιος θ᾽ ανέβεις ψηλά και εμένα θα σώσεις — γιατί ο βασιλιάς Καμβύσης μελετάει τον θάνατό μου, κι έχω γι᾽ αυτό ξεκάθαρα μηνύματα. [3.122.4] Αν λοιπόν με πάρεις από εδώ μαζί με τα χρήματά μου, κράτα εσύ μερικά από αυτά και άφησε κι εμένα να έχω μερικά· και όσον αφορά τα χρήματα, θα εξουσιάσεις όλη την Ελλάδα. Αν ωστόσο δεν με πιστεύεις για τα χρήματα, στείλε όποιον τυχόν είναι ο πλέον έμπιστός σου, και εγώ θα του το αποδείξω». [3.123.1] Όταν τα πληροφορήθηκε αυτά ο Πολυκράτης, ευχαριστήθηκε και το αποφάσισε· και καθώς είχε μεγάλη αγάπη για τα χρήματα, στέλνει πρώτα τον Μαιάνδριο του Μαιανδρίου, έναν από τους πολίτες που ήταν γραμματικός του, να εξετάσει την κατάσταση (αυτός, λίγον καιρό μετά από τούτα, όλα τα στολίδια από τον ανδρωνίτη του Πολυκράτη, που άξιζε να τα δει κανείς, τα αφιέρωσε στο Ηραίο). [3.123.2] Ο Οροίτης τώρα, μαθαίνοντας ότι επρόκειτο να φτάσει ο παρατηρητής, έκανε το εξής: έπιασε και γέμισε με πέτρες οχτώ κιβώτια ώς λίγο πιο κάτω από τα χείλη, άπλωσε από πάνω χρυσάφι, και ύστερα σφράγισε τα κιβώτια και τα είχε έτοιμα. Έφτασε τότε ο Μαιάνδριος, τα είδε και ανέφερε στον Πολυκράτη. [3.124.1] Αυτός τώρα ετοιμαζόταν να ξεκινήσει ο ίδιος, κι ας τον απέτρεπαν επίμονα τόσο οι μάντεις όσο και οι φίλοι του, κι ας είδε επιπλέον η κόρη του στον ύπνο της τούτο το όνειρο: είδε ότι ο πατέρας της ήταν κρεμασμένος στον αέρα, όπου τον έλουζε ο Δίας και τον άλειφε ο Ήλιος. [3.124.2] Και όταν το είδε αυτό το όνειρο η κόρη, έκανε τα πάντα για να μη φύγει ο πατέρας της για τον Οροίτη, και μάλιστα, καθώς εκείνος βάδιζε για την πεντηκόντορο, αυτή του έλεγε όλο γρουσουζιές. Ο Πολυκράτης τότε τη φοβέρισε ότι αν γύριζε σώος, εκείνη θα έμενε πολύν καιρό παρθένα. Εκείνη όμως ευχήθηκε να πραγματοποιηθεί αυτό, γιατί προτιμούσε να μείνει ανύπαντρη πολύν καιρό παρά να στερηθεί τον πατέρα της. [3.125.1] Αψηφώντας λοιπόν όλες τις συμβουλές ο Πολυκράτης σαλπάρισε για τον Οροίτη παίρνοντας μαζί του πολλούς από τους συντρόφους του, και ανάμεσά τους τον Δημοκήδη του Καλλιφώντα, από τον Κρότωνα, που ήταν γιατρός και ασκούσε αυτό το επάγγελμα καλύτερα από όλους τους συγκαιρινούς του. [3.125.2] Έφτασε λοιπόν στη Μαγνησία ο Πολυκράτης και είχε τέλος κακό, ανάξιο και για τον ίδιο και για την υψηλοφροσύνη του· γιατί αν δεν είχαν υπάρξει οι τύραννοι των Συρακουσίων, κανένας άλλος από τους Έλληνες τυράννους δεν θα ήταν άξιος να συγκριθεί με τον Πολυκράτη στη μεγαλοσύνη. [3.125.3] Τον σκότωσε λοιπόν ο Οροίτης τον Πολυκράτη με τρόπο που δεν είναι σωστό να τον περιγράψω, και ύστερα τον σταύρωσε ψηλά· και από τους ακολούθους του Πολυκράτη όσοι ήταν Σάμιοι τους άφησε να φύγουν, λέγοντάς τους ότι έπρεπε να του χρωστούν χάρη που ήταν ελεύθεροι, αλλά όσους από τους ακολούθους ήταν ξένοι και δούλοι, τους κράτησε για να τους έχει σκλάβους του. [3.125.4] Όσο για τον Πολυκράτη, κρεμασμένος ψηλά όπως ήταν, επαλήθευσε στο ακέραιο το όνειρο της κόρης του: τον έλουζε ο Δίας καθώς έβρεχε, και τον άλειφε ο ήλιος με την υγρασία που ο ίδιος έβγαζε από το σώμα του. Εκεί λοιπόν κατέληξαν οι πολλές επιτυχίες του Πολυκράτη, όπως του το είχε προμαντεύσει ο Άμασις ο βασιλιάς της Αιγύπτου. |